1. Γεωγραφική θέση Το κάστρο Çardak είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά βυζαντινά κάστρα. Καταλαμβάνει την κορυφή ενός πευκοφυτεμένου βουνού, που βρίσκεται 12 χλμ. νοτιοανατολικά της πόλης Osmaniye. Η θέση του είναι στρατηγική. Λόγω του υψομέτρου (740 μ.) το κάστρο δεν έχει μόνο προνομιακή θέα στην κεντρική αρτηρία προς βορρά που οδηγεί στο πέρασμα του όρους Αμανός, αλλά φρουρεί τη διασταύρωση τεσσάρων διαφορετικών περασμάτων που διασχίζουν την οροσειρά Αντιταύρου. Επίσης έχει καλή ορατότητα προς το κάστρο Haruniye στα βορειοανατολικά και το κάστρο Toprak στα δυτικά. Πίσω από το κάστρο Çardak στα βορειοδυτικά βρίσκεται ένα χωριό που φέρει το ίδιο όνομα. Όσον αφορά τη γεωγραφική και ονομαστική ταύτιση του κάστρου Çardak υπάρχουν κάποιες δυσκολίες. Γενικά το κάστρο δε συμπεριλαμβανόταν συστηματικά στους γεωγραφικούς χάρτες.1 Επίσης για το όνομά του υπάρχουν αμφιβολίες. Ο Hellenkemper ταυτίζει το Çardak με το μεσαιωνικό (μεσοβυζαντινό) κάστρο Hamus,2 ενώ ο Edwards πιστεύει πως αυτή η ταύτιση είναι αδύναμη, χωρίς όμως και να την αποκλείει.3 2. Αρχιτεκτονική περιγραφή Από το σύνολο των κάστρων της Κιλικίας, το Çardak παρουσιάζει το πιο συμμετρικό σχέδιο. Η κάτοψή του είναι σχεδόν ορθογώνια και δεν υποτάσσεται στην ανώμαλη τοπογραφία καθώς διασχίζει το χώρο απότομα και κάθετα.4 Η περιοχή του κάστρου οριοθετείται από μια γραμμή αμυντικού τείχους που περιλαμβάνει ανά διαστήματα πύργους. Η κύρια είσοδος πιθανόν βρισκόταν κάποτε5 στη βορειοδυτική πλευρά του κάστρου. Λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους αλλά και της πορείας που ακολουθεί η χάραξη του τείχους –κάθετα προς τις κλίσεις του εδάφους– το τείχος παρουσιάζει έντονες υψομετρικές αυξομειώσεις και η πορεία πάνω στην περίμετρό του γίνεται εφικτή μέσω κλιμάκων. Σε κανένα τμήμα της περιτειχισμένης διαδρομής δε σώζονται ίχνη από επάλξεις. Οι πύργοι που προεξέχουν στην εξωτερική πλευρά του τείχους είναι αψιδοειδούς ή κυκλικού σχήματος, διαθέτουν έναν ή δύο ορόφους και στεγάζονται με μυτερούς ή αψιδόμορφους θόλους. Μόνο ένας πύργος έχει ακανόνιστο σχήμα λόγω της διαγώνιας θέσης του ως προς το τείχος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μόνα ανοίγματα που διαθέτουν οι πύργοι είναι οι πόρτες και οι πολεμίστρες, διανοιγμένες συνήθως στον πάνω όροφο. Επίσης δύο από τους πύργους διαθέτουν οχυρωμένα δώματα με ξύλινη οροφή. Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε πως οι κυκλικοί πύργοι του Çardak είναι σπάνιοι στην Κιλικία και συναντώνται μόνο σε μερικές βυζαντινές οχυρώσεις.6 Οι ανάγκες για αποθήκευση νερού ήταν μεγάλες, γιατί μέσα στο συγκρότημα αυτό δεν υπήρχαν υδάτινες πηγές.7 Έτσι, δύο πύργοι του τείχους λειτουργούσαν πιθανόν ως δεξαμενές νερού, όπως και ένα ορθογώνιο δωμάτιο στο εσωτερικό του κάστρου μάλλον με την ίδια λειτουργία. Στο κέντρο του κάστρου βρίσκεται ένα αρμενικό παρεκκλήσιο. Εξωτερικά το σχήμα του παρεκκλησίου είναι ορθογώνιο και δεν έχει διακόσμηση. Στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο. Το παρεκκλήσιο αυτό αποτελεί τη μόνη αρχαιολογική απόδειξη αρμενικής κατοχής στο κάστρο Çardak.8 3. Υλικά – Τρόποι δομής Για την επένδυση των τοίχων σε όλο το μήκος του τείχους χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι ακατέργαστοι λίθοι σε ομοιόμορφη διαστρωμάτωση.9 Στην εξωτερική πλευρά οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους από ό,τι στην εσωτερική και για τα γεμίσματα των αρμών του εξωτερικού τοίχου χρησιμοποιήθηκε περισσότερη ποσότητα θραυσμάτων πέτρας. Στα πλαίσια των θυρών, των παραθύρων και των πολεμιστρών εφαρμόστηκε λειασμένη λαξευτή πέτρα με λεπτούς αρμούς. Μόνο στο παρεκκλήσιο στο κέντρο του κάστρου χρησιμοποιείται κυφωτή τοιχοποιία (με εξοχές) σε διαστρωματώσεις, ενώ τα πλαίσια των ανοιγμάτων είναι από λαξευτή πέτρα λίγο μεγαλύτερου μεγέθους. Η διαφοροποίηση αυτή της τοιχοποιίας στο παρεκκλήσιο αποτελεί ένδειξη διαφορετικής κατασκευαστικής περιόδου. 4. Χρονολόγηση – Επιρροές Οι πρώτοι γνωστοί κύριοι του κάστρου είναι Βυζαντινοί. Το όνομα και η χρονολόγηση όμως του μεσοβυζαντινού κάστρου δεν είναι γνωστά. Όπως είπαμε, υπάρχει περίπτωση το Çardak να ταυτίζεται με το μεσοβυζαντινό κάστρο του Hamus. Μέχρι περίπου τα μέσα του 12ου αιώνα, το 1165, το κάστρο παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών. Τα επόμενα χρόνια πέρασε στην κατοχή των Αρμενίων, μέχρι περίπου το 1266, που κυριεύτηκε από τους Μαμελούκους.10 Ένας σεισμός το 1268/1269 προκάλεσε ζημιές στην τοποθεσία Çardak, οπότε το κάστρο και ο οικισμός ανακατασκευάστηκαν. Το κάστρο και η ευρύτερη τοποθεσία καταλήφθηκαν οριστικά από τους Μαμελούκους το 1337. Εκτός από το παρεκκλήσιο στο εσωτερικό του κάστρου, το οποίο πληροί κατά τον Edwards τα κριτήρια αρμενικού παρεκκλησίου,11 η ομοιόμορφη τοιχοποιία υποδεικνύει πως το κάστρο είναι αποτέλεσμα μιας οικοδομικής φάσης. Πράγματι, ενώ κατά κανόνα οι Αρμένιοι δε διατηρούσαν τα βυζαντινά ή αραβικά κάστρα που συναντούσαν στο πέρασμά τους στην Κιλικία, αλλά προχωρούσαν στην αντικατάστασή τους με αρμενικές κατασκευές, το Çardak αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις όπου οι Αρμένιοι, κατά την περίοδο κατοχής του κάστρου, δεν πραγματοποίησαν παρά μόνο μικρές επιδιορθώσεις και προσθήκες.12 Η σπουδαιότητα του κάστρου του Çardak έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί μία από τις λίγες βυζαντινές δομές που δεν εξαλείφθηκαν από τις αρμενικές ανακατασκευές.
1. O Hellenkemper συζητά το πρόβλημα και αναφέρεται σε σχετικούς χάρτες, Hellenkemper, Η., Burgen der Kreuzritterzeit in der Grafschaft Edessa und im Königreich Kleinarmenien. Studien zur historischen Siedlungsgeographie Südost-Kleinasiens (Bonn 1976), σελ. 108-110. Βλ. για παράδειγμα το χάρτη Kiepert, Η., “Reisewege in Kilikien”, στο Heberdey, R. – Wilhelm, A., Reisen in Kilikien, ausgefuhrt 1891 und 1892 (Wien 1896). 2. Hellenkemper, H., Burgen der Kreuzritterzeit in der Grafschaft Edessa und im Königreich Kleinarmenien. Studien zur historischen Siedlungsgeographie Südost-Kleinasiens (Bonn 1976), σελ. 108-110. 3. Edwards, R.W., The Fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 110-113. 4. Κατά τον Edwards ο σχεδιασμός που δεν υπακούει στην τοπογραφία παραπέμπει στο ρωμαϊκό castrum, βλ. Edwards, R.W., The fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 110-113. 5. Αυτή η αβεβαιότητα προέρχεται από τη φυσική κατάσταση του κάστρου του οποίου η βορειοδυτική πλευρά είναι κατεστραμμένη, βλ. Edwards, R.W., The Fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 110-113. 6. Edwards, R.W., The Fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 14, 110. 7. Οι πιο κοντινές υδάτινες πηγές ήταν τα ποτάμια στις κοιλάδες κάτω από το κάστρο. Από εκεί προερχόταν το νερό που συλλεγόταν ετησίως. 8. Για την περιγραφή και αξιολόγηση του παρεκκλησίου Edwards, R., “Ecclesiastical architecture in the fortifications in Armenian Cilicia: first report”, Dumbarton Oaks Papers 36 (1982), σελ. 155-175. 9. Ο Edwards έχει ταξινομήσει τους τύπους τοιχοποιίας στην Αρμενική Κιλικία. Στην περίπτωσή μας χρησιμοποιείται η τοιχοποιία “IV-large crude”, βλ. Edwards, R.W., The Fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 18-24. 10. Για τη χρονολόγηση βλ. Hellenkemper, H., Burgen der Kreuzritterzeit in der Grafschaft Edessa und im Königreich Kleinarmenien. Studien zur historischen Siedlungsgeographie Südost-Kleinasiens (Bonn 1976), σελ. 108-110. 11. Edwards, R., “Ecclesiastical architecture in the fortifications in Armenian Cilicia: first report”, Dumbarton Oaks Papers 36 (1982), σελ. 155-175. 12. Edwards, R.W., The Fortifications of Armenian Cilicia (Washington 1987), σελ. 28.
|
|
|