1. Γεωγραφία – Ιστορία
Τα Κοτύωρα ήταν παράκτιος οικισμός στη νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου, ανατολικά της Σινώπης, στην περιοχή των Τιβαρηνών.1 Η θέση του οικισμού δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, τα Κοτύωρα τοποθετούνται στο Kraz Limani, στα βόρεια της σύγχρονης πόλης Ordu και 45 χλμ. Α-ΒΑ του Giresun (Φαρνάκεια-Κερασούς). Η ταύτιση με το Kraz Limani βασίζεται στα ίχνη αρχαίου λιμανιού που βρέθηκαν στη θέση αυτή, καθώς και στο γεγονός ότι στους νεότερους χρόνους το Ordu μετονομάστηκε σε Κοτύωρα, παίρνοντας ξανά την αρχαία ονομασία.2 Εκτός από το όνομα «Κοτύωρα», που μνημονεύεται από τον Αρριανό και το Διόδωρο, το τοπωνύμιο παραδίδεται από τον Πτολεμαίο και ως «Κοτύωρον», ενώ ο Περίπλους του Ευξείνου Πόντου μνημονεύει τη θέση ως «Κοτύωρος». Σύμφωνα με το λεξικό Σούδα, μεταγενέστερη είναι η ονομασία «Κύτωρα». Αυτή η ονομασία, καθώς και οι «Κυτέωρον», «Κυτέωρος» και “Cytorus”, που μνημονεύει ο Πτολεμαίος, είναι παραφθορές του αρχικού τοπωνυμίου. Οι κάτοικοι της πόλης καλούνταν Κοτυωρίτες και Κοτυωρικοί.3 Ο Ξενοφών αναφέρει ότι τα Κοτύωρα ήταν πόλη ελληνική, αποικία της Σινώπης.
Στις αρχές του 400 π.Χ. στάθμευσαν εκεί οι Μύριοι, στο δρόμο τους από την Τραπεζούντα προς την Ηράκλεια. Αρχικά οι κάτοικοι των Κοτυώρων δεν τους υποδέχθηκαν φιλικά. Απαγόρευσαν την είσοδο των στρατιωτών στην πόλη, αρνήθηκαν την περίθαλψη των ασθενών και δε δέχτηκαν να έχουν εμπορικές συναλλαγές με τους Μυρίους, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατος ο ανεφοδιασμός του στρατού. Οι μισθοφόροι τότε εισέβαλαν στην πόλη, εγκατέστησαν τους ασθενείς τους σε μερικές κατοικίες και λεηλάτησαν τα κτήματα των κατοίκων. Οι βιαιοπραγίες τους προκάλεσαν την επέμβαση της Σινώπης, που έστειλε πρέσβεις στην πόλη. Χάρη στη μεσολάβησή τους οι σχέσεις μεταξύ των Κοτυωριτών και του μισθοφορικού στρατεύματος αποκαταστάθηκαν.4 Περίπου το 183/2 π.Χ., μετά την κατάληψη της Σινώπης από το Φαρνάκη Α΄, βασιλιά του Πόντου, οι αποικίες της Σινώπης Κοτύωρα και Κερασούς υπήχθησαν και αυτές στο βασίλειο του Πόντου, είτε ακολουθώντας τη μητρόπολή τους είτε επειδή κατακτήθηκαν. Λίγο αργότερα, περίπου το 180 π.Χ., ο Φαρνάκης Α' μετέφερε κατοίκους από τα Κοτύωρα και την Κερασούντα για την ίδρυση της γειτονικής Φαρνάκειας.5 Έκτοτε φαίνεται πως τα Κοτύωρα παρήκμασαν και συρρικνώθηκαν δημογραφικά, καθώς ο Αρριανός αναφέρει ότι στην εποχή του ήταν κώμη, και μάλιστα όχι αρκετά μεγάλη.
Η ιστορική συνέχεια των Κοτυώρων κατά τη Βυζαντινή περίοδο παραμένει αβέβαιη. Η σιωπή των πηγών της εποχής αυτής για το τοπωνύμιο υποδηλώνει ότι ίσως ο οικισμός είχε εγκαταλειφθεί. Γι’ αυτό διατυπώθηκε η υπόθεση ότι μετά την παρακμή της πόλης, το αργότερο στους Ύστερους Μεσαιωνικούς χρόνους, οι Κοτυωρίτες μετεγκαταστάθηκαν στο γειτονικό Vonalimani, ονομασία που σώζεται μέχρι σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, η ύπαρξη μέχρι και το 19ο αιώνα ενός βυζαντινού φρουρίου στην περιοχή του Ordu είναι ένδειξη ότι ο οικισμός εξακολούθησε να υπάρχει και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Το φρούριο δε σώζεται πλέον και η συνέχεια της κατοίκησης είναι αδύνατο να πιστοποιηθεί, καθώς στην τοποθεσία υπάρχουν σήμερα στρατιωτικές εγκαταστάσεις.6
2. Οικονομία – Διοίκηση
Με βάση τον εντοπισμό της θέσης των Κοτυώρων κοντά στο σύγχρονο Ordu συνάγεται ότι οι κάτοικοι της πόλης ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καθώς στην ενδοχώρα ανατολικά του Ordu βρίσκονται εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια και βοσκοτόπια. To λιμάνι των Κοτυώρων εξυπηρετούσε το εκτεταμένο θαλάσσιο εμπόριο της Σινώπης. Από την πόλη αυτή η Σινώπη προμηθευόταν πιθανότατα σίδηρο, αφού από τα Κοτύωρα διοχετεύονταν στην αγορά τα μεταλλεύματα που εξορύσσονταν στα μεταλλεία των Χαλύβων.7
Η πόλη δεν είχε πλήρη αυτονομία. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι κάτοικοί της ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο στη Σινώπη, ο οποίος θεωρούνταν ένα είδος ενοικίου για τη χώρα των Κοτυώρων, επειδή κατά την ίδρυση της αποικίας η Σινώπη ήταν εκείνη που είχε καταλάβει τη γη για λογαριασμό των Κοτυωριτών. Την ίδια εποχή η εξάρτηση των Κοτυώρων από τη μητρόπολή τους επεκτάθηκε και στη διοίκηση της πόλης, την οποία είχε αναλάβει ένας αρμοστής διορισμένος από τη Σινώπη. Τέλος, μαρτυρείται και η ύπαρξη ενός αστυνόμου, αλλά περισσότερα στοιχεία για το χρονικό προσδιορισμό της δράσης του δεν έχουμε.8 Τα στοιχεία για τις λατρείες που υπήρχαν στην πόλη περιορίζονται σε μια θρυλούμενη ανεύρεση ενός χρυσού αγαλματίου που παρουσιάζει πιθανόν τον Ερμή.9
3. Τοπογραφία – Αρχαιολογικά κατάλοιπα
Aν δεχτούμε την ταύτιση των Κοτυώρων με το λιμάνι κοντά στο σύγχρονο Ordu, η πόλη βρισκόταν στην αρχή μιας οδού που οδηγούσε στην ενδοχώρα· δύο μεγάλα δέλτα ποταμών στα ανατολικά εξασφάλιζαν τον ανεφοδιασμό της πόλης σε τρόφιμα και μία ακρόπολη δέσποζε στα παράλια. Ίχνη από το λιμάνι της πόλης λαξευμένα στο βράχο ήταν ορατά στο Kraz Limani μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά δε διακρίνονται πλέον. Τα Κοτύωρα περιβάλλονταν από τείχος, όπως συνάγεται από την αφήγηση του Ξενοφώντα, αλλά κατάλοιπά του δεν έχουν βρεθεί. Πηγές του 19ου αιώνα ταυτίζουν την ακρόπολη με το σύγχρονο Boz Tepe. Λίγο νοτιότερα του Ordu σώζονται τα ερείπια ενός φρουρίου με τη χαρακτηριστική λαξευμένη υπόγεια δίοδο που οδηγούσε σε μία δεξαμενή. Το οχυρό ήταν πιθανότατα έργο των ηγεμόνων του Πόντου.10
2. Για τη θέση των Κοτυώρων σε σχέση με τον ποταμό Μελάνθιο βλ. Αρρ. Ευξ. 16.3· Ανώνυμος Περίπλ. Π. Ευξ. 32.35. Για την ταύτιση με το Ordu βλ. Hamilton, W.J., Researches in Asia Minor, Pontus and Armenia; with some account of their Antiquities and Geology 1 (London 1842), σελ. 267. Σύμφωνα με δεύτερη εκδοχή, τα Κοτύωρα τοποθετούνται στον κόλπο που φέρει τη σύγχρονη ονομασία “Pershembah”, δυτικά του Buzuk Kaleh. Υπέρ αυτής συνηγορούν τα ακόλουθα: α) Ο κόλπος του Pershembah είναι το καλύτερο χειμερινό λιμάνι ανατολικά της Κωνσταντινούπολης, σε ευνοϊκότερη θέση ακόμη και από της Σινώπης, λόγω του μεγάλου βάθους της θάλασσας στο σημείο αυτό. Είναι επίσης καλύτερα προφυλαγμένος από τον κόλπο Kraz Limani. β) Η απόσταση του Pershembah από το Μελάνθιο συμφωνεί περισσότερο με τη μαρτυρία του Αρριανού και του Περίπλου του Ευξείνου Πόντου ότι η πόλη απείχε από τον ποταμό 60 στάδια. Για την ταύτιση των Κοτυώρων με τον κόλπο Pershembah βλ. Hamilton, W.J., ό.π., σελ. 268. Για τα πλεονεκτήματα της θέσης του Pershembah βλ. Bryer, A.Α.Μ. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington 1985), σελ. 120. Η ταύτιση με το Pershembah δεν τεκμηριώνεται ωστόσο επαρκώς για τους ακόλουθους λόγους: α) Δεν υπάρχει στοιχείο που να αποδεικνύει την κατοίκηση στο Pershembah πριν από τους Μεσαιωνικούς χρόνους. β) Αν τα αρχαία Κοτύωρα βρίσκονταν στη θέση αυτή, θα περίμενε κανείς το τοπωνύμιο ή μια παραφθορά του να παραμείνει σε χρήση και στους Μεσαιωνικούς χρόνους. Ωστόσο, το Pershembah είναι βέβαιο ότι κατά το Μεσαίωνα καλούνταν Βοών λιμάνι, όνομα που επιβιώνει μέχρι σήμερα στο τοπωνύμιο Vonalimani ή Vona στη θέση αυτή. Για την ταύτιση του Pershembah με το Vonalimani βλ. Bryer, A.Α.Μ. – Winfield, D., ό.π., σελ. 120. Mία τρίτη εκδοχή ταυτίζει τα Κοτύωρα με ένα μικρό λόφο που φέρει το σύγχρονο τοπωνύμιο “Bozuk Kale” (ερειπωμένο οχυρό), 4 χλμ. βόρεια του Ordu. Ωστόσο η άποψη αυτή δε στοιχειοθετείται επαρκώς, καθώς τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στη θέση είναι αποκλειστικά μεσαιωνικά· βλ. Bryer, A.Α.Μ. – Winfield, D., ό.π., σελ. 120. 3. Αρρ. Ευξ. 16.3· Διόδ. Σ. 14.31.1· Πτολ. Γεωγρ. 5.6.4· Ανώνυμος Περίπλ. Π. Ευξ. 32.35. Βλ. επίσης Adler, A. (επιμ.), Suidae Lexicon 3 (Lipsiae 1935), σελ. 166· Zgusta, L., Kleinasiatische Ortsnamen. Beitrage zur Namensforschung (Beiheft 21, Heidelberg 1984), σελ. 295, αρ. 596. Για την ονομασία των κατοίκων: Ξεν. Αν. 5.5.6· Adler, A., ό.π. 5. Στράβ. 12.3.17· McGing, B.C., The foreign policy of Mithridates VI Eupator, King of Pontus (Mnemosyne Supplement 89, Leiden 1986), σελ. 25 κ.ε. 6. Αρρ. Ευξ. 16.3. Βλ. και Bryer, A.Α.Μ. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington 1985), σελ. 120. Το βυζαντινό φρούριο μνημονεύεται από τον Cuinet, V., La Turquie d’Asie. Geographie Administrative. Statistique descriptive et raisonnee de chaque province de l’Asie Mineure 1 (Paris 1892), σελ. 85. 7. Bryer, A.Α.Μ. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington 1985), σελ. 8· Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, to the end of the third century after Christ (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 184. 8. Ξεν. Αν. 5.5.7, 5.5.19. Βλ. και Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces² (Oxford 1971), σελ. 148. Για την ενεπίγραφη πλίνθο με το όνομα του αστυνόμου βλ. Παπαμιχαλόπουλος, Κ.Ν., Περιήγησις εις τον Πόντον (Αθήναι 1903), σελ. 286. 9. Παπαμιχαλόπουλος, Κ.Ν., Περιήγησις εις τον Πόντον (Αθήναi 1903), σελ. 286. 10. Για τη θέση της πόλης βλ. Bryer, A.A.M. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington 1985), σελ. 120. Για το λιμάνι βλ. Hamilton, W.J., Researches in Asia Minor, Pontus and Armenia; with some account of their Antiquities and Geology 1 (London 1842), σελ. 267. Για το τείχος βλ. Ξεν. Αν. 5.5.6. Για το οχυρό βλ. Bryer, A.A.M. – Winfield, D., ό.π., σελ. 120.
|
|
|