1. Ο χώρος – Ιστορικά στοιχεία Η μητρόπολη Κυζίκου αποτελούσε την εκκλησιαστική αρχή του Ελλησπόντου της Προποντίδας και του δυτικότερου τμήματος της Βιθυνίας κατά τη χιλιετία της βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή. Μετά την οθωμανική κατάκτηση αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες, παρά τον πρότερο πλούτο και τη θέση της. Γι’ αυτό το λόγο τής παραχωρήθηκαν το 14ο αιώνα «κατά λόγον επιδόσεως» περιοχές γειτονικών μητροπόλεων. Από τις μητροπόλεις της Αβύδου, των Πηγών και της Κυζίκου, η τελευταία ήταν η μόνη μητρόπολη στην περιοχή του Ελλησπόντου που επιβίωσε μετά τις μουσουλμανικές κατακτήσεις του 14ου αιώνα. Άλλωστε ήταν σημαντικότερη από τις υπόλοιπες του Ελλησπόντου λόγω της εμπορικής θέσης της. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι η Κύζικος δε γνώρισε οικονομικές δυσχέρειες μετά την οθωμανική κατάκτηση, όμως ως μητρόπολη κατάφερε να επιβιώσει και αναγράφεται στον επισκοπικό κατάλογο του 15ου αιώνα.1 Στην πρώτη εκκλησιαστική διαίρεση κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, η Κύζικος περιλήφθηκε στην επισκοπική περιφέρεια της Εφέσου. Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα υπήχθη στην απευθείας εκκλησιαστική εξάρτηση της Κωνσταντινούπολης ως μητρόπολη, έχοντας σημαντικό αριθμό επισκοπών. Στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) κατατάχθηκε στην πέμπτη τη τάξει θέση των μητροπόλεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως· από τον 9ο ή 10ο αιώνα προβιβάστηκε στην τέταρτη θέση. Η ομαλή ιστορία της κατά τη Βυζαντινή περίοδο αναταράχθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση, όταν, από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, οι περισσότερες επισκοπές της μητρόπολης εξαλείφθηκαν. Παρέμεινε σε λειτουργία, όμως, καθώς μαρτυρείται η συμμετοχή του μητροπολίτη Κυζίκου σε διάφορες συνόδους κατά τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η μητρόπολη κράτησε τη βορειοδυτική άκρη της μικρασιατικής χερσονήσου υπό τη δικαιοδοσία της και η έδρα της μεταφέρθηκε αργότερα στην Αρτάκη.2 Η επικράτειά της μειώθηκε το 1913, όταν αποσπάστηκε το τμήμα των Δαρδανελίων και αποτέλεσε τη μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου.3 Το 19ο αιώνα πια η μητρόπολη είχε ιδιαίτερη δυναμική· όταν με την πυρκαγιά του 1854 καταστράφηκε ο μητροπολιτικός ναός της, στη θέση του ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος σχήματος τρουλαίας βασιλικής, με εκτεταμένη χρήση του τοπικού χρωματιστού μαρμάρου. Η μεγαλεπήβολη πρωτοβουλία της ανέγερσης εκ νέου του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Νικολάου οφειλόταν στον τότε μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Β΄.4 Όσον αφορά τους μητροπολίτες της έδρας της Κυζίκου, ο μητροπολίτης Νικόδημος είχε καταρτίσει έναν ονομαστικό κατάλογο από το έτος 325 μέχρι τα χρόνια του. Δεν παραδίδονται όμως χρονολογίες· από το 1474 μητροπολίτης ήταν ο Νεόφυτος. Πολύ αργότερα, μητροπολίτης ήταν ο Αυξέντιος (69ος στη σειρά), για τον οποίο παραδίδεται η διάρκεια της θητείας του, 1711-1721. Από αυτόν μέχρι τη χρονιά της Καταστροφής, το 1922, διατέλεσαν μητροπολίτες οι: Αντώνιος, Ανανίας Β΄, Γεράσιμος ο Χρυσοσκουλαίος, Άνθιμος Β΄, Γεράσιμος Β΄, Αγάπιος, Ιωακείμ Α΄ (κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης), Μακάριος, Κωνσταντίνος, Ιγνάτιος ή Ζαχαρίας, Ματθαίος Β΄, Άνθιμος Γ΄, Μελέτιος, Ιωακείμ Β΄ (κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης), Ιάκωβος, Νικόδημος, Κωνσταντίνος Β΄ Αλεξανδρίδης (1900-1904), Αθανάσιος Β΄ (1904-1909), Γρηγόριος Β΄ (1909-1912 / κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης), Κωνσταντίνος Γ΄ (1912-1922).5 Η κοινοτική οργάνωση βασιζόταν στο θεσμό της δημογεροντίας, όπως συνέβαινε σε όλη την οθωμανική επικράτεια. Η δημογεροντία διοριζόταν από το μητροπολίτη μέχρι το 1900, οπότε άρχισε να εκλέγεται από γενική συνέλευση της κοινότητας με μυστική ψηφοφορία.6 Η επικράτεια της μητρόπολης Κυζίκου περιλάμβανε τη βορειοδυτική απόληξη της Μικράς Ασίας, αποτελώντας τμήμα του βιλαετιού Προύσας ή Χουδαβενδικιάρ7 και του ανεξάρτητου σαντζακιού (μουτεσαριφλίκιο) Βίγας ή Καλέι Σουλτανιέ (όπως ήταν η επίσημη οθωμανική ονομασία της πόλης των Δαρδανελίων),8 μέχρι τουλάχιστοντην απόσπαση της περιοχής Δαρδανελίων και Λαμψάκου και την ανακήρυξή της ως μητρόπολης το 1913. Τα θαλάσσια όρια της μητρόπολης Κυζίκου περιλάμβαναν τις μικρασιατικές ακτές του Αιγαίου και του Ελλησπόντου, που ανήκαν στο σαντζάκι της Βίγας, και τις ακτές της Προποντίδας μέχρι τις εκβολές του ποταμού Μάκεστου, με τη χερσόνησο της Κυζίκου σε κεντρική θέση. Τα χερσαία όρια ακολουθούσαν για λίγο την κοίτη του Μάκεστου και μετά κάνοντας ένα τόξο παρέκαμπταν την Απολλωνία λίμνη και στην Κερμαστή συναντούσαν τον ποταμό Ρύνδακο συνεχίζοντας ανατολικά στην κοιλάδα του. Στο Κεσίς-νταγ (όρος Όλυμπος) τα όρια στρέφονταν προς τα νότια περνώντας δυτικά της Κιουτάχειας. Σχηματίζοντας μια αιχμή στη νότια απόληξη της μητροπολιτικής επικράτειας, στο κέντρο της Φρυγίας, τα όρια στρέφονταν προς τα βορειοδυτικά και έτειναν στα σύνορα των βιλαετιών Προύσας και Αϊδινίου. Στη συνέχεια, σχηματίζοντας ένα ακόμα τόξο προς τα βόρεια, παρέκαμπταν το Αδραμύττι και κατέληγαν δυτικότερα στις ακτές του ομώνυμου κόλπου.9 Η Κυζικηνή χερσόνησος (η Άρκτων νήσος των αρχαίων, τουρκ. Καπού-νταγί), το κέντρο βάρους της μητρόπολης Κυζίκου, με περιφέρεια 62 ναυτικών μιλίων και ψηλότερο όρος το Δίνδυμο (Καπού-νταγ) στα 800 μέτρα, έχει τριγωνικό σχήμα με στρογγυλεμένες γωνίες. Αμμώδης ισθμός τη συνδέει με την ξηρά, μήκους ενός χιλιομέτρου, πλάτους 1.800 μέτρων και ύψους 5-10 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.10 Στη νοτιοδυτική παραλία της χερσονήσου ήταν χτισμένη η Αρτάκη (Ερντέκ). Ήταν έδρα του μητροπολίτη Κυζίκου και του ομώνυμου οθωμανικού καζά.11 Στη χερσόνησο βρισκόταν και η κωμόπολη Πέραμος, η οποία είχε δύο ενορίες, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Φημισμένη ήταν η μονή της Παναγίας Φανερωμένης, η οποία βρισκόταν σε μία κοιλάδα του ορεινού όγκου της χερσονήσου και αποτελούσε λαϊκό προσκύνημα (ιδίως κατά την πανήγυρη στις 23 Αυγούστου), εξαιτίας της θαυματουργής εικόνας της.12 Σημαντικό αλιευτικό κέντρο ήταν και ο μικρός οικισμός Μηχανιώνα στο βορειοανατολικό άκρο της χερσονήσου, όπου, σύμφωνα με τον Ι. Μακρή, επινοήθηκε το 1900 η γνωστή αλιευτική τεχνική του «γρι γρι».13 Το Μπαλίκεσιρ (Balıkesir / αρχ. Αδριανού Πύλαι) ήταν η έδρα του ομώνυμου σαντζακιού που εναλλακτικά ονομαζόταν Καρασί. Η πόλη ήταν το κέντρο της περιοχής της άλλοτε Μυσίας, σημείο συνάντησης των οδών από τα παράλια του Αιγαίου και την Ιωνία προς τις περιοχές της Προποντίδας. Στα Νεότερα χρόνια ενώθηκε σιδηροδρομικά με τη Σμύρνη (μέσω του Σόμα) με τη γραμμή που κατέληγε στην Πάνορμο, στις ακτές της Προποντίδας.14 Δυτικά του Μπαλίκεσιρ, σε μία αραιοκατοικημένη περιοχή, βρισκόταν η Μπάλια (Μπάλια-μαντέν / αρχ. Περιχάραξις).15 Νοτιοδυτικά από την Αφινίτιδα λίμνη βρισκόταν το Γκιόνεν (αρχ. Άρτεμις Θερμαία), έδρα καζά. Κοντά στην κωμόπολη υπήρχαν θερμές πηγές.16 Βορειότερα ήταν η Πάνορμος (Bandırma), έδρα καζά και σημαντικό λιμάνι της Προποντίδας.17 2. Πληθυσμιακές πληροφορίες Το χριστεπώνυμο πλήρωμα της μητρόπολης Κυζίκου, σύμφωνα με την απογραφή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» στην Αθήνα, αριθμούσε 73.203 Ελληνορθόδοξους.18 Κατά τον Ι. Μακρή, στις αρχές του αιώνα (και πριν αποσπαστεί ακόμα η μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου) οι χριστιανοί ήταν 71.103 συνολικά, έχοντας 75 ορθόδοξες εκκλησίες σε λειτουργία και 109 ιερείς.19 Η Κυζικηνή χερσόνησος, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, είχε 26.500 κατοίκους: οι περισσότεροι ήταν Έλληνες, οι μουσουλμάνοι ήταν 3.700 και 700 οι Αρμένιοι.20 Σε όλη τη χερσόνησο, με τους 17 οικισμούς της, υπολογιζόταν ότι υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα 20.700 Έλληνες, περίπου 3.000 μουσουλμάνοι και 1.000 Αρμένιοι.21 Η Αρτάκη είχε, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, 12.500 κατοίκους, κυρίως Έλληνες, ενώ υπήρχαν και 3.000 μουσουλμάνοι.22 Ο Κ. Μακρής αναφέρει ότι «κατά τας επισήμους στατιστικάς» οι Έλληνες ήταν 6.511 και οι μουσουλμάνοι 2.401. Η Πέραμος είχε ελληνικό πληθυσμό 3.000 κατοίκους,23 ή 3.500, με ιδιαίτερη αύξηση κατά το 19ο αιώνα,24 αν και αναφέρεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων άγγιξε το 1914 τις 5.000.25 Το Μπαλίκεσιρ είχε 36.000 κατοίκους, με 2.000 Έλληνες και άλλους 2.000 Αρμένιους.26 Η Μπάλια είχε 6.000 Έλληνες και 2.000 μουσουλμάνους.27 Το Γκιόνεν είχε 4.500 κατοίκους.28 Η Πάνορμος, τέλος, είχε 20.000 κατοίκους, με 12.000 μουσουλμάνους, 4.000 Έλληνες και 4.000 Αρμένιους.29 3. Οικονομία Η Αρτάκη είχε αμπελοφυτείες και παρήγε λευκό οίνο, ρακή και κονιάκ. Υπήρχαν ακόμα καλλιέργειες ελαιόδεντρων και αχλαδιών. Πολλοί κάτοικοί της ασχολούνταν με τη ναυτιλία, καθώς η πόλη διέθετε απάνεμο λιμάνι με εμπορική κίνηση.30 Η Πέραμος είχε δεκατέσσερα λατομεία γρανίτη, τα οποία, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, τα εκμεταλλεύονταν αλλοδαποί σε σύμβαση με την κοινότητα.31 Γενικά η χερσόνησος της Κυζίκου παρήγε ελαιόλαδο, κρασί, σταφύλια, μετάξι, κρεμμύδια, ενώ είχε μερίδιο από την πλούσια αλιεία της Προποντίδας.32 Η παραγωγή μεταξιού ήταν προσοδοφόρο επάγγελμα, γεγονός που καθιστούσε την ενασχόληση με αυτή μια σίγουρη επαγγελματική διέξοδο. Αναφέρεται ότι στην Πέραμο αποτελούσε τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος, με κέρδη που άγγιζαν τις 9 με 10 χιλιάδες χρυσές τουρκικές λίρες ετησίως.33 Στον ορεινό όγκο της χερσονήσου υπήρχαν λατομεία γρανίτη (εκτός από την Πέραμο, στο Αρμενοχώρι και το Χαμαμλί). Οι κάτοικοί της εκτός από γεωργοί ήταν ναυτικοί ή μετακόμιζαν στη γειτονική Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν ως παντοπώλες, ταβερνιάρηδες και ξενοδόχοι.34 Στην περιοχή του Μπαλίκεσιρ, που είχε πεδινά εδάφη, παράγονταν σιτηρά, όσπρια, βαμβάκι, σουσάμι, όπιο, λαχανικά. Η πόλη λόγω της θέσης της ήταν εμπορικό κέντρο της περιοχής· η εμποροπανήγυρή της συγκέντρωνε την ευρύτερη εμπορική κίνηση του τόπου.35 Η Μπάλια είχε μεταλλεία χαλκού γνωστά ήδη από την Αρχαιότητα. Η εκμετάλλευσή τους στα Νεότερα χρόνια ξεκίνησε το 1840 και επεκτάθηκε το 1880 με την εξαγορά τους από την εταιρεία Λαυρίου· το 1893 τα απέκτησε γαλλική επιχείρηση με έδρα την Κωνσταντινούπολη.36 Το Γκιόνεν ήταν κέντρο της κάτω κοιλάδας του Αισήπου σε σιτοπαραγωγό πεδιάδα. Η κωμόπολη είχε ετήσια εμποροπανήγυρη (10-13 Ιουνίου) όπου πωλούνταν άλογα. Στην Αφινίτιδα λίμνη υπήρχε ένα χωριό Κοζάκων που ασχολούνταν με την αλιεία και το πάστωμα των ψαριών· οι μοναχοί του Αγίου Όρους κατανάλωναν μεγάλο μέρος της αλιείας κατά τις περιόδους της νηστείας.37 Η Πάνορμος διέθετε λιμάνι που εξυπηρετούσε την ενδοχώρα της πόλης, ιδιαίτερα την περιοχή των λιμνών Απολλωνιάδας και Αφινίτιδας, καθώς και μακρύτερα μέχρι τα μέρη του Μπαλίκεσιρ. Η σιδηροδρομική γραμμή μετά τη διάνοιξή της βοήθησε την πρόσβαση στο λιμάνι, από όπου μεταφέρονταν πρόβατα (όπως παραδίδει ο Π. Κοντογιάννης, το 1893 ο αριθμός των προβάτων που μεταφέρονταν προς πώληση έφτασε τα 350.000), πουλερικά, σιτηρά, καλαμπόκι, κουκιά, λιναρόσπορος, όπιο, σουσάμι, βαμβάκι, ακόμη και ο ορυκτός βόρακας από τα μεταλλεία του Σουλτάν-τσαΐρ. Στα περίχωρα της πόλης καλλιεργούνταν αμπέλια και οπωροφόρα δέντρα, ενώ διαδεδομένη ήταν η μελισσοκομία και η σηροτροφία.38 Σημαντικός ντόπιος επιχειρηματίας ήταν ο Μικές Παπαδόπουλος, χορηγός της ανέγερσης του μεγάρου Παπαδοπούλειον Εκπαιδευτήριον στην Πέραμο. Ξεκινώντας από υπαλληλική θέση, εργαζόμενος σε έναν Αρμένιο μεγαλέμπορο χαλιών στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα, οργάνωσε δίκτυα εμπορίας χαλιών αναλαμβάνοντας την αποκλειστική σχεδόν εξαγωγή των χαλιών της Ανατολής στη Δύση. Έπειτα από λίγα χρόνια, είχε καταφέρει να συγχωνεύσει τις ανταγωνιστικές αμερικανικές εταιρείες Cazan Carpet Co. και Castelli με την Oriental Carpet Co., διατελώντας μετέπειτα διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της εταιρείας· παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στον τραπεζικό χώρο ιδρύοντας στην Κωνσταντινούπολη, σε συνεργασία με αγγλικούς και γερμανικούς τραπεζιτικούς κύκλους, την Deutsche Orient Bank. Η επιχειρηματική δραστηριότητά του όμως τερματίστηκε κάπως μυθιστορηματικά με το χαμό του στις 7 Μαΐου 1915, κατά τη βύθιση του υπερωκεάνιου «Λουζιτάνια» στον Ατλαντικό39 από επίθεση γερμανικού υποβρύχιου.40 4. Παιδεία – Πολιτισμός Το πρώτο σχολείο της μητρόπολης Κυζίκου ιδρύθηκε στην Αρτάκη στις αρχές του 19ου αιώνα και τα επόμενα στη Χαράκη, τη Μηχανιώνα και την Πάνορμο. Δεν έλειψαν, πάντως, στη διάρκεια του αιώνα οι ανωμαλίες και τα εμπόδια στη λειτουργία τους, τα οποία όμως χάρη σε διάφορες πρωτοβουλίες ξεπεράστηκαν. Η Αρτάκη κατά τις αρχές του 20ού αιώνα είχε επτατάξιο αρρεναγωγείο, με επτά δασκάλους και περίπου 400 μαθητές. Αυτό στεγαζόταν σε κοινοτικό κτήριο του 1890, και από το 1911 σε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα. Το παρθεναγωγείο της είχε πέντε τάξεις, με τέσσερις δασκάλες και περίπου 150 μαθήτριες. Τέλος, το νηπιαγωγείο της πόλης είχε 200-300 παιδιά. Οι δαπάνες της κοινότητας για την εκπαίδευση εκείνη την εποχή ανέρχονταν σε 500 χρυσές τουρκικές λίρες ετησίως. Σημαντική για τα σχολεία ήταν η συμβολή των φιλεκπαιδευτικών σωματείων που ιδρύθηκαν τότε (σωματείο «Δίνδυμος», Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Κωνσταντινουπόλεως, η Αδελφότητα του Αγίου Νικολάου, ο Μορφωτικός Κοινοτικός Σύνδεσμος «ο Κύζικος» κ.ά.).41 Η Πέραμος είχε πεντατάξιο αρρεναγωγείο με τρεις δασκάλους και 200 μαθητές και πεντατάξιο παρθεναγωγείο με μία δασκάλα και 60 μαθήτριες. Από τους Περαμιώτες είχαν ιδρυθεί φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες, πρώτα η «Ελπίς» και έπειτα (το 1907) ο «Ταξιάρχης» στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος επανιδρύθηκε το 1919 ως Ανορθωτικός Σύνδεσμος των Περαμίων.
Η Πάνορμος και το Μπαλίκεσιρ είχαν αστική σχολή και σχολή θηλέων. Γενικά οι περισσότεροι οικισμοί της Κυζικηνής χερσονήσου στις αρχές του 20ού αιώνα διέθεταν κάποια σχολική μονάδα.42
Η μητρόπολη Κυζίκου στις αρχές του 20ού αιώνα (συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής Δαρδανελίων - Λαμψάκου) είχε 84 σχολεία (64 αρρεναγωγεία, 14 παρθεναγωγεία, 6 νηπιαγωγεία), με σύνολο 6.247 μαθητές (4.163 μαθητές. 1.190 μαθήτριες, 894 νήπια) και 119 διδάσκοντες (88 δάσκαλοι, 25 δασκάλες, 6 νηπιαγωγοί). Τα συνολικά έξοδα των σχολικών μονάδων έφταναν το 1905 τις 3.541 χρυσές τουρκικές λίρες.
1. ΘΗΕ 7 (1965) σελ. 1083, βλ. λ. «Κύζικος» (V. Laurent)· Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (Αθήνα 2000), σελ. 255-256. 2. ΘΗΕ 7 (1965), σελ. 1084-1085, βλ. λ. «Κύζικος» (V. Laurent)· Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 132. 3. Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 373. 4. Μακρής, Κ., «Κυζικηνή χερσόνησος», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 160. 5. Μακρής, Κ. – Μακρής, Ι., «Εκκλησιαστική ιστορία Κυζίκου», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 300-301· Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 132. 6. Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 360-361. 7. Το όνομα προήλθε από την επωνυμία γαζή Χουδαβενκιάρ (νικητής κύριος) που δόθηκε στο Μουράτ Α΄, βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 217. 8. Βλ. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 208. 9. Βλ. Κοντογιάννης, Π., Χάρτης των εν Μικρά Ασία, Συρία και Αιγύπτω περιφερειών των μητροπόλεων και επισκοπών των ελληνικών πατριαρχείων (Κωνσταντινούπολη 1909). 10. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 265. 11. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 265-266· Μακρής, Κ., «Κυζικηνή χερσόνησος», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 156. 12. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 266. 13. Μακρής, Κ., «Τα χωρία και τα μοναστήρια της Κυζικηνής χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (Αθήνα 1959), σελ. 154-155. 14. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 259-260. 15. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. 16. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. 17. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 264-265. 18. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 14. 19. Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 374. 20. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 265. 21. Μακρής, Κ., «Κυζικηνή χερσόνησος», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 149. 22. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 265. 23. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 266. 24. Μακρής, Κ., «Τα χωρία και τα μοναστήρια της Κυζικηνής χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (Αθήνα 1959), σελ. 158, 160. 25. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου (Αθήνα 1968), σελ. 79. 26. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 259. 27. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. 28. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. 29. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 264. 30. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 266· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 353-354. 31. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 266. 32. Μακρής, Κ., «Κυζικηνή χερσόνησος», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 180-187· Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου (Αθήνα 1968), σελ. 147-158. 33. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου (Αθήνα 1968), σελ. 151. 34. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 267. 35. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 260. 36. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261. 37. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 261-262. 38. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 264-265. 39. Αποτέλεσμα του γερμανικού υποβρυχιακού πολέμου· η απώλεια 139 Αμερικανών πολιτών επηρέασε έντονα την αμερικανική κοινή γνώμη οδηγώντας (μεταξύ άλλων) σταδιακά τις ΗΠΑ στην απομάκρυνση από την πολιτική της ουδετερότητας και στην είσοδό τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δύο χρόνια μετά. 40. Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 379-381· Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου (Αθήνα 1968), σελ. 121-122. 41. Μακρής, Κ., «Κυζικηνή χερσόνησος», Μικρασιατικά Χρονικά 6 (Αθήνα 1955), σελ. 157-158· Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 351-371. 42. Μακρής, Κ., «Τα χωρία και τα μοναστήρια της Κυζικηνής χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (Αθήνα 1959), σελ. 129-172· Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου (Αθήνα 1968), σελ. 129-133.
|
|
|