Λεβίδης Αναστάσιος

1. Οικογένεια και σπουδές

Ο Αναστάσιος Καζαντζόγλου γεννήθηκε στο Έβερεκ στις 6 Δεκεμβρίου 1834 και ήταν γόνος «επιφανών του τόπου»:1 ο πατέρας του ήταν έμπορος και η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια πλούσιων γεωργών. Όταν έγινε επτά ετών, οι γονείς του, ο Μιχαήλ και η Άννα, το γένος Σαραντάρογλου, τον έστειλαν στο δημοδιδασκαλείο του χωριού του, όπου επί τρία έτη διδάχθηκε, «κατά την παλαιάν μέθοδον, την Φυλλάδα, την Οκτώηχον, το Ψαλτήριον και το Εκκλησιαστικόν Ωρολόγιον».2 Επειδή δεν υπήρχε σχολείο υψηλότερης βαθμίδας στο χωριό του, η εκπαίδευση του νεαρού Αναστασίου συνεχίστηκε κατ’ οίκον από τον θείο του, τον αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας του,3 και εισήχθη στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Εκεί ο γυμνασιάρχης εξελλήνισε και εξαρχάισε το όνομά του μετονομάζοντάς τον σε Λεβίδη αντί του Καζαντζόγλου.4

2. Εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο

Με την ακαταπόνητη εργατικότητα και την αφοσίωση που χαρακτηρίζει τους περισσότερους λογίους-δασκάλους της περιόδου, επιδόθηκε και ο Λεβίδης στο έργο που του ορίστηκε: επί σειρά τριάντα ετών όργωσε την περιοχή μεταξύ Καισαρείας και Φαράσων διδάσκοντας ελληνικά, γράφοντας ελληνοτουρκικά λεξικά και αναγνωστικά,5 συλλέγοντας γλωσσικό υλικό, «κηρύττων ταυτοχρόνως και απ’ άμβωνος τον θείον λόγον».6 Ήταν δε φανατικός πολέμιος του προτεσταντισμού που εισχωρούσε στην περιοχή διαμέσου των μισσιοναρίων και συνέταξε στα καραμανλίδικα διάφορα έντυπα τα οποία μοίραζε δωρεάν, όπως το Μιράτη φεζαήλ βε μεαγίπ,7 «διά απ’ άμβωνος κηρύγματα εκ μέρους αγραμμάτων ιερέων», και την Πνευματική πανοπλία, «γραφικά εδάφια προς καταπολέμησιν ετεροδόξων προπαγανδιστών». Το 1861, μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ο Λεβίδης επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, γνώρισε τον Παΐσιο Β', ο οποίος τον διόρισε δάσκαλο της Ιερατικής Σχολής της Μονής, όπου παρέμεινε τρία χρόνια αλλά αναγκάστηκε να απομακρυνθεί λόγω ασθενείας.8

Το 1864, μετά το γάμο του με την «κόρην του εν Φλαβιανοίς προκρίτου Ισαάκ Χαϊρπάλογλου, Σοφία»,9 μετέβη για λόγους υγείας στα Άδανα, όπου παρέμεινε δυο χρόνια ασχολούμενος με το εμπόριο βάμβακος, που ήταν το επάγγελμα του πεθερού του. Αφού ανάρρωσε πλήρως και επέστρεψε στο Ζιντζίντερε, ο Παΐσιος τον ανακάλεσε στη Μονή αναθέτοντάς του τη σχολαρχία της Σχολής. Ο Λεβίδης παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το θάνατο του Παϊσίου το 1871, οπότε ελλείψει χρημάτων έφυγαν οι δάσκαλοι και οι περισσότεροι μαθητές. Ανέλαβε τότε τη διεύθυνση των κοινοτικών σχολών του Ζιντζίντερε, αλλά το 1873 επέστρεψε στη Μονή ύστερα από έκκληση του Ευστάθιου Κλεόβουλου ο οποίος είχε εν τω μεταξύ μετατρέψει τη Ιερατική Σχολή σε Γυμνάσιο. Πολύ σύντομα, όμως, παραιτήθηκε «βλέπων τας ραδιουργίας των μοναχών προς διάλυσιν της Σχολής, οργάνων των φανερώς και αφανώς ενασχολουμένων προς κατάργησιν παντός αγαθού σκοπού του ζηλωτού Μητροπολίτου».10 Το 1874 διορίστηκε διευθυντής των Σχολών του Ανδρονικίου όπου δίδαξε οκτώ χρόνια. Το 1883, ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από το Ζιντζίντερε, ανέλαβε, για τρία χρόνια, τη διεύθυνση των σχολείων της κοινότητας της Υοσγάτης, και στη συνέχεια, για μια ακόμα τριετία, την ανάλογη θέση στο Ταλάς. Το 1889, «μετά 30 χρόνια επίπονης εκπαιδευτικής υπηρεσίας, απεσύρθη από την ενεργό υπηρεσία»11, αν και εξακολούθησε, μέχρι το 1904 που τυφλώθηκε εντελώς, να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως επόπτης των σχολών της επαρχίας Καισαρείας, ως έφορος της Ροδοκανακείου Ιερατικής Σχολής, ως νομικός σύμβουλος του πνευματικού δικαστηρίου και ως αντιπρόεδρος του διαρκούς μικτού συμβουλίου της Μητροπόλεως.

3. Ζώντα μνημεία και εργογραφία

Από το 1889 και μέχρι το θάνατό του, στις 16 Νοεμβρίου 1918, ο Αναστάσιος Λεβίδης επιδόθηκε πλέον στην εντατική επεξεργασία του υλικού που είχε περισυλλέξει στα διάφορα μέρη της Καππαδοκίας που επισκέφτηκε ως εκπαιδευτικός.12 Από το υλικό αυτό είχε ήδη εκδοθεί το 1885 στην Αθήνα η Εκκλησιαστική ιστορία, που αποτελούσε και τον πρώτο τόμο του Ιστορικού δοκιμίου του. Ο συγγραφέας ετοίμασε στη συνέχεια τους τρεις υπόλοιπους τόμους: την Αρχαιολογία, την Πολιτική ιστορία και την Περιγραφή της πάλαι εν Καππαδοκία λαλουμένης γλώσσης, αλλά «ελλείψει του απαιτουμένου προς έκδοσιν ποσού, δεν ηξιώθη να ιδή την έκδοσιν αυτών».13 Το 1899 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη ένα ακόμα έργο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, Αι εν μονολίθοις μοναί της Καππαδοκίας και Λυκαονίας. Όσο για το γλωσσικό υλικό, έμενε ανεκμετάλλευτο έως ότου, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Dawkins στα Φλαβιανά γύρω στα 1911, η οικογένεια του Λεβίδη τού το παρέδωσε. Πρόκειται για μια πλούσια συλλογή μνημείων του λόγου που διακρίνεται για την ποιότητα της καταγραφής της τοπικής γλώσσας, αλλά και για την ίδια τη στάση του συγγραφέα απέναντι στο αντικείμενό του, στάση που καθιστά τον Λεβίδη τον πρώτο «που αντιμετώπισε ισοτίμως την τουρκόφωνη και ελληνόφωνη προφορική παράδοση της Καππαδοκίας, θεωρώντας την ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο».14 Έτσι, στο δέκατο και τελευταίο κεφάλαιο της συλλογής καταγράφονται σε καραμανλίδικη γραφή, και για πρώτη φορά στην ιστορία των ζώντων μνημείων στην Καππαδοκία, 11 τουρκόφωνα ελληνικά άσματα εκ των οποίων ένα του γάμου, ένα του Αγίου Τάφου και ένα για το μαρτύριο του Γρηγορίου του Ε', χαρακτηριστικά παραδείγματα, κατά τον Dawkins, της «αλληλεπίδρασης των δύο πολιτισμών (…) που έζησαν επί αιώνες ο ένας πλάι στον άλλον, διεισδύοντας σταθερά ο ένας μέσα στον άλλον».15 Βέβαια ο ίδιος ο Λεβίδης δεν εξήγαγε τέτοιου είδους συμπεράσματα από το μέρος αυτό του γλωσσικού υλικού του, το οποίο χαρακτήριζε μάλιστα ως «μιξοβάρβαρο».16 Όμως το γεγονός και μόνο ότι το συμπεριέλαβε στη συλλογή του δεν αποτελεί απλώς καινοτομία αλλά και εξαίρεση, σε μια εποχή κατά την οποία το ζητούμενο ήταν η πάση θυσία ανάδειξη της ελληνικότητας των Καππαδόκων και άρα η αποσιώπηση εκ μέρους των λογίων κάθε στοιχείου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιβαίνει στην άποψη αυτή.



1. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα Λεβίδη, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 2091935), σελ. 1.

2. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου, (χ.τ.ε 1935), σελ. 1.

3. Λόγω του Κριμαϊκού πολέμου κατά τον ίδιο τον Α. Λεβίδη (Πραγματεία περί πολιτισμού…, Ζινζίντερε, 1899, ΚΜΣ, χφ 29, σελ. 274).

4. Το όνομα Καζαντζόγλου σημαίνει στα τουρκικά "γιος του καζαντζή", του κατασκευαστή καζανιών. Το όνομα Λεβίδης προέρχεται από το αρχαιοελληνικό λέβης.

5. Τα οποία κατά τον Πλάτωνα Λεβίδη «εκδόθηκαν κατά διαφόρους καιρούς». Στις πηγές που εξετάστηκαν δε γίνεται άλλη αναφορά περί αυτών.

6. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 2091935), σελ. 9.

7. «Κάτοπτρον των αρετών και των κακιών». Το έργο εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1875.

8. «Αιμορραγία εκ του στήθους» σύμφωνα με τον Πλάτωνα Λεβίδη που ήταν ιατρός. Όσο φοιτούσε στην Κωνσταντινούπολη είχε αρρωστήσει βαριά δύο φορές, την πρώτη από εξανθηματικό τύφο, τη δεύτερη από περιπνευμονία.

9. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 209, 1935), σελ. 5.

10. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 209, 1935), σελ. 8.

11. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 209, 1935), σελ. 9.

12. Βλ. παράθεμα «Συλλογή Ζώντων Μνημείων».

13. Λεβίδης, Πλάτων, Βιογραφία Αναστασίου Μ. Λεβίδου (δακτυλογραφημένο χφ. ΚΜΣ αρ. 209, 1935), σελ. 11.

14. Αναγνωστάκης, Η. – Μπαλτά, Ε., Η Καππαδοκία των «ζώντων μνημείων» (Αθήνα 1990), σελ. 59.

15. Dawkins, R.D., The Recent Study of Folklore in Greece, στο Papers and Transactions of the Jubilee Congress of the Folklore Society (London 1930), σελ. 135.

16. Στη σελ. 373 του χειρογράφου αρ. 473 που βρίσκεται στο ΚΜΣ χαρακτηρίζει ως εξής το γαμήλιο άσμα που καταγράφει: «γαμήλιος ωδή μιξοβάρβαρος αδομένη πολλαχού της Καππαδοκίας».