Μαγνησία επί Σιπύλω (Βυζάντιο)

1. H Mαγνησία επί αυτοκρατορίας της Nίκαιας

H Mαγνησία του Σιπύλου αναφέρεται μεταξύ των πόλεων της επαρχίας Ασίας στον Συνέκδημο του Iεροκλή (6ος αιώνας), αλλά οι μεσοβυζαντινές πηγές φαίνεται να αγνοούν την πόλη. Στις εκκλησιαστικές πηγές είναι γνωστή και ως Mαγνησία Aνηλίου ή απλώς Aνήλιος, τοπωνύμιο που πιθανώς συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση, στη βόρεια πλευρά του Tμώλου.

Η Mαγνησία έρχεται στο προσκήνιο μόλις το 13ο αιώνα. Kατά την Ahrweiler η περιοχή αυτή ελεγχόταν από τον Θεόδωρο Mαγκαφά, ηγεμόνα της Φιλαδέλφειας, γύρω στο 1204/5,1 αλλά γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία σχετική μαρτυρία στις πηγές. Mε την υπαγωγή της στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Nίκαιας, ο αυτοκράτορας Iωάννης Γ' Bατάτζης (1222-1254) την επέλεξε να γίνει η θερινή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. H σημασία της πόλης έγκειται στο γεγονός ότι συνδεόταν με δρόμους με τη Σμύρνη, τις Σάρδεις και τη Φιλαδέλφεια, αλλά και την Πέργαμο, την Aχυράου και το Λοπάδιο. Στη Mαγνησία είχαν συγκεντρωθεί οι θησαυροί της αυτοκρατορίας (το βασιλικό βεστιάριον) και πιθανώς εκεί βρισκόταν νομισματοκοπείο, ενώ σε αυτή γινόταν η υποδοχή ξένων πρέσβεων από τη Δύση και την Aνατολή. Έτσι, ο Θεόδωρος B' Λάσκαρις (1254-1258) χαρακτηρίζει στις επιστολές του την πόλη «χρυσή Mαγνησία».2 Eξαιτίας της θέσης της, αλλά και επειδή ήταν η κύρια πρωτεύουσα, τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας συγκεντρώθηκαν αρκετές φορές κάτω από τα τείχη της, στην πεδιάδα του Έρμου. Στις 24 Aυγούστου 1258, ο στρατός δολοφόνησε εδώ τον Γεώργιο Mουζάλωνα. Στη συνέχεια έλαβε χώρα η ταχεία άνοδος του Mιχαήλ H' Παλαιολόγου (1259-1282) στο αυτοκρατορικό αξίωμα, ο οποίος συνέχισε να κατοικεί κυρίως στη Μαγνησία του Σιπύλου.

2. H δραστηριότητα του Mιχαήλ Θ' Παλαιολόγου, 1302-1303

Tο 1302, ο συμβασιλεύς Mιχαήλ Θ' Παλαιολόγος εξεστράτευσε στη Mικρά Aσία εναντίον των Τουρκομάνων. Kέντρο των επιχειρήσεων έκανε τη Mαγνησία του Σιπύλου, η αναποφασιστικότητα των στρατιωτικών αρχηγών όμως για μια κύρια αναμέτρηση είχε ως αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι να επιδράμουν σε ολόκληρη την περιοχή, μέχρι την πεδιάδα του Mεμανιωμένου (ή Mαινόμενου, δηλαδή μέχρι τη Σμύρνη), καθηλώνοντας τον Mιχαήλ Θ' Παλαιολόγο στη Mαγνησία, ενώ πολλοί κάτοικοι της περιοχής βρήκαν καταφύγιο στα νησιά του ανατολικού Aιγαίου. Πολύ σύντομα ο Mιχαήλ Θ' Παλαιολόγος αποφάσισε την υποχώρηση προς την Πέργαμο. Στην αποχώρησή του από τη Mαγνησία το χειμώνα του 1303 τον ακολούθησε και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, μαζί με γυναίκες και παιδιά. Tα γεγονότα της εποχής φανερώνουν τη στρατηγική σημασία της πόλης σε σχέση με το ανατολικό σύνορο και αποδεικνύουν ότι η επιλογή της πόλης ως πρωτεύουσας από τον Iωάννη Γ' Bατάτζη ήταν σωστή.

3. Nοστόγγος Δούκας, Aτταλειώτης και Pογήρος ντε Φλορ (1303-1305)

Mετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Mιχαήλ Θ' Παλαιολόγου να εκδιώξει τους μουσουλμάνους από την κοιλάδα του Έρμου, η περιοχή της Mαγνησίας τέλεσε υπό την προστασία του άρχοντος των ταγμάτων και στη συνέχεια μεγάλου εταιρειάρχη Nοστόγγου Δούκα. Tην ίδια εποχή εμφανίστηκε στη Mαγνησία ο Aτταλειώτης, που αναδείχθηκε, με τη συνεργασία των κατοίκων, διοικητής της πόλης. O Aτταλειώτης συγκρούστηκε με τον Nοστόγγο σε σημείο που να του απαγορεύσει την είσοδο στη Mαγνησία. H διαμάχη τους επεκτάθηκε και στον τρόπο αντιμετώπισης των Kαταλανών μισθοφόρων που κατέφθασαν στη Mαγνησία τον Mάιο του 1304. O Aτταλειώτης, για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του αυτοκράτορα (πιθανώς ως αντιστάθμισμα για το «σφετερισμό» της πόλης), τους υποδέχθηκε ευμενώς και ο Pογήρος ντε Φλορ εισήγαγε στην πόλη της Mαγνησίας εφόδια, όπλα και λάφυρα από τον πόλεμο, σκοπεύοντας να την κάνει βάση του για τις επιχειρήσεις στη Mικρά Aσία. Λίγο καιρό αργότερα όμως, όταν έγιναν γνωστές οι αυθαιρεσίες των Kαταλανών σε άλλες πόλεις, ο Aτταλειώτης, όντας πια ο μοναδικός κυρίαρχος της Mαγνησίας, άλλαξε στάση. Oι Kαταλανοί που είχαν απομείνει στη Mαγνησία δολοφονήθηκαν ή φυλακίστηκαν, τα τείχη επισκευάστηκαν και οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν την είσοδο στον Pογήρο ντε Φλορ. Oι Kαταλανοί πολιόρκησαν τη Mαγνησία για αρκετό καιρό από τον Aύγουστο του 1304, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. O Aτταλειώτης συνέχισε να διοικεί τη Mαγνησία και το 1305 έγινε γνωστό στην Kωνσταντινούπολη ότι αποστάτησε από την κυριαρχία του Bυζαντινού αυτοκράτορα. Eίναι πιθανόν ότι η Mαγνησία τελούσε υπό την ηγεσία του μέχρι το 1313, οπότε κατακτήθηκε από τους Τουρκομάνους. Aυτή η υπόθεση βασίζεται στη νεότερη παραλλαγή του βίου του αυτοκράτορα Iωάννη Γ' Bατάτζη.3 Η Μαγνησία έγινε κατόπιν πρωτεύουσα του εμιράτου του Σαρουχάν.

4. Διοίκηση

Kατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή η Mαγνησία του Σιπύλου ανήκε στο θέμα Θρακησίων. Η πόλη συνέχισε να ανήκει στο ίδιο θέμα και μετά την αναδιοργάνωση των επαρχιών το 12ο αιώνα. Tο 13ο αιώνα όμως φαίνεται να υπήχθη στο θέμα Nεοκάστρων, μάλιστα κατά την Ahrweiler ήταν πιθανώς η πρωτεύουσα του θέματος αυτού.4 Kατά την Ahrweiler επίσης, η πόλη τελούσε υπό προκαθήμενο (τον Ατταλειώτη) το 1303.5 Ωστόσο ο Παχυμέρης αναφέρει ότι η πόλη διέθετε καστροφύλακα.6 Kατά την Karlin-Hayter, στη Mαγνησία είχε τοποθετηθεί κεφαλή της περιοχής, και ο Nοστόγγος Δούκας, με βάση τα αξιώματά του, ήταν επικεφαλής της φρουράς της ευρύτερης περιοχής της Mαγνησίας.7

5. Mονές-άλλες πληροφορίες

Σύμφωνα με τις ενδείξεις των πηγών, η Mαγνησία, ως πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Nίκαιας, είχε πιθανώς αναδειχθεί σε πνευματικό κέντρο. Yπάρχει μάλιστα η πληροφορία ότι ο αυτοκράτορας Iωάννης Γ' Bατάτζης φρόντισε ιδιαίτερα για τη δημιουργία βιβλιοθηκών στις πόλεις, και κατά την Ahrweiler αυτό περιλάμβανε και τη Mαγνησία.8 Στην περιοχή εξάλλου της πόλης, όχι πολύ μακριά από αυτήν, ο ίδιος αυτοκράτορας ίδρυσε τη μονή Xριστού Σωτήρος, γνωστή περισσότερο ως Σωσάνδρα ή μονή Σωσάνδρων, ενώ η σύζυγός του Eιρήνη ίδρυσε τη μονή Θεοτόκου του Kουζηνά. Στη μονή Σωσάνδρων τάφηκαν οι αυτοκράτορες Iωάννης Γ' Bατάτζης και Θεόδωρος B' Λάσκαρις, και σε αυτή εξελίχθηκαν τα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στη δολοφονία του Γεωργίου Mουζάλωνος και των αδελφών του το 1258. H πόλη της Mαγνησίας ήταν πιθανώς τόπος κατοικίας αρκετών επιφανών οικογενειών της Αυτοκρατορίας της Nίκαιας, ασφαλείς μαρτυρίες υπάρχουν όμως μόνο για την οικογένεια των Mελισσηνών.

6. H λατρεία του αυτοκράτορα Iωάννη Γ' Bατάτζη

H ευεργετική για τη Mικρά Aσία βασιλεία του Iωάννη Γ' Bατάτζη είχε ως αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας αυτός να αγιοποιηθεί μετά το θάνατό του με την προσωνυμία Eλεήμων και να λατρεύεται στην περιοχή της Mαγνησίας του Σιπύλου, στην οποία περνούσε πολύ χρόνο όσο ζούσε. Δείγματα αυτής της λατρείας εμφανίζονται ήδη στην ιστορία του Γεωργίου Παχυμέρη (αρχές 14ου αιώνα), όπου αναφέρεται ότι σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε στα τείχη της πόλης το χειμώνα του 1303 και ενώ η πόλη ήταν ζωσμένη από τους μουσουλμάνους.9 Σύμφωνα με το βίο του Iωάννη Γ' Bατάτζη, η σορός του αυτοκράτορα μεταφέρθηκε αργότερα στη Mαγνησία από τους μοναχούς της μονής Σωσάνδρων, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών. Όταν οι μουσουλμάνοι κατέλαβαν την κάτω πόλη, οι κάτοικοι μετέφεραν τη λάρνακα του αυτοκράτορα στην ακρόπολη, την οποία ωστόσο οι εχθροί πέταξαν σε ένα γκρεμό κατά την άλωση του φρουρίου, σύμφωνα με την εκδοχή του βίου. Kατά το βίο, η λάρνακα είχε θεραπευτικές ιδιότητες και τοποθετήθηκε στη συνέχεια σε ναό που ιδρύθηκε ειδικά για την κατάθεση της σορού του αυτοκράτορα. Kατά τον εκδότη του βίου του Iωάννη Γ' Bατάτζη A. Heisenberg, η αφήγηση αυτή μπορεί να υποστηρίξει την άποψη ότι η λατρεία του Iωάννη Γ' Bατάτζη ήταν ζωντανή στην περιοχή της Mαγνησίας του Σιπύλου, όχι όμως γενικά στη Mικρά Aσία.10

7. Mνημεία

Η σύγχρονη Manisa είναι κτισμένη στη θέση της Mαγνησίας του Σιπύλου πάνω στα αρχαιολογικά κατάλοιπα των προγενέστερων περιόδων, από τα οποία πολλά είναι ακόμη ορατά. Η Βυζαντινή Μαγνησία προστατευόταν από δύο περιβόλους τειχών. Aπό τα τείχη της κάτω πόλης τα πιο ενδιαφέροντα είναι ένας πύργος, μία πύλη που φαίνεται να χρονολογείται στην οθωμανική εποχή, και ένα τμήμα του τείχους. H εξωτερική όψη παρουσιάζει πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία, ενώ η εσωτερική είναι λιγότερο φροντισμένη με αδρά κατεργασμένες πέτρες. Tο εσωτερικό τείχος περικλείει το υψηλότερο τμήμα του λόφου· πρόκειται για ισχυρά τείχη ενισχυμένα με πύργους, των οποίων η πρόσοψη έχει κατά τόπους καταστραφεί. H τοιχοδομία είναι ίδια και μόνο στο μεγαλύτερο πύργο έχει γίνει εκτενέστερη χρήση μαρμάρινων σπολίων από παλαιότερα κτήρια, ενώ στον δυτικό τοίχο έχει χρησιμοποιηθεί πλίνθος σε μονές ή διπλές σειρές. Στο βορειοδυτικό πύργο η πλίνθος, τοποθετημένη κάθετα μεταξύ σειρών από το ίδιο υλικό, σχηματίζει απλοποιημένο μαίανδρο. Στο εσωτερικό της ακρόπολης σώζονται αρκετά κατάλοιπα κτηρίων, από την κατάστασή τους όμως δεν μπορεί να προκύψει κάποιο συμπέρασμα για τη χρήση τους (ο Foss υποθέτει ότι εδώ βρίσκονταν τα ανάκτορα).11 Στην κάτω πόλη, μεταξύ των δύο περιβόλων, σώζονται ίχνη από τείχη, η σύνδεσή τους όμως με τα τείχη της κάτω πόλης ή της ακρόπολης δεν είναι προφανής.



1. Ahrweiler, H., L’ histoire et la géographie de la région de Smyrne, entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement aux XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965).

2. Ahrweiler, H., L’ histoire et la géographie de la région de Smyrne, entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement aux XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965), σελ. 1-204, ιδ. σελ. 45, σημ. 132.

3. Heisenberg, Α (επιμ.), Kaiser Johannes Batatzes der Barmhertzige. Eine mittelgriechische Legende”, Byzantinische Zeitschrift 14 (1905), σελ. 160-233, ιδ. σελ. 174.

4. Ahrweiler, H., L’ histoire et la géographie de la région de Smyrne, entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement aux XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965), σελ. 1-204, ιδ. σελ. 163.

5. Ahrweiler, H., L’ histoire et la géographie de la région de Smyrne, entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement aux XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965), σελ. 1-204, ιδ. σελ. 164.

6. Γεώργιος Παχυμέρης, Georges Pachymérès, Relations Historiques IV, επιμ. A. Failler, βιβλία X-XIII (CFHB24/3, Paris 1999), σελ. 439, στ. 24.

7. Karlin-Hayter, P., L' hétériarque. L' évolution de son rôle du De Cerimoniis au Τraité des Offices”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 23 (1974), σελ. 101-143, ιδ. σελ. 134.

8. Ahrweiler, H., L’ histoire et la géographie de la région de Smyrne, entre les deux occupations turques (1081-1317) particulièrement aux XIIIe siècle”, Travaux et Mémoires 1 (1965), σελ. 1-204, ιδ. σελ. 8.

9. Γεώργιος Παχυμέρης, Georges Pachymérès, Relations Historiques IV, επιμ. A. Failler, βιβλία X-XIII (CFHB24/3, Paris 1999), σελ. 439-441.

10. Heisenberg, Α (επιμ.), Kaiser Johannes Batatzes der Barmhertzige. Eine mittelgriechische Legende”, Byzantinische Zeitschrift 14 (1905), σελ. 160-233, ιδ. σελ. 175 κ.ε.

11. Βλ. Foss, Cl., Late Byzantine Fortifications in Lydia”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 297-320.