Μαντώ

1. Οικογένεια

Η Μαντώ ήταν σύμφωνα με το μύθο κόρη του περίφημου μάντη της Θήβας Τειρεσία. Το όνομα της μητέρας της δεν είναι γνωστό. Αδελφή της ήταν η Ιστορίς. Παιδιά της Μαντούς θεωρούνται ο Αμφίλοχος, η Τισιφόνη καθώς και ο μάντης Μόψος.1

2. Δράση

Η Μαντώ ήταν, όπως μαρτυρεί και το όνομά της, προικισμένη με το χάρισμα της μαντικής τέχνης που είχε και ο πατέρας της. Αρχικά ζούσε στη Θήβα, όπου είχε το ρόλο της συνοδού του τυφλού πατέρα της. Παράλληλα ήταν ιέρεια του Απόλλωνος Ισμηνίου, στο ιερό του οποίου στη Θήβα σωζόταν την εποχή του Παυσανία ο λίθινος δίφρος της Μαντούς.2

Στις μυθικές παραδόσεις η Μαντώ συνδέθηκε με την εκστρατεία των Επιγόνων εναντίον των Θηβών.3 Όταν οι Επίγονοι κατέλαβαν την πόλη, η Μαντώ οδηγήθηκε μαζί με άλλους Θηβαίους αιχμαλώτους στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου υπηρέτησε ως ιέρεια και μάντισσα.4 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης την αναφέρει ως Δάφνη, χαρακτηρίζοντάς την εξαίρετη μάντισσα, αλλά και ως Σίβυλλα. Προσθέτει επίσης ότι πολλούς από τους χρησμούς της χρησιμοποίησε στην ποίησή του ο Όμηρος.5

Σύμφωνα με την παράδοση η Μαντώ πήρε χρησμό να νυμφευτεί τον πρώτο άντρα που θα συναντούσε βγαίνοντας από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς· αυτός ήταν ο Ράκιος, Μυκηναίος ή Κρητικός, τον οποίο και ακολούθησε στην Κολοφώνα.6 Σύμφωνα όμως με άλλη εκδοχή του μύθου που συνδέει τη Μαντώ με τη Μικρά Ασία, ο Απόλλωνας της έδωσε χρησμό να οδηγήσει τους Θηβαίους αιχμαλώτους από τους Δελφούς στα μικρασιατικά παράλια, στην περιοχή της Κολοφώνας. Όταν έφθασαν κοντά στην Κλάρο, τους συνέλαβαν Κρήτες που είχαν ιδρύσει εκεί δική τους αποικία και τους οδήγησαν στον αρχηγό τους, το Ράκιο. Ο τελευταίος δέχτηκε να εγκαταστήσει στην περιοχή τους εξόριστους Θηβαίους και νυμφεύτηκε τη Μαντώ. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μάντης Μόψος, αν και σύμφωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς πατέρας του Μόψου ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας.7

Ο μύθος αναφέρει ότι η Μαντώ ίδρυσε το περίφημο μαντικό ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο. Λέγεται ότι η Κλάρος πήρε το όνομα της από το κλάμα της Μαντούς λόγω της στενοχώριας της για τη χαμένη της πατρίδα Θήβα. Στην Κλάρο μάλιστα υπήρχε μια κρήνη, για την οποία διηγούνταν ότι είχε δημιουργηθεί από τα δάκρυα της Μαντούς.8

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο οποίος παραδίδει την κορινθιακή παραλλαγή του μύθου της Μαντούς, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αποικιακής πολιτικής της Κορίνθου, η Μαντώ μετά την άλωση της Θήβας νυμφεύτηκε τον ηγέτη των Επιγόνων, Αλκμέωνα, και μαζί του απέκτησε δύο παιδιά, τον Αμφίλοχο και την Τισιφόνη. Ο Αλκμέων εμπιστεύτηκε κατόπιν την ανατροφή των παιδιών του στο βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.9

Κατά μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου τέλος, που παρατίθεται από το Βιργίλιο, η Μαντώ κατέφυγε μετά την άλωση της Θήβας στην Ιταλία. Εκεί απέκτησε από τον ποταμό Τίβερη ένα γιο, τον Όκνο (λατιν. Ocnus ή Aucnus), ο οποίος ίδρυσε στην Ιταλία την πόλη Μάντουα, προς τιμή της μητέρας του. Είναι όμως αβέβαιο αν η Μαντώ που έδρασε στην Ιταλία ταυτίζεται με την κόρη του Τειρεσία, καθώς το όνομα «Μαντώ» συσχετίστηκε στην Αρχαιότητα γενικά με το χάρισμα της προφητείας.10




1. LGRM 4, στήλ. 2326-2329, βλ. λ. Manto (O. Immisch)· RE XIV.2 (1930), στήλ. 1355-1359, βλ. λ. “Manto” (S. Eitrem)· Ευρ., Φοιν. 834· Παυσ. 9.10.3, 9.11.3, 9.33.2· Απολλδ. 3.7.4· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto (H. von Geisau)· LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf).

2. Παυσ. 9.10.3· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto, (H. von Geisau)· LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf). Σχετικά με το δίφρο της Μαντούς στο ιερό του Απόλλωνος Ισμηνίου στη Θήβα, βλ. Παπαχατζής, Ν.Δ., Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλία 9 και 10, Βοιωτικά και Φωκικά (Αθήνα 1981), σελ. 84.

3. Επίγονοι: μυθικοί γιοι των Επτά επί Θήβας. Πρόκειται για τους Αιγιαλέα, Θέρσανδρο, Διομήδη, Σθένελο, Πρόμαχο, Ευρύαλο, Αμφίλοχο και Αλκμέωνα. Εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας, δέκα χρόνια μετά την ήττα των πατέρων τους, για να εκδικηθούν το θάνατό τους. Νίκησαν τους Θηβαίους και λεηλάτησαν την πόλη.

4. Απολλδ 3.7.4· Παυσ. 9.33.2. 7.3.1-2· sch.Αp.Rh. A.308b· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto (H. von Geisau).

5. Διόδ. Σ. 4.66.5-6· ΝPauly 7 (1999), στήλ. 837, βλ. λ. Manto (L. Käppel) · LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf).

6. RE XIV.2 (1930), στήλ. 1355-1359, βλ. λ. Manto (S. Eitrem)· Κακριδής, Ι.Θ., Ελληνική Μυθολογία, τόμ. 4, Ηρακλής-Πανελλήνιες Εκστρατείες (Αθήνα 1986), σελ. 232.

7. Παυσ. 7.3.1-2. H άποψη ότι ο Μόψος ήταν γιος του Απόλλωνα αναφέρεται από το Στράβωνα (Στραβ. 14.5.16) και τον Απολλόδωρο (Απολλδ. Επιτ. 4.3). O Στέφανος Βυζάντιος (Εθνικά, βλ. λ. Παμφυλία) αναφέρει επίσης την Παμφυλία ως κόρη της Μαντούς και του Ρακίου· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto (Hans von Geisau)· NPauly 7 (1999), στήλ. 837, βλ. λ. Manto (L. Käppel)· Bell, R.E., Women of Classical Mythology (New York – Oxford 1992), σελ. 290· Κακριδής, Ι.Θ., Ελληνική Μυθολογία, τόμ. 4, Ηρακλής-Πανελλήνιες Εκστρατείες (Αθήνα 1986), σελ. 232· LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf).

8. sch. Ap.Rh. A.308· sch. Nic. Ther. 958· RE XIV.2 (1930), στήλ. 1355-1359, βλ. λ. Manto, (S. Eitrem).

9. Απολλδ. 3.7.7. Ο Απολλόδωρος παραπέμπει στο έργο του Ευριπίδη, Αλκμέων διά Κορίνθου. RE XIV.2 (1930), στήλ. 1355-1359, βλ. λ. Manto (S. Eitrem)· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto (Hans von Geisau)· NPauly 7 (1999), στήλ. 837, βλ. λ. Manto (L. Käppel)· Bell, R.E., Women of Classical Mythology (New York – Oxford 1992), σελ. 290· Κακριδής, Ι.Θ., Ελληνική Μυθολογία, τόμ. 4, Ηρακλής-Πανελλήνιες Εκστρατείες (Αθήνα 1986), σελ. 234· LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf). Ο Αμφίλοχος, γιος του Αλκμέωνος και της Μαντούς, δεν ταύτίζεται με τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα, βλ. RE I (1894), στήλ. 1938-1940,  λ. Amphilochus (O. Immisch)·  NPauly 1 (1996) 1940, βλ. λ. Amphilochos (T. Sheer).

10. Verg. Aen. 10, 198-200. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία οι απόψεις διίστανται  για το αν η Μαντώ που ταξίδεψε στην Ιταλία ταυτίζεται με τη Μαντώ, την κόρη του Τειρεσία. Ως ίδιο πρόσωπο παρουσιάζεται στα ακόλουθα έργα:  RE XIV.2 (1930), στήλ. 1355-1359, βλ. λ. Manto (S. Eitrem)· Large W., Classical Dictionary of Proper Names mentioned in Ancient Authors 3 (London - Boston – Melbourne – Henley 1984), σελ. 353· LIMC VI.1, σελ. 354-356, βλ. λ. Manto (I. Krauskopf)· LGRM 4, στήλ. 2326-2329, βλ. λ. Manto (O. Immisch). Ως δύο διαφορετικές μορφές της μυθολογίας εξετάζονται στα: DGRBM II, σελ. 921, βλ. λ. Manto (L. Schmitz)· Bell, R.E., Women of Classical Mythology (New York – Oxford 1992), σελ. 290· KlPauly 3 (1969), στήλ. 980, βλ. λ. Manto (H. von Geisau), όπου η Μαντώ, η μητέρα του Όκνου, παρουσιάζεται ως μάντισσα, κόρη του Ηρακλή, ή ταυτίζεται με νύμφη.