1. Ιστορικό πλαίσιο
Στις 5 Απριλίου 838 ο Άραβας χαλίφης αλ-Μουτασίμ (al-Mu῾tasim, 833-842), επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης,1 αναχώρησε από τη Σαμάρρα (στην οποία είχε μεταφέρει την έδρα του χαλιφάτου του, εγκαταλείποντας τη Βαγδάτη) με σκοπό να εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας. Σκοπός της εκστρατείας ήταν η εκδίκηση για την άλωση και καταστροφή των Αρσαμοσάτων και κυρίως της Σωζόπετρας (Ζάπετρα), γενέτειρας του χαλίφη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του αυτοκράτορα Θεοφίλου το προηγούμενο έτος. Σε αντίθεση με παλαιότερες αραβικές εκστρατείες, οι οποίες στρέφονταν εναντίον οχυρών στα αραβοβυζαντινά σύνορα, ο αλ-Μουτασίμ έθεσε εξαρχής ως στόχο του την κατάληψη της Άγκυρας και κυρίως του Αμορίου,2 που ως έδρα του θέματος των Ανατολικών αποτελούσε σημαντικότατο στρατιωτικό κέντρο, αλλά ήταν και η γενέτειρα της δυναστείας του Θεοφίλου, γεγονός που προσέδιδε ξεχωριστή βαρύτητα σε ενδεχόμενη άλωσή του.3
Ο χαλίφης στρατοπέδευσε κοντά στην Ταρσό, στον ποταμό Λάμο, και εκεί διαίρεσε το στράτευμά του σε δύο μέρη. Το ένα από αυτά,4 με επικεφαλής τον περσικής καταγωγής Άραβα στρατηγό Αφσίν (Afshīn), διατάχθηκε να ενωθεί με τις δυνάμεις του εμίρη της Μελιτηνής Αμρ αλ-Ακτά (῾Amr al-Aqta῾) και να εισβάλει στο θέμα των Αρμενιάκων. Το στρατιωτικό σώμα του Αφσίν προέλασε έως την πεδιάδα του Δαζιμώνος, νοτιοανατολικά της Αμάσειας, όπου και στρατοπέδευσε, ενώ οι υπόλοιπες αραβικές δυνάμεις5 εισέβαλαν λίγο αργότερα στη δυτική Καππαδοκία, το τμήμα του στρατηγού Ασινάς (Ashinās) στις 19 Ιουνίου και το κύριο σώμα υπό τον χαλίφη δύο ημέρες αργότερα. Εν τω μεταξύ, λίγο νωρίτερα (αρχές Ιουνίου) ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, έχοντας ενημερωθεί για τις κινήσεις του αντιπάλου, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για να αντιμετωπίσει τους Άραβες. Το εκστρατευτικό σώμα του αυτοκράτορα, το οποίο περιλάμβανε τα τάγματα υπό τον δομέστικο των σχολών Μανουήλ, τους Πέρσες στρατιώτες του Nasr/Θεοφόβου6 και πιθανώς στρατιώτες από τα θέματα Θράκης και Μακεδονίας, στρατοπέδευσε αρχικά στο Δορύλαιον, προκειμένου να ενισχύσει την άμυνα του Αμορίου και της Άγκυρας. Στη συνέχεια, ο αυτοκράτωρ κατευθύνθηκε προς την Καππαδοκία και στρατοπέδευσε κοντά στον Άλυ ποταμό. Περί τα μέσα Ιουλίου ο Θεόφιλος πληροφορήθηκε ότι ο Αφσίν βρισκόταν στην περιοχή του Δαζιμώνος. Επειδή η αραβική παρουσία στον συγκεκριμένο στρατηγικό κόμβο απειλούσε να αποκόψει την οδό ανεφοδιασμού και υποχώρησης των Βυζαντινών, ο Θεόφιλος αποφάσισε να επιτεθεί και να απωθήσει το αραβικό σώμα.
2. Η μάχη
Στις 21 Ιουλίου ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, επικεφαλής μίας βυζαντινής στρατιάς, έφθασε στην πεδιάδα του Δαζιμώνος, στην οποία είχε ήδη στρατοπεδεύσει το αραβικό σώμα του Αφσίν, το οποίο περιλάμβανε, εκτός των άλλων, 10.000 Τουρκομάνους έφιππους τοξότες. Οι βυζαντινές δυνάμεις έλαβαν θέσεις νοτίως του φρουρίου του Δαζιμώνος, στην περιοχή ενός λόφου που ονομαζόταν Ανζήν. Ο Θεόφιλος βρέθηκε σε δίλημμα σχετικά με το πότε ακριβώς θα έπρεπε να επιτεθεί εναντίον των Αράβων. Παρά τις συμβουλές τόσο του Μανουήλ όσο και του Nasr/Θεοφόβου, ότι θα ήταν προτιμότερο να κινηθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Θεόφιλος υιοθέτησε τελικά την άποψη των υπόλοιπων αξιωματικών του και διέταξε επίθεση τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, 22 Ιουλίου. Αρχικά η μάχη εξελίχθηκε θετικά για τους Βυζαντινούς, οι οποίοι κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τη μία πτέρυγα της εχθρικής παράταξης, προκαλώντας στους αντιπάλους σημαντικές απώλειες (3.000). Λίγο πριν από το μεσημέρι, ωστόσο, και ενώ ο Θεόφιλος με 2.000 άνδρες των ταγμάτων και του σώματος του Nasr/Θεοφόβου διέσχιζε τα μετόπισθεν της παράταξής του για να ενισχύσει την άλλη πτέρυγα και δεν ήταν ορατός στους άνδρες που μάχονταν στην πρώτη γραμμή, το αραβικό ιππικό εξαπέλυσε σφοδρή αντεπίθεση. Οι έφιπποι τοξότες εξαπέλυσαν βροχή από βέλη εναντίον της βυζαντινής παράταξης, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την απουσία του Θεοφίλου από την πρώτη γραμμή, είχε ως αποτέλεσμα να αποδιοργανωθεί το βυζαντινό στράτευμα και να τραπεί σε άτακτη φυγή, εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ και η συνοδεία του βρέθηκαν περικυκλωμένοι στο λόφο Ανζήν, αλλά η καταιγίδα η οποία ενέσκηψε ξαφνικά προκάλεσε χαλάρωση στις χορδές των τόξων των τοξοτών και απομάκρυνε τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε ο Θεόφιλος. Ενώ ο Αφσίν προσπαθούσε να μεταφέρει στην πρώτη γραμμή λιθοβόλες πολεμικές μηχανές, προκειμένου να συντρίψει την αντίσταση των τελευταίων Βυζαντινών στρατιωτών,7 ο Θεόφιλος κατάφερε να απομακρυνθεί με ασφάλεια από το πεδίο της μάχης8 και να καταφύγει στο Χιλιόκωμον, βόρεια της Αμάσειας. Εκεί ανασυγκρότησε το βυζαντινό στράτευμα, καθώς σταδιακά επέστρεφαν οι στρατιώτες οι οποίοι κατά τη διάρκεια της μάχης πίστεψαν ότι ο αυτοκράτοράς τους είχε χάσει τη ζωή του και φοβισμένοι είχαν διασκορπισθεί στις γύρω περιοχές. Οι νικητές Άραβες βάδισαν προς την Άγκυρα, όπου λίγες ημέρες αργότερα ενώθηκαν με το κύριο σώμα του στρατού εισβολής του χαλίφη.
3. Συνέπειες
Η ήττα των βυζαντινών στρατευμάτων από τους Άραβες στην περιοχή του Δαζιμώνος επηρέασε αρνητικά για τους Βυζαντινούς την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία με δύο τρόπους. Πρώτον, η φήμη που διαδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ότι ο Θεόφιλος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης, έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους αξιωματούχους να θέσουν θέμα αναγόρευσης νέου αυτοκράτορα. Μόλις ο Θεόφιλος πληροφορήθηκε αυτές τις εξελίξεις, αναγκάστηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στη βασιλεύουσα, εγκαταλείποντας έτσι τον ηττημένο στρατό του σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι Άραβες, με ενισχυμένο το ηθικό τους από την επιτυχία στον Δαζιμώνα, συνέχιζαν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία.9 Δεύτερον, όταν οι άνδρες του περσικού στρατεύματος συγκεντρώθηκαν στη Σινώπη ή την Αμάστριδα,10 φοβούμενοι την οργή του αυτοκράτορα για το ότι είχαν τραπεί και αυτοί σε φυγή κατά τη διάρκεια της μάχης, στασίασαν και ανακήρυξαν, παρά τη θέλησή του, αυτοκράτορα τον Nasr/Θεόφοβο. Αν και η στάση αυτή δεν φαίνεται να απείλησε σοβαρά την αυτοκρατορία, στέρησε ωστόσο τον βυζαντινό στρατό από ένα αξιόμαχο τμήμα του σε μια κρίσιμη φάση των αραβοβυζαντινών συγκρούσεων. Επίσης, η μάχη του Δαζιμώνος είναι σημαντική και για έναν ακόμα λόγο: πρόκειται για την πρώτη επαφή των Βυζαντινών με τους αξιόμαχους Τουρκομάνους έφιππους τοξότες οι οποίοι τους επόμενους αιώνες θα απειλήσουν την βυζαντινή κυριαρχία στην Μικρά Ασία, είτε ως μισθοφόροι του χαλιφάτου είτε ως αυτόνομοι νομάδες επιδρομείς και τελικά κατακτητές.11
1. Ο Vasiliev, A. A., Byzance et les Arabes 1: La dynastie d’Amorium (820- 867) (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 1, Bruxelles 1968), σελ. 146, υπολογίζει το δυναμικό του στρατεύματος από 200.000 μέχρι 500.000 άνδρες, ενώ αντίθετα ο Treadgold, W. T., The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 297, περίπου στους 80.000 στρατιώτες, τους οποίους συνόδευε πλήθος υπηρετών, εμπόρων και μεταφορικών ζώων. 2. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι πάνω στα πολεμικά λάβαρα και τις ασπίδες των Αράβων στρατιωτών ήταν χαραγμένη η λέξη «Αμόριον». 3. Ο Rosser, J., “Theophilus’ Khurramite Policy and its Finale: The Revolt of Theophobus’ Persian Troops in 838”, Βυζαντινά 6 (1974), σελ. 265, θεωρεί ότι η πολιτική ενίσχυσης των Περσών επαναστατών την οποία ακολουθούσε ο Θεόφιλος ευθύνεται αποκλειστικά για τη σφοδρή επίθεση του χαλίφη στο Αμόριον. 4. Σύμφωνα με τον Treadgold, W. T., The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 299, αριθμούσε 30.000 άνδρες και περιλάμβανε 10.000 Τουρκομάνους και όλο τον στρατό της αραβικής Αρμενίας. Ο Haldon, J. F. The Byzantine Wars (Stroud 2001), σελ. 80, υπολογίζει τη δύναμη του αραβικού σώματος σε 20.000 άνδρες. 5. Σύμφωνα με τον Treadgold, W. T., The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 299, αριθμούσαν 50.000 άνδρες. 6. Ο Nasr πήρε το όνομα Θεόφοβος μετά τη βάπτισή του και έτσι μαρτυρείται στις βυζαντινές πηγές. Βλ περισσότερα στον Rékaya, M., “Mise au point sur Théophobe et l’alliance de Babek avec Théophile (833/834-839/840)”, Byzantion 44 (1974), σελ. 43-67. 7. Haldon, J. F., The Byzantine Wars (Stroud 2001), σελ. 82. 8. Σύμφωνα με τον Treadgold, W. T., The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 300, υπεύθυνος για τη σωτηρία του Θεοφίλου ήταν ο Μανουήλ, ο οποίος άρπαξε τα ηνία του ίππου του αυτοκράτορα και τον απομάκρυνε από το πεδίο της μάχης. Βλ. και Treadgold, W. T., “The Chronological Accuracy of the Chronicle of Symeon the Logothete for the Years 813-845”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 180-183. Αντίθετα, ο Rékaya, M., “Mise au point sur Théophobe et l’alliance de Babek avec Théophile (833/834-839/840)”, Byzantion 44 (1974), σελ. 63, ο Rosser, J., “Theophilus’ Khurramite Policy and its Finale: The Revolt of Theophobus’ Persian Troops in 838”, Βυζαντινά 6 (1974), σελ. 269, και οι Belke, K. – Restle, M., Galatien und Lykaonien (Tabula Imperii Byzantini 4, Wien 1984), σελ. 66, αποδίδουν το ίδιο γεγονός στον Nasr/Θεόφοβο, ενώ ο Vasiliev, A. A., Byzance et les Arabes 1: La dynastie d’Amorium (820- 867) (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 1, Bruxelles 1968), σελ. 156-157, δεν παίρνει θέση για το ποιος από τους δύο άνδρες ήταν τελικά ο πρωταγωνιστής. 9. Ο Vasiliev, A. A., Byzance et les Arabes 1: La dynastie d’Amorium (820- 867) (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 1, Bruxelles 1968), σελ. 158-159, θεωρεί ότι η στάση των περσικών στρατευμάτων και η αναγόρευση του Nasr/Θεοφόβου σε αυτοκράτορα ήταν ο λόγος που ανάγκασε τον Θεόφιλο να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, οι Treadgold, W. T., The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 301-302, Belke, K., Paphlagonien und Honorias (Tabula Imperii Byzantini 9, Wien 1996), σελ. 75, και Cheynet, J.-Cl., “Théophile, Théophobe et les Perses”, στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αιώνας) (Διεθνή Συμπόσια 6, Αθήνα 1998), σελ. 44-45, δεν συσχετίζουν τα δύο γεγονότα, αλλά αποδίδουν την επιστροφή του στη βυζαντινή πρωτεύουσα στα σχέδια ορισμένων ευγενών να αναγορεύσουν νέο αυτοκράτορα. Σύμφωνα μάλιστα με τον Rosser, J., “Theophilus’ Khurramite Policy and its Finale: The Revolt of Theophobus’ Persian Troops in 838”, Βυζαντινά 6 (1974), σελ. 269, είναι πολύ πιθανό να επιθυμούσαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον Nasr/Θεόφοβο. 10. Τη δεύτερη εκδοχή αναφέρουν οι Vasiliev, A. A., Byzance et les Arabes 1: La dynastie d’Amorium (820- 867) (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 1, Bruxelles 1968), σελ. 159, και Cheynet, J.-Cl., “Théophile, Théophobe et les Perses”, στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αιώνας) (Διεθνή Συμπόσια 6, Αθήνα 1998), σελ. 44. 11. Kaegi, W. E., “The Contribution of Archery to the Turkish Conquest of Anatolia”, Speculum 39 (1964), σελ. 96-108.
|
|
|