1. Γενική περιγραφή και αιτίες της μετανάστευσης Οι επαφές της Καππαδοκίας με την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν από πολύ πρώιμα χρόνια και σχετίζονται με την πολιτική εποικισμού της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής. Μεταξύ του 1468 και του 1474 μεταφέρθηκαν εκεί υποχρεωτικά ομάδες πληθυσμού, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Καππαδοκία. Κατά την απογραφή του 1477 καταγράφηκαν 384 σπίτια ορθοδόξων και Αρμενίων με καταγωγή από την περιοχή της Καραμανίας.1 Οι προσπάθειες του κράτους για μόνιμη εγκατάσταση νομάδων στην περιοχή της Καισάρειας το 15ο και 16ο αιώνα και οι αναταραχές στην περιοχή, με κυριότερες τις εξεγέρσεις των Τζελαλήδων (Celali) (1590-1620), σε συνδυασμό με τις μειωμένες δυνατότητες της αγροτικής παραγωγής και με τα φαινόμενα υπερπληθυσμού το 16ο αιώνα, έδωσαν ώθηση για μετακινήσεις του πληθυσμού της υπαίθρου προς τις πόλεις, εντός και εκτός των ορίων της Καππαδοκίας. Η ύπαρξη Καππαδοκών στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε προφανώς πόλο έλξης και για άλλους συμπατριώτες τους. Στα μέσα του 16ου, αλλά και το 17ο αιώνα, ολόκληρες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης κατοικούνταν από Καραμανλήδες.2 Η ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης κατά το 18ο αιώνα και οι σημαντικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην οικονομική και οικιστική οργάνωση της πόλης δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πύκνωση του μεταναστευτικού ρεύματος.3 Οι μετανάστες, άνδρες κατά κύριο λόγο, ασχολούνταν με το εμπόριο –καλύπτοντας τις αυξημένες ανάγκες σε είδη επισιτισμού– και με τις υπηρεσίες ή δραστηριοποιούνταν ως τεχνίτες. Η μετανάστευση πλέον αφορούσε σχεδόν το σύνολο των οικισμών της Καππαδοκίας και κυρίως εκείνους που είχαν περιορισμένες δυνατότητες για αξιόλογη αγροτική παραγωγή. Το μεταναστευτικό ρεύμα συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Γνώρισε μάλιστα νέα σημαντική πύκνωση κυρίως κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, ιδίως λόγω της ανάπτυξης του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, καθώς και των γενικότερων οικονομικών αλλαγών εκείνη την περίοδο. Είναι ενδεικτικό ότι σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις το σημαντικότερο τμήμα του πληθυσμού δεν έμενε στον τόπο καταγωγής του. 2. Εγκατάσταση και επαγγέλματα
Οι Καππαδόκες μετανάστες ήταν εγκατεστημένοι συχνά στις ίδιες συνοικίες και ασκούσαν συγκεκριμένα επαγγέλματα. Είχαν μάλιστα οργανωθεί σε συντεχνίες με βάση τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Συχνά μεγάλο μέρος των μελών μιας συντεχνίας, ή και η πλειοψηφία, κατάγονταν από την ίδια περιοχή, εξέλιξη που σχετίζεται με την υποστήριξη που πρόσφεραν τα δίκτυα των ήδη εγκατεστημένων μεταναστών στους νεοφερμένους, οι οποίοι συνήθως εργάζονταν σε καταστήματα συγγενών ή συντοπιτών τους. Πολλές φορές εκκλησιάζονταν και σε συγκεκριμένο ναό που βρισκόταν στη συνοικία τους, ενώ είχαν και δικό τους ιερέα. Επίσης με κριτήριο τον τόπο καταγωγής ίδρυσαν αργότερα, το 19ο αιώνα, συλλόγους. Το 16ο αιώνα υπήρχε ήδη η συνοικία των Καραμανών στο Επταπύργιο, ενώ το 17ο αναφέρονται οι καραμανλίδικοι μαχαλάδες στο Ναρλικαπί. Οι Καππαδόκες ήταν έμποροι, χρυσοχόοι και κλειδαράδες.4 Εκκλησιάζονταν στον Άγιο Κωνσταντίνο στα Ψωμαθειά. Το 1638 μετανάστες από την Καππαδοκία κυριαρχούσαν στη συντεχνία των μπεζιρτζήδων, ενώ χριστιανοί από την Καισάρεια και τη Νίγδη ασχολούνταν με το εμπόριο παστών ψαριών.5 Αρκετά στοιχεία για μια σαφέστερη επαγγελματική διαφοροποίηση στη βάση του ιδιαίτερου τόπου καταγωγής διαθέτουμε για την περίοδο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Στη συντεχνία των χαβιαρτζήδων υπερτερούσαν οι Σινασίτες, ενώ σε αυτή των καϊκτσήδων οι μετανάστες από το Ουργκιούπ. Μετανάστες από το Γκέλβερι εργάζονταν σε μπακάλικα, βουτυράδικα, ταχινοποιεία και λαδάδικα. Εκείνοι από την Ανακού, το Νέβσεχιρ, το Ιντζέσου, τα Ποτάμια και την Τζαλέλα ήταν μπακάληδες, ενώ οι Αραβανιώτες ήταν είτε κουρείς και καφετζήδες είτε έμποροι ξηρών καρπών. Οι μετανάστες από το Ζιντζίντερε εργάζονταν ως χτίστες, σιδεράδες και πετράδες, από τη Μόλου ως αραϊτζήδες, από το Ταλάς ως ξυλέμποροι, πετροπελεκητές και ξυλουργοί, από το Σιβρίχισαρ ως μπακάληδες και αχθοφόροι. Ακόμη, από το Ταβλοσούν έχουμε ξυλέμπορους και εστιάτορες, από το Ταρσιάχ μαραγκούς και ξυλέμπορους, από το Τάνεϊκαπνέμπορους και από το Φερτέκ ταβερνιάρηδες και εμπόρους οινοπνευματωδών ποτών. Ωστόσο, οι αλλαγές στον οικονομικό τομέα επηρέαζαν τους μετανάστες και κάποτε καθιστούσαν αναγκαία την αλλαγή επαγγέλματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Σινασιτών. Μετά την εγκατάστασή τους στην Κωνσταντινούπολη εργάζονταν κυρίως ως μπεζιρτζήδες και κάποιοι ως παντοπώλες και ιχθυοπώλες. Οι τελευταίοι σταδιακά εξελίχθηκαν σε χαβιαρτζήδες. Όμως μετά τη χαλάρωση των αυστηρών περιορισμών που αφορούσαν τις συντεχνίες, όταν το επάγγελμα του χαβιαρτζή έπαψε να είναι τόσο επικερδές, δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στο εμπόριο αποικιακών ειδών και υφασμάτων, ενώ πολλοί έγιναν παντοπώλες και χρωματοπώλες. 3. Κοινότητα και μετανάστευση Σε όσες κοινότητες υπήρχαν επαρκείς οικονομικοί πόροι που επέτρεπαν την επιβίωση των μελών τους, η μετανάστευση διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα. Όπου όμως αυτοί δεν υπήρχαν, κυρίως λόγω της περιορισμένης αγροτικής παραγωγής, το μεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού ανδρικού πληθυσμού, τουλάχιστον κατά το 19ο αιώνα, μετανάστευε στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Το 49% του ανδρικού πληθυσμού του Ανδρονικίου βρισκόταν το 1834 εκτός του οικισμού, το 34% αποτελούνταν από ηλικιωμένους και παιδιά και μόλις το 17% του ενεργού ανδρικού πληθυσμού διέμενε μόνιμα στον οικισμό.6 Η ιδιαίτερα μεγάλη έκταση της μετανάστευσης δημιούργησε μια ιδιότυπη σχέση εξάρτησης μεταξύ παροικίας και μητρόπολης. Η ήδη περιορισμένη αγροτική παραγωγή σταδιακά ατόνησε και πέρασε στα χέρια των μουσουλμάνων, οι οποίοι καλλιεργούσαν τα χωράφια των μεταναστών ως αγρολήπτες ή ως μισθωτοί εργάτες υπό την επίβλεψη των γυναικών των τελευταίων. Οι μετανάστες εκδήλωναν με ποικίλους τρόπους το ενδιαφέρον για την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Εκτός από την οικονομική υποστήριξη που πρόσφεραν στις οικογένειές τους, προέβαιναν συχνά σε δωρεές για την ίδρυση και ενίσχυση σχολείων και την πληρωμή δασκάλων και ιερέων. Οι δωρεές γίνονταν είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, μέσω των συντεχνιών. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα το ρόλο αυτό ανέλαβαν οι σύλλογοι και οι αδελφότητες των μεταναστών. Δεν έλειπαν βέβαια και οι προστριβές μεταξύ της παροικίας και της μητρόπολης για τα όρια των αρμοδιοτήτων και τις πρωτοβουλίες που αναλάμβαναν στον τομέα της εκπαίδευσης ή αλλού.7 Τόσο η αποχώρηση όσο και η επιστροφή των μεταναστών γινόταν ομαδικά και αποτελούσε μεγάλης σημασίας κοινωνικό γεγονός με συμβολικές προεκτάσεις. Συνοδευόταν από ορισμένο τελετουργικό που αναδείκνυε τη σημασία του γεγονότος και ενδυνάμωνε την κοινωνική συνοχή του οικισμού. Σύμφωνα με μαρτυρίες, προηγούνταν κοινός εκκλησιασμός, ενώ την ημέρα της αναχώρησης συγκεντρωνόταν όλο το χωριό, ο ιερέας διάβαζε σχετική ευχή και οι υπόλοιποι συνόδευαν τιμητικά την ομάδα των μεταναστών έξω από τον οικισμό και τους εύχονταν καλό ταξίδι. Αυτή η διαδικασία απαντά στην Ανακού,8 στο Αραβανί,9 στο Ζιντζίντερε10 και στη Σινασό. Στην υποδοχή, που γινόταν έξω από τον οικισμό, συμμετείχε εκτός από τους οικείους και ολόκληρη η γειτονιά του μετανάστη.11 Στο Γκέλβερι προϋπαντούσαν την ομάδα των μεταναστών έφιπποι έξω από το χωριό και τους συνόδευαν τιμητικά μέχρι το σπίτι τους. Γινόταν μάλιστα ένα είδος κονταρομαχίας προς τιμήν τους, το λεγόμενο «τζιριτί», και ακολουθούσε ομαδικό γλέντι.12 4. Μεταναστευτικά πρότυπα Στο πλαίσιο της πολιτικής εποικισμού της Κωνσταντινούπολης κατά το 15ο αιώνα μαρτυρείται εγκατάσταση ολόκληρων οικογενειών. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα εμφανίζονται δύο μεταναστευτικά πρότυπα: α) νέοι άνδρες που μετακινούνται προς την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας με στόχο την εξεύρεση εργασίας, β) εγκατάσταση, για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα, ολόκληρων οικογενειών.13 Το πρότυπο που επικράτησε όμως μετά την πύκνωση του μεταναστευτικού ρεύματος από το 18ο αιώνα ήταν το εξής: τα άρρενα μέλη της οικογένειας μετανάστευαν προς την Κωνσταντινούπολη, όπου τα υποδέχονταν συγγενικά τους πρόσωπα και άλλοι συντοπίτες τους που βρίσκονταν ήδη εκεί. Εργάζονταν στο κατάστημα ή στο εργαστήριο κάποιου συγγενικού τους προσώπου ή συγχωριανού, όπου μάθαιναν την τέχνη. Μετανάστευαν σε μικρή σχετικά ηλικία, μεταξύ δώδεκα και δεκαέξι ετών14– σε αρκετούς οικισμούς η μετανάστευση αφορούσε σχεδόν το σύνολο του ανδρικού πληθυσμού.15 Με την παρέλευση κάποιων ετών άνοιγαν δικό τους κατάστημα, συνήθως με κάποιον άλλο μετανάστη ως συνέταιρο, ή αναλάμβαναν την επιχείρηση στην οποία είχαν μαθητεύσει. Έπειτα από παραμονή μερικών ετών, συνήθως σε ηλικία δεκαοκτώ έως είκοσι χρόνων, επέστρεφαν στον τόπο καταγωγής τους για να παντρευτούν. Παρέμεναν εκεί για κάποιους μήνες, έως και ένα χρόνο, και ακολούθως επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχιζαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Επισκέπτονταν τον τόπο καταγωγής τους σε χρονικά διαστήματα που κυμαίνονταν συνήθως από δύο έως πέντε χρόνια, κάποτε όμως έφταναν και τα δέκα.16 Κατά το διάστημα της απουσίας τους την επιχείρηση διηύθυνε ο συνέταιρός τους. Όταν αποσύρονταν από την ενεργό δράση, συνήθως σε ηλικία 45-50 ετών,17 επέστρεφαν στον τόπο καταγωγής τους με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, σημειώθηκε και πάλι μετανάστευση ολόκληρων οικογενειών, με άμεση συνέπεια την πληθυσμιακή συρρίκνωση κάποιων οικισμών. Η μετακίνηση αυτή συνέβαινε συχνά σε δύο φάσεις: συνήθως ο αρχηγός της οικογένειας μετανάστευε πρώτος στην Κωνσταντινούπολη και δημιουργούσε τις απαραίτητες συνθήκες για την εγκατάσταση σε δεύτερο στάδιο των υπόλοιπων μελών.
1. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 231. 2. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 231· Μπαλλιάν, Α., «Η Καππαδοκία μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων και οι χριστιανικές κοινότητες από το 16ο έως το 18ο αιώνα», στο Μπαλλιάν, Α. – Πετροπούλου, Ι. – Παντελεάκη, Ν., Καππαδοκία: Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή (Αθήνα 1993), σελ. 31· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 139-140· Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 32-33. 3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 230· Eldem, E., “Istanbul: from imperial to peripheralized capital”, στο Eldem, E. – Goffman, D. – Masters, B., The Ottoman City between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul (Cambridge 1999), σελ. 157 κ.ε.· McGowan, B., “The Age of the Ayans, 1699-1812”, στο Inalcik, H. – Quataert, D. (επιμ.), An Economic and Social History of the Ottoman Empire 1300-1914 (Cambridge 1994), σελ. 652. 4. Δε γίνεται σαφές αν πρόκειται για νέους μετανάστες ή για την κοινότητα των Καππαδοκών που δημιουργήθηκε από την εποικιστική πολιτική του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. 5. Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 32-33. 6. Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 27-28. 7. Γεωργίου, Ι., «Η εν Καππαδοκία Νέβσεχιρ», Μικρασιατικά Χρονικά 1 (1938), σελ. 456. 8. Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 339. 9. Φωστέρης, Δ., «Το Αραβάνιον», Μικρασιατικά Χρονικά 5 (1952), σελ. 142-143. 10. Τσαλίκογλου, Ε., «Λαογραφικά των Φλαβιανών (Ζιντζί-Ντερέ) Καισάρειας της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά Χρονικά 17 (1980), σελ. 147-148. 11. Σταματόπουλος, Κ., «Η καθημερινή ζωή στη Σινασό της Καππαδοκίας», στο Browning, R., Η Σινασός της Καππαδοκίας (Αθήνα 1986), σελ. 57-61. 12. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 292. 13. Encyclopaedia of Islam IV (1973), σελ. 239, βλ. λ. Istanbul (H. Inalcik). 14. Αναφέρονται και μικρότερες ηλικίες σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις. Σε απογραφή του 1834-35 που αφορά το Ανδρονίκι αναφέρεται ένας ενδεκάχρονος μετανάστης, καθώς και ένας οκτάχρονος που ακολούθησε τον πατέρα του. Ρενιέρη Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 28. 15. Ενδιαφέρον προκαλεί η περίπτωση του Ανδρονικίου, όπου συνήθως τα μικρότερα αγόρια πολυμελών οικογενειών έμεναν στο χωριό, αναλάμβαναν τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας και επιφορτίζονταν με τη φροντίδα των γονιών τους. Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 28. 16. Χαρακτηριστική για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης είναι η ακόλουθη φράση που είπαν στο Θανάση Κωστάκη πληροφοριοδότριες από την Ανακού: «Τα νυφάδε μας χήρες ήτανται». Κωστάκης, Θ., Ανακού (Αθήνα 1963), σελ. 151. 17. Αρχέλαος, Σ., Η Σινασός… (Αθήναι 1899), σελ. 32· Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 28.
|
|
|