Μηχανιώνα

1. Ανθρωπογεωγραφία

Παραθαλάσσια κωμόπολη στο βορειοανατολικό άκρο της Κυζικηνής Χερσονήσου, 14 χλμ. Β-ΒΑ τηςΠανόρμου και 93 χλμ. ΒΔ της Προύσας, χτισμένη σε όρμο σχήματος μισοφέγγαρου και στραμμένη προς ανατολάς. Μηχανιώνα ήταν η ελληνική ονομασία του οικισμού, ενώ η οθωμανική, πιθανότατα παραφθορά της ελληνικής, ήταν Μουχάνια (Muhanya).

Σε σχέση με την πρροέλευση των κατοίκων, υπήρχε η παράδοση που έφερε όχι μόνο τους κατοίκους της Μηχανιώνας, αλλά και άλλων χωριών της ίδιας περιφέρειας, να κατάγονται από την Κρήτη.1 Η Μηχανιώνα πάντως εμφανίζεται στα οθωμανικά κατάστιχα ήδη από τον 14ο αιώνα,2 δηλαδή πολύ πριν από την οθωμανική κατάκτηση της Κρήτης (1645-1669).

Η παλαιά τοποθεσία του οικισμού ήταν σε απόσταση περίπου 20 λεπτών δυτικά από τη νεότερη και οι κάτοικοι της Μηχανιώνας την ονόμαζαν «Παλιοχώρι». Εκεί υπήρχαν δύο εκκλησίες (του Σωτήρος και του Αγίου Πνεύματος) και ερείπια σπιτιών. Η τοποθεσία αυτή δε φαινόταν από τη θάλασσα και πρόσφερε ασφάλεια από τις επιδρομές των πειρατών. Δεν είναι πάντως γνωστό πότε μεταφέρθηκε ο οικισμός στη νέα του θέση. Η κωμόπολη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αριθμούσε γύρω στα 320 σπίτια και 1.600 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.3 Οι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική, ενώ τουρκικά γνώριζαν αυτοί που για διαφόρους λόγους αναγκάζονταν να ξενιτευτούν ή συναλλάσσονταν με τουρκικούς πληθυσμούς.

Ο πρώτος διωγμός των Μηχανιωτών από την πόλη τους έγινε τον Ιούλιο του 1915, με αφορμή την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Μηχανιώτες άρχισαν να επιστρέφουν προοδευτικά μετά το 1918, για να την εγκαταλείψουν οριστικά το 1922. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, στην Αιδηψό, στη Νέα Πέραμο Μεγαρίδος και στην Αθήνα.

2. Διοικητική δομή – εκκλησιαστική εξάρτηση – θρησκεία – εκπαίδευση – οικιστική δομή

Η Μηχανιώνα ανήκε διοικητικά στο μουδουρλούκι (müdürlük) Περάμου του καϊμακαμλικιού (kaymakamlık) της Πανόρμου, η οποία με τη σειρά της ανήκε στο μουτεσαριφλίκι (mutassarıflık) του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού (vilayet) της Προύσας. Η κωμόπολη διοικούνταν από έναν μουχτάρη (muhtar), ο οποίος ονομαζόταν τσορμπατζήςorbacı). Αυτός φρόντιζε για την αποπληρωμή των φόρων των κατοίκων (όπως π.χ. των δεκατών), αλλά και τη διαδικασία παρουσίασης των νέων στρατευσίμων στο στρατολογικό γραφείο της Πανόρμου, αφού ήταν κάτοχος των σχετικών καταλόγων. Η Μηχανιώνα ανήκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυζίκου. Αντιπρόσωπος του μητροπολίτη στον οικισμό (υπεύθυνος δηλαδή για την έκδοση αδειών γάμου κτλ.) ήταν κάποιος από τους ιερείς που έφερε τον τίτλο «πρωτόπαπας».

Κατά την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η Μηχανιώνα αποτελούνταν από τρεις συνοικίες (μαχαλάδες, τουρκ. mahalle) που αντιστοιχούσαν στην ενοριακή διαίρεση του οικισμού. Τα ονόματα των συνοικιών ήταν: α) Μεσοχώρι, β) Άγιος Γεώργιος (το Χωριουδάκι) και γ) Μώλος. Στην πρώτη και στην τρίτη υπήρχαν εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Νικόλαο, ενώ ο Άγιος Γεώργιος ήταν η σημαντικότερη εκκλησία της κωμόπολης και βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Ήταν μεγάλη εκκλησία με πέτρινο καμπαναριό και πλούσια διακοσμημένη, κυρίως λόγω της προσωπικής φροντίδας του πατριάρχη Ιεροσολύμων Νικοδήμου (πέθανε το 1910), ο οποίος καταγόταν από τη Μηχανιώνα.4 Εκτός από τις τρεις εκκλησίες υπήρχαν ένα μικρό μοναστήρι, η Παναγιά της Κάναλης που γιόρταζε της Ζωοδόχου Πηγής (στην παραλία του Μακρύαλου), ένα ακόμα μοναστήρι λίγο έξω από το χωριό, αυτό του Αγίου Γεωργίου της Δάφνης, δύο αγιάσματα, πολλά (24) ξωκλήσια και τρία νεκροταφεία, ένα για κάθε ενορία.

Από το 1866 λειτουργούσε στη Μηχανιώνα σχολή αρρένων και από το 1873 παρθεναγωγείο. Και τα δύο ιδρύματα συντηρούνταν από την Αδελφότητα των Μηχανιωτών «Η Πρόοδος», η οποία ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1866 και χρηματοδοτούνταν ετησίως με το ποσό των 25 χρυσών οθωμανικών λιρών από τον περίφημο τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1898 χτίστηκε νέο σχολείο του οικισμού, ένα εξατάξιο μεικτό δημοτικό, το οποίο βρισκόταν πλάι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και ελεγχόταν από μια τετραμελή εφορεία.

Οι δρόμοι της Μηχανιώνας ήταν στενοί και ακανόνιστοι χωρίς ρυμοτομία. Όλοι ήταν λιθόστρωτοι (καλντερίμια). Υπήρχε κεντρικός δρόμος που πήγαινε από την παραλία στη βρύση Κουτσιαντά. Στη μέση της διαδρομής του υπήρχε πλατεία με το όνομα Μιχαλακαίοι. Τα σπίτια ήταν ξύλινα με κεραμίδια στη στέγη. Ήταν δίπατα ή τρίπατα, συνήθως, με ευρύχωρα δωμάτια. Τη σάλα όπου γίνονταν οι επισκέψεις, οι γιορτές κτλ. την ονόμαζαν «κάρπατος» και είχε συνήθως μήκος 10 μ.

3. Στοιχεία oικονομίας

Η Μηχανιώνα είχε εμπορικές σχέσεις κυρίως με την Πάνορμο, όπου και γινόταν παζάρι κάθε Παρασκευή. Η παραγωγή σιταριού ήταν μικρή, γι’ αυτό και οι κάτοικοι της Μηχανιώνας αναγκάζονταν να αγοράζουν αλεύρι από την Πάνορμο. Από εκεί αγόραζαν και είδη αγγειοπλαστικής. Σημαντική θέση στην οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων έπαιζε η σηροτροφία. Το μετάξι το πουλούσαν στα Μουδανιά. Κύριο όμως επάγγελμα των Μηχανιωτών ήταν η αλιεία. Τα ψάρια προορίζονταν για τις αγορές της Κωνσταντινούπολης.

Αξιόλογος αριθμός Μηχανιωτών είχε μετεγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του αιώνα υπήρχαν εκεί γύρω στις 40 οικογένειες Μηχανιωτών. Το επάγγελμα των περισσοτέρων ήταν ράφτες και επιπλοποιοί. Οι ράφτες έμεναν κυρίως στο Γαλατά, ενώ οι επιπλοποιοί στη συνοικία Μαχμούτ πασά. Η έντονη παρουσία των Μηχανιωτών στην Κωνσταντινούπολη ήταν αυτή που οδήγησε και στην ίδρυση της Αδελφότητας «Η Πρόοδος».



1. Την εκδοχή αυτή στηρίζει ο Μπόγκας, Ε.Α.,  Η Μηχανιώνα της Κυζίκου (Αθήνα 1964), σελ. 19-22, ενώ αντίθετα της ασκεί κριτική με ισχυρά επιχειρήματα ο Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία – Λαογραφία – Χρονικά – Αναμνήσεις (Αθήνα 1968), σελ. 33-50. Βλ. επίσης Ertuzun, R.M., Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Κωνσταντινούπολη 1953).

2. Ertuzun, R.M., Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Κωνσταντινούπολη 1953), σελ. 220.

3. H «Αναγραφή της Κυζίκου», έργο ανωνύμου Κυζικηνού συγγραφέως του 1825, το οποίο βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, κάνει λόγο για 250 οικίες και περίπου 1.250 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους, στις αρχές του 19ου αιώνα, βλ. Μακρής, Ι.Κ., «Τα χωριά και τα μοναστήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 152-157. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 [βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων(Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 9] αναφέρεται σε 1.600 κατοίκους, ενώ η επίσημη οθωμανική στατιστική του 1901 αναφέρει για τη Μηχανιώνα τον ίδιο αριθμό, βλ. Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3/2 (1905), σελ. 92. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 αναφέρει τον αριθμό των 1.749 κατοίκων [Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922),  σελ. 223]. Ο Α.Ν. Αναγνωστόπουλος, Γεωγραφία της Ανατολής. Τόμος πρώτος: Φυσική Κατάστασις της Ανατολής (Αθήνα 1922), σελ. 71, όπως και ο Π. Κοντογιάννης, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 267, αναφέρονται σε 1.500 κατοίκους.

4. Για τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Νικόδημο (1827-1910), ο οποίος πατριάρχευσε κατά τα έτη 1883-1890, βλ. Τζιράκης, Ν.Ε., Νικόδημος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 9 (Αθήνα 1966), στ. 501-502· Μπόγκας, Ε.Α., Η Μηχανιώνα της Κυζίκου (Αθήνα 1964), σελ. 26-28· Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία – Λαογραφία –Χρονικά – Αναμνήσεις (Αθήνα 1968), σελ. 181-185.