Νικηφόρος Μηδικίου

1. Στοιχεία για τη ζωή του Νικηφόρου Μηδικίου

O Νικηφόρος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 755. Προερχόταν από πλούσια οικογένεια της πρωτεύουσας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Aνδρέας και η μητέρα του Φωτού. Ήταν ο δευτερότοκος γιος τους και είχε δύο αδελφούς, το μεγαλύτερο Θεόδωρο και το μικρότερο Γρηγόριο. Ο πατέρας του είχε υπηρετήσει σε διάφορα ανώτερα αξιώματα και πέθανε όταν ο Νικηφόρος ήταν σε παιδική ηλικία. Η μητέρα του φρόντισε για τη μόρφωσή του και τη χριστιανική του παιδεία.

Ως μοναχός έζησε στη Βιθυνία. Στην Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να μεταβεί ξανά προς το τέλος της ζωής του, προκειμένου να λάβει άμεση ιατρική φροντίδα. Η κλονισμένη υγεία του τον υποχρέωσε να διακόψει το ταξίδι του και να επιστρέψει στη μονή του. Στο δρόμο της επιστροφής σταμάτησε στη νήσο Χάλκη, σε άγνωστη μονή, όπου και απεβίωσε στις 4 Μαΐου 813.1 Το λείψανό του μεταφέρθηκε στη μονή του Μηδικίου από το Νικήτα, διάδοχό του στην ηγουμενία της μονής, με τη βοήθεια του ηγουμένου της μονής της Χάλκης.

Μετά το θάνατό του, ο Νικηφόρος ανακηρύχθηκε όσιος ως ομολογητής. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 4 Μαΐου.2

2. Στοιχεία για τη δράση του Νικηφόρου Μηδικίου

2.1. Επί των εικονομάχων

Ο Νικηφόρος Mηδικίου παρέμεινε πιστός στην εικονόφιλη παράταξη επί των εικονομάχων βασιλέων Κωνσταντίνου E' (741-775) και Λέοντος Δ' (775-780) της δυναστείας των Ισαύρων.

Το 780 ο Νικηφόρος έγινε δεκτός στη μονή Ηρακλείου στην Κίο της Βιθυνίας, όπου αφοσιώθηκε στον ασκητικό βίο και αργότερα εκάρη μοναχός. Στη συνέχεια, έπειτα από παρότρυνση του Ιωσήφ, ηγούμενου της μονής, μετέβη σε προάστειο στα δυτικά του οικισμού Κατάβολο, όπου διέθετε οικογενειακά κτήματα, με σκοπό να ενισχύσει στην περιοχή αυτή το μοναστικό βίο. Εκεί ο Νικηφόρος ανήγειρε μονή αφιερωμένη στη Θεοτόκο, όπου σύντομα έγιναν δεκτοί αρκετοί μοναχοί. Ο χώρος που είχε στη διάθεσή της η μοναστική κοινότητα δεν επαρκούσε και ο Νικηφόρος αγόρασε έκταση στη θέση Μηδίκη, κοντά στην Τρίγλεια της Βιθυνίας, όπου και έχτισε μονή αφιερωμένη στον άγιο Σέργιο.3

2.2. Επί των εικονοφίλων

Το έτος 787 προσκλήθηκε από τον Ταράσιο, τον εικονόφιλο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (784-806), να λάβει μέρος στη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Ο Νικηφόρος υπέγραψε ως «Νικηφόρος ηγούμενος του αγίου Σεργίου του Μιδικιώνος» στο έγγραφο που συνέταξαν οι πατέρες για την υπεράσπιση της προσκύνησης των εικόνων κατά την τέταρτη συνεδρία της 1ης Οκτωβρίου 787.4

Στα χρόνια που ακολούθησαν, επί βασιλείας Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797) και Ειρήνης Αθηναίας (780-802), η μονή του Μηδικίου κατέστη δημοφιλές προσκύνημα και ο ηγούμενος Νικηφόρος έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού. Στις αρχές του 9ου αιώνα ο Νικηφόρος δέχτηκε στην κοινότητα το Νικήτα ως μαθητή του, ο οποίος λίγο αργότερα τον παρότρυνε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να φροντίσει την κλονισμένη υγεία του. Ο Νικηφόρος ταξίδεψε στην Πόλη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πέθανε στη νήσο Χάλκη της Προποντίδας κατά την επιστροφή προς τη μονή Μηδικίου. Στο μεταξύ, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασής του, είχε ορίσει το Νικήτα διάδοχο στην ηγουμενία της μονής.

3. Ο Βίος του οσίου

Ο Βίος του οσίου Νικηφόρου γράφτηκε από άγνωστο μοναχό, σύγχρονο του Νικήτα Μηδικίου.5 Η συγγραφή του έργου κατά πάσα πιθανότητα χρονολογείται μεταξύ των ετών 824-837 και με βεβαιότητα είχε ολοκληρωθεί έως το 840. Το κείμενο παρέχει πληροφορίες για την παρακμή του μοναχισμού περί το 780: αναφέρεται ότι οι περισσότερες μονές στη Βιθυνία ιδρύθηκαν σε ερείπια παλαιών μοναστικών κοινοτήτων, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται η άνθηση του μοναχισμού την εποχή του Νικηφόρου Μηδικίου. Ο βιογράφος τονίζει τις θαυματουργικές ικανότητες που αποδίδονταν στον όσιο. Πληροφορίες για τη ζωή και την προσφορά του οσίου Νικηφόρου Μηδικίου στον αγώνα για την υπεράσπιση των εικόνων παρέχονται στο Βίο του Νικήτα, μαθητή και διαδόχου του,6 καθώς και σε αρκετά συναξάρια.7



1. Σύμφωνα με τις ενδείξεις, στο Βίο του ο Νικηφόρος πέθανε στις 4 Μαΐου, την έκτη ινδικτιώνα, το έτος 793. Όπως επισημαίνει όμως ο εκδότης του Βίου, ο F. Halkin, επειδή το 793 δε συμπίπτει με την έκτη ινδικτιώνα, αλλά με την πρώτη, ο θάνατος του Νικηφόρου Μηδικίου πρέπει να χρονολογηθεί στο έτος 813. Πρβλ. Bίος Nικηφόρου MηδικίουHalkin, F. (επιμ.), “La Vie de Saint Nicephore, fondateur de Medikion en Bithynie (+813)”, Analecta Bollandiana 78 (1960), σελ. 401-430.

2. Σύμφωνα με τον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο, όπως τον περιγράφει ο αγιογράφος Φώτης Κόντογλου, Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας Α (Αθήνα 1960), σελ. 347, ο όσιος Νικηφόρος Μηδικίου αναπαριστάται ως μεσήλικας με «ανεμοταραγμένα» μαλλιά, να κρατά ανοικτό ειλητάριο με γραπτή «την νοεράν προσευχήν σπουδάσας».

3. Σύμφωνα με τους Mango, C. – Ševčenko, I., “Some Churches and Monasteries on the Southern Shore of the Sea of Marmara”, Dumbarton Oaks Papers 27 (1973), σελ. 240-276, η μονή Μηδικίου είχε χτιστεί αρκετά πριν από το 780.

4. Η υπογραφή του ηγούμενου Νικήτα μαρτυρείται στα πρακτικά της Συνόδου: Mansi, J.D. (επιμ.), Sacrorum consiliorum nova et amplissimo collectio (επανεκτύπωση Graz 1960), τόμ. 13, στήλ. 153. Σύμφωνα με τη λατινική έκδοση των πρακτικών, στον τόμο XIII, στήλη 154, η υπογραφή αποδίδεται «him hegumenus sancti Sergii Midicionis».

5. Το κείμενο διασώζεται σε χειρόγραφο στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, στον κώδικα Vatic. 2087. Για τη δημοσίευση του Βίου Νικηφόρου Μηδικίου βλ. Halkin, F. (επιμ.), “La Vie de Saint Nicephore, fondateur de Medikion en Bithynie (+813)”, Analecta Bollandiana 78 (1960), σελ. 401-430.

6. «Βίος Νικήτα Μηδικίου ή Επιτάφιος εις τον όσιον πατέρα ημών και ομολογητήν Νικήταν συγγραφείς υπό Θεοστηρίκτου, μαθητού αυτού μακαριωτάτου», AASS, Απρίλιος 1 (Venetia 1675), σελ. XXIII.

7. Βασικές πηγές για τη ζωή και το έργο του ηγούμενου Νικηφόρου αποτελούν τα εξής χειρόγραφα: κώδικας Sinaiticus grec. 549, φύλ. 127, που χρονολογείται το 12ο αιώνα, κώδ. Parisianus, grec. 1617, φύλ. 67, χρονολογημένος στο 1071. Σε κώδικα που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού και χρονολογείται στον 11ο αιώνα (Vatic. Palat. 27, φύλ. 52-52v) αναφέρονται και τονίζονται οι θαυματουργικές ικανότητες του οσίου.