Νικόδημος Ιεροσολύμων

1. Γέννηση - Οικογένεια - Εκπαίδευση

Ο Πατριάρχης Νικόδημος καταγόταν από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου, γεννήθηκε όμως στο Φανάρι, όπου ζούσαν οι γονείς του, στις 18 Νοεμβρίου 1828.1 Πατέρας του ήταν ο Χρήστος Ν. Τσιντσώνης και μητέρα του η Μαρία Τσιντσώνη. Σε νεαρή ηλικία τον συμπάθησε ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος, που τον άκουσε να κανοναρχεί στο ναό του Μετοχίου του Αγίου Τάφου στο Φανάρι. Ο νεαρός Νικόλαος διδάχθηκε τα γράμματα από δύο έγκριτους Αγιοταφίτες: τον Γρηγόριο από την Πελοπόννησο και τον Γεδεών από την Κύπρο. Έπειτα εισήχθη στο ελληνικό Σχολείο του Παναγίου Τάφου στο Φανάρι. Ο Πατριάρχης Αθανάσιος, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 99 ετών, βρήκε άξιο ιδιαίτερης μέριμνας τον νεαρό Νικόλαο Τσιντσώνη, όπως ήταν το κοσμικό όνομα του Νικόδημου, συστήνοντας στον επίδοξο διάδοχό του επίσκοπο Θαβωρίου Ιερόθεο να τον προσέχει στο μέλλον.

Ο επόμενος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, o Κύριλλος Β', αναγνωρίζοντας και αυτός τις ικανότητες του Νικολάου, τον προσέλαβε το 1845 στην υπηρεσία του Πατριαρχείου. Τον Ιούνιο του 1847 ο Νικόλαος Τσιντσώνης εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Νικόδημος, και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος τον χειροτόνησε διάκονο. Αμέσως μετά ο Πατριάρχης τον έστειλε στα Ιεροσόλυμα για να μαθητεύσει δίπλα στον σοφό Διονύσιο Κλέοπα. Το 1849 μπήκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και πήγε κατευθείαν στην Ε' τάξη. Αλλά μια σοβαρή πάθηση των νεφρών δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή. Από το 1851 μέχρι το 1860 βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη υπηρετώντας ως αρχιδιάκονος τον Κύριλλο.

2. Δράση στα Σκόπια και στη Μολδαβία

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πρωτεύουσα διορίστηκε δάσκαλος στη Σχολή των Αγιοταφιτών του Φαναρίου. Από εκεί τον απέσπασε ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος Στ' Κουταλιανός (1853-55, β' πατριαρχία) και τον απέστειλε ως πατριαρχικό έξαρχο στα Σκόπια για να διευθετήσει τις υποθέσεις της εκεί μητροπόλεως.

Δύο έτη μετά, όταν επέστρεψε από την εξαρχική αυτή αποστολή, τρεις Πατριάρχες προσπάθησαν να τον προσελκύσουν ως συνεργάτη: α) ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιερόθεος του πρότεινε να γίνει μητροπολίτης Επιφανείας, β) ο από Σιναίου πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος πρότεινε στον Νικόδημο, αφού ενταχθεί στους Σιναΐτες, να αποσταλεί ως εκπρόσωπος της ιεράς μονής Σινά στη Μολδαβία, ενώ γ) ο Οικουμενικός Πατριάρχης του έκανε την πρόταση να αναλάβει καθήκοντα δευτερεύοντος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τις προτάσεις αυτές τις αρνήθηκε ο Νικόδημος γιατί ήθελε να παραμείνει Αγιοταφίτης. Έτσι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος τον διόρισε δευτερεύοντα των διακόνων.

Φέροντας το αξίωμα αυτό ο Νικόδημος συνόδευσε στα Ιεροσόλυμα τους καθηγητές Κωνσταντίνο Τυπάλδο και Ηλία Τανταλίδη. Τον Φεβρουάριο του 1860 χειροτονήθηκε ιερέας από τον Κύριλλο και διορίστηκε πρωτοσύγγελλός του. Αμέσως μετά το διορισμό του στάλθηκε ως επίτροπος του Παναγίου Τάφου στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (το σημερινό Chişinău της Μολδαβίας) με σκοπό τη διοίκηση των εκεί κτημάτων του Αγίου Τάφου.

Στη θέση αυτή παρέμεινε δώδεκα έτη περίπου, στη διάρκεια των οποίων διατελούσε ταυτοχρόνως και εκπρόσωπος της ιεράς μονής του Σιναίου Όρους, όπως και των αγιορείτικων μονών Βατοπεδίου, Ιβήρων και Αγίου Παύλου.

3. Οι επιπτώσεις του Βουλγαρικού Σχίσματος στη σταδιοδρομία του

Επανερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη την ημέρα κατά την οποία υπογραφόταν ο Όρος του Βουλγαρικού Σχίσματος (Σεπτέμβριος 1872) συγκαταλέχθηκε σε αυτούς που στράφηκαν εναντίον του Πατριάρχη Κυρίλλου για τη στάση που τήρησε κατά του Σχίσματος, μολονότι υπήρχε η φήμη ότι είχε έρθει για να τον στηρίξει στις επιλογές του (ο Κύριλλος υπήρξε ο μοναδικός εκ των ηγετών των Ανατολικών Πατριαρχείων που αρνήθηκε να συνυπογράψει τον Όρο, σύμφωνα με τον οποίο αποκηρυσσόταν ο «εθνοφυλετισμός» και ανακηρύσσονταν «σχισματικοί» οι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας). Ο Νικόδημος αντίθετα κόμιζε συστάσεις του αρχιεπισκόπου Οδησσού Δημητρίου προς τον Ιεροσολύμων Κύριλλο να μην επιμείνει στις αντιρρήσεις του.

Οι αρνητικές εξελίξεις όμως για τον Κύριλλο ανάγκασαν και τον Νικόδημο να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκατασταθεί για τον επόμενο χρόνο (1873) στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την περίοδο αυτή αρνήθηκε να καταλάβει τη θέση του Μέγα Πρωτοσυγγέλλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την οποία του είχε προτείνει ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Β' (1873-78, β' πατριαρχία). Μετά την εκθρόνιση του Κυρίλλου και την εκλογή του Προκοπίου ως Ιεροσολύμων, ο Νικόδημος διορίστηκε Δραγουμάνος του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι την άνοδο του Ιεροθέου στον πατριαρχικό θρόνο (κατά την περίοδο δηλαδή 1875-82). Στη διάρκεια της πατριαρχίας του Ιεροθέου απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Σεβαστείας Νικηφόρο και τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο, για να μεσολαβήσουν ούτως ώστε να αμβλυνθούν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του έκπτωτου Κυρίλλου, ο οποίος διέμενε πλέον στην πρωτεύουσα.

4. Η παρουσία του στη Ρωσία

Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για τη μετέπειτα εξέλιξη του Νικόδημου αποτελεί ο διορισμός του το 1877 ως ηγουμένου του μετοχίου Αγίου Τάφου στη Μόσχα. Ουσιαστικά κατείχε τη θέση του γενικού επιτρόπου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων στη Ρωσία. Το όνομά του έγινε ιδιαίτερα γνωστό στους ισχυρούς πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους της Ρωσίας, ενώ οι διπλωματικές του ικανότητες συνετέλεσαν στο να ξεπεραστεί η κρίση που είχε ταλανίσει τις σχέσεις Ρωσίας και Πατριαρχείου Ιεροσολύμων μετά το 1872. Ιδιαίτερες σχέσεις ανέπτυξε ο Νικόδημος με τον διάδοχο του ρωσικού θρόνου και μετέπειτα τσάρο Αλέξανδρο Γ', όπως και με ολόκληρο τον ρωσικό δυναστικό οίκο. Την εύνοια αυτή την απολάμβανε μέχρι το θάνατό του. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα για τα οικονομικά του Πατριαρχείου: μία απόδειξη της εύνοιας αυτής ήταν η έκδοση διατάγματος στις 3 Μαρτίου 1883 από τον Αλέξανδρο Γ' για την απόδοση στον Πανάγιο Τάφο των 4/5 των κατεσχημένων προσόδων των κτημάτων που διέθετε ο τελευταίοςστη Βεσσαραβία, αλλά και για την επαναφορά στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων της άμεσης διαχείρισης των κτημάτων που διέθετε στην άνω και κάτω Ιβηρία (Καύκασο).

Λόγω των υπηρεσιών αυτών που προσέφερε στον Άγιο Τάφο ο Νικόδημος προάχθηκε σε αρχιεπίσκοπο Θαβωρίου. Η χειροτόνησή του έγινε με επισημότητα και μεγαλοπρέπεια στις 3 Ιανουαρίου 1882 στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαακίου στην Αγία Πετρούπολη από τον μητροπολίτη Πετρουπόλεως Ισίδωρο και με παρευρισκόμενους πολλούς άλλους Ρώσους αρχιερείς.

5. Η δράση του ως Πατριάρχη Ιεροσολύμων

Στις 4 Αυγούστου 1883 ο Θαβωρίου Νικόδημος εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων, μετά την ακύρωση της εκλογής του Πατριάρχη Φωτίου από την οθωμανική κυβέρνηση. Ο Νικόδημος βρισκόταν στη Ρωσία, όπου μετέβη αντιπροσωπεία Αγιοταφιτών για να τον συνοδεύσει στα Ιεροσόλυμα. Ο Νικόδημος, αφού πρώτα επισκέφθηκε τον τσάρο Αλέξανδρο Γ' και συνάντησε τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη, ενθρονίστηκε σε μεγαλοπρεπή τελετή στο Ναό της Αναστάσεως στις 22 Δεκεμβρίου 1883. Σύμφωνα με τη νεκρολογία του Μελέτιου Μεταξάκη, «την πατριαρχίαν αυτού ελάμπρυνε διά τελεσφόρων αγώνων υπέρ της ακεραίας διατηρήσεως των δικαιωμάτων του έθνους επί των ιερών προσκυνημάτων, υπέρ της ακεραίας αποκαταστάσεως και προσαυξήσεως της ακινήτου περιουσίας του Παναγίου Τάφου....».2

Επιπλέον προσπάθησε να αναβιώσει πολλές αρχαίες μονές και να αναδείξει ιερά προσκυνήματα τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή εκπροσώπων άλλων δογμάτων. Ταυτόχρονα αντιστάθηκε στις προσπάθειες προσηλυτισμού του ποιμνίου του από καθολικούς και προτεστάντες και στις προσπάθειες αμφισβήτησης των δικαιωμάτων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Επίσης προσπάθησε να διορθώσει τα κακώς κείμενα της Αγιοταφικής Κοινότητας. Για το έργο του ο Νικόδημος παρασημοφορήθηκε τόσο από την οθωμανική κυβέρνηση όσο και από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Ρωσίας.
Ωστόσο ο Νικόδημος αντιμετώπισε και πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του. Κατ’ αρχάς οι πολύ καλές σχέσεις του Νικόδημου με τον ρωσικό παράγοντα έγιναν συχνά αντικείμενο κριτικής από τους αντιπάλους του. Επίσης ο Νικόδημος κατηγορήθηκε για κακή διαχείριση των οικονομικών πόρων, που οδήγησε σε οικονομικό αδιέξοδο το Πατριαρχείο. Το γεγονός όμως που κλόνισε τη θέση του ήταν η ρήξη του με τους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, τη λειτουργία της οποίας διέκοψε στις 28 Απριλίου 1884, για να την επαναφέρει τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Επίσης στις 28 Μαρτίου 1888 ανήγγειλε ότι η Σχολή μετά τις εξετάσεις που θα διεξάγονταν τότε θα ετίθετο σε αργία. Η κίνηση αυτή ήταν και αποτέλεσμα της δολοφονικής απόπειρας που έγινε εναντίον του δέκα μέρες νωρίτερα, στις 18 Μαρτίου 1888, από κάποιον μοναχό ονόματι Γαλακτίωνα (τον πυροβόλησε 4 φορές χωρίς να τον πετύχει). Ο Πατριάρχης αμέσως μετά υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Ωστόσο, η προϊούσα κρίση στα οικονομικά του Πατριαρχείου υπέσκαψε περαιτέρω τη θέση του Νικόδημου. Στις 30 Ιουλίου 1890 υπέβαλε εκ νέου την παραίτησή του στην Ιερά Σύνοδο με τον όρο ότι η Αγιοταφική Αδελφότητα θα έθετε στη διάθεσή του το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κρημνού στη Χάλκη. Το μοναστήρι αυτό αποτέλεσε και το ησυχαστήριο του Νικόδημου μέχρι και το θάνατό του στις 5 Φεβρουαρίου 1910.

5. Πνευματικό έργο

Ο Νικόδημος υπήρξε γενικά φιλόμουσος. Σε αυτόν οφείλεται η απόφαση για την περισυλλογή όλων των χειρογράφων τα οποία βρίσκονταν σε διάφορες ελληνικές βιβλιοθήκες της Παλαιστίνης, και για τη συγκέντρωσή τους στη μεγάλη Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, η οποία διέσωζε λείψανα της αρχαίας βιβλιοθήκης που είχε ιδρυθεί περί το 212 μ.Χ. από τον τότε επίσκοπο Ιεροσολύμων Αλέξανδρο (212-251). Επίσης ο Νικόδημος συνέβαλε στην ενίσχυση της εκπαιδευτικής και πολιτισμικής κίνησης στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μηχανιώνα. Τέλος, ο Νικόδημος μαζί με τον συμπατριώτη του Παρθένιο Σωζοαγαθουπόλεως συνέδραμαν τον σύλλογο Μικρασιατών «Ανατολή» της Αθήνας, ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό Ξενοφάνης.



1. Ταυτόχρονα όμως είχε συγγενείς από την πατρική του οικογένεια στην Πέραμο. Αυτός πιθανότατα ήταν και ο λόγος που ο Κωνσταντίνος Μακρής (Μακρής, Κ., «Τα χωριά και τα μοναστήρια της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ.129-192 και συγκεκριμένα σελ. 131), όπως και γενικότερα οι κάτοικοι της Περάμου, τον θεωρούσε Περάμιο. Βλ. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία-Λαογραφία-Χρονικά-Αναμνήσεις (Αθήνα 1968), σελ. 181. Ας σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με τον Ν. Τζιράκη ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1827. Πρβ. Τζιράκης, Ν. Ε.,«Νικόδημος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1883-1890)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 9 (1966), στ. 501. 

2. Ανώνυμος, «Νεκρολογία. Ο Πρώην Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος Τσιντσώνης», Ξενοφάνης 7 (1910), σελ. 141-142.