Νικόδημος Κυζίκου

1. Γέννηση – Οικογένεια – Εκπαίδευση

Ο Νικόδημος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το Μάρτιο του 1826 στο Σταυροδρόμι, συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, καταγόταν από το Μελένικο των Σερρών, ενώ η μητέρα του, Αγγελική, από την Καλλιμασιά της Χίου από τον ίδιο τόπο καταγόταν και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄).

Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε στο Βαφεοχώρι του Βοσπόρου, όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς του μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που είχε καταστρέψει ένα τμήμα από το Σταυροδρόμι. Εικοσαετής προσλήφθηκε ως βοηθός από τον τότε
μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ Β'. Στις 15 Αυγούστου 1846, στην Αρτάκη, προχειρίσθηκε διάκονος από τον τότε μητροπολίτη Προκοννήσου Γεδεών και μετονομάστηκε σε Νικόδημο (το κοσμικό του όνομα μας είναι άγνωστο). Το 1848 ο Νικόδημος στάλθηκε από τον Ιωακείμ στην Αρτάκη ως αρχιερατικός επίτροπός του στην εκκλησιαστική επαρχία της Κυζίκου, αφού ο ίδιος ο Ιωακείμ ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της Ιεράς Συνόδου. Ο Νικόδημος παρέμεινε στην Αρτάκη δύο χρόνια, αποκτώντας την απαραίτητη διοικητική εμπειρία αλλά και την εξοικείωση με τα προβλήματα της επαρχίας που αργότερα θα ποιμάνει για πάνω από τρεις δεκαετίες.

Το 1850 εισήχθη στη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1855. Το γεγονός ότι ολοκλήρωσε τις επτά τάξεις της σχολής μέσα σε πέντε χρόνια είναι ενδεικτικό των ικανοτήτων του.

2. Δράση – Σχέσεις – Ιδεολογία

Το 1856 ανέλαβε τη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ, μετά την παραίτηση από τη θέση αυτή του Διονυσίου Κλέοπα και την πρόσκληση του τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β'. Έμεινε στην Ιερουσαλήμ δύο χρόνια. Το 1858 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο βοηθός επίσκοπος του μητροπολίτη Κυζίκου με τον τίτλο του επισκόπου Λαμψάκου, και στάλθηκε πάλι ως αρχιερατικός επίτροπός του στην Αρτάκη, όπου παρέμεινε επί διετία.
Στις 25 Μαΐου 1861, και αφού ο πνευματικός του πατέρας Ιωακείμ είχε ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινουπόλεως από τον Οκτώβριο του 1860, εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο, φυσικά με πρωτοβουλία του Πατριάρχη, στη θέση του μητροπολίτη Κυζίκου (αφού πρώτα για πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε διατελέσει μητροπολίτης Σερρών).

Αμέσως μετά την εκλογή του ο Νικόδημος έγινε μέλος της Ιεράς Συνόδου. Μετέβη λοιπόν πρώτη φορά στην επαρχία του στις 13 Δεκεμβρίου 1862. Επανήλθε ως συνοδικό μέλος στην Κωνσταντινούπολη, όταν ανέβηκε δεύτερη φορά στον πατριαρχικό θρόνο ο Γρηγόριος Στ' (1867-71). Επί της πατριαρχίας του Γρηγορίου ο Νικόδημος προήδρευσε επιτροπής για την εξέταση του
βουλγαρικού ζητήματος. Επίσης το 1870 διετέλεσε μέλος της Εθνοσυνέλευσης, η οποία συγκλήθηκε για την αναθεώρηση των Γενικών ή Εθνικών Κανονισμών. Στις 19 Οκτωβρίου 1871, και ενώ βρισκόταν στο σπίτι του Ανδρίκου Νικολαΐδη, αρχιγραμματέα του οθωμανικού πατριαρχικού γραφείου, στη Χάλκη, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον τους με άγνωστα όμως κίνητρα.

Στις 4 Αυγούστου 1873 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικό μέλος και παρευρέθηκε στην ανάρρηση, για δεύτερη φορά, στον πατριαρχικό θρόνο του Ιωακείμ Β' (23 Νοεμβρίου 1873). Ο Ιωακείμ Β' διόρισε το Νικόδημο πρόεδρο του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου και πρόεδρο της εφορείας της
Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το 1876 έγινε πρόεδρος της εφορείας της Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής και το 1877 πρόεδρος του Ιερατικού Εκπαιδευτικού Συλλόγου.

Ο Νικόδημος ενεπλάκη και στο ζήτημα που είχε ανακύψει με τη μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, για το εάν δηλαδή θα είχαν τον έλεγχό της Έλληνες ή Ρώσοι μοναχοί. Ο Νικόδημος ήταν πρόεδρος επιτροπής που συγκροτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1874 με σκοπό να επιλύσει το πρόβλημα. Όμως μετά το θάνατο του τότε ηγούμενου Γερασίμου, οι ρωσικής καταγωγής πατέρες της μονής προέβησαν στην εκλογή νέου ηγούμενου, του Ρώσου αρχιμανδρίτη Μακαρίου. Η εκλογή αυτή επικυρώθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Β', ενώ ταυτόχρονα η μονή αναγνωρίστηκε ως ρωσική και παραχωρήθηκε στους Ρώσους. Ο ρόλος του Νικοδήμου ήταν ιδιαίτερα αποφασιστικός για να ληφθεί η συγκεκριμένη απόφαση και για το λόγο αυτό προκάλεσε έντονη αντίδραση από διάφορους κύκλους της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατο του Ιωακείμ Β' και την ανάρρηση στο θρόνο του Ιωακείμ Γ' (1878-84) ο Νικόδημος αποσύρθηκε στην Αρτάκη, όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της πατριαρχίας του τελευταίου.

Η μακρά παραμονή του Νικοδήμου στην πρωτεύουσα αλλά και η επιρροή που ασκούσε πάνω του ο πνευματικός του πατέρας Ιωακείμ Β' τον καθιστούσαν αρκετά επιφυλακτικό απέναντι στις
νέες σωματειακές ενώσεις που συγκροτούνταν για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων στις οθωμανικές επαρχίες – εννοείται όταν αυτές δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι, όταν ιδρύθηκε το 1864 η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα των Αρτακηνών της Κωνσταντινούπολης με στόχο την τόνωση της εκπαιδευτικής κίνησης στην Αρτάκη και θέλησε να δημιουργήσει παράρτημα στην ίδια την Αρτάκη, συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση του μητροπολίτη και βέβαια του Ιωακείμ Β', ο οποίος, μετά την απομάκρυνσή του από τον οικουμενικό θρόνο το 1863, διέμενε στην έδρα της πρώην μητρόπολής του. Η παρουσία ωστόσο του Νικοδήμου μετά το 1878 στη μητρόπολή του τον βοήθησε να έρθει πιο κοντά στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η επαρχία του και να συμβάλει και ο ίδιος στη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα έτη 1878-9 η Αρτάκη αποκτά παρθεναγωγείο και νηπιαγωγείο, ενώ η ετήσια δαπάνη της ελληνορθόδοξης κοινότητας για τα εκπαιδευτικά καταστήματα έφτασε τις 400 οθωμανικές χρυσές λίρες. Μέχρι τότε υπήρχαν δύο εκπαιδευτικά καταστήματα, τα οποία λειτουργούσαν κάτω από κακές συνθήκες: μία αστική σχολή με περίπου 300 μαθητές, αγόρια και κορίτσια, και μία ελληνική σχολή με 30 μαθητές.

Το 1884 έγινε νέα δολοφονική απόπειρα εναντίον του, από την οποία τον έσωσε η έγκαιρη επέμβαση του πιστού υπηρέτη του. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Ιωακείμ Δ' (1884-6) ο Νικόδημος έγινε και πάλι μέλος της Ιεράς Συνόδου. Ανέλαβε, μάλιστα, και τη διεύθυνση του περιοδικού που εξέδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον τίτλο Εκκλησιαστική Αλήθεια.

Πριν ακόμα υποβάλει την παραίτησή του ο Ιωακείμ Δ', ο Νικόδημος είχε επιστρέψει στην Αρτάκη και ποίμαινε την επαρχία του. Εκεί παρέμεινε και καθ’ όλη τη διάρκεια της πατριαρχίας του
Διονυσίου Ε΄. Επανήλθε ως συνοδικός, αναλαμβάνοντας και πάλι την προεδρία του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου και της Μεγάλης του Γένους Σχολής, τον Ιανουάριο του 1894. Παρέμεινε μέλος της Ιεράς Συνόδου και μετά την ανάρρηση του Ανθίμου Ζ'. Το ίδιο διάστημα η επαρχία του διοικούνταν από το βοηθό επίσκοπο Αβύδου Νικόδημο και τον πρωτοσύγκελο αρχιμανδρίτη Ευγένιο Παπαθωμά.

Το Σεπτέμβριο του 1894, εξαιτίας αναφορών κατοίκων της επαρχίας του οι οποίες στρέφονταν εναντίον του, κηρύχθηκε υπόδικος από την Ιερά Σύνοδο και στερήθηκε τα συνοδικά του δικαιωμάτα. Εξάλλου, ο ίδιος λόγω της επιδείνωσης της υγείας του ζήτησε από τον Πατριάρχη να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του (ως συνοδικού) και υπέβαλε παραίτηση, η οποία έγινε αποδεκτή από την Ιερά Σύνοδο (21 Οκτωβρίου 1894). Στις 8 Νοεμβρίου αναχώρησε για την Αρτάκη. Στην πραγματικότητα η ενδοκοινοτική αντιπαράθεση που οδήγησε στη σταδιακή περιθωριοποίηση του Νικοδήμου είχε επίδικο αντικείμενο τη μετάθεση του ελέγχου της εφορείας των σχολείων
από τη μητρόπολη και την κοινοτική μερίδα, που είχε επικεφαλής το μητροπολίτη, σε μία ομάδα νέων προυχόντων που επιδίωκαν την επιτάχυνση των ρυθμών προόδου των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αρτάκης.

Το 1894 ο Νικόδημος, έπειτα από πρόταση του πρωτοσύγκελού του Ευγένιου Παπαθωμά, ίδρυσε κοινοτικό κηροπωλείο, το οποίο κατείχε το μονοπώλιο του κεριού στην Αρτάκη. Μέρος των εισοδημάτων του κοινοτικού κηροπωλείου κατευθυνόταν προς την εφορεία των σχολείων για την ενίσχυση των εκπαιδευτικών καταστημάτων της πόλης.

Ο Νικόδημος στα τελευταία χρόνια της παρουσίας του στη μητρόπολη Κυζίκου ήρθε αντιμέτωπος με τους κατοίκους της
Περάμου για το ζήτημα της διαχείρισης των προσόδων της μονής της Παναγίας της Φανερωμένης, οι οποίες είχαν αυξηθεί κατακόρυφα μετά την ανακαίνισή της με το χτίσιμο ξενώνων (1895). Το 1899 η δημογεροντία της Περάμου ζήτησε από το Πατριαρχείο να έχει τον έλεγχο των μοναστηριακών προσόδων για να μπορεί να στηρίζει οικονομικά τη λειτουργία των σχολείων της πόλης, με το επιχείρημα ότι η μονή βρισκόταν εντός των ορίων της Περάμου. Οι Αρτακηνοί όμως, με το Νικόδημο επικεφαλής, το αρνήθηκαν με συνέπεια να ξεσπάσει διαμάχη πολλών ετών, η οποία τελικά επιλύθηκε με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1903 να καταστήσει τη μονή σταυροπηγιακή και να διαμοιράζει τα εισοδήματά της ως εξής: 60% στην Πέραμο και 40% στην Αρτάκη και τα γύρω χωριά. Ο Νικόδημος όμως δεν έζησε για να δει την επίλυση του προβλήματος: Πέθανε τον Ιανουάριο του 1900, συμπληρώνοντας 39 χρόνια ποιμαντικής παρουσίας στη μητρόπολη της Κυζίκου.

3. Πνευματικό έργο – Διακρίσεις

Ο Νικόδημος το 1876 εξέδωσε την ιερά ακολουθία του Αγίου Αιμιλιανού, επισκόπου Κυζίκου, προτάσσοντας στο έργο προλεγόμενα. Επίσης είχε τιμηθεί με το οθωμανικό παράσημο Μετζητιέ β' τάξεως, με το σερβικό σταυρό των ανωτέρων ταξιαρχών, όπως και με τα δύο παράσημα του σταυρού των ανωτέρων ταξιαρχών του στέμματος της Ελλάδας και της Ρουμανίας.

4. Εκτιμήσεις

Ένας από τους σημαντικότερους ιεράρχες του κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Νικόδημος Κυζίκου ήταν, κατά το Γ. Παπαδόπουλο: «Ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα, εὐπρεπέστατος τὸ παράστημα, μὲ ὀφθαλμούς ζωηροτάτους ἐπιστεφομένους ὑπὸ δασειῶν ὀφρύων, ἦθος σοβαρὸν καὶ ἐπιβάλλον, “πολιός τε κάρη πολιὸς τὸ γένειον” ἵνα κατὰ τὸν ποιητὴν εἴπωμεν, ἀξιοπρεπής, μεγαλοπρεπὴς ὡς ὀλίγιστοι τῶν παρ’ ἡμῖν ἱεραρχῶν, περιπατεῖ πάντοτε ἐν σοβαρῷ βαδίσματι κρατῶν ἀρχιερατικὸν δικανίκιον μετὰ λαμπρᾶς κεφαλίδος καὶ συνοδευόμενος ὑπὸ δύο θεραπόντων, διασῴζων δὲ ἐν πᾶσι τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς ἀρχαίας Γεροντίας».1

Ήταν γνώστης της εκκλησιαστικής μουσικής και γλωσσομαθής. Προσωπικός φίλος πατριαρχών όπως ο Ιωακείμ Β' και ο Ιωακείμ Δ', έπαιξε ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο σε διάφορα ζητήματα που απασχόλησαν τον οικουμενικό θρόνο κατά την περίοδο αυτή. Η εμπλοκή του μάλιστα σε κρίσιμες υποθέσεις, όπως αυτή της μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους (επί δεύτερης πατριαρχίας του Ιωακείμ Β') και του διαζυγίου του Ρώσου πρίγκιπα Γκορτσακώφ (επί πατριαρχίας του Ιωακείμ Δ') δημιούργησε μεγάλες αντιπάθειες στην κοινωνία της Κωνσταντινούπολης.



1. Παπαδόπουλος, Γ.Ι., Η σύγχρονος ιεραρχία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας 1 (Αθήναι 1895 ), σελ. 557.