Νομίσματα από Ήλεκτρον

1. Οι πρώτες κοπές

Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι Λυδοί ήταν ο πρώτος λαός που εξέδωσε νομίσματα από χρυσό και άργυρο. Ο Ξενοφάνης από την Κολοφώνα στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επιβεβαιώνει ότι για πρώτη φορά οι Λυδοί χρησιμοποίησαν νομίσματα. Άλλες αρχαίες πηγές δίνουν τα πρωτεία στο βασιλιά Φείδωνα του Άργους, άλλοι στους Αθηναίους, στους Ναξίους ή στο βασιλιά Δημοδίκη από την Κύμη. Αν και οι αρχαίες αναφορές σχετικά με την ανακάλυψη της νομισματοκοπίας δε συμφωνούν μεταξύ τους, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας, είτε από τους Λυδούς είτε από τις ελληνικές πόλεις-κράτη της περιοχής για λόγους κυρίως οικονομικής φύσης.1

Τα πρώτα νομίσματα δημιουργήθηκαν από κράμα χρυσού και αργύρου, το οποίο στην Αρχαιότητα ονομαζόταν «χρυσός λευκός», ενώ σήμερα η επικρατέστερη ονομασία του είναι ήλεκτρο. Οι πρώτοι νομισματικοί «θησαυροί» που συμπεριλαμβάνουν κοπές από ήλεκτρο βρέθηκαν στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και χρονολογούνται περίπου στο 560 π.Χ. (αν και ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν πρωιμότερη χρονολόγηση, 650-625 π.Χ). Τουλάχιστον 93 μικρές υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο που έφεραν εγχάρακτες παραστάσεις καθώς και 7 μικρά αργυρά κομμάτια αποκαλύφθηκαν κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές του Βρετανικού Μουσείου το 1904-1905.2

2. Νομισματοκοπεία και τυπολογία

Μερικά από τα νομίσματα που βρέθηκαν στο Αρτεμίσιο παρουσιάζουν απλή γράμμωση στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο παρατηρούνται μόνο τα σημάδια της σφύρας. Οι παραστάσεις της πλειονότητας των υπόλοιπων νομισμάτων μπορούν να διαιρεθούν σε 13 διαφορετικούς τύπους, εκ των οποίων πιο συχνός είναι η λεοντοκεφαλή σε κατατομή ή το πόδι λέοντος στον εμπροσθότυπο. Οι δύο αυτές παραστάσεις χαρακτηρίζουν δύο διαφορετικές υποδιαιρέσεις που ανήκουν στην ίδια σειρά. Η λεοντοκεφαλή, που αποτελεί τη συχνότερη παράσταση επί των νομισμάτων της Μικράς Ασίας, έχει αποδοθεί στο νομισματοκοπείο της ισχυρής Λυδίας και χρονολογείται στην εποχή της βασιλείας του Αλυάττη (610-560 π.Χ.). Άλλα νομίσματα φέρουν παράσταση φώκιας στον εμπροσθότυπο, ενώ συνοδεύονται από το γράμμα Φ και πιθανόν να ανήκουν στο νομισματοκοπείο της πόλης Φώκαιας. Μερικά από τα νομίσματα με παράσταση λέοντος και όλα όσα φέρουν ελάφι στον εμπροσθότυπο έχουν συνδεθεί με το νομισματοκοπείο της Μιλήτου, ενώ όσα φέρουν κεφαλή γρυπός ανήκουν στην Τέω. Κοπές ηλέκτρου που προέρχονται από το νομισματοκοπείο της Σάμου και συνήθως φέρουν παραστάσεις ζώων, όπως η κεφαλή λέοντος, δε συμπεριλαμβάνονται στα ευρήματα του Αρτεμισίου, γεγονός που παραμένει αινιγματικό. Η απόδοση αυτών των κοπών στο νομισματοκοπείο της Σάμου επιβεβαιώνεται κυρίως από νομισματικά και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα που προέρχονται από το νησί.3

Κατά την Ύστερη Αρχαϊκή εποχή, τόσο η Φώκαια όσο και η Μυτιλήνη αποτέλεσαν σημαντικά κέντρα παραγωγής νομισμάτων από ήλεκτρο. Γύρω στο 500 π.Χ. ξεκίνησαν την έκδοση μιας σειράς μικρότερων υποδιαιρέσεων, την «έκτη» (1/6 του στατήρα). Η έκδοση αυτών των νομισμάτων συνεχίστηκε ως τη βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο εμπροσθότυπος των κοπών της Φώκαιας φέρει συνήθως τους γνωστούς τύπους της φώκιας και της θεάς Αφροδίτης, ενώ ο οπισθότυπος δε φέρει συγκεκριμένη παράσταση. Τα λεσβιακά νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο φτερωτό κάπρο ή φτερωτό λέοντα ή κεφαλή κριού και στον οπισθότυπο κεφαλή Ηρακλέους, κεφαλή λέοντος κ.ά. Τρίτο σημαντικό κέντρο παραγωγής νομισμάτων από ήλεκτρο αποτέλεσε το νομισματοκοπείο της Κυζίκου, αποικίας της Μιλήτου στη θάλασσα του Μαρμαρά. Η έκδοσή τους ξεκίνησε κατά τον 6ο αι. π.Χ. και συνεχίστηκε ως τον 4ο αι. π.Χ. Οι κύριες παραστάσεις του εμπροσθότυπου μεταβάλλονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων, αν και συνήθως συνοδεύονταν από έναν τόνο, το ψάρι που θεωρούνταν το σύμβολο της πόλης. Ο οπισθότυπος παραμένει κενός, όπως και στα νομίσματα της Φώκαιας.4

3. Νομισματικές αρχές

Μέχρι στιγμής οι απόψεις των ερευνητών σχετικά με τις νομισματικές αρχές που ήταν υπεύθυνες για την έκδοση των πρώτων κοπών ηλέκτρου διίστανται. Σύμφωνα με μια από αυτές τις απόψεις, τα νομίσματα που είχαν συγκεκριμένο βάρος καθιστούσαν ευκολότερες τις εμπορικές ανταλλαγές. Για αυτό το λόγο, είναι πιθανόν να εκδόθηκαν για πρώτη φορά από ιδιώτες – είτε τραπεζίτες είτε εμπόρους. Τα συγκεκριμένα νομίσματα έφεραν, ως εγγύηση ποιότητας, τα προσωπικά σύμβολα της νομισματικής αρχής και έτσι ανταλλάσονταν στην αγορά χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεχής μέτρηση του βάρους τους. Η μεγάλη ποικιλία νομισματικών τύπων ήταν ένας ακόμα παράγοντας που οδήγησε ορισμένους νομισματολόγους στη σθεναρή υποστήριξη της παραπάνω άποψης, παραβλέποντας το γεγονός ότι παρόμοια ποικιλία εμφανίζεται και σε μεταγενέστερες περιόδους.5

Μια ομάδα ερευνητών, οι οποίοι μελέτησαν τα ονόματα που αναγράφονται στον εμπροσθότυπο ορισμένων από τα νομίσματα ηλέκτρου, δεν κατέληξαν σε σαφή συμπεράσματα σχετικά με το πρόβλημα της ταύτισης αυτών των ονομάτων είτε με απλούς ιδιώτες είτε με άρχοντες που ορίζονταν από την πολιτεία. Συγκεκριμένα, οι επιγραφές VALVEL και RKALIL είναι πιθανόν να αναφέρονται σε άτομα ή, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, μπορεί να αναφέρονται σε κάποιο νομισματοκοπείο. Ένα άλλο, μοναδικό νόμισμα από ήλεκτρο φέρει το όνομα ΦΑΝΕΣ. Αυτή τη φορά η ταύτιση του ονόματος Φάνης με ένα υπαρκτό πρόσωπο είναι βέβαιη, αν και δεν είναι γνωστή η κοινωνική του θέση. Μέχρι στιγμής, έχουν διατυπωθεί διαφορετικές θεωρίες, εκ των οποίων πιο πιθανή είναι η ταύτιση του Φάνη με κάποια από τις αρχές της πόλης. Είτε επρόκειτο για τύραννο είτε επρόκειτο για τον άρχοντα που ήταν υπεύθυνος για τις νομισματικές κοπές.6

Η ερμηνεία των παραπάνω επιγραφών στηρίζει εν μέρει τις απόψεις μιας δεύτερης ομάδας ερευνητών που υποθέτουν ότι οι ιδιώτες δεν είχαν τα απαραίτητα μέσα για να παράγουν δικές τους κοπές και εν συνεχεία να προωθούν τη διακίνησή τους. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις-κράτη είχαν τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλης ποσότητας νομισμάτων που θα χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή κυρίως μισθοφόρων. Τελικά τα νομίσματα θα επέστρεφαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο με τη βοήθεια του φορολογικού συστήματος. Η παραπάνω διαδικασία πιθανόν να είχε θετικές επιπτώσεις τόσο στη διαχείριση των κρατικών πόρων όσο και στη διεξαγωγή του εμπορίου, εφόσον οι πόλεις παρήγαν τα μέσα για τις πληρωμές του μισθοφορικού στρατού τους, ενώ παράλληλα οι έμποροι έβρισκαν έτοιμο το βασικό μέσο (χρήμα) για την ανταλλαγή των προϊόντων τους.7

4. Υπερτίμηση

Οι κοπές από ήλεκτρο έδιναν τη δυνατότητα στις αρχές των πόλεων να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των πολιτών εξαιτίας της διαφοράς της πραγματικής τιμής του νομίσματος από την εικονική του τιμή. Η χημική ανάλυση των νομισμάτων απέδειξε ότι το ποσοστό χρυσού και αργύρου δεν είναι σταθερό και ο άργυρος κυμαίνεται από 20% έως 75%. Στην Αρχαιότητα, φυσικά, ήταν δύσκολος ο εντοπισμός της διαφοράς της ποσότητας των δύο μετάλλων από τους πολίτες, με αποτέλεσμα την υπερτίμηση των νομισμάτων από την πολιτεία. Με αυτό τον τρόπο, η πόλη-κράτος μετατράπηκε σε εγγυήτρια αρχή του «ψευδο-πιστωτικού» συστήματος που επικρατούσε στην Αρχαιότητα. Κατά συνέπεια τα νομίσματα από ήλεκτρο κυκλοφορούσαν μόνο στην ευρύτερη περιοχή της πόλης ή σε άλλα μέρη όπου η συγκεκριμένη νομισματοκοπία γίνονταν δεκτή για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους.8

5. Επίλογος

Η χρήση χρημάτων στην Αρχαιότητα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από τον 6ο αι. π.Χ., όταν τα πρώτα νομίσματα από ήλεκτρο έκαναν την εμφάνισή τους στη δυτική Μικρά Ασία. Τα νομίσματα αυτά, που έφεραν το σύμβολο της αρχής της πόλης-κράτους ή του βασιλείου της Λυδίας, προκάλεσαν επανάσταση στον τρόπο ανταλλαγής προϊόντων. Αν και η αρχική χρήση των νομισμάτων κατά πάσα πιθανότητα στόχευε στην ευκολότερη πληρωμή των μισθοφορικών στρατών της Ανατολίας, οι έμποροι της περιοχής φρόντισαν ώστε η χρήση του νομίσματος να διαδοθεί σε όλο το χώρο της Μεσογείου, γεγονός που θα ενίσχυε την εξάπλωση του εμπορίου.




1. Ηρ., 1.94· Howgego, C., Ancient History from Coins (London – New York 1995), σελ. 1-2.

2. Για τις πρόσφατες ανασκαφές στην Έφεσο βλ. Bammer, A., “A peripteros of the geometric period in the Artemision of Ephesos”, AnatSt 40 (1990), σελ. 137-160 και Bammer, A., “Les sanctuaires des VIIIe et VIIe siècles a l’ Artémision d’ Ephèse”, RA 1 (1991), σελ. 63-84. Για τη χρονολόγηση στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. βλ. Price, M.J., “Coins of the Macedonians”, NC 136 (1976), σελ. 274 κ.ε. Alföldi, M.R., Antike Numismatik I (Mainz am Rhein 1978), σελ. 72-73. Μεταγενέστερη χρονολόγηση (540 π.Χ.) υποστηρίχθηκε από τον Vickers, M., “Early Greek coinage: A reassessment”, NC 145 (1985), σελ. 1-44.

3. Carradice, I. – Price, M., Coinage in the Greek World (London 1988), σελ. 25-26· Kraay, C.M., Archaic and Classical Greek Coins (London 1976), σελ. 21-26· Rebuffat, F., La monnaie dans l’ antiquité (Paris 1996), σελ. 29· Spier, J., “Notes on early electrum coinage and a die-linked issue from Lydia”, στο Ashton, R. – Hurter, S. (επιμ.), Studies in Greek Numismatics in Memory of Martin Jessop Price (London 1998), σελ. 327-334.

4. Jenkins, G.K., Ancient Greek Coins2 (London 1990), σελ. 16-17.

5. Babelon, E., Les origins de la monnaie considérées au point de vue économique et historique (Paris 1987)· Milne, J.G., Greek Coinage (Oxford 1931), σελ. 1-14· Seltman, C.Th., Greek Coins: a History of Metallic Currency and Coinage down to the Fall of the Hellenistic Kingdoms2 (London 1955), σελ. 17-18· Price, M.J., “Thoughts on the beginning of coinage”, στo Brooke, C.N.L. κ.ά. (επιμ.), Studies in Numismatic Method Presented to Philip Grierson (Cambridge 1983), σελ. 1-10· Furtwängler, A., “Neue beobachtungen zur frühesten Münzprägung”, Schweizerische Numismatische Rundschau 65 (1986), σελ. 153-165.

6. Για τις επιγραφές VALVEL, RKALIL βλ. Carruba, O., “Valvel e Rkalil: monetazione arcaica della Lidia: problemi e considerazioni linguistiche”, στο Martini, R. – Vismara, N. (επιμ.), Ermanno A. Arslan Studia Dicata I, Glaux 7 (Milan 1991), σελ. 13-23· Howgego, C., Ancient History from Coins (London – New York 1995), σελ. 3. Σχετικά με την επιγραφή ΦΑΝΕΣ βλ. Furtwängler, A., “Griechische Vieltypenprägung und Münzbeamte”, Schweizerische Numismatische Rundschau 61 (1982), σελ. 5-29· Kastner, W., “'Phanes' oder 'Phano'?”, Schweizerische Numismatische Rundschau 65 (1986), σελ. 5-11· Kinns, P., “Asia Minor”, στο Price, M. κ.ά. (επιμ.), A Survey of Numismatic Research 1978-1984 (London 1986), σελ. 150-179, ιδίως σελ. 152.

7. Cook, R.M., “Speculations on the origins of coinage”, Historia 7 (1958), σελ. 257-262· Kraay, C.M., “Hoards, small change and the origin of coinage”, JHS 84 (1964), σελ. 76-91. Kraay, C.M., Archaic and Classical Greek Coins (London 1976), σελ. 28, 317-324· Jenkins, G.K., Ancient Greek Coins2 (London 1990), σελ. 28· Grierson, P., Numismatics (London/ New York 1975), σελ. 10.

8. Wallace, R.W., “The origin of electrum coinage”, AJA 91 (1987), σελ. 385-397· Melville-Jones, J.R., “The value of electrum in Greece and Asia”, στο Ashton, R. – Hurter, S. (επιμ.), Studies in Greek Numismatics in Memory of Martin Jessop Price (London 1998), σελ. 259-268· Figueira, T., The Power of Money: Coinage and Politics in the Athenian Empire (Philadelphia 1998), σελ. 92-109.