Νομισματικές Μεταβολές στη Μ. Ασία κατά τον 3ο μ.Χ. αι.

1. Πολιτικοοικονομικές συνθήκες του 3ου αιώνα

Η χρονική περίοδος που αφορά τη βασιλεία του Σεπτιμίου Σεβήρου έως τη βασιλεία του Διοκλητιανού
αποτελεί μια από τις σκοτεινότερες σελίδες της ρωμαϊκής ιστορίας, με αποκορύφωμα τα έτη 217-268, οπότε και παρατηρούμε ότι, σε διάστημα μόλις 51 χρόνων, 16 αυτοκράτορες ανέβηκαν στο θρόνο και έκοψαν νομίσματα. Από αυτούς κανένας δεν πέθανε από φυσικά αίτια, αλλά όλοι έπεσαν θύματα βίαιων συγκρούσεων και δολοφονιών. Η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από συνεχείς στρατιωτικές και πολιτικές ανακατατάξεις, επιδημίες, διωγμούς χριστιανών και επιθέσεις Ερούλων, Γότθων, Βανδάλων, Γερμανών, Μαρκομάνων, Κάρπων, Φράγγων και Περσών τόσο από τα βόρεια όσο και από τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας.1

Η πολιτική ανασφάλεια οδήγησε τους αυτοκράτορες σε αναζήτηση νέων οικονομικών πόρων, που θα τους επέτρεπαν τη διατήρηση της εξουσίας τους και τη διεξαγωγή εκτενών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο φόβος πιθανών αναταραχών απέκλειε την επιβολή περαιτέρω φορολογικών κυρώσεων, οι οποίες αντιμετωπίζονταν αρνητικά από τον πληθυσμό. Γι’ αυτό το λόγο η πολιτεία ακολούθησε μια πιο ήπια τακτική, η οποία είχε εφαρμοστεί και παλιότερα σε μικρότερο όμως βαθμό, τις νομισματικές μεταρρυθμίσεις.

2. Νομισματικές μεταρρυθμίσεις από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου έως τα μέσα του 3ου αιώνα

Οι υποδιαιρέσεις του ρωμαϊκού νομίσματος παρέμειναν αμετάβλητες από την εποχή του Αυγούστου έως και μετά το θάνατο του Κομμόδου. Το χρυσό νόμισμα (aureus) ανταλλασσόταν προς 25 δηνάρια (denarii), ενώ το δηνάριο ανταλλασσόταν προς 4 σηστέρτιους(sestertii),8 δουπόντια (dupondii) ή 16 ασσάρια (asses), ανεξάρτητα από τις σχετικά μικρές διακυμάνσεις της ποιότητας του δηναρίου. Στην πραγματικότητα οι σημαντικότερες νομισματικές μεταρρυθμίσεις έγιναν στην αρχή της βασιλείας του Σεπτιμίου Σεβήρου και συνεχίστηκαν έως την οριστική μεταβολή του συστήματος κατά τα μέσα του 3ου αιώνα. Συγκεκριμένα, ο άργυρος στα ρωμαϊκά δηνάρια μειώθηκε στο 65% το 194 και στο 50% το 197-198, ενώ η εικονική τιμή των νομισμάτων παρέμεινε η ίδια. Είναι πιθανόν η μείωση αυτή να αντιστοιχεί στην παράλληλη αύξηση των αυτοκρατορικών εξόδων, εφόσον ο άργυρος που αφαιρέθηκε από τα δηνάρια θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή περισσότερων νομισμάτων, τα οποία με τη σειρά τους θα κάλυπταν τις αυξημένες ανάγκες της πολιτείας.2

Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Καρακάλλας, ο γιος του Σεπτιμίου Σεβήρου, ο οποίος όχι μόνο προχώρησε σε περαιτέρω νόθευση του δηναρίου, αλλά και δημιούργησε μια καινούργια υποδιαίρεση, τον αντωνιανό. Η εμπορική τιμή του αντωνιανού παρέμεινε υψηλότερη από την πραγματική του, με αποτέλεσμα την υπερτίμηση του νομίσματος τουλάχιστον κατά 25%. Ωστόσο, το δηνάριο εξακολούθησε να αποτελεί το βασικό μέσο συναλλαγών, ενώ η έκδοση των αντωνιανών διακόπηκε από το 219 έως το 238.3

Οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες που βασίλευσαν μετά το Σεβήρο Αλέξανδρο συνέχισαν την ίδια νομισματική πολιτική υποβαθμίζοντας ακόμα περισσότερο την ποιότητα των αργυρών νομισμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες αλλαγές όσον αφορά την ποιότητα και στο βάρος όλων των υποδιαιρέσεων. Για παράδειγμα, επί της βασιλείας του Τραϊανού Δεκίου ο άργυρος στους αντωνιανούς μειώθηκε στο 40%, ενώ την εποχή του Γαλλιηνού έφτασε το 2,5%. Την ίδια περίοδο ο αντωνιανός αντικατέστησε σχεδόν ολοκληρωτικά το δηνάριο στις καθημερινές συναλλαγές.4

Ωστόσο δεν παρουσιάζονται ανάλογες αλλαγές στο βάρος και την ποιότητα των χρυσών νομισμάτων, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στην επιθυμία των Αρχών να διατηρήσουν ακέραιο το υπάρχον νομισματικό σύστημα. Είναι πιθανόν οι aurei να χρησιμοποιήθηκαν ως το σταθερό σημείο αναφοράς της ισοτιμίας νομισμάτων. Η σταθερότητα του χρυσού θα βοηθούσε στη διατήρηση των τιμών ανταλλαγής διαφορετικών υποδιαιρέσεων, όπως αυτές καθιερώθηκαν από τον ίδιο τον Αύγουστο, ανεξάρτητα από νοθεύσεις. Έτσι, ενώ κατά τη βασιλεία του Γαλλιηνού η πραγματική τιμή αντωνιανών και χρυσού κανονικά θα ήταν 800:1, είναι πιθανόν η εικονική τιμή ανταλλαγής να μην ήταν το ίδιο υψηλή. Φυσικά μια τέτοια προσπάθεια εκ μέρους της πολιτείας είχε σε μερικές περιπτώσεις αρνητικά αποτελέσματα, εφόσον τα υποτιμημένα χρυσά νομίσματα σταμάτησαν να κυκλοφορούν ευρέως. Η απόσυρσή τους από τις αγορές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μπορεί να οφείλεται σε απόφαση των Αρχών να κρατήσουν τα συγκεκριμένα νομίσματα μακριά από την κυκλοφορία.5

Επιπλέον η αύξηση της παραγωγής αργυρών νομισμάτων, σε συνδυασμό με τη νόθευσή τους, προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και στις μικρότερες χάλκινες υποδιαιρέσεις. Αρχικά παρατηρούμε αύξηση των τοπικών νομισματοκοπείων της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου. Τα περισσότερα από αυτά εξακολούθησαν την παραγωγή τους περίπου έως τα μέσα του 3ου αιώνα, όταν αντικαταστάθηκαν από αυτοκρατορικά κέντρα παραγωγής νομισμάτων. Ενώ η υπερτίμηση του δηναρίου και του αντωνιανού συνεχιζόταν, δεν έγιναν ανάλογες μεταρρυθμίσεις ευρέου φάσματος όσον αφορά την εμπορική τιμή των χάλκινων νομισμάτων. Η ισοτιμία χαλκού-αργύρου παρέμεινε σταθερή πιθανόν έως τα μέσα του 3ου αιώνα, οπότε και παρατηρούμε επισημάνσεις σε παλιότερες κοπές. Οι εν λόγω επισημάνσεις υποδεικνύουν την απόπειρα προσαρμογής της ισοτιμίας των χάλκινων υποδιαιρέσεων με τα αργυρά. Το αποτέλεσμα αυτής της ετεροχρονισμένης αντίδρασης της πολιτείας να υποτιμήσουν τα έως τότε υπερτιμημένα χάλκινα νομίσματα ήταν η μείωση της διαφοράς ανάμεσα στην πραγματική τιμή του χαλκού και την εικονική τιμή του χάλκινου νομίσματος. Κατά συνέπεια, οι μικρασιατικές πόλεις που ήταν υπεύθυνες για την παραγωγή μικρών υποδιαιρέσεων έχασαν μέρος από τα κέρδη τους και στο εξής προτιμούσαν να μη συμμετέχουν στη διαδικασία κοπής νομισμάτων.6

Αν και οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να διατηρήσουν το νομισματικό σύστημα, όπως αυτό δημιουργήθηκε από τον Αύγουστο, τελικά δεν τα κατάφεραν και αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη αποφασιστική προσπάθεια έγινε από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό το 274, ο οποίος αύξησε αρχικά το βάρος των αντωνιανών και στη συνέχεια το ποσοστό αργύρου από 3,49 σε 5%. Επιπλέον, το βάρος των χρυσών νομισμάτων αυξήθηκε σε 6,6 γραμμ., σε συμφωνία με τους σταθμητικούς κανόνες της εποχής του Καρακάλλα. Πρέπει ακόμα να τονίσουμε ότι δεν υπήρξαν κοπές χάλκινων νομισμάτων τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αυρηλιανού έως το 274. Όταν επιτέλους ξεκίνησε η παραγωγή τους, τα χάλκινα νομίσματα ακολούθησαν και αυτά το σταθμητικό κανόνα του Καρακάλλα. Σε γενικές γραμμές οι μεταρρυθμίσεις του Αυρηλιανού δε στέφθηκαν με επιτυχία. Μεγάλος αριθμός πλαστών και βαρβαρικών κοπών άρχισε να κυκλοφορεί στις ρωμαϊκές αγορές, ενώ ο πληθυσμός συνέχισε να δείχνει προτίμηση στα νοθευμένα νομίσματα των προκατόχων του.7

3. Επιπτώσεις των νομισματικών μεταρρυθμίσεων στη ρωμαϊκή οικονομία του 3ου αιώνα

Ποιες όμως ήταν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των συνεχών νομισματικών μεταβολών στη ρωμαϊκή οικονομία του 3ου αιώνα; Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ιστορικών, η υποτιθέμενη οικονομική κρίση αποδεικνύεται από τον υψηλό πληθωρισμό της εποχής. Η άποψη αυτή έγινε de facto αποδεκτή από την πλειονότητα των ερευνητών του 19ου αιώνα έως και τη δεκαετία του 1980. Πρώτος ο R. Duncan-Jones παρατήρησε ότι το φαινόμενο του πληθωρισμού χαρακτήριζε τη ρωμαϊκή οικονομία από την αρχή της ίδρυσης της αυτοκρατορίας έως και τον 3ο αιώνα. Ακολούθησε η μελέτη του D. Rathbone, ο οποίος υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός της επαρχίας της Αιγύπτου παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα μέχρι την εποχή του Αυρηλιανού. Ο ίδιος συγγραφέας προσπάθησε να αποδείξει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός νομισμάτων που κυκλοφορούσε στις ρωμαϊκές αγορές οφειλόταν στην εξάπλωση της χρήσης του νομίσματος. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέκταση της χρήσης νομισμάτων. Θα μπορούσαμε να αιτιολογήσουμε την αύξηση των αντωνιανών που προέρχονται από ανασκαφές, αν λάβουμε υπόψη μας την ανάλογη μείωση του αριθμού των χάλκινων νομισμάτων. Είναι εμφανές άτι τα νοθευμένα αργυρά νομίσματα των μέσων του 3ου αιώνα αντικατέστησαν τα χάλκινα στις καθημερινές συναλλαγές. Εν τω μεταξύ, η ανάγκη για μεγαλύτερες υποδιαιρέσεις πιθανόν να καλύφθηκε από τη χρήση αργυρών ή χρυσών μετάλλων που δεν είχαν μετατραπεί σε νομίσματα.8Από την άλλη μεριά, δεν παρατηρούμε σημεία έντονης οικονομικής κρίσης γενικότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ειδικότερα στη Μικρά Ασία, τουλάχιστον έως την εποχή του Αυρηλιανού. Οι συνεχείς βαρβαρικές επιθέσεις στα βόρεια, δυτικά και ανατολικά σύνορα της Μικράς Ασίας είναι πιθανόν να προκάλεσαν ζημιές σε ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες, χωρίς όμως μακροπρόθεσμες συνέπειες. Αν και οι άρχοντες δεν ενδιαφέρονται πλέον για την ανέγερση μνημείων, εξακολουθούν να χτίζουν πολυτελείς επαύλεις, ενώ οι οικισμοί συνεχίζουν να επεκτείνονται. Επιπλέον το σύστημα γαιοκτησίας παρέμεινε αναλλοίωτο, αν και η παραγωγή αγροτικών προϊόντων μπορεί να μειώθηκε λόγω των συνεχών στρατιωτικών επιχειρήσεων.9

4. Νομισματικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα Διοκλητιανού

Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομική και νομισματική πολιτική της αυτοκρατορίας έγιναν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, ο οποίος αρχικά προσπάθησε να μεταβάλει το σύστημα φορολογίας των πολιτών, που παρέμενε αναλλοίωτο από την εποχή του Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων οι αρχές των πόλεων συγκέντρωναν τους φόρους, τους οποίους στη συνέχεια παρέδιδαν στον κυβερνήτη της επαρχίας. Ενώ οι φόροι που πληρώνονταν σε χρήμα δεν αυξήθηκαν κατά τον 3ο αιώνα, όταν τα αργυρά νομίσματα νοθεύτηκαν, η πολιτεία αναγκάστηκε, από τη βασιλεία του Σεπτιμίου Σεβήρου και εξής, να ζητήσει από τον πληθυσμό την οικονομική συνδρομή τους και σε είδος (annona). Ο Διοκλητιανός φρόντισε να απλοποιήσει τη φορολογική διαδικασία, επιβάλλοντας μόνο δύο είδη φόρων: α) το φόρο επί της γης (iugatio) και β) τον κεφαλικό φόρο (capitatio ή επικεφάλαιον). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θεωρήθηκαν πιο δίκαιες, εφόσον οι πλούσιοι δεν εξαιρούνταν πλέον από τη φορολογία, ενώ το ποσό που αναλογούσε στην πολιτεία δεν αυξήθηκε.10

Οι νομισματικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού πραγματοποιήθηκαν σε δύο διαφορετικές φάσεις: η πρώτη το 293 και η δεύτερη το 301. Σύμφωνα με το σύστημα που κατοχυρώθηκε το 301, το χρυσό νόμισμα ανταλλασσόταν προς 1.200 δηνάρια, το ασημένιο (argenteus) προς 100 δηνάρια, το νούμια (nummus) προς 20 δηνάρια, το αυρηλιανό (aurelianus) προς 5 δηνάρια, το radiateπρος 2 δηνάρια και τέλος το laureate προς 1 δηνάριο. Παράλληλα η εικονική αξία του αργυρού και του nummus αυξήθηκε σε σχέση με την πραγματική αξία τους κατά 40%, αφήνοντας έτσι περιθώριο για μελλοντικές ανακατατάξεις του σταθμητικού κανόνα. Με αυτό τον τρόπο επιτεύχθηκε, τουλάχιστον προσωρινά, η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στο νέο σύστημα, που παρέμεινε άθικτο έως τη βασιλεία του Κωνσταντίνου.11

Εφόσον η αξία του argenteus και του nummus διπλασιάστηκε κατά τη δεύτερη μεταρρύθμιση του 301, είναι πιθανόν οι τιμές των προϊόντων να διπλασιάστηκαν κατ’ αναλογία με τα νομίσματα. Με σκοπό την αποφυγή πληθωριστικών τάσεων, ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα το οποίο όριζε το ανώτατο όριο των τιμών. Ένας δεύτερος λόγος για την έκδοση του διατάγματος ήταν η προσπάθεια της πολιτείας να περιορίσει την απληστία των εμπόρων, που πολλαπλασίαζαν τα κέρδη τους εις βάρος των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Αν και η τιμωρία εναντίον όσων παρέβαιναν τις διατάξεις ήταν ιδιαίτερα αυστηρή (θανατική ποινή), δε γνωρίζουμε ούτε το βαθμό επιτυχίας των μέτρων ούτε τη διάρκειά τους.12

5. Αποτίμηση

Σε γενικές γραμμές, η πολιτική και στρατιωτική κρίση του 3ου αιώνα αναμφισβήτητα επηρέασε την οικονομική σκέψη των αυτοκρατόρων. Η ανάγκη μιας ισορροπημένης δημοσιονομικής πολιτικής οδήγησε σε αλλεπάλληλες νομισματικές μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα την οριστική μεταβολή του νομισματικού συστήματος κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού. Ωστόσο, οι αλλαγές του σταθμητικού κανόνα δε συνεπάγονται αλλού είδους οικονομικές αλλαγές και σίγουρα δεν οδηγούν σε γενικευμένη κρίση. Αν και οι επαρχίες της Μικράς Ασίας υπέφεραν από τις επιθέσεις βαρβαρικών και άλλων λαών, οι αυτοκράτορες δε μετέβαλλαν ουσιαστικά τη φορολογική ή γαιοκτητική πολιτική τους έως τις αρχές του 4ου αιώνα.




1. Ζώσιμος 1.24-29, 1.31-36. Για πληροφορίες σχετικές με τη Μικρά Ασία βλ. Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods, I: The Celts in Anatolia and the Impact of Roman Rule (Oxford 1993), σελ. 237.

2. Γενικά για το ρωμαϊκό σύστημα βλ. Reece, R., Roman Coins (London 1970), σελ. 35-38. Για τις νομισματικές μεταρρυθμίσεις του 3ου αιώνα βλ. Walker, D.R., The Metrology of the Roman Silver Coinage, Pertinax to Uraniia Antoninus, III (BAR Suppl. Ser. 40, Oxford 1978), σελ. 49-50. Αυτή η μελέτη διορθώθηκε από τους Butcher, K. – Porting, M., “A Study of the Chemical Composition of Roman Silver Coinage, AD 196-197”, AJN 9 (1997), σελ. 17-36. Επίσης βλ. Carson, R.A.G., Coins of the Roman Empire (London – New York 1990), σελ. 232 κ.ε.

3. Για την ανταλλαγή του αντωνιανού προς 1,5 δηνάριο βλ. Callu, J.P., La politique monétaire des empereurs Romains de 238 à 311 (Collection de L΄Ecole française de Rome 37, Paris 1969), σελ. 164 κ.ε. Για την ανταλλαγή του αντωνιανού προς 2 δηνάρια βλ. Bastien, P., Le buste monétaire des empereurs romains. Numismatique Romaine XlX, 1 (Numismatique Romaine 19, Wetteren 1992), σελ. 107-108S Sperber, D., Roman Palestine, AD 200-400. Money and Prices (Ramat – Gan 1974), σελ. 38-46.

4. Carson, R.A.G., Coins of the Roman Empire (London – New York 1990), σελ. 234. 

5. Για την υποτίμηση των χρυσών νομισμάτων βλ. Katsari, C., The Monetary Economy of the Eastern Mediterranean, from Trajan to Gallienus (Ph.D. thesis, University College, London 2001). Για την απομάκρυνση του χρυσού από την κυκλοφορία βλ. King, C.E., “The role of gold in the later third century AD”, R1N 95 (1993), σελ. 439-451, ιδ. σελ. 443, πίν. 2 και Bland, R., “The development of gold and silver coin denominations, AD 193-253”, στο  King, C.E. – Wigg, D.G. (επιμ.), Coin Finds and Coin Use in the Roman World. The thirteenth Oxford Symposium on Coinage and Monetary History 25-27.3.1993 (Berlin 1996), σελ. 63-100, ιδ. σελ. 81, πίν. 1.

6. Jones, T.B., “A numismatic riddle: The so-called Greek Imperials”, Proceedings of the American Philosophical Society 107.4 (New York 1967), σελ. 308-347. Για τον κατάλογο όλων των νομισματοκοπείων Ελλάδας, Μικράς Ασίας και Συρίας βλ. Jones, T.B., “Greek Imperial coins”, The Voice of the Turtle 4.12  (1965), σελ. 295-301 και 308. Για τα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία της εποχής του Γαλλιηνου βλ. Harl, K., Coinage in the Roman Economy, 300 BC to AD 70 (Baltimore – London 1996), σελ. 138 και 144. Σχετικά με τις επισημάνσεις βλ. Howgego, C., Greek Imperial Countermarks (London 1985), σελ. 62 κ.ε.

7. Σχετικά με τις αλλαγές του αντωνιανού βλ. King, C.E., “An analysis of some third century Roman coins forsurface silvering and silver percentage and their alloy content”, Archaeometry (1974), σελ. 195-198· Callu, J.-P. – Brenot, C. – Barrandon, J.-N., “Analyses de series atypiques (Aurelien, Tacite, Carus, Licinius)”, NAC 8 (1979), σελ. 241-254· Cubelli, V., Aureliano Imperatore. La rivolta dei moneteriere a la cosidetta riforma monetaria (Florence 1992)· Carson, R.A.G., “The reform of Aurelian”, Revue Numismatique 7 (1965), σελ. 225-235. Για τα χρυσά νομίσματα βλ. Bastien, P., Le monnayage de I 'atelier de Lyon (Wetteren 1976), σελ. 36-38. Για τα χάλκινα νομίσματα βλ. Estiot, S., “Un ‘as’ d΄Aurelien appartenant a la collection H.-G. Pflaum”, BFSN 42 (1988), σελ. 439-441. Γενικά για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων βλ. Watson, A., Aurelian and the Third Century (London – New York 1999), σελ. 137-138.

8. Duncan-Jones, R., Money and Government in the Roman Empire (Cambridge 1994), σελ. 25-28· Rathbone, D., “Monetization, not price-inflation, in third century A.D. Egypt?”, στο King, C.E. – Wigg, D.G. (επιμ.), Coin Finds and Coin Use in the Roman World. The Thirteenth Oxford Symposium on Coinage and Monetary History, 25-27.3.1993 (Berlin 1996), σελ. 321-339.

9. Σχετικά με την υποτιθέμενη κρίση του 3ου αιώνα βλ. Alfoldi, G., Die Krise des Römischen Reiches. Geschichte, Geschichtsschreibung und Geschichtsbetrachtung. Ausgewählte Beiträge (Stuttgart 1989), σελ. 319-342· Bleckmann, B., Die Reichskrise des HI. Jahrhunderts in der spätantiken und byzantinischen Geschichtsschreibung. Untersuchungen zu den nachdionischen Quellen der Chronik des Johannes Zonaras (München 1992)· De Blois, L., “The third century crisis and the Greek elite in the Roman Empire”, Historia 33 (1984), σελ. 258-277· Hartminn, F., Herrscherwechsel und Reichskrise. Untersuchungen zu den Ursachen und Konsequenzen der Herrscherwechsel im Imperium Romanum der Soldatenkaiserzeit, 3. Jh. n. Chr. (Bem – Frankfurt am Main 1982)· Herrmann, P., Hilferufe aus den römischen Provinzen. Ein Aspekt der Krise des römischen Reiches im 3. Jh. n. Chr (Hamburg – Göttingen 1990). Σχετικά με την ανέγερση μνημείων βλ. Mitchell, S., “Festivals, games and civic life in Roman Asia Minor”, JRS 80 (1990), σελ. 190-193.

10. Για το φορολογικό σύστημα του Διοκλητιανού βλ. Ermatinger, J.W., The Economic Reforms of Diocletian (Scripta Mercaturae Verlag, Pharos VII, 1996), σελ. 3-34. Για τη φορολογία κατά την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βλ. Jones, A.H.M., “Taxation in antiquity”, στο  Brunt, P.A. (επιμ.), The Roman Economy (Totowa 1974), σελ. 151-186.

11. Σχετικά με τις νομισματικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού βλ. Bruun, P.,“The successive monetary reforms of Diocletian”, ANSMN 24 (1979), σελ. 129-148· Callu, J.-P., Denier et nummus (300-354), Les Dévaluations à Rome en époque républicaine et imperials (Collection de L' Ecole française de Rome 37, Rome 1978), σελ. 108-121· Harl, K., “Marks of value on tetrarchic nummi and Diocletian's monetary policy”, Phoenix 39 (1985), σελ. 263-270· Lafaurie, J., “Réformes monétaires d΄Aurélien et de Dioclétien”, RN 17 (1975), σελ. 73-138.

12. Σχετικά με το διάταγμα βλ. Erim, K.T. – Reynolds, J., “The copy of Diocletian΄s edict on maximum prices from Aphrodisias in Caria”, JRS 60 (1970), σελ. 120-141· Erim, K.T. – Reynolds, J., “The Aphrodisias copy of Diocletian΄s edict on maximum prices”, JRS 63 (1973), σελ. 99-110· Erim, K.T. – Reynolds, J. – Crawford, M., “Diocletian΄s currency reform. A new inscription”, JRS 61 (1971), σελ. 171-177· Reynolds, J.M., “The Aphrodisias copy of Diocletian΄s edict”, ZPE 33 (1979), σελ. 46· Reynolds, J.M., “Diocletian΄s edict on maximum prices. The chapter on wool”, ZPE 42 (1981), σελ. 283-284.