Ξάνθος (Αρχαιότητα)

1. Εισαγωγή

Η Ξάνθος ήταν η σημαντικότερη πόλη της Λυκίας.1 Βρίσκεται πολύ κοντά στο χωριό Kinik, στη σημερινή επαρχία Muğla της Τουρκίας, επί της αριστερής όχθης του ποταμού Eşen çay. Σήμερα απέχει επτά χιλιόμετρα από την ακτογραμμή. Παρά τη γειτνίασή της με τη θάλασσα, η Ξάνθος δεν είχε λιμάνι. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει την εναλλακτική ονομασία Άρνα, που προέρχεται από τη λυκική λέξη Arñna, την οποία συναντάμε σε επιγραφές και σε νομίσματα.2 Υπό τη δικαιοδοσία της πόλης βρισκόταν, ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, το Λητώον, εθνικό ιερό των Λυκίων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει και άλλες, ανώνυμες κτήσεις της πόλης, όπου κατέφυγαν οι κάτοικοι που γλίτωσαν την καταστροφή του 540 π.Χ. (οι επήλυδες).3

2. Ιστορία

Στην Ιλιάδα αναφέρεται ως ηγεμόνας της περί του ποταμού Ξάνθου Λυκίας ο Σαρπηδών, ο γιος του Δία, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό των Τρώων μαζί με το Γλαύκο, τον εγγονό του Βελλεροφόντη.4 Άλλες πηγές αναφέρουν ως ιδρυτή της Ξάνθου τον ήρωα Ξάνθο, κρητικής ή αιγυπτιακής καταγωγής, αν και λέγεται ότι γονείς του ήταν ο Τρεμίλος (λυκικό όνομα) και η Πραξιδίκη. Αρχαιολογικά, η ελληνική διείσδυση στην περιοχή ανάγεται στην Ύστερη Γεωμετρική περίοδο, αν κρίνει κανείς από τα κεραμικά ευρήματα της γαλλικής αποστολής.5

Η πόλη Ξάνθος καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Πέρσες του Άρπαγου, μαζί με την Καύνο, κατά τη διάρκεια της προς δυσμάς επέλασής τους μετά την κατάληψη των Σάρδεων (546 π.Χ.) και την κατάλυση του λυδικού βασιλείου. Αρχικά, μια μικρή δύναμη Λυκίων ηττήθηκε έξω από την πόλη. Κατόπιν, οι Ξάνθιοι πολιορκήθηκαν. Η πόλη τους καταστράφηκε, τα γυναικόπαιδα σφάχτηκαν και όσοι κάτοικοι έμειναν έκαναν μια ηρωική, όσο και απελπισμένη και καταδικασμένη έφοδο ενάντια στους πολιορκητές. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης εξοντώθηκαν.6 Μόνο ογδόντα οικογένειες, που κατοικούσαν σε παρακείμενες περιοχές, γλίτωσαν τη σφαγή και έχτισαν ξανά την πόλη.

Από τα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., η Ξάνθος και το σύνολο σχεδόν της Λυκίας διοικήθηκε από μια τοπική δυναστεία ηγεμόνων, οι οποίοι επέβαλαν ουσιαστικά ένα μεικτό πολιτισμό με έντονα ελληνικά, αλλά και μικρασιατικά στοιχεία.7 Η σύνθεση αυτή αποτυπώνεται στο μεγάλο αριθμό ελληνικών, δίγλωσσων ή ακόμα και τρίγλωσσων επιγραφών. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Ξάνθος καταστράφηκε εκ νέου γύρω στο 475-470 π.Χ., πιθανότατα από τον Αθηναίο στρατηγό Κίμωνα. Αργότερα, όμως, η ίδια η Αθήνα συνέδραμε τους Λυκίους στην ανοικοδόμηση της πόλης. Μάλιστα, οι Λύκιοι της Ξάνθου θεωρείται ότι προσχώρησαν και στη Συμμαχία της Δήλου, πληρώνοντας, στο πλαίσιο του «καρικού φόρου», 10 τάλαντα εισφορά το 446/445 π.Χ.8 Μετά την αποστασία της Σάμου (440 π.Χ.), η Ξάνθος ανέκτησε την ανεξαρτησία της. Το 429 π.Χ., οι Λύκιοι αντιστάθηκαν με μεγάλη επιτυχία στην αποτυχημένη απόπειρα των Αθηναίων υπό το Μελήσανδρο να αποσπάσουν με τη βία το χρηματικό ποσό της εισφοράς στη συμμαχία. Εκτός από το Θουκυδίδη, το γεγονός μνημονεύει και η λυκική επιγραφή στον «ενεπίγραφο οβελίσκο» που έστησε ο Λύκιος ηγεμόνας Kherei στην Ξάνθο, μεταξύ του 429 και του 412 π.Χ. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι οι Λύκιοι του Kherei συνέδραμαν τους Πέρσες και τους Λακεδαιμονίους στη συντριβή της εξέγερσης του φιλοαθηναίου Αμόργη και στην κατάληψη της Ιασού το 412 π.Χ.9 Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., οι Ξάνθιοι κατέλαβαν την Τελμησσό.

To 340 π.Χ. η Λυκία πέρασε στον έλεγχο των Εκατομνιδών σατραπών της Καρίας και συγκεκριμένα στον Πιξώδαρο.10 Την περίοδο εκείνη η Ξάνθος φαίνεται πως είχε πλέον εξελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι η ελληνική χρησιμοποιούνταν πλέον ως επίσημη γλώσσα, μαζί με τη λυκική.11

Το 334 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τον Αλέξανδρο. Σύμφωνα με την εκδοχή που αναφέρει ο Αρριανός, οι αρχές παρέδωσαν την πόλη στο Μακεδόνα βασιλιά. Εντούτοις, ο Αππιανός αναφέρει ότι η πόλη καταστράφηκε και λεηλατήθηκε.12 Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Ξάνθος βρέθηκε να ελέγχεται από τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο. Το 309 π.Χ. κατελήφθη, μαζί με την Κω, την Ιασό, τη Μύνδο, την Καύνο και τη Φασήλιδα, από τον Πτολεμαίο Α΄, ο οποίος οικοδόμησε τότε τη μικρασιατική επικράτειά του.13 Σώζεται και μία επιστολή του Πτολεμαίου Ε΄ του Ευεργέτη αναφορικά με την ίδρυση ενός ναού του Απόλλωνος, που χρονολογείται πριν από το 204 π.Χ.14 Η πόλη παρέμεινε υπό αιγυπτιακό έλεγχο έως το 197 π.Χ., οπότε την προσάρτησε στο κράτος του ο Αντίοχος Γ΄.15 Η Ξάνθος κατάφερε να απαλλαγεί από τους φόρους προβάλλοντας το επιχείρημα της συγγένειάς της με το σελευκιδικό οίκο, μέσω της κοινής καταγωγής από τον Απόλλωνα. Ο Αντίοχος αφιέρωσε την Ξάνθο στους θεούς του Λητώου.16 Την περίοδο εκείνη, η Ξάνθος ήταν μία από τις έξι κυριότερες πόλεις του Κοινού των Λυκίων (μαζί με την Τλω, τα Πίναρα, τα Πάταρα, τα Μύρα και τον Όλυμπο).17

Μετά τη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου και την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), η Ξάνθος έγινε ελεύθερη πόλη.18 Στην πραγματικότητα, οι Ρόδιοι διοίκησαν τη Λυκία σαν να ήταν κτήση τους. Όταν το Κοινό των Λυκίων επαναστάτησε κατά της ροδιακής κατοχής το 177 π.Χ., η Ρώμη πήρε το μέρος τους: Η συνθήκη όριζε να είναι σύμμαχοι και όχι υποτελείς της Ρόδου.19 Το 168 π.Χ., η Ρώμη αναίρεσε τη συνθήκη ως προς την Καρία και τη Λυκία, που απελευθερώθηκαν, με αποτέλεσμα η περιοχή να γνωρίσει μεγάλη οικονομική άνθηση.

Μεταξύ 150 και 120 π.Χ., όταν η περιοχή είχε ειρηνεύσει οριστικά, η Ξάνθος σύναψε συνθήκη ισοπολιτείας με τα Μύρα.20 Λίγο μετά το 130 π.Χ. τοποθετήθηκε μία επιγραφή που τιμούσε τον Ορθαγόρα από τα Άραξα, ο οποίος ήταν σημαίνον πρόσωπο του Κοινού των Λυκίων και φίλος των Ρωμαίων. Μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι ο Εύδημος και ο Λυσανίας είχαν ιδρύσει τυραννία στην Ξάνθο, την Τλω και άλλες θέσεις της Λυκίας, απ’ όπου εκδιώχθηκαν από τον Ορθαγόρα.21 Το 86 π.Χ., επί ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η Ξάνθος περιήλθε στον έλεγχο του Μιθριδάτη Ευπάτορος του Πόντου.

Η Ξάνθος ενεπλάκη στις εμφύλιες διαμάχες των Ρωμαίων. Την άνοιξη του 42 π.Χ., ενώ ο Κάσσιος επιτέθηκε στη Ρόδο, ο Βρούτος κατευθύνθηκε προς τη Λυκία. Το Κοινό των Λυκίων έστειλε μια δύναμη για να τον σταματήσει, αλλά οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τους Λυκίους σε ανοιχτή μάχη. Ο Βρούτος βάδισε ενάντια στην Ξάνθο. Οι Ξάνθιοι αρνήθηκαν να υποταχθούν, κατέστρεψαν τα προάστια της πόλης τους, για να στερήσουν από τους εισβολείς πιθανά ερείσματα στην πολιορκία, και διάνοιξαν βαθιά τάφρο γύρω από το τείχος. Οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να παραγεμίσουν την τάφρο και να στήσουν τις πολιορκητικές μηχανές τους, καταφέροντας ισχυρά πλήγματα στο τείχος. Τότε οι Ξάνθιοι επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τις μηχανές, αλλά κατά την αναδίπλωσή τους στα τείχη ακολουθήθηκαν από μια ρωμαϊκή δύναμη που εγκλωβίστηκε μέσα στην πόλη. Οι πολιορκητές επιτέθηκαν όλοι μαζί τότε, βλέποντας ότι οι δικοί τους πολεμιστές κινδύνευαν, και κατέλαβαν εξ εφόδου την πόλη. Οι ίδιοι οι Ξάνθιοι ή, ίσως, οι εισβολείς έβαλαν φωτιά στην πόλη. Οι Ξάνθιοι προτίμησαν το θάνατο από το να πέσουν στα χέρια του εχθρού και εξοντώθηκαν όλοι. Γλίτωσαν μόνο 150 αιχμάλωτοι και λίγα γυναικόπαιδα που συνέλαβαν οι στρατιώτες του Βρούτου, επειδή ο Ρωμαίος στρατηγός είχε υποσχεθεί αμοιβή για κάθε ζωντανό πολίτη που θα του έφερναν. Την ίδια ώρα, άλλες λυκικές πόλεις, όπως τα Πάταρα και τα Μύρα, εξαγόρασαν τη σωτηρία τους καταβάλλοντας κολοσσιαία ποσά.22 Τελικά, ο Αντώνιος έδωσε το 41 π.Χ. στους Λυκίους την άδεια να ανοικοδομήσουν την Ξάνθο, διευκολύνοντάς τους με το να τους εξαιρέσει από τη φορολογία και επιστρέφοντας το ποσό που είχε υφαρπάξει ο Βρούτος.23 Η ανοικοδόμηση της πόλης όμως έγινε κατά την Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή περίοδο.

Το 42 μ.Χ., η Λυκία προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Όταν το 73 μ.Χ. η Λυκία ανακηρύχθηκε επαρχία, η Ξάνθος αποτέλεσε την έδρα της ρωμαϊκής διοίκησης. Αργότερα η Ξάνθος παρήκμασε και έγινε μια απλή επαρχιακή πόλη, ενώ υπέστη βαθμιαίο εκρωμαϊσμό, όπως μαρτυρά η παρουσία μονομάχων, η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορικής λατρείας και οι στενές επαφές των αρχών του Κοινού των Λυκίων με τη Σύγκλητο και τις αρχές της Ρώμης.24

Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η Ξάνθος άκμασε. Ήταν έδρα επισκοπής υπαγόμενης στη μητρόπολη των Μύρων.25 Τον 5ο αιώνα υπήρχε στην πόλη σχολή ρητόρων, στην οποία θήτευσε και ο νεοπλατωνικός Πρόκλος, τέκνο της πόλης.

Από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, η πόλη υπέφερε από επιδρομές Αράβων και τελικά εγκαταλείφθηκε οριστικά κατά το 10ο αιώνα.

3. Ιστορικό των ερευνών

Οι πρώτες ανασκαφές στην πόλη ξεκίνησαν από τον Charles Fellows στις 20 Απριλίου 1838. Ο Fellows επανέλαβε τις έρευνές του σε ακόμη τρεις αποστολές (τον Απρίλιο του 1840, το διάστημα από το Δεκέμβριο του 1841 έως το Φεβρουάριο του 1842 και το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1843 έως το Μάρτιο του 1844). Τα ευρήματα των δύο τελευταίων αποστολών μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο τις είχε οργανώσει.26 Το αυστριακό ινστιτούτο, με επικεφαλής τον Otto Benndorf, διεξήγαγε έρευνες από το 1881 έως το 1892, με στόχο τη συλλογή επιγραφών και τη διεξοδική έρευνα του Μνημείου των Νηρηίδων.27 Συστηματική ανασκαφική έρευνα διενεργεί η γαλλική αποστολή από το 1950 έως σήμερα, με επικεφαλής τους P. Demargne, P. Devambez, H. Metzger και J. De Courtils.

4. Περιγραφή των μνημείων της πόλης

4.1. Η Ξάνθος της περιόδου της λυκικής δυναστείας

Η πόλη της Ξάνθου είναι χτισμένη στο πλατύτερο τμήμα της κοιλάδας του Ξάνθου, σε έκταση περίπου 30 εκταρίων. Καταλαμβάνει το νότιο τμήμα ενός μεγάλου βραχώδους λόφου μέγιστου ύψους 130 μ., του λεγόμενου Άνω Λόφου, καθώς και τη νοτιοανατολική προέκταση του ίδιου λόφου, ενώ στα νοτιοανατολικά βρίσκεται ένα μικρότερο ύψωμα, όπου εντοπίζεται η λεγόμενη λυκική ακρόπολη (μέγιστο ύψος 85 μ.). Ορίζεται στα δυτικά από τον ποταμό Ξάνθο, στα βόρεια από το βόρειο τμήμα του Άνω Λόφου, στα ανατολικά από μια μικρότερη κοιλάδα και στα νότια από μία απότομη πλαγιά. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται πάνω στον εθνικό δρόμο, πάνω σε έναν επιβλητικό βράχο που δεσπόζει του ποταμού Ξάνθου (Eşen).

Λίγα είναι γνωστά για την οικιστική δομή και τα θρησκευτικά μνημεία της Ξάνθου της Αρχαϊκής και της Δυναστικής περιόδου (6ος-4ος αι. π.Χ.). Το κέντρο του οικισμού ήταν η λεγόμενη λυκική ακρόπολη, η οποία περιβαλλόταν από τείχος με πολυγωνική τοιχοδομία (5ος αι. π.Χ.). Στο λεγόμενο «ενεπίγραφο οβελίσκο» αναφέρεται το καθαρότέμενος της αγοράς: ούτε το ιερό, ούτε και η αγορά της κλασικής πόλης έχουν ακόμη εντοπιστεί. Στο χώρο της ακρόπολης ανασκάφηκαν οικίες και δύο μεγάλα οικοδομήματα: ένα ανάκτορο του 8ου/7ου αι. π.Χ., με διάδοχη φάση στον 6ο αι. π.Χ., και ένας τριμερής ναός συριακού τύπου, σε χρήση από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.28 Η περίοδος της μεγάλης ακμής της πόλης ήταν ο 5ος αι. π.Χ. Τότε χτίστηκαν έξω από την Ακρόπολη τα σημαντικότερα ταφικά μνημεία, τα οποία αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους περιηγητές. Στα έργα αυτά, Λύκιοι και Έλληνες καλλιτέχνες συνδύασαν το ελληνικό-ιωνικό καλλιτεχνικό ιδίωμα με τις παραδόσεις της ανατολικής και περσικής τέχνης που αποβλέπουν στην εξύψωση του ηγεμόνα μέσα από επιβλητικά μνημεία με πλούσια θεματολογία (κυνήγι εξωτικών ζώων, ακροάσεις ηγεμόνων, σκηνές μαχών και πολιορκίας πόλεων).29 Στην ίδια την ακρόπολη συναντάμε το λεγόμενο Στύλο της Ακρόπολης, συνολικού ύψους 6,4 μ.

Πολύ κοντά στη νότια πύλη του τείχους της πόλης συναντά κανείς το χαμηλότερο τμήμα του κρηπιδώματος του Μνημείου των Νηρηίδων, ενός μνημειακού τάφου εξαιρετικής σημασίας για την εξέλιξη της ιωνικής τέχνης τον 4ο αι. π.Χ., το οποίο ανήκε στον Αρβίννα, τον τελευταίο ηγεμόνα της λυκικής δυναστείας, που διαφέντεψε την Ξάνθο από τα τέλη του 6ου έως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (η πρόσοψη του μνημείου έχει σήμερα μεταφερθεί και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο).30 Λίγο πιο πάνω βρίσκεται η είσοδος στο δυτικό αρχαιολογικό χώρο.

Στη βορειοανατολική γωνία της ρωμαϊκής αγοράς έχει βρεθεί ένας λαξευμένος, συμπαγής τοίχος ύψους περίπου 4 μέτρων, που καλύπτεται από λυκικές και ελληνικές επιγραφές, ο λεγόμενος «ενεπίγραφος οβελίσκος της Ξάνθου». Η ελληνική επιγραφή το αναφέρει ως «νικέων και πολέμου μνήμα τόδε αθάνατον». Τα ανάγλυφα δείχνουν τον ηγεμόνα Kherei στη μάχη, με την όλη σύνθεση να στηρίζεται σε γονατιστούς ταύρους.

Στη δυτική πλευρά της αγοράς δεσπόζουν τρία ταφικά μνημεία, ένα ρωμαϊκό του 1ου αι. μ.Χ.,31 ένα λυκικό του 5ου αι. π.Χ., με ύψος 8,59 μ., και ο λεγόμενος Στύλος των Αρπυιών. Το τελευταίο μνημείο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της λυκικής τέχνης του πρώιμου 5ου αι. π.Χ. Είναι ένας μονολιθικός πεσσός ύψους 5,43 μ., που στηρίζει ταφικό θάλαμο επενδεδυμένο με μάρμαρο: το συνολικό ύψος ήταν 8,87 μ. Τα σημαντικά ανάγλυφα που κοσμούσαν το μνημείο (σκηνές ενός ηγεμόνα και της συζύγου του να δέχονται σε ακρόαση τους υπηκόους τους, ανάγλυφα με τις λεγόμενες Άρπυιες) έχουν μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο και στη θέση τους εκτίθενται σήμερα αντίγραφα.32

Ακόμη ένα μνημείο συναντά κανείς σε κάποια απόσταση από το Μνημείο των Νηρηίδων, στα βορειοανατολικά της βυζαντινής βασιλικής: Πρόκειται για την περίφημη Σαρκοφάγο των Χορευτριών, που αποτελείται από λίθινο φέρετρο και μνημειακό κάλυμμα, τα οποία πατούν σε βάθρο με δύο βαθμίδες. Το κάλυμμα φέρει ανάγλυφη διακόσμηση και στις τέσσερις πλευρές. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και είναι το τελευταίο μνημείο του τύπου αυτού που συναντάμε στην Ξάνθο.33 Στο χώρο που περικλείεται από το ελληνιστικό τείχος έχουν ανασκαφεί από τη γαλλική αποστολή διάσπαρτες οικίες, ένα σημαντικό κτήριο με μνημειακό δρόμο, καθώς και ένα κτήριο που ήταν διακοσμημένο με αρχαϊκά ανάγλυφα που παρουσιάζουν εραλδικούς λέοντες.34

Βορειότερα εκτείνεται η νεκρόπολη, η οποία ήταν και εν μέρει παραμένει διάσπαρτη με λυκικά ταφικά μνημεία και σαρκοφάγους. Ξεχωρίζουν η Σαρκοφάγος του Παγιαβά, που σήμερα έχει μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο,35 και η Σαρκοφάγος των Λεόντων, το πρωιμότερο λυκικό μνημείο (550-540 π.Χ.), τα ανάγλυφα του οποίου έχουν επίσης μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο.

4.2. Ελληνιστική Ξάνθος

Η ελληνιστική φάση αποτελεί ένα μυστήριο, κατά τα λεγόμενα του ανασκαφέα Jacques des Courtils. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την αγορά, τα ιερά και τις οικιστικές μονάδες της πόλης. Πιθανόν βρίσκονται κάτω από τα αντίστοιχα μνημεία της Ρωμαϊκής περιόδου. Τα μοναδικά στοιχεία της πόλης την περίοδο αυτή είναι μια εκτεταμένη νεκρόπολη του 3ου αι. π.Χ. γύρω από το Μνημείο των Αρπυιών, που περιλαμβάνει και ορισμένους θαλάμους του 1ου αι. π.Χ., και σημαντικά τμήματα του τείχους με ισχυρούς κυκλικούς πύργους γύρω από τη νότια και τη βόρεια πύλη, τα οποία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Το τείχος χρονολογείται στον 3ο ή το 2ο αι. π.Χ., αν και υπάρχουν ίχνη από πρωιμότερες φάσεις του στα νότια.36

4.3. Ρωμαϊκή Ξάνθος

Ελάχιστα είναι τα σωζόμενα μνημεία της Πρώιμης Αυτοκρατορικής περιόδου, παρά το γεγονός ότι οι επιγραφικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για μια σειρά κτισμάτων στην Ξάνθο, που είχε πλέον το χαρακτήρα ελληνικής πόλης της Ανατολικής Μεσογείου. Οι επιγραφές που έχουν βρεθεί στην πόλη αναφέρουν το βουλευτήριο, το οποίο έχτισε με έξοδά του ένας πολίτης της Ξάνθου, τη γερουσία, το βαλανείο των γυναικών, το γυμνάσιο και την αγορά.37 Ούτε η καταστροφή του 42 π.Χ., ούτε η ανοικοδόμηση που επακολούθησε έχουν ανιχνευτεί αρχαιολογικά. Ανάμεσα στα μνημεία του 1ου αι. μ.Χ. ξεχωρίζει η αψίδα που έχτισε προς τιμήν του Βεσπασιανού ο Sextus Marcus Priscus, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της Λυκίας μεταξύ 68 και 70 μ.Χ., περίπου 50 μέτρα αριστερά του Μνημείου των Νηρηίδων, κοντά στη νότια πύλη της πόλης.38 Το σχέδιο είναι εξαιρετικά λιτό: Το μνημείο αποτελείται από μόνο μία αψίδα, που επιστέφεται από δωρικό επιστύλιο. Οι κεντρικές μετόπες διακοσμούνται με τις κεφαλές των τριών θεοτήτων του Λητώου, εκ των οποίων μόνο η κεφαλή της Λητούς βρίσκεται κατά χώραν. Σώζεται ακόμη η επιγραφή του αναθέτη.

Στα βόρεια της ελληνιστικής νεκρόπολης, σε μια πλαγιά που ενώνει την περιοχή της λυκικής ακρόπολης με τη λεγόμενη ρωμαϊκή αγορά, βρίσκεται το θέατρο της Ξάνθου. Αρχικά το θέατρο ήταν ελληνικού τύπου, αντικαταστάθηκε όμως κατά το 2ο αι. μ.Χ. από το ρωμαϊκό θέατρο, γεγονός που εξηγεί ορισμένες κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα ότι η δυτική πάροδος δεν οδηγεί πουθενά, αλλά καταλήγει στο βράχο. Σώζεται η σκηνή με πρόσοψη δύο ορόφων, το ανώτερο τμήμα της οποίας επικοινωνεί με τη νότια στοά της αγοράς. Από το κοίλο έχουν βρεθεί αρκετά από τα εδώλια, αν και δεν είναι ακόμη εφικτό να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός των σειρών. Μάλιστα, τον 3ο αιώνα μετατράπηκε σε αρένα και οι κατώτερες σειρές αφαιρέθηκαν, επειδή οι θεατές κινδύνευαν από τα θηρία που έπαιρναν μέρος στα θεάματα. Το θέατρο λιθολογήθηκε κατά τον 7ο αιώνα, προκειμένου να χτιστούν οι βυζαντινές οχυρώσεις, και έτσι η κατάσταση της διατήρησής του δεν είναι καθόλου καλή.39 Μία επιγραφή αναφέρει ότι χάρη στην ευεργεσία του Οπραμόα από τη Ροδιάπολη, ο οποίος πρόσφερε 30.000 δηνάρια, το θέατρο επισκευάστηκε μετά τις ζημιές που υπέστη από σεισμό.

Η πόλη γνώρισε πραγματική έκρηξη οικοδομικής δραστηριότητας κατά τον ύστερο 2ο αι. μ.Χ., όταν εφαρμόστηκε ένα νέο πολεοδομικό σχέδιο και οικοδομήθηκαν τα μνημεία που είναι σήμερα ορατά στον αρχαιολογικό χώρο. Σε απόσταση 200 μέτρων ανατολικά από το Μνημείο των Νηρηίδων, συναντά κανείς μία μεγάλη πλατεία, τη λεγόμενη ρωμαϊκή αγορά (η πραγματική χρήση της δεν έχει επιβεβαιωθεί), που χρονολογείται στον ύστερο 2ο ή και τον 3ο αιώνα. Η είσοδος είναι από την ανατολική πλευρά. Και οι τέσσερις πλευρές της πλατείας της αγοράς περιβάλλονταν από στοές. Υπάρχει η υπόνοια ότι κάτω από την πλατεία αυτή βρισκόταν η κλασική αγορά.40

Δυτικότερα, σε κατώτερο επίπεδο από τη ρωμαϊκή αγορά, είχε ανασκαφεί το 1998 ένα πολύ μεγάλο κτήριο, με προσανατολισμό Α-Δ. Στην ανατολική άκρη του απέληγε σε αψίδα, ενώ εσωτερικά χωρίζεται σε τρία κλίτη. Οι ανασκαφείς έχουν ταυτίσει το κτήριο αυτό με ρωμαϊκή βασιλική, που αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία με την προσθήκη της αψίδας.41 Στα ανατολικά της αγοράς συναντάμε μία τριπλή αψιδωτή πύλη, η οποία σημαδεύει το σημείο όπου η πλακόστρωτη οδός που ξεκινά από τη νότια πύλη διασταυρώνεται με την κύρια οδό που διασχίζει την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τον decumanus. Η λεωφόρος αυτή ήταν πολύ πλατιά και περιβαλλόταν από στοές και καταστήματα, από τα οποία σώζονται σήμερα διάσπαρτα στο χώρο αρχιτεκτονικά μέλη και τύμπανα κιόνων. Στο ανατολικό άκρο του decumanus βρίσκεται ένα μνημειακό δίπυλο, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1998.42 Το μνημείο είναι εντελώς κατεστραμμένο σήμερα. Ένα από τα λίγα λίθινα μέλη του κτηρίου που βρίσκονται ακόμη στη θέση τους είναι μία βάση που φέρει επιγραφή όπου αναφέρεται ο Τιβέριος Κλαύδιος Τηλέμαχος, ένας εύπορος Ξάνθιος που έζησε στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. Καθώς η βάση αυτή αρχικά προερχόταν από κάποιο άλλο μνημείο, η ανέγερση του διπύλου είναι τουλάχιστον σύγχρονη και μάλλον μεταγενέστερη της συγκεκριμένης χρονολογίας.

Στο σημείο όπου ο decumanus συναντά τη μεγάλη λεωφόρο που διασχίζει την πόλη από τα βόρεια προς τα νότια, τον cardo, βρίσκονται ακόμα δύο πλατείες, οι οποίες περιβάλλονταν από κορινθιακές στοές, η Άνω και η Κάτω Αγορά. Τα εν λόγω μνημεία δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί πλήρως, ενώ μεγάλο τμήμα του υλικού των κορινθιακών κιονοστοιχιών ενσωματώθηκε στην ανατολική βασιλική, του 5ου αι. μ.Χ.43

Το υδραγωγείο της Ξάνθου χρονολογείται στη Ρωμαϊκή περίοδο. Έφερνε νερό από μια ορεινή πηγή και εφοδίαζε ιδιωτικά λουτρά στην περιοχή της βόρειας πύλης και τα λουτρά στην περιοχή του θεάτρου, ενώ κατέληγε σε μία μικρή κρήνη κοντά στη ρωμαϊκή αγορά.44

4.4. Βυζαντινή Ξάνθος

Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, η Ξάνθος ήταν μία ιδιαιτέρως ακμάζουσα επαρχιακή πόλη της Μικράς Ασίας. Στα τέλη του 5ου αιώνα, τα κυριότερα κτίσματα στην πόλη είναι μεγάλες αριστοκρατικές επαύλεις, τις οποίες συναντάμε κατά κύριο λόγο στη λυκική ακρόπολη, και εκκλησίες. Οι οικίες είναι διώροφες με εσωτερικό αίθριο περιβαλλόμενο με περιστύλιο και διακοσμούνται με ψηφιδωτά δάπεδα. Στην Οικία του Μελεάγρου και της Αταλάντης, στο νότιο τμήμα της ακρόπολης, έχουν βρεθεί τρία ψηφιδωτά με ελληνικές μυθολογικές παραστάσεις: στο ένα συναντάμε αλληγορικά πορτρέτα, στο δεύτερο τη Θέτιδα την ώρα που πλένει το μικρό Αχιλλέα στη Στύγα και στο τρίτο το Μελέαγρο και την Αταλάντη. Μία δεύτερη οικία, η λεγόμενη Βορειοανατολική Οικία, είναι ένα τεράστιο κτήριο με συνολικό εμβαδόν 1.650 τ.μ., που χτίστηκε τον 4ο αιώνα, αλλά η τελευταία φάση του χρονολογείται στον 8ο αιώνα, όταν το περιστύλιο διακοσμήθηκε με ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά μοτίβα. Ανάλογα μοτίβα διακοσμούν και το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της πόλης, τη λεγόμενη Ανατολική Βασιλική, που χρονολογείται τον 5ο αιώνα. Το μνημείο βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του δρόμου που διατρέχει τον αρχαιολογικό χώρο. Έχει διαστάσεις 74 x 29 μ. και το δάπεδο διακοσμείται με ψηφιδωτό με γεωμετρικά σχέδια.45 Λόγω του μεγέθους και της κεντρικής θέσης της βασιλικής, κοντά στον cardo, θεωρείται ότι ήταν η έδρα του επισκόπου της Ξάνθου. Ακόμα δύο βυζαντινά μνημεία βρίσκονται στο λεγόμενο άνω λόφο: μία μικρή εκκλησία, πλήρως κατεστραμμένη, και κυρίως μία μεγάλη βασιλική, με ένα τρίκογχο συνοδευτικό κτίσμα, που αναγνωρίζεται ως βαπτιστήριο ή ταφικό μνημείο αγίου.46 Πρόκειται πιθανόν για κάποιο προσκύνημα που χτίστηκε γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα και εγκαταλείφθηκε μετά τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα. Ψηλότερα συναντά κανείς τα ερείπια ενός βυζαντινού μοναστηριού, που δεσπόζει στην ακρόπολη της Ρωμαϊκής περιόδου.

Οικίες και μικρότερες εκκλησίες έχουν ανιχνευτεί στη νοτιοανατολική πλευρά της πόλης. Τα πρώιμα βυζαντινά μνημεία της Ξάνθου υπέστησαν σημαντικές καταστροφές από σεισμό τον 6ο αιώνα. Η αραβική απειλή οδήγησε σε εκτεταμένες εργασίες επιδιορθώσεων της περιμετρικής οχύρωσης και του τείχους της ακρόπολης, οδηγώντας στην ερείπωση των περισσότερων ρωμαϊκών κτηρίων της πόλης.

5. Το Λητώον

Σε απόσταση 4 χλμ. από την Ξάνθο, στη δυτική όχθη του ομώνυμου ποταμού, βρίσκεται το Λητώον, το σημαντικότερο ιερό της μητέρας του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος στον αρχαίο κόσμο.47 Αν και πολιτικά ανήκει στην Ξάνθο, αποτελούσε κοινό ιερό τόπο για όλες τις πόλεις της Λυκίας. Η περιοχή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα όταν δυνάστης της Λυκίας ήταν ο Αρβίννας στα τέλη του 5ου αι. π.Χ.48 Αργότερα, ιδιαίτερη φροντίδα για το ιερό επέδειξαν οι αρχές του Κοινού της Λυκίας μετά την ανεξαρτησία της περιοχής από τη Ρόδο, μετά το 168 π.Χ.49 Η πόλη προέβη σε δημόσιο έρανο προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τις εργασίες αποκατάστασης του ιερού.50 Την ίδια διαδικασία ακολούθησαν οι Ξάνθιοι και για τη πολυδάπανη εργασία της επιχρύσωσης των λατρευτικών αγαλμάτων του Απόλλωνος, της Λητούς, της Αρτέμιδος και της Παρθένου.51

Στον αρχαιολογικό χώρο δεσπόζουν οι τρεις ναοί της Λητούς, του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος. Ο ναός της Λητούς είναι ο δυτικότερος. Πρόκειται για έναν περίπτερο ιωνικό ναό, με πρόσοψη στο νότο. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Ουσιαστικά έμεινε ανολοκλήρωτος, έπειτα από πολύ μεγάλη περίοδο εργασιών, που ίσως να εγκαινιάστηκε με την απελευθέρωση της Λυκίας από τους Ροδίους το 168 π.Χ.52 Είχε 6 κίονες στις στενές και 11 στις μακρές πλευρές, με διαστάσεις 30,50 x 15,75 μ. Ο κεντρικός ναός είναι μικρότερος και αποδίδεται στην Αρτέμιδα. Δεν έχει περίσταση και οι διαστάσεις του είναι 18,20 x 8,70 μ. Είναι ο πρωιμότερος των τριών, χρονολογούμενος στον 4ο αι. π.Χ., και στο πίσω μέρος του είναι εν μέρει συμφυής με το βράχο. Τέλος, στα ανατολικά βρίσκεται ο δωρικός ναός του Απόλλωνα. Οι διαστάσεις του είναι σχεδόν ίδιες με αυτές του ναού της Λητούς (27,90 x 15,07 μ.) και χρονολογείται επίσης στο 2ο αι. π.Χ. Είναι περίπτερος και έχει 6 x 11 κίονες, ενώ αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Διακοσμείται με ψηφιδωτά, όπου απεικονίζονται τα σύμβολα του Απόλλωνος (φαρέτρα, τόξο, λύρα και ρόδακας). Πρόκειται για κατεστραμμένο κτήριο, καθώς στη θέση του οικοδομήθηκαν άλλα κτήρια κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Άλλα κτήρια στο χώρο είναι μία μεγάλη ελληνιστική στοά και το νυμφαίο που ανάγεται στην εποχή του Αδριανού. Μία μικρή παλαιοχριστιανική βασιλική του 4ου αιώνα με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά δάπεδα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του χώρου. Επίσης, σε απόσταση 100 μ. βορειότερα από τους ναούς συναντάμε το σημαντικό ελληνιστικό θέατρο. Το κυριότερο στοιχείο που σώζεται είναι η πλούσια διακοσμημένη πύλη της νότιας πλευράς. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και η περίφημη τρίγλωσση στήλη που βρέθηκε στο Λητώον, η οποία παρέχει σημαντικότατες πληροφορίες για την ιστορία και τους θεσμούς της πόλης της Ξάνθου.

Η Ξάνθος με το Λητώον θεωρείται από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Τουρκίας και έχει περιληφθεί στους τόπους που συγκαταλέγονται στην παγκόσμια κληρονομιά από την UNESCO.

6. Θεσμοί

Μετά την περσική κατάκτηση, η Ξάνθος διοικήθηκε από μία τοπική δυναστεία που άκμασε από τα τέλη του 6ου έως τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Ιδρυτής της ήταν ο Άρπαγος και τελευταίο μέλος της ο Αρβίννας, ο κάτοχος του ταφικού Μνημείου των Νηρηίδων. Η σχέση τους με την περσική διοίκηση είναι αμφιλεγόμενη. Στην ενεπίγραφη στήλη της Ξάνθου και σε νομισματικές επιγραφές αναφέρονται ως Ξάνθιοι άτομα ιρανικής καταγωγής, όπως ο Τισσαφέρνης και ο Αυτοφραδάτης, αλλά και οι ηγεμόνες Γέργις, Kherei, Kuprili. Την περίοδο της καρικής ηγεμονίας, ο Πιξώδαρος ήταν σατράπης της Λυκίας. Είχε ορίσει ως επιμελητή στην Ξάνθο τον Κάρα Αρτημέλι, ενώ οι δύο άρχοντες της Λυκίας, ο Ιέρων και ο Απολλόδοτος, ήταν μάλλον Έλληνες.53 Λυκικές επιγραφές αναφέρουν ένα λυκικό τίτλο αξιωματούχων, τους miñti (άρχοντες). Την περίοδο εκείνη, πάντως, ο πληθυσμός της Ξάνθου συγκροτούσε ένα πολιτικό σώμα το οποίο ήταν ικανό να παίρνει αποφάσεις, αντίστοιχο με το δήμο των ελληνικών πόλεων που είχαν δημοκρατικό πολίτευμα.54 Στην τρίγλωσση επιγραφή του Λητώου αναφέρονται οι Ξάνθιοι και οι περίοικοι, δηλαδή οι κάτοικοι των περιχώρων, οι οποίοι προφανώς δεν είχαν ίσα δικαιώματα με τους κατοίκους της πόλης.

Θα πρέπει να περιμένει κανείς έως τα μέσα του 2ου αιώνα, για να συναντήσει τη βουλή της Ξάνθου σε επιγραφές. Προφανώς το σώμα δεν υπήρχε πριν, αλλά η προβουλευτική διαδικασία ήταν αρμοδιότητα σώματος τριών αρχόντων.55

7. Νομίσματα

Οι ηγεμόνες της Λυκίας έκοβαν νομίσματα ήδη από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Στην ίδια την Ξάνθο έχουμε αργυρές κοπές από το 450 έως περίπου το 370 π.Χ., στο λυκικό σταθμητικό κανόνα, με κεφαλή Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και κεφαλή Απόλλωνος ή Αθηνάς στον οπισθότυπο. Συνοδεύονται από το όνομα του ηγεμόνα και το λυκικό όνομα της Ξάνθου (Arñnaha, Arñnahe). Μετά το 370 π.Χ., τα αυτόνομα νομίσματα των Λύκιων ηγεμόνων σταματούν.56 Κατά το 2ο αι. π.Χ., το Κοινό των Λυκίων κόβει χάλκινο νόμισμα με κεφαλή Απόλλωνος στον εμπροσθότυπο και λύρα με την επιγραφή ΛΥΚΙΩΝ και ΞΑΝ, Ξ, στον οπισθότυπο, αλλά και χάλκινο με κεφαλή της Αρτέμιδος στον εμπροσθότυπο και βέλος με την επιγραφή ΞΑΝ ΚΡ στον οπισθότυπο. Αργυρά νομίσματα του Κοινού των Λυκίων με κιθαρωδό στον εμπροσθότυπο και λύρα στον οπισθότυπο, καθώς και χάλκινα με κεφαλή Ηλίου στον εμπροσθότυπο και Χίμαιρα στον οπισθότυπο, αλλά χωρίς επιγραφές, ενδέχεται επίσης να προέρχονται από την Ξάνθο.57

8. Λατρείες

Πέραν των θεοτήτων του Λητώου, αναφέρονται σε επιγραφές της Ύστερης Κλασικής και της Ελληνιστικής περιόδου η λατρεία του βασιλέως Καυνίου, οι δώδεκα θεοί της Λυκίας και η Άρτεμις, για την οποία έχτισε ένα ιερό στην πόλη ο Πτολεμαίος Ε΄. Άλλες λατρείες είναι γνωστές από επιγραφικές πηγές: κατονομάζονται ο Άρης, οι Θεοί Πατρώοι, ο Ασκληπιός και η Αφροδίτη Επήκοος.58 Ο Μενεκράτης της Ξάνθου, συγγραφέας του 4ου αι. π.Χ., που έγραψε τα Λυκιακά σε δύο βιβλία, αναφέρει την ύπαρξη ιερού του Απόλλωνα.59

Στον ύστερο 2ο και στον 1ο αι. π.Χ., το Κοινό των Λυκίων διοργανώνει στην Ξάνθο προς τιμήν της πόλης της Ρώμης τα Ρωμαία. Η επιγραφή αναφέρει επίσης την ύπαρξη βωμού προς τιμήν της Ρώμης.60 Στο Λητώον της Ξάνθου υπήρχε Καισάρειον, που πιθανότατα αναφέρεται σε λατρεία του Αυγούστου και όχι του Ιουλίου Καίσαρα.61 Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε και τη λατρεία προς τιμήν των ομηρικών ηρώων της Λυκίας: στα περίχωρα της πόλης υπήρχε ένα Σαρπηδόνειον, ενώ σε επιγραφή αναφέρεται και το Χαριστήριον, που ήταν αφιερωμένο τόσο στο Σαρπηδόνα όσο και στο Γλαύκο. Τέλος, κατά την Ύστερη Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο υπήρχε στην πόλη και δήμος με το όνομα Σαρπηδόνειος.62




1. Βλ. Ηρ. 1.176.3 και Ψ Σκύλ., Περίπλους 100.

2. Melchert, H.C., Lycian Lexicon² (Chapel Hill 1993), σελ. 6. Οι επιγραφικές και νομισματικές πηγές συνοψίζονται από το Lang, G., Klassische Antike Stätten Anatoliens 2: Larissa-Zeleia (Norderstedt 2003), σελ. 616. Βλ. επίσης Durnford, S., “An instance of the Lycian name for Xanthos in Carian script”, Kadmos 30 (1991), σελ. 90-92.

3. Λητώον: Schweyer, A.-V., “Le pays lycien. Une étude de géographie historique aux époques classique et hellénistique”, Revue Archéologique (1996), σελ. 1-68. Κτήσεις στην ενδοχώρα: Ηρ. 1.176.3 και Bean, G.E., Lycian Turkey: An Archaeological Guide (London – New York 1978), σελ. 50. 

4. Όμ., Ιλ. Β 876-877, Ε 479, ΣΤ 172, ΙΓ 310-314.

5. Metzger, H., Les céramiques archaïques et classiques de l’acropole lycienne (Fouilles de Xanthos ΙV, Paris 1972), σελ. 188 κ.ε. και Boardman, J., The Greek Overseas, Their Early Colonies and Trade³ (London 1980), σελ. 86.

6. Ηρ. 1.176.1-2· Αππ., Εμφ. Πόλ. 4.10.80· Πλούτ., Βρούτ. 31.7.

7. Βλ. γενικά Demargne, P., “Xanthos et les problèmes de l’hellénisation au temps de la Grèce classique”, CRAI (1974), σελ. 584-590· Asheri, D., “Fra ellenismo e iranismo: il caso de Xanthos fra il V e IV sec a.C.”, στο Modes de contactes et processus de transformation dans les sociétés anciennes. Actes du Colloque de Cortone (24-30 mai 1981) organisé par la Scuola normale superiore et l'Ecole francaise de Rome avec la collaboration du centre de recherches d'histoire ancienne de l'université de Besancon (Rome 1983), σελ. 485-500 και Asheri, D., Fra ellenismo e iranismo: studi sulla società e cultura di Xanthos nella età achemenide (Bologna 1983)· Savalli, I., “L’idéologie dynastique des poèmes grecs de Xanthos”, AntCl 57 (1988), σελ. 103-123· Le Roy, C., “Aspects du plurilinguisme dans la Lycie antique”, Anadolu 22 (1981-1983 [1989]), σελ. 217-226.

8. IG I³ 261.1.30 και 262.5.33· Bean, G.E., Lycian Turkey: An Archaeological Guide (London – New York 1978), σελ. 25· Keen, A.G., Dynastic Lycia: A Political History of the Lycians and their Relations with Foreign Powers, c. 545-362 B.C. (Leiden 1998), σελ. 40.

9. Demargne, P., Le pilier inscrit de Xanthos: note complémentaire aux Fouilles de Xanthos 1: Les piliers funéraires (Paris 1960)· Childs, W., “The authorship of the Inscribed Pillar of Xanthos”, AnatSt 29 (1979), σελ. 97-102· Fauconeau, J., “Quelques remarques sur l’Inscription lycienne du pilier inscrit de Xanthos”, στο A linguistic happening in memory of Ben Schwartz, Studies in Anatolian, Italic and other Indo-European languages (Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 163-172· Nieswandt, H.H., “Zum Inschriftenpfeiler von Xanthos”, Boreas 18 (1995), σελ. 19-44. Για το Μελήσανδρο, βλ. επίσης τις μελέτες των Buschmann, K., “Die Expedition des Melesander nach Lykien 430/29 v.Chr. und die Lokalisierung von PHOINIKE”, EpigAnat 12 (1988), σελ. 1-8 και Cau, N., “La spedizione di Melesandro in Licia nel racconto della Stele de Xanthos (TL 44a, 34 ss.), un tentativo di interpretazione”, στο Virgilio, B. (επιμ.), Studi Ellenistici XII (Pisa 1999), σελ. 19-40.

10. Βλ. γενικά Laroche, E. – Metzger, H., “Notes sur la stèle trilingue du Létôon de Xanthos”, Kadmos 13 (1974), σελ. 82-84· Metzger, H., “La stèle trilingue récemment découverte au Létôon de Xanthos. Le texte grec”, CRAI (1974), σελ. 82-93· Laroche, E., “La stèle trilingue récemment découverte au Létôon de Xanthos. Le texte lycien”, CRAI  (1974), σελ. 115-125· Dupont-Sommer, A., “La stèle trilingue récemment découverte au Létôon de Xanthos. Le texte araméen”, CRAI (1974), σελ. 132-149· Frei, P., “Die Trilingue vom Letoon, die lykischen Zahlzeichen und das lykische Geldsystem”, SNR 55 (1976), σελ. 5-16 και SNR 56 (1977), σελ. 66-78· Carruba, O., “Commentario alla trilingue licio-greco-aramaica di Xanthos”, SMEA 18 (1977), σελ. 273-318· Metzger, H. (επιμ.), La stèle trilingue du Létôon (Fouilles de Xanthos VI, Paris 1979)· Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 47-49· Eichner, H., “Etymologische Beiträge zum Lykischen der Trilingue con Letoon bei Xanthos”, Orientalia  52 (1983), σελ. 48-66· Lemaire, Q., “The Xanthos Trilingual Revisited”, στο Zevit, Z. – Gitin, S. – Sokoloff, M. (επιμ.), Solving Riddles and Uniting Knots. Biblical, Epigraphic and Semitic Studies in Honor of Jonas C. Greenfield (Winona Lake 1985), σελ. 423-432· Neumann, G., Zur trilingue vom Letoon. Der letzte Satz der lykischen Version”, στο Jasanoff, J.H. (επιμ.), Mír curad. Studies in honor of Calvert Watkins (Innsbruck 1998), σελ. 513-520. Για τη χρονολόγηση των συμβάντων, βλ. Badian, E., “A document of Artaxerxes IV?”, στο Kinzl, K. (επιμ.), Greece and the Eastern Mediterranean in History and Prehistory. Studies Presented to F. Schachermeyer (Berlin 1977), σελ. 40-50 και Briant, P., De Cyrus à Alexandre. Histoire de l’Empire perse (Paris 1996), σελ. 1037-1038. Για τις σχέσεις της Ξάνθου με το σατράπη Πιξώδαρο, βλ. Briant, P., “Cités et satrapes dans l’Empire achéménide: Pixôdaros et Xanthos”, CRAI (1998), σελ. 305-340.

11. Βλ. γενικά Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 47-49 και Keen, A.G. – Hansen, M.H., “Lykia”, στο Hansen, M.H. – Nielsen, T.H. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 1143. 

12. Η κατάληψη της πόλης από τον Αλέξανδρο αναφέρεται από τον Αρριανό, Ανάβασις Αλεξάνδρου 1, 24.4 και τον Πλούταρχο, Αλέξανδρος 17. Βλ. Le Roy, C., “Alexandre en Lycie (Plutarque, Alexandre, 17, 4-6)”, REG 90 (1977), σελ. 20-22 και Le Roy, C., “Alexandre à Xanthos”, στο Actes du Colloque sur la Lycie Antique, Institut français d’études anatoliennes d’Ιstanbul 1977 (Paris 1980), σελ. 51-62. 

13. Βλ. Διόδ. Σ. 20.27.1-2 και 37.1. Γενικά, Seibert, J., Untersuchungen zur Geschichte Ptolemaios’ I (München 1969), σελ. 186, σημ. 33, και Ma, J., Antiochos III and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 39-43.

14. TAM II, 363 = OGIS 91· Bousquet, J., “Lettre de Ptolémée Evergète à Xanthos de Lycie”, REG  99 (1986), σελ. 22-32.

15. Πορφ., FGrHist 260 F 46.

16. OGIS 746. Βλ. Bresson, A., “Dédicace des Xanthiens à Antiokhos III”, στο Bresson, A. – Descat, R. (επιμ.), Les cités d’Asie Mineure occidentale au IIe siècle av. J.-C. (Bordeaux 2001), σελ. 235-240.

17. Στράβ. 14.3.3.

18. Πολύβ. 21.45· Τίτος Λίβιος 38, 39-41.

19. Πολύβ., 15.4.

20. Bousquet, J. – Gauthier, P., “Inscriptions du Létôon de Xanthos”, REG 97 (1994), σελ. 319-347.

21. Pouilloux, J., Choix d’inscriptions grecques (Paris 1960), σελ. 32-37· Sartre, M., Η Ελληνιστική Μικρά Ασία (Αθήνα 2005), σελ. 345-347. Για τη χρονολόγηση του επεισοδίου έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες από το 180 έως το 130-120 π.Χ. Πειστικά επιχειρηματολογεί υπέρ της νεότερης χρονολογίας ο Bresson, A., “Rhodes and Lycia in the Hellenistic Times”, στο Gabrielsen, V. (επιμ.), Hellenistic Rhodes. Politics, Culture and Society (Aarhus 1999), σελ. 116-117. 

22. Πλούτ., Βρούτ. 53· Αππ., Εμφ. Πόλ.  IV, 70-82· Δίων Κ. 47, 34.

23. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor to the End of the Third Century after Christ (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 527. 

24. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor to the End of the Third Century after Christ (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 531-532.

25. Darrouzès, I., Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae Ι (Paris 1981), σελ. 263.  

26. Fellows, C., Xanthus: travels and Researches in Asia Minor, more particularly in the the province of Lycia (London 1852), σελ. 167-175, 336-345, 421-481, 487-504.

27. Benndorf, O. – Niemann, G., Reisen in Lykien und Karien (Wien 1884), σελ. 84-94· Benndorf, O., Historische Inschriften vom Stadtthor zu Xanthos (Leipzig 1903).

28. Marcadé, J., “L’acropole lycienne de Xanthos”, REA 66 (1964), σελ. 132-137· Metzger, H., “Un édifice à l’Acropole de Xanthos”, REA  63 (1961), σελ. 271-275· Metzger, H., Fouilles de Xanthos II. Lacropole lycienne (Paris 1963), σελ. 29-75. Από το ανάκτορο προέρχεται η μεγαλύτερη ποσότητα αττικής κεραμικής, με σημαντικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα θραύσματα του 6ου και του πρώιμου 5ου αι. π.Χ. Αναφέρονται επίσης θραύσματα του Ρυθμού των Φικελλούρων και η κεφαλή ενός κούρου από τη Μίλητο. 

29. Βλ. γενικά König, F.W., Die Stele vom Xanthos (Wien 1936)· Rodenwaldt, G., “Sarcophagi from Xanthos”, JHS 53 (1933), σελ. 181-213· Demargne, P., “Les piliers funéraires de Xanthos (Lycie)”, RHA 12 (1953), σελ. 5-29· Demargne, P., Les piliers funéraires (Fouilles de Xanthos I, Paris 1958)· Demargne, P., “Le décor des sarcophages de Xanthos. Réalités, mythes, symboles”, CRAI  (1973), σελ. 262-269· Demargne, P., Tombes-maisons, tombes rupestres et sarcophages (Fouilles de Xanthos V, Paris 1974)· Shahbazi, A.S., The Irano-Lycian monuments. The principal antiquities of Xanthos and its region as evidence for Iranian aspects of Achaemenid Lycia (Teheran 1975). Keen, A.G., “The dynastic tombs of Xanthos. Who was buried there?”, AnatSt 42 (1992), σελ. 53-63.

30. Οι κυριότερες δημοσιεύσεις: Niemann, G., Das Nereiden-Monument in Xanthos (Wien 1921)· Schuchhardt, W.H., “Die Friese des Nereiden-Monumentes von Xanthos”, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts. Athenische Abteilung 52 (1927), σελ. 94-161· Coupel, P., Le monument des Néréides: l'architecture (Fouilles de Xanthos III, Paris 1969)· Roux, G., “Un chef-d’oeuvre d’architecture gréco-lycienne. Le monument des Néréides à Xanthos”, REG 88 (1975), σελ. 182-189· Childs, W.A.P. – Coupel, P. – Demargne, P. – Lemaire, A., Le monument des Néréides: le décor sculpté (Fouilles de Xanthos VIII, Paris 1989)· Robinson, T., “Erbinna, the "Nereid monument" and Xanthus”, στο Tschekhladze, G.R. (επιμ.), Ancient Greeks West and East (Leiden – Βoston – Köln 1999), σελ. 361-377.

31. Coupel, P. – Demargne, P., “Un hérôon romain à Xanthos de Lycie”, στο Mélanges d’histoire ancienne et d’archéologie offerts à Paul Collart (Lausanne 1976), σελ. 103-115.

32. Brunn, E., Über Styl und Zeit des Harpyienmonumentes von Xanthos (München 1870)· Tritsch, F.J., “The Harpy Tomb at Xanthos”, JHS 62 (1942), σελ. 39-50· Möbius, H., “Die alte Königin. Zur Deutung des Harpyien-Monuments von Xanthos”, στο Festschrift fur W.H. Schuchhardt (Baden-Baden 1960), σελ. 159-165· Zahle, J., Harpyiemonumentet i Xanthos. En lykisk pillergrav (Copenhagen 1975).

33. Demargne, P., “Un sarcophage du IV e s. à Xanthos, le sarcophage dit des danseuses”, στο Mélanges offertes à Kazimier Michalowski (Warszawa 1966), σελ. 357-366.

34. Des Courtils, J. κ., “Xanthos et le Létôon: rapport sur les campagnes de 1995 et 1996”, Eski Anadolu 5 (1997), σελ. 317-320· Des Courtils, J. κ., “Xanthos et le Létôon: rapport sur la campagne de 1997”, Eski Anadolu 6 (1998), σελ. 457-459· Des Courtils, J., “Un nouveau bas-relief archaique de Xanthos”, Revue Archéologique (1995), σελ. 337-364.      

35. Demargne, P., “Le sarcophage de Payava à Xanthos de Lycie. Etude de style et d’iconographie”, Revue Archéologique (1974), σελ. 164-166· Demargne, P., “Profil et frontalité au sarcophage de Payava (Xanthos de Lycie)”, στο Mélanges Mansel (Ankara 1974), σελ. 527-536.

36. Des Courtils, J., “Nouvelles données sur le rempart de Xanthos”, REA 96 (1994), σελ. 285-298. Για την ελληνιστική Ξάνθο, βλ. des Courtils, J. – Cavalier, L., “The city of Xanthos from Archaic to Byzantine times”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 156-159.

37. Γενικά, βλ. des Courtils, J. – Cavalier, L., “The city of Xanthos from Archaic to Byzantine times”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 159-160. Για το βουλευτήριο βλ. Robert, L., “Contribution à la topographie des villes d’Asie Mineure méridionale”, CRAI (1951), σελ. 254-259. Για το γυμνάσιο βλ. Gauthier, P., “Bienfaiteurs du gymnase au Létôon de Xanthos”, REG  109 (1996), σελ. 1-34. Τα υπόλοιπα μνημεία αναφέρονται σε επιγραφή από το Λητώον, βλ. Balland, A., Fouilles de Xanthos VII. Inscriptions d’époque impériale du Létoon (Paris 1981), σελ. 185, αρ. 67.

38. Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 27-29.

39. Frézouls, E., “L’exploration du théâtre de Xanthos”, CRAI (1990), σελ. 875-890· Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 44-66.

40. Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 31-44.

41. Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 67-84.

42. Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 101-104 (decumanus), 105-107 (δίπυλον). Βλ. επίσης des Courtils, J. – Laroche, D., “Xanthos et le Létôon. Rapport sur la campagne de 1998”, Eski Anadolu 7 (1999), σελ. 367-370.  

43. Cavalier, L., Architecture romaine d’Asie Mineure. Les monuments de Xanthos et leur ornamentation (Scripta Antiqua 13, Bordeaux 2005), σελ. 84-94.

44. Burdy, J. – Lebouteiller, P., “L’aqueduc romain de Xanthos”, Eski Anadolu 6 (1998), σελ. 227-248.  

45. Sodini, J.-P., “Une iconostase Byzantine à Xanthos”, στο Actes du Colloque sur la Lycie antique (Paris 1980), σελ. 119-148· des Courtils, J. – Cavalier, L., “The city of Xanthos from Archaic to Byzantine times, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 166-167.

46. Canbilen, H. – Lebouteiller, P. Sodini, J.-P., “La basilique de l’acropole haute de Xanthos”, Eski Anadolu 4 (1996), σελ. 201-229.

47. Για τις ανασκαφικές έρευνες των Γάλλων στο Λητώον, βλ. γενικά τις εκθέσεις των H.  Metzger, C. Le Roy και J. des Courtils στα περιοδικά TürkArkDerg (1962-1981), Kazı sonuçları toplantısı (1980-1992) και Eski Anadolu (1995-1999). Πιο συνθετικές εκθέσεις: Metzger, H., “Fouilles du Letôon de Xanthos, 1962-1965”, Revue Archéologique (1966), σελ. 101-112· Metzger, H., “Fouilles du Letôon de Xanthos, 1966-1969”, Revue Archéologique (1970), σελ. 307-322· Metzger, H., “Fouilles du Letôon de Xanthos, 1962-1972”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 789-803. Άλλες μελέτες: Le Roy, C., “Le développement monumental du Létôon de Xanthos”, Revue Archéologique (1991), σελ. 341-351 και Le Roy, C., “Aspects grecs et anatoliens des divinités vénérées au Létôon de Xanthos”, στο Borchhardt, J. – Dobesch, G., Akten des II. Internationalen Lykien-Symposions, Wien, 6.-12. Mai 1990, τόμ. 2 (Denkschriften 235, Ergänzungsbände TAM 18, Wien 199), σελ. 241-247· Marcadé, J., “Les statues recomposées du Létôon de Xanthos”, CRAI (1980), σελ. 737-758.

48. Bousquet, J., “Arbinas, fils de Gergis, dynaste de Xanthos”, CRAI  (1975), σελ. 138 κε.

49. Courtils, J., “Xanthos et le Létôon au IIe siècle a.C.”, στο Bresson, A. – Descat, R. (επιμ.), Les cités d’Asie Mineure occidentale au IIe siècle a.C. (Bordeaux 2001), σελ. 213-224.  

50. Bousquet, J. – Gauthier, P., “Inscriptions du Létôon de Xanthos”, REG 97 (1994), σελ. 349-350.

51. Bousquet, J. – Gauthier, P., “Inscriptions du Létôon de Xanthos”, REG 97 (1994), σελ. 350-352.

52. Le Roy, C. – Hansen, E., “Au Létôon de Xanthos. Les deux temples de Léto”, Revue Arvhéologique (1976), σελ. 317-336· Hansen, E., “Le temple de Létô au Letôon de Xanthos”, Revue Archéologique (1991), σελ. 323-340.

53. SEG 27 (1977), σελ. 942, στ. 3-5.

54. Sartre, M., Η Ελληνιστική Μικρά Ασία (Αθήνα 2005), σελ. 32.

55. Sartre, M., Η Ελληνιστική Μικρά Ασία (Αθήνα 2005), σελ. 195.

56. Για τις λυκικές κοπές βλ. Morkhølm, O. – Zahle, J., “The Coinage of Kuprili. A Numismatic and Archaeological Study”, Acta Archaeologica 43 (1972), σελ. 57-113 και Morkhølm, O. – Zahle, J., “The Coinage of the Lycian Dynasts Kheriga, Kherei and Erbinna: A Numismatic and Archaeological Study”, Acta Archaeologica 47 (1976), σελ. 47-90· Morkhølm, O. – Neimann, G., Die Lykische Münzlegenden (Göttingen 1978)· Vismara, N., Monetazione arcaica della Lycia, I, Il dinasta Wekhssere I (Milano 1989)· Vismara, N., Monetazione arcaica della Lycia.II, La collezione Winsemann Falghera (Milano 1989)· Vismara, N., Monetazione archaica della Lycia, III (Milano 1996)· Vismara, N., Ripostigli d’epoca pre-ellenistica (VI-IV s. av. C.) com monete della Lycia arcaica: aspetti e problemi di distribuzione e di circolazione. Catalogo dei ritrovamenti di Lycia (?) 1972 e Lycia (?) 1973 (Milano 1999)· Vismara, N., “Monetazione arcaica della Lycia. Prime rilevance circa l’approvvigionamento metallico”, REA 103 (2001), σελ. 343-367.

57. Για τα νομίσματα του Κοινού των Λυκίων, βλ. Troxell, H.A., The Coinage of the Lycian League (New York 1982).

58. TAM II, 1, αρ. 264, 267-269.

59. Μενεκρ., FGrHist 769 F 2-3.

60. Robert, L., “Catalogue agonistique des Rhomaia de Xanthos”, Revue Archéologique (1978), σελ. 277-290.  

61. Balland, A., Fouilles de Xanthos VII. Inscriptions d’époque impériale du Létoon (Paris 1981), σελ. 27-28. 

62. Σαρπηδόνειον: Αππ., Εμφ. Πόλ. IV 78 (42 π.Χ.). Χαριστήριον: TAM II, αρ. 265= IGR III, αρ. 607 A and B= OGIS 551-552. Σαρπηδόνειος δήμος: OGIS 552, 553. Βλ. γενικά Magie, D., Roman Rule in Asia Minor to the End of the Third Century after Christ (Princeton – New Jersey 1950), σελ. 1378.