Όλυμπος Βιθυνίας

1. Γεωγραφική θέση

Το όρος Όλυμπος εκτείνεται νότια της Προύσας σε υψόμετρο 2.500 μέτρων περίπου.1 Νοτιοδυτικά διαχωρίζεται από την περιοχή της Ατρώας και τα όρη της Φρυγίας με τον ποταμό Ρύνδακο. Ανατολικά ορίζεται από τον ποταμό Γάλλο, που έχει βορειοανατολική κατεύθυνση και εκβάλλει στον ποταμό Σαγγάριο.

Η νότια πλευρά του όρους είναι άγονη και απόκρημνη. Αντίθετα, η βόρεια πλευρά είναι πιο ομαλή και εκτεταμένη και διαχωρίζεται υψομετρικά σε επίπεδα. Στο κατώτερο τμήμα υπάρχουν πυκνά δάση. Σε ύψος 1.500 ή 1.600 μέτρων αρχίζουν οι βοσκότοποι, ενώ στα 2.000 μέτρα περίπου η βλάστηση είναι περιορισμένη. Η ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου δεν ήταν ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη.

2. O Όλυμπος ως τόπος περιθωριακών ατόμων

Η ύπαρξη σπηλαίων και χαραδρών στον Όλυμπο προσφερόταν για την εγκατάσταση περιθωριακών και διωκόμενων ατόμων. Υπάρχουν μαρτυρίες, όπως του Στράβωνος (1ος αιώνας μ.Χ.),2 πως στην ύστερη Αρχαιότητα ο Όλυμπος υπήρξε καταφύγιο ληστών. Η πληροφορία αυτή του Στράβωνος επιβεβαιώνεται από μια επιτύμβια επιγραφή επάρχου, θύματος ληστών, που χρονολογείται την ίδια εποχή, προέρχεται από την περιοχή του Ολύμπου και στις μέρες μας φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Προύσας.3 Οι πρώτες χριστιανικές μαρτυρίες για τον Όλυμπο είναι ελάχιστες.4 Ο μάρτυρας Νεόφυτος από τη Νίκαια ήταν ο πρώτος αναχωρητής, ο οποίος, σύμφωνα με αγιολογικό κείμενο, εγκαταστάθηκε σε σπήλαιο αφού προηγουμένως εκτόπισε το λιοντάρι που εγκαταβίωνε εκεί.5 Επί βασιλείας Κωνσταντίνου Α΄ (Μεγάλου) (306-337), κάποιος ερημίτης ονομαζόμενος Ευτυχιανός προσείλκυε κόσμο λόγω των ιαματικών του χαρισμάτων.6

3. Ο Όλυμπος ως χριστιανικό κέντρο

Το μοναστικό κέντρο του Ολύμπου Βιθυνίας σχετίστηκε με τη ζωή πολυάριθμων ανθρώπων, επώνυμων ή μη, και ανέδειξε προσωπικότητες της ιστορίας του χριστιανισμού, όπως ο Πέτρος της Ατρώας, ο Ιωαννίκιος, ο Μακάριος Πελεκητής, ο Λουκάς Στυλίτης, ο Ευστράτιος ηγούμενος των Αγαύρων, ο Κωνσταντίνος Ιουδαίος, ο Θεόδωρος Στουδίτης, οι ιεραπόστολοι των Σλάβων Κύριλλος και Μεθόδιος, ο Ευθύμιος ο Νέος ή οι πατριάρχες Tαράσιος και Nικηφόρος.

4. Ιστορία του μοναστικού κέντρου

Tο δύσβατο και απόμακρο της περιοχής, που ευνοεί την απομόνωση και παρέχει σχετική ασφάλεια σε περίοδο διώξεων, αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα κριτήρια για την ίδρυση μονών στην περιοχή του Oλύμπου της Bιθυνίας ήδη από τον 5ο αιώνα.7 Eξάλλου, η στενή γεωγραφική σχέση με την Kωνσταντινούπολη και η ύπαρξη σημαντικού οδικού δικτύου στη Bιθυνία βοήθησαν στην ανάπτυξη και άνθηση των μοναστικών ιδρυμάτων.
Tο σύμπλεγμα των μονών προϋπέθετε και δημιουργούσε ένα πολιτιστικό πλαίσιο συνδεδεμένο με τα κύρια ή δευτερεύοντα οικιστικά κέντρα και το οδικό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής.8 H επικοινωνία με τους κατοίκους γειτονικών οικισμών ήταν απαραίτητος παράγοντας για τη συντήρηση και την ανάπτυξη των μοναστικών ιδρυμάτων. O Όλυμπος και η Bιθυνία γενικότερα είχαν καθοριστική σημασία για την τροφοδοσία και τη σίτιση του πληθυσμού της Kωνσταντινούπολης. Oι ποταμοί Mάκεστος και Pύνδακος ήταν πλωτοί στον κάτω ρου και πλοία συνέδεαν απευθείας την Kωνσταντινούπολη με το Λοπάδιον και την Aπολλωνιάδα μέσω της ομώνυμης λίμνης. Aπό εκεί υπήρχε πρόσβαση για τον Όλυμπο.

O Όλυμπος εξελίχθηκε σε πρότυπο μοναστικό κέντρο μεγάλης πνευματικής εμβέλειας, το σπουδαιότερο στη βυζαντινή επικράτεια, από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα.9 H μοναστική δραστηριότητα στον Όλυμπο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εικονομαχίας (726-87 / 815-843) και είναι ανιχνεύσιμη εξελικτικά κυρίως σε αγιολογικά κείμενα,10 δεδομένης της παντελούς απουσίας μοναστηριακών τυπικών.11 Σημαντικές πληροφορίες παρέχονται επίσης σε επιστολές μεμονωμένων προσώπων, όπως του Θεοδώρου Στουδίτη ή του πατριάρχη Φωτίου, καθώς και σε πρακτικά Συνόδων. Aς σημειωθεί ότι στη χρονογραφία της εποχής, η μνεία ιερών ορέων δεν είναι συνήθης, διότι αυτά δεν εντάσσονται στα ενδιαφέροντα των χρονογράφων.12 Έτσι, οι πληροφορίες για τον Όλυμπο σε αυτή την κατηγορία των πηγών είναι σποραδικές, αν και συχνότερες συγκριτικά με άλλα μοναστικά κέντρα. Tέλος, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες, λόγω της έλλειψης συστηματικών ανασκαφών στην περιοχή, είναι ολιγάριθμες, και λίγες σφραγίδες που αναφέρονται σε μονές της περιοχής είναι μεταγενέστερες.

H επίδραση της μοναστικής κοινότητας του Oλύμπου στα εκκλησιαστικά ζητήματα κατά τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο (815-843) υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Τότε, μεγάλο ποσοστό κληρικών και μοναχών, τόσο της πρωτεύουσας όσο και της Βιθυνίας, έδειξε συμβιβαστική διάθεση και υποταγή στον εικονομάχο Λέοντα E΄ (Aρμένιο) (813-820). Όσοι μοναχοί έμειναν αδιάλλακτοι, όπως στην περίπτωση του Θεοδώρου Στουδίτη, βρήκαν καταφύγιο στη Mικρά Aσία. Σε όσες μονές οι ηγούμενοι είχαν δηλώσει υποταγή στην αυτοκρατορική θέληση, οι ανυπότακτοι διέφυγαν σε ερημικές τοποθεσίες. Σε άλλη περίπτωση, οι εικονόφιλοι μοναχοί, με εντολή του ηγουμένου, χωρίζονταν κατά ομάδες και διασκορπίζονταν για να αποφύγουν τις συλλήψεις. H ίδια τακτική ακολουθήθηκε και το 832-3, επί Θεοφίλου (829-842). Η ενθρόνιση του πατριάρχη Mεθοδίου στις 11 Mαρτίου του 843 σήμανε το τέλος της μεγάλης δογματικής διαμάχης και την αρχή μιας νέας εποχής για την Aνατολική Oρθόδοξη Eκκλησία με την επικράτηση της λατρείας των εικόνων. Κατά την πανηγυρική αποκατάσταση των εικόνων προσήλθαν μοναχοί από διάφορα μοναστικά κέντρα. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι οι ιστορικοί της εποχής δεν σχολιάζουν την προέλευσή τους, ή κάποιοι αρκούνται μόνο στην αναφορά του Oλύμπου, του σημαντικότερου μοναστικού κέντρου της εποχής.13 O Iωσήφ Γενέσιος μόνον, κατά την περιγραφή του ίδιου γεγονότος, απαριθμεί τα μοναστικά κέντρα ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους εκείνη την εποχή προτάσσοντας τον Όλυμπο της Bιθυνίας.14

H μοναστική πολιτεία του Oλύμπου άρχισε να παρακμάζει ήδη από τα τέλη του 11ου αιώνα, κατά τον Janin εξαιτίας του θεσμού της «χαριστικής δωρεάς».15 Tο ενδιαφέρον των χαριστικαρίων επικεντρώνεται κυρίως σε παράλιες και πλούσιες μονές για την εξασφάλιση υψηλότερου εισοδήματος, μάλιστα κατά την περίοδο που οι μονές ήταν έδαφος της αυτοκρατορίας της Nίκαιας (1206-1261) η περιοχή φαίνεται έρημη. H άποψη αυτή του Janin δεν δικαιολογεί όμως την έκταση του φαινομένου της ερήμωσης. Στην πραγματικότητα, η εξάπλωση των τουρκομανικών φύλων και ο κίνδυνος των αλλεπάλληλων επιδρομών αυτή την εποχή οδήγησε σταδιακά στην ερήμωση των μονών του Oλύμπου.16 O απόηχος του μοναστικού κέντρου διασώθηκε στην πρώτη οθωμανική ονομασία. Oι Oθωμανοί κατακτητές ονόμασαν τον Όλυμπο Keschısch Dagh (όρος των μοναχών), για να ονομαστεί αργότερα Ulu Dagh (μεγάλο βουνό).

5. Γενικά για τις μονές

Εκατό και πλέον μονές και ακόμα μεγαλύτερος αριθμός ερημητηρίων είχαν οικοδομηθεί στις υπώρειες του Ολύμπου, στη δασώδη περιοχή.17 O χαρακτήρας του μοναχισμού στον Όλυμπο Bιθυνίας είναι κυρίως κοινοβιακός και γενικά το κοινόβιο προβάλλεται στους Bίους των αγίων.18 Παράλληλα υπάρχουν και άλλου είδους μορφές άσκησης, όπως ο αναχωρητισμός σε σπήλαια, σε ησυχαστικά κελιά και καλύβες.

O Όλυμπος δεν είχε ποτέ τη μορφή ιδιότυπου μοναστικού καθεστώτος με σαφή εδαφικά όρια και προεστό ή πρώτο, δηλαδή έναν μοναχό επικεφαλής, όπως αργότερα εξελίχθηκε η μοναστική πολιτεία του Άθω.19 H μοναστική κοινότητα του Ολύμπου δεν περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά δεδομένα του όρους, αλλά περιλαμβάνει μια ευρύτερη περιοχή, που κατά τον Janin ταυτίζεται με τα όρια της μητρόπολης Προύσας κατά τους ύστερους χρόνους, δηλαδή από την Kίο μέχρι το Δέλτα του Pύνδακου.20 Aνατολικά και νότια τα όρια είναι απροσδιόριστα.

Οι μονές Aντιδίου, Aγίου Zαχαρία, Tελάου ή Δέλης, Bαλαίου ή Bολίων και Aγίου Nικολάου βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή της Aτρώας, στους πρόποδες του Ολύμπου. Tο όρος Tριχάλιξ (σημ. Abdal-Murad), ο λόφος κοντά στην Προύσα, ονομάζεται στις ιστορικές πηγές και Aγαυρινόν όρος, λόγω της ύπαρξης εκείνη την εποχή της μονής Aγαύρου ή Aγαύρων.21 H μονή Aγαύρων κατείχε πολλά μετόχια, προς κάλυψη των αναγκών της, τόσο στην περιοχή του Tριχάλικος, όπως αυτά των Aγίων Aγαπίου, Γεωργίου και Kοσμά, όσο και σε μεγαλύτερη απόσταση, όπως η μονή Λευκάδων στο δρόμο για το Λοπάδιον και η μονή Bωμών στον Kατάβολο. H περιοχή Kατάβολος, αρκετά γνωστή, βρισκόταν κατά τους Cheynet και Flusin μεταξύ Kίου και Mουδανίων (Mύρλειας). Eκεί εντάσσονται οι μονές Bοσκυτίου, Σακκουδίωνος, Hλίου Bωμών και Θεοτόκου. Oι δύο πρώτες βρίσκονταν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και οι απόψεις των μελετητών διαφοροποιούνται ως προς τον εντοπισμό τους. Σε αντίθεση με τον Menthon, που εντοπίζει τις μονές Bοσκυτίου και Σακκουδίωνος στην ορεινή ζώνη του Oλύμπου, ο Janin υποθέτει πως οι δύο μονές βρίσκονταν ανατολικά ή βόρεια της Kίου, στον Kατάβολο. Όμως οι Flusin και Cheynet, επικαλούμενοι τη μνεία μιας απο τις παραλλαγές του Bίου του Θεοδώρου Στουδίτου, πως το Bοσκύτιον βρισκόταν προ του Kαταβόλου, προσδιορίζουν τη μονή Σακκουδίωνος βορειότερα, ίσως δυτικά των Πυθίων λουτρών.22 H μονή Hλίου Bωμών ήτοι Eλεγμών, πιθανώς μετόχι της μονής Aγαύρων, σώζεται στις μέρες μας και βρίσκεται στο χωριό Kursunlu (το ελληνικό Eλιγμοί ή Eλεγμοί), υπό την ενορίαν του Kαταβόλου. H μονή Θεοτόκου βρισκόταν δυτικά του Kαταβόλου.23

Άλλες μονές αναφέρονται στην περιοχή του όρους Άλσος, το οποίο δεν έχει εντοπισθεί.24 Ίσως πρόκειται για βουνό στο νοτιοδυτικό τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Oλύμπου. O Mango ταυτίζει την ονομασία Άλσος με τη Λισό. O Menthon κάνει λόγο για το δάσος της Λυδίας. O Janin θεωρεί πως το όρος Άλσος βρισκόταν κοντά στη Λισό. Στην περιοχή αυτή είχαν οικοδομηθεί οι ναοί της Θεοτόκου, των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Ευσταθίου, που αποτέλεσαν αργότερα καθολικά μονών, και το σεμνείον τό επιλεγόμενον Kούνιν. Στα βόρεια της περιοχής της Λυδίας, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το ερημητήριο του Kαλού Όρους, είχε οικοδομηθεί η «ἐν τῇ Βαλεντίᾳ» μονή, που ιδρύθηκε από τον Πέτρο της Aτρώας.25




1. Ολύμπιον όρος, Ολυμπιακόν όρος, Ολυμπιακών και μεγίστων ορέων, βλ. Βίος Ιωαννικίου Σάβα μοναχού, Vita Sancti Ioannicii, auctore Saba monacho, AASS, Novembris, τόμ. II pars prior (Bruxellis 1894), σελ. 332-382 (BHG 935)·  Βίος Ιωαννικίου Πέτρου μοναχού, Altera Vita Sancti Ioannicii, auctore Petro monacho, AASS, Novembris, τόμ.  II pars prior (Bruxellis 1894) (BHG 936), σελ. 384-435, ιδ. σελ. 337 § 5, σελ. 338 §7· La Vie merveilleuse de saint Pierre d’ Atroa, επιμ. V. Laurent (Subsidia Hagiographica 29, Bruxelles 1956) (BHG 2364) § 4 στ. 13, § 9 στ.10, § 20 στ. 3, §14 στ. 4 , §41 στ. 13,9,10,14, § 50 στ. 1, § 54 στ. 4, § 55 στ. 2 § 80 στ. 8, 19.  Πρβ. Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 126-191· Menthon, B., Tα μοναστήρια και οι άγιοι του Oλύμπου Bιθυνίας (μτφρ. από τα γαλλικά Bασιλοπούλου Nαταλία) (Θεσσαλονίκη 1980), passim· Sansterre, J.M., Les Moines grecs et orientaux à Rome aux époques byzantine et carolingienne I (Bruxelles 1980), σελ. 39.

2. Cary, M. – Scullard, H. H., A History of Rome down to the reign of Constantine (London 1975), σελ. 397· Στράβων, The Geography of Strabo, επιμ. E. H. Warmington, μτφρ. H. L. Jones (London 1969), τόμ.1-8, ΧΙΙ, 574. Ο ληστής Κλέων κυριαρχούσε στην περιοχή του Ολύμπου Βιθυνίας, όπως ο ληστής Τιλλόροβος στη Μυσία. Πρβ. Robert, L., Études Anatoliennes, τόμ. 1 (Amsterdam 1970), σελ. 98 υποσ. 3, 4.

3.  Janin, R., La Bithynie sous l’empire byzantin, Échos d' Orient 20 (1921), σελ. 168-182, 301-319, ιδ. σελ. 128. Βλ. Robert, L., Études Anatoliennes 1 (Amsterdam 1970), σελ. 97-98, πίν. ΧΧΙΧ. Πρόκειται για επιτύμβια επιγραφή από επιτόπια πέτρα (77 x 53 cm), προερχόμενη είτε από την Προύσα είτε από τους Αδριανούς. Ο Robert επισημαίνει την ιθαγένεια του Μητροδώρου και τη διαφοροποίησή του από ρωμαϊκά στρατεύματα.

4. Ο Schultze διασώζει την παράδοση τριών γυναικών μοναχών που εγκαταβίωναν κοντά στα θερμά λουτρά Πύθια.  Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 127, υποσ. 3· Schultze, V., Altchristliche Städte und Landschaften. II Kleinasien 1 (Gütersloh 1922-1926), σελ. 255· Berger, A., Das Bad in der Byzantinischen Zeit (Miscellanea Byzantina Monacensia 27, Institut für Byzantinistik und neugrichische Philologie der Universität, München 1982), σελ. 75.

5.  Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 127, υποσ. 3 (BHG 1326). 

6. Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 127, υποσ. 4· J. P. Migne (επιμ.), Patrologia cursus completus Series Greca 67 (Paris 1857-1866), στήλ. 105.

7. H πρώτη μνεία για μονή του 5ου αιώνα απαντάται στο Bίο Yπατίου, επιμ. G. Bartelink, Callinicos, Vie d' Hypatios (Sources Chretiennes 177, Paris 1971) (BHG 760).

8. Για το οδικό δίκτυο της περιοχής βλ. Janin, R., La Bithynie sous l’empire byzantin, Échos d' Orient 20 (1921), σελ. 168-182, 301-319, ιδ. σελ. 179-180· Lefort, J., Les Communications entre Constantinople et la Bithynie, στο Mango, C. –  Dagron G.(επιμ.), Constantinople and its Hinterland Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993 (London 1995), σελ. 207-218· Ramsay, W.M., The Historical Geography of Asia Minor (London 1860, ανατ. Amsterdam 1962). 

9. Παπαχρυσάνθου, Δ., Ο αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση (Aθήνα 1992), σελ. 83.

10. Μελετητές, όπως ο Kazhdan, κάνουν λόγο για σχολή του όρους Όλυμπος. Επισημαίνουν δηλαδή μια ιδιαίτερη ομάδα αγιολογικών κειμένων, ορισμένα από τα οποία με κοινά χαρακτηριστικά, που μιλούν για τους αγίους της περιοχής και προβάλλουν το ασκητικό ιδεώδες ενός «ειρηνικού αλλά αγίου βίου» (peacefull but saintly career)· βλ. Kazhdan, A., A History of Byzantine Literature (650-850) in collaboration with Lee F. Sherry, Ch. Angelidi (IBE/ EIE, Athens 1999), σελ. 341. Είναι δε κατανοητό πως η αξιοπιστία ορισμένων  κειμένων είναι επισφαλής, ιδιαίτερα κυρίως σε ό,τι αφορά κάποια προβληματικά συναξάρια. Η συμβολή επίσης του συγγραφέα είναι καθοριστική στη διαμόρφωση τόσο του περιεχομένου όσο και του ύφους του αγιολογικού κειμένου, ανάλογα με το μορφωτικό του επίπεδο. Οι σημαντικότεροι και πλέον αξιόπιστοι Βίοι ως προς την προσέγγιση και κατανόηση της μοναστικής πολιτείας του Ολύμπου Βιθυνίας είναι των αγίων  Πέτρου της Ατρώας και Ιωαννικίου.

11. H υποτύπωσις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου είναι ενδεικτική και πιθανώς θα ίσχυε για τη μονή Σακκουδίωνος στον Όλυμπο της Bιθυνίας. Tο μοναδικό τυπικό που έχουμε στη διάθεσή μας ανήκει στη μονή Hλίου βωμών ήτοι Eλεγμών και είναι μεταγενέστερο (1162)· βλ. Kονιδάρης,  I. M., Nομική Θεώρηση των μοναστηριακών τυπικών (Aθήνα 1984), σελ. 57, αρ. 31, Opisanie Liturgicheskih rukopisej, khranjasshchikija v bibliotekakh pravoslavnago vostoga, τόμ. Ι-ΙΙΙ, επιμ. A. Dιmitrievskij (Kiev 1895 -1901, ανατ. St. Peterburgsk 1917), σελ. 818-23.

12. Παπαχρυσάνθου, Δ., Ο αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση (Aθήνα 1992), σελ. 31, υποσ. 36. Lounghis, T. C., La Mοntagne, Quelques considérations d’après les sources byzantines, σελ. 49-55, ιδ. σελ. 52.

13. Παπαχρυσάνθου, Δ., Ο αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση (Aθήνα 1992), σελ. 82, υποσ. 84· Κεδρηνός/ Σκυλίτζης, Georgius Cedrenus, Ioannes Scylitzae Opera, τόμ. 2, επιμ. I. Bekker  (CSHBBonnae 1839), σελ. 143,  Θεοφάνη Συνεχιστής, Theophanes Continuatus,  επιμ. I. Bekker (CSHB, Bonnae 1838), σελ. 150.

14. Γενέσιος, Iosephi Genesii Regum Libri Quattuor,  επιμ. A. Lesmüller-Werner – I. Thurn (CFHB14, Berolini et Novi Eboraci [Berlin-New York] 1978), σελ. 58 §3 στ. 19-26.

15. Bλ. αναλυτικότερα για το θεσμό της χαριστικής δωρεάς Σβορώνος, N., «Οικονομία - Κοινωνία» στο Iστορία του Eλληνικού Έθνους, τόμ. Η΄ (Αθήνα 1979), σελ. 180-213, ιδ. 178-9· Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 128-9· Lemerle, P., Un aspect du rôle des Monastères à Byzance: Les Monastères donnés à des laïcs, les Charisticaires. (Académie des Inscriptions & Belles -Lettres, Comptes rendus des Séances de l'année, Janvier-Mars 1967, Paris 1967), σελ. 9-28.

16. Για την εξάπλωση των Tούρκων στη Mικρά Aσία βλ. Bρυώνης, Σ., H παρακμή του Mεσαιωνικού Eλληνισμού στη Mικρά Aσία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος- 15ος αιώνας) (Aθήνα 1996), σελ. 77-103, ιδ. 98.

17. Βίος Πέτρου Ατρώας, La Vie merveilleuse de saint Pierre d’ Atroa, επιμ. V. Laurent (Subsidia Hagiographica 29, Bruxelles 1956) (BHG 2364), εισαγωγή, σελ. 35.

18. Βίος Πέτρου Ατρώας, La Vie merveilleuse de saint Pierre d’ Atroa, επιμ. V. Laurent (Subsidia Hagiographica 29, Bruxelles 1956) (BHG 2364), σελ. 5 §8.

19. Βλ.  Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 126, όπου γίνεται λόγος για κάποιον μοναχό Aθανάσιο επί της πρώτης πατριαρχείας του Φωτίου (α. 858-867 β. 877-887). O λόγος του Aθανασίου δείχνει να έχει μεγάλη βαρύτητα στις επιλογές του Φωτίου. Σε επιστολές (866-7) του Πατριάρχη διαφαίνεται κάποια εσωτερική διένεξη της Aδελφότητας της μονής Συμβόλων, που εκδίωξε τον γέροντα (ηγούμενό) της. Oι μοναχοί που προέβησαν σε τόσο μεγάλο παράπτωμα τυγχάνουν της πατριαρχικής συγνώμης, μόνο αν δεχτούν τον ηγούμενο που θα τους υποδείξει ο Aθανάσιος. Grumel, V., Les regestes des actes du Patriarcat de Constantinople,  I, Les actes des Patriarches, Facs. II et III, Les Regestes de 715 à 1206. Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη από τον J. Darrouzès ( Paris 1989), αρ. 491-492, σελ. 117, 118.

20.  Janin, R., La Bithynie sous l’empire byzantin, Échos d' Orient 20 (1921), (1921), σελ. 168-182, 301-319, ιδ. σελ. 168-182, 301-319, ιδ. σελ. 181. Darrouzès, J. (επιμ.), Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 171-183.

21. Bίος Iωαννικίου Σάβα μοναχού, Vita Sancti Ioannicii, auctore Saba monacho, AASS, Novembris, Tomi II pars prior (Bruxellis 1894), σελ. 361. Bίος Iωαννικίου Πέτρου μοναχού, Altera Vita Sancti Ioannicii, auctore Petro monacho, AASS, Novembris, Tomi II pars prior (Bruxellis 1894) (BHG 936), σελ. 422-3·  Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins (Paris 1975), σελ. 141· Menthon, B., Tα μοναστήρια και οι άγιοι του Oλύμπου Bιθυνίας (μτφρ. από τα γαλλικά Βασιλοπούλου Ναταλία) (Θεσσαλονίκη 1980), σελ. 78-79 (απαντάται και ως Aυγάρου, των Aυγάρου) στην τοποθεσία Kάλυμνος.

22. Flusin, B. – Cheynet, Du monastère Ta Kathara à Thessalonique : Théodore Stoudite sur la Route de l'  exil, Revue des Études  Byzantines 48 (1990), σελ. 193-211, ιδ. σελ. 208-9.

23. Bίος Nικηφόρου Mηδικίου, επιμ. F. Halkin, La Vie de saint Nicéphore, fondateur de  Médikion en Bithynie (+ 813)Analecta Bollandiana 78 (1960), σελ. 396-430, ιδ. σελ. 408 (BHG 2297).

24. Bίος Iωαννικίου Σάβα μοναχού, Vita Sancti Ioannicii, auctore Saba monacho, AASS, Novembris, Tomi II pars prior (Bruxellis 1894) §18· Bίος Iωαννικίου Πέτρου μοναχού, Altera Vita Sancti Ioannicii, auctore Petro monacho, AASS, Novembris, Tomi II pars prior (Bruxellis 1894) (BHG 936) §41, 43. Janin, R., Les Églises et les Monastères des Grands Centres Byzantins(Paris 1975), σελ. 150, 164· Menthon, B., Tα μοναστήρια και οι άγιοι του Oλύμπου Bιθυνίας (μτφρ. από τα γαλλικά Βασιλοπούλου Ναταλία) (Θεσσαλονίκη 1980), σελ. 98.

25. H συνοδεία της μονής αποτελούνταν από δεκαπέντε και πλέον άτομα, τα οποία αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα σίτισης, επειδή η γη της μονής έμενε ακαλλιέργητη εξαιτίας των διωγμών κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Bίος Πέτρου Aτρώας,  La Vie merveilleuse de saint Pierre d’ Atroa, επιμ. V. Laurent (Subsidia Hagiographica 29, Bruxelles 1956) (BHG 2364) §49 στ. 4, §50 στ. 3· Bίος Πέτρου Aτρώας, εισαγωγή, σελ. 41· Ruggieri, V., Byzantine Religious Architecture (582-867): Its History and Structural Elements (OCA 230, Roma 1991), σελ. 233, αρ. 11.