Παρχάρια του Πόντου

1. Παρχάρια και παρχάρεμα

Τα παρχάρια βρίσκονταν σε ψηλά σημεία των βουνών, ήταν προσήλια, διέθεταν αρκετό νερό και ήταν προφυλαγμένα από τους δυνατούς ανέμους. Επρόκειτο στην ουσία για λιβάδια όπου βοσκούσαν τα ζώα κατά τη διάρκεια των τριών θερινών μηνών. Το δικαίωμα βοσκής σε αυτά κατοχυρωνόταν χωριστά για κάθε κοινότητα και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι κοινότητες φιλονικούσαν μεταξύ τους για το δικαίωμα βοσκής. Το παρχάρεμα ήταν πρακτική κοινή για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους του Πόντου. Αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή περίοδο κατά την οποία εμφανίζεται ο τύπος αυτής της κτηνοτροφικής εργασίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή ανάγεται πολύ πριν από το 19ο αιώνα, εποχή στην οποία κυρίως αναφέρονται τα στοιχεία που έχουμε. Φαίνεται ότι η πρακτική αυτή ως μορφή οργανωμένης κτηνοτροφίας είναι παλαιότερη της άφιξης των ημινομαδικών τουρκομανικών φύλων στην περιοχή και ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια.1 Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα τα σημαντικότερα παρχάρια βρίσκονταν στα βουνά της Μούζενας, της Κρώμνης και της Ζυγάνας.

2. Ο χώρος και οι άνθρωποι

Ο χώρος όπου διαβίωναν οι άνθρωποι αποτελούνταν από διάσπαρτες καλύβες. Κάθε καλύβα είχε μια περιτοιχισμένη αυλή, στο χώρο της οποίας παρέμεναν τα ζώα τις ώρες που δε βοσκούσαν. Εκεί όπου τελείωναν τα καλύβια ή μια ομάδα καλυβιών υπήρχε άλλος ένας περιτοιχισμένος χώρος, στον οποίο παρέμεναν τα μικρά ζώα, και η καλύβα του τσοπάνη. Ο τσοπάνης προσλαμβανόταν από ένα ή περισσότερα χωριά (ανάλογα με τον αριθμό των ζώων) και η καλύβα στην οποία κατοικούσε ήταν κοινοτική. Ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη των μικρότερων ζώων, κυρίως των αιγοπροβάτων. Σε περίπτωση που κάποιος λύκος σκότωνε ένα ζώο, ο τσοπάνης ήταν υποχρεωμένος να προσκομίσει πειστήρια στον ιδιοκτήτη του προκειμένου να μην το χρεωθεί. Ωστόσο, είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει μικρή ποσότητα από το γάλα των προβάτων για να παρασκευάσει την «πουλαμά», ένα γαλακτοκομικό είδος φημισμένο για τη νοστιμιά του. Η βασική διαδικασία παραγωγής του ήταν το βράσιμο του γάλακτος μέχρι να πήξει. Ο τσοπάνης ήταν ο μοναδικός άντρας στο παρχάρι. Οι γυναίκες του παρχαριού (παρχάρτ’σες) έπρεπε να διεκπεραιώσουν το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών, από τις οποίες η σημαντικότερη ήταν η βοσκή των αγελάδων. Τις εργασίες συντόνιζαν οι παρχαρομάνες, δηλαδή οι πιο ηλικιωμένες. Πολλές γυναίκες, εκτός από τη βοσκή των δικών τους ζώων, αναλάμβαναν και τη βοσκή ζώων που ανήκαν σε γείτονες ή σε συντοπίτες τους. Ως αμοιβή για αυτή την εξυπηρέτηση έπαιρναν βούτυρο ή κάποιο άλλο γαλακτοκομικό προϊόν, η ποσότητα του οποίου ήταν καθορισμένη από την αρχή της περιόδου. Σε περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος, μια ομάδα γυναικών αναλάμβανε να κατεβάσει την ασθενή ή την τραυματία στο κοντινότερο χωριό ή να ειδοποιήσει τον πρακτικό γιατρό ενός κοντινού χωριού, ανάλογα με τη σοβαρότητα της περίπτωσης. Πολύ συχνά βοηθούσαν και οι ηλικιωμένες γυναίκες φτιάχνοντας ιατρικά παρασκευάσματα από βότανα. Οι γυναίκες διατηρούσαν επικοινωνία με τους συγγενείς τους μέσω συγχωριανών τους που ανέβαιναν στα παρχάρια προκειμένου να τις εφοδιάσουν με ψωμί και άλλα τρόφιμα. Αυτή την αποστολή την εκτελούσαν συνήθως νέες κοπέλες, οι οποίες κουβαλούσαν στην πλάτη τους όλα τα εφόδια. Τις περισσότερες φορές τις συνόδευε ως αρχηγός της αποστολής μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η τελευταία ουσιαστικά αναλάμβανε το ρόλο της οδηγού επειδή γνώριζε περισσότερο από κάθε άλλη τη διαδρομή και ποιες κινήσεις έπρεπε να γίνουν όταν η ομάδα επιχειρούσε να διανύσει δύσβατα σημεία. Όταν η ομάδα έφτανε στο παρχάρι, τα μέλη της τύχαιναν μεγάλης τιμής και περιποίησης από τις γυναίκες εκεί. Τον Αύγουστο κατέφθανε στα παρχάρια μεγάλος αριθμός επισκεπτών, κυρίως συγγενείς των γυναικών που εργάζονταν σε αυτά. Η παραμονή των επισκεπτών διαρκούσε λίγες μέρες και για τους περισσότερους είχε τη μορφή παραθερισμού, ενώ ταυτόχρονα βοηθούσαν τις ηλικιωμένες γυναίκες στις πιο ελαφριές εργασίες. Σε πολλά παρχάρια γίνονταν πανηγύρια προς το τέλος της περιόδου. Το πιο φημισμένο γινόταν στο ύψωμα Αεσέρ της οροσειράς Θήχης. Διαρκούσε τρεις μέρες και τελείωνε στις 15 Αυγούστου. Στο χώρο του πανηγυριού πολλές γυναίκες πουλούσαν τα προϊόντα που είχαν παρασκευάσει στα παρχάρια. Η ζωή στο βουνό ευνοούσε τη διάδοση δοξασιών σχετικά με την ύπαρξη νεράιδων (μαϊσσών), από τις οποίες η καθεμιά προστάτευε και ένα παρχάρι. Όταν τα παρχάρια ερήμωναν στο τέλος του καλοκαιριού, οι νεράιδες, σύμφωνα πάντα με αυτές τις δοξασίες, ήταν δυστυχισμένες και απαρηγόρητες. Με το τέλος της θερινής βοσκής, γύρω στα τέλη Αυγούστου, οι γυναίκες επέστρεφαν στα χωριά τους, όπου οι υπόλοιποι κάτοικοι τις υποδέχονταν πανηγυρικά. Με την αφορμή αυτή διοργανώνονταν γιορτές, στη διάρκεια των οποίων γινόταν διαγωνισμός ανάμεσα στις παρχαρομάνες για το καθαρότερο και πιο άσπρο γαλακτοκομικό προϊόν (βούτυρο, τυρί, γάλα). Η συμμετοχή μιας γυναίκας στη θερινή βοσκή διαμόρφωνε προϋποθέσεις καταξίωσής της στην τοπική κοινωνία.

3. Η οργάνωση των γυναικείων εργασιών

Η μετάβαση από το χωριό στο παρχάρι ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική. Οι γυναίκες κουβαλούσαν στην πλάτη όλα τα αναγκαία εφόδια: σύνεργα για την εργασία, στρώματα, σκεύη μαγειρικής, ξύλα κτλ. Η πορεία προς το παρχάρι γινόταν κάποτε περισσότερο κοπιαστική, όταν η διαδρομή δεν ήταν εύκολη. Σε πολλά σημεία οι ομάδες των γυναικών έπρεπε να περάσουν μέσα από χαράδρες χωρίς μονοπάτια ή αναβάσεις προς τις κορυφές των υψωμάτων. Η παραμονή στα παρχάρια διαρκούσε τους τρεις θερινούς μήνες. Οι γυναίκες ζούσαν συνήθως δέκα έως είκοσι μαζί, απομονωμένες και απασχολούμενες μόνο με τα ζώα τους. Καθημερινές ασχολίες ήταν το άρμεγμα, το βράσιμο του γάλακτος, το πήξιμο σε ξύγαλαν, το δρουβάνισμα, το τσιοκάρεμα, το πασκιτάν’ κτλ. Τη ροή των καθημερινών εργασιών συντόνιζαν οι παρχαρομάνες. Μολονότι οι τελευταίες ασχολούνταν περισσότερο με τις εργασίες οικιακού τύπου (καθάρισμα καλυβιών, μαγείρεμα, επίβλεψη μικρών παιδιών), ήταν εκείνες που προγραμμάτιζαν καθημερινά το χρόνο διάρκειας της βοσκής των ζώων (ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες), τον αριθμό των γυναικών που θα τα συνόδευαν στη βοσκή (ανάλογα με τον αριθμό των ζώων), το χώρο όπου θα πραγματοποιούνταν η βοσκή κτλ. Η γνώμη τους ήταν σεβαστή, λόγω της εμπειρίας που είχαν αποκομίσει στη διάρκεια πολλών ετών παραμονής στα παρχάρια. Εκτός από τη βοσκή των μεγάλων ζώων και όλες τις άλλες εργασίες, οι γυναίκες αναλάμβαναν και το άρμεγμα των μικρών ζώων που φύλαγαν οι τσοπάνηδες. Στην εργασία αυτή έπαιρναν μαζί και τα παιδιά τους, προκειμένου να τρέξουν ανάμεσα στο κοπάδι και να πιάσουν το ζώο που ήθελαν να αρμέξουν. Λόγω της πλούσιας βοσκής τα ζώα αύξαναν το βάρος τους, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τριπλασιάζονταν οι ποσότητες του παραγόμενου γάλακτος και βουτύρου. Η καθαρή και πλούσια διατροφή, όπως και το ήσυχο περιβάλλον, δυνάμωνε πολύ τα ζώα, γεγονός που αποδείκνυε η αλλαγή του τριχώματός τους, το οποίο γινόταν περισότερο γυαλιστερό.



1. Βλ. Bryer, A., “Rural Society in Matzouka”, στο Bryer, A. - Lowry, H. (επιμ.), Continuity and change in late Byzantine and early Ottoman Society (Birmigham - Washington D.C. 1986), σελ. 53-95.