Περγάμου Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

1. Ιστορία

Η ιστορία της μητροπόλεως Περγάμου διακρίνεται σε δύο φάσεις, τις οποίες χωρίζει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Στη μεσαιωνική φάση της η μητρόπολη Περγάμου ήταν ενεργή κατά την Ύστερη Βυζαντινή εποχή (13ος-αρχές 14ου αιώνα)· έκτοτε η συγκεκριμένη εκκλησιαστική διοίκηση εξέλιπε για αιώνες, έως το 1922. Η ανασύστασή της πάντως αποδείχτηκε εξαιρετικά βραχύβια λόγω της επελθούσας καταστροφής του μικρασιατικού Ελληνισμού.

Η επισκοπή της Περγάμου, μία από τις παλαιότερες της Μικράς Ασίας και μία από τις επτά που αναφέρονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, αποσπάστηκε από τη μητρόπολη Εφέσου και προβιβάστηκε σε μητρόπολη κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, κατά πάσα πιθανότητα στη διάρκεια του 13ου αιώνα.1 Εξέλιπε όμως σύντομα λόγω της τουρκικής κατάκτησης της περιοχής, που συντελέστηκε στη δεκαετία 1310-1320, και της μείωσης του χριστιανικού πληθυσμού που τη συνόδευσε. Στη συνέχεια και για όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, ο χώρος της άλλοτε επαρχίας της Περγάμου αποτέλεσε τμήμα της επαρχίας της μητροπόλεως Εφέσου.

Η μητρόπολη Εφέσου ήταν κατά την Οθωμανική περίοδο μία από τις πλέον εκτεταμένες του μικρασιατικού χώρου καλύπτοντας έως και το 18ο αιώνα το σύνολο των δυτικών παραλιακών περιοχών, από την Καρία έως και την Αιολίδα, με την εξαίρεση της Σμύρνης και των περιχώρων της που εξακολουθούσε να συγκροτείται εκκλησιαστικά σε ίδια μητρόπολη. Το πρώτο στάδιο ανάδειξης της εκκλησιαστικής αυτονόμησης της περιοχής συντελέστηκε το 19ο αιώνα, όταν η επαρχία Εφέσου, από την οποία είχαν ήδη αρχίσει να αποσπώνται τμήματα, με τη μορφή των επισκοπών και αργότερα μητροπόλεων Ηλιουπόλεως και Θυατείρων, Κρήνης και Ανέων, διακρίθηκε επίσημα στα τρία μητροπολιτικά διαμερίσματα Μαγνησίας, Κορδελιού και Κυδωνιών. Το πρώτο διοικούνταν απευθείας από το μητροπολίτη και τα άλλα δύο από αρχιερατικό επίτροπο, άτυπα γνωστό ως «επίσκοπο».

Το αίτημα για την κατάτμηση των παλαιών εκτεταμένων εκκλησιαστικών επαρχιών και την ίδρυση κατά τόπους νέων συνδέεται με τη συνεχή και έντονη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δημογραφική ανάπτυξη του ελληνορθόδοξου στοιχείου στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Συνδέεται επίσης με την ανάγκη ουσιαστικότερης εκπροσώπησης των κοινοτήτων στην επαρχιακή διοίκηση, αφού μετά την ολοκλήρωση των σχετικών μεταρρυθμίσεων το 1864 οι μητροπολίτες συνιστούσαν τον ανώτερο φορέα εκπροσώπησης των χριστιανικών μιλλέτ.2 Μετά τη ρήξη που επήλθε στις σχέσεις της κοινότητας των Κυδωνιών (Αϊβαλί) με το μητροπολίτη Εφέσου και οδήγησε στην ίδρυση εκεί μητρόπολης το 1908,3 γεγονός το οποίο μπορεί να ερμηνευτεί μέσα στα παραπάνω συμφραζόμενα, το υπόλοιπο τμήμα του μητροπολιτικού διαμερίσματος Κυδωνιών εξακολούθησε να αποτελεί τμήμα της επαρχίας Εφέσου, με την έδρα του να μεταφέρεται στην Πέργαμο ήδη από το 1905.

Η επόμενη και τελευταία κατάτμηση της επαρχίας Εφέσου πραγματοποιήθηκε μόλις το 1922 με την ίδρυση των μητροπόλεων Περγάμου και Βρυούλων (Βουρλών). Στην πρώτη περίπτωση, η ίδρυση της μητροπόλεως Περγάμου συνιστούσε την αυτονόμηση του ομώνυμου διαμερίσματος της επαρχίας Εφέσου, όπως είχε διαμορφωθεί αυτό μετά την απόσπαση των Κυδωνιών. Η ίδρυση των δύο τελευταίων μητροπόλεων συνδέεται φυσικά με το πλαίσιο της ελληνικής διοίκησης στη Μικρά Ασία. Η περαιτέρω αναβάθμιση της εκκλησιαστικής διοίκησης στην ελληνική ζώνη συνιστά περίπου αυτονόητη πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επιπλέον, η ίδρυση των δύο μητροπόλεων μπορεί να σχετίζεται και με ζητήματα υψηλής πολιτικής, να συνδέεται δηλαδή και με τις επιδιώξεις του Πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη για την προώθηση των σχεδίων και της επιρροής της Μικρασιατικής Άμυνας. Η όποια όμως εξέλιξη των πραγμάτων επρόκειτο να επέλθει με την ίδρυση των δύο νέων μητροπόλεων κατέστη εκ των πραγμάτων θνησιγενής, αφού ταχύτατα επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή.

2. Γεωγραφικός χώρος και δημογραφική κατάσταση

Ο χώρος τον οποίο καταλάμβανε η σύγχρονη μητρόπολη Περγάμου πρέπει χονδρικά να ταυτίζεται με αυτόν της μεσαιωνικής. Με γεωγραφικούς όρους, το αρχιερατικό διαμέρισμα και στη συνέχεια η μητρόπολη Περγάμου εκτεινόταν στο σύνολο της ιστορικής Αιολίδας και σε μικρό μέρος της Λυδίας, με την εξαίρεση των Κυδωνιών και των λίγων ακόμη οικισμών της περιφέρειάς τους που συγκρότησαν το 1908 μητρόπολη. Από διοικητικής πλευράς η εδαφική αρμοδιότητα της μητρόπολης εκτεινόταν στους καζάδες Περγάμου, Αδραμυττίου, Κεμέρ και σε μερικά χωριά του καζά Μαγνησίας. Συνολικά καταγράφονται 33 κοινότητες ελληνορθόδοξων.4 Σύμφωνα με στοιχεία που παρείχε ο Σύλλογος Μικρασιατών «Ανατολή» για το έτος 1905, ο χώρος που κατόπιν ενσωματώθηκε στο αρχιερατικό διαμέρισμα και στη μητρόπολη Περγάμου κατοικούνταν τότε από 32.930 ελληνορθόδοξους με 23 ενοριακούς ναούς και 31 ιερείς.5 Αρκετά κοντά στον προηγούμενο αριθμό βρίσκεται και ο υπολογισμός από την Αναγνωστοπούλου του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της περιφέρειας ο οποίος ενσωματώθηκε στη μητρόπολη Περγάμου, που συνολικά ανέρχεται σε 31.420 κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, και οπωσδήποτε πριν από την έναρξη των διωγμών. Πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ντόπιο, γενικά έλκει την καταγωγή του από τη Λέσβο, άλλα νησιά του Αιγαίου και την Πελοπόννησο, και διογκώθηκε κυρίως κατά το 19ο αιώνα.6




1. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Παρίσι 1981), σελ. 416.

2. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919: οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 320-325.

3. Σακκάρης, Γ. Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 192-195· Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών. Από της Ιδρύσεώς των μέχρι της Αποκαταστάσεως των Προσφύγων εις το Ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος (Αθήναι 1949-50), τομ. Α΄, σελ. 46, τομ. Β΄, σελ. 194-195, 198.

4. Ιορδανίδης, Κ.Σ., «Οι εγκαταλειφθέντες εν Τουρκία των 1922 ελληνικοί οικισμοί», Αρχείον Πόντου 34 (1977-1978), σελ. 98.

5. Ξενοφάνης 2 (1905), σελ. 474-477.

6. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. - 1919: οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), Πίνακας του ρωμέικου πληθυσμού των πόλεων και χωριών του βιλαγιέτ του Αϊδινίου, Καζάς Περγάμου, Καζάς Μαγνησίας, Πίνακας του ρωμέικου πληθυσμού των πόλεων και χωριών του Β. τμήματος των δυτικών παραλίων, Καζάς Κεμέρ, Καζάδες Αϊβαλιού και Εντρεμίτ.