Πόλεμοι Κωνσταντίνου - Λικίνιου, 314 και 323 μ.Χ.

1. Οι εμφύλιες διαμάχες μετά το θάνατο του Γαλέριου

Η πορεία του Κωνσταντίνου προς τον αυτοκρατορικό θρόνο και την επαναδημιουργία μιας μονοκρατορίας, μετά την περίοδο της τετραρχίας που είχε καθιερώσει ο Διοκλητιανός (284-305), ήταν επίπονη και αιματηρή. Η περίοδος μετά το θάνατο του Γαλέριου, διαδόχου του Διοκλητιανού, σηματοδοτήθηκε από μια σειρά εμφύλιων πολέμων με σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας. Ο Κωνσταντίνος, που είχε διαδεχθεί σχεδόν πραξικοπηματικά τον πατέρα του, τον καίσαρα Κωνστάντιο Χλωρό, ως διοικητής της Βρετανίας το 306,1 φρόντισε να συνάψει οικογενειακούς δεσμούς με τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό2 και το γιο του Μαξέντιο, αφού παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την κόρη του πρώτου, τη Φαύστα. Μετά το θάνατο του Γαλέριου το 311, απέμειναν τρεις υποψήφιοι για το θρόνο: ο Βαλέριος Λικινιανός ή αλλιώς Λικίνιοςτον οποίο ο Γαλέριος είχε διορίσει συμβασιλέα του και διοικητή της Ιλλυρίας, της Θράκης και των παραδουνάβιων επαρχιών–, ο ανιψιός του Γαλέριου Μαξιμίνος Δάια –τον οποίο ο θείος του τον είχε διορίσει καίσαρα το 305 και ήταν διοικητής του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας– και ο Κωνσταντίνος. Ωστόσο βλέψεις στο θρόνο είχε και ο Μαξέντιος, ο οποίος δικαίως ίσως θεωρούσε τον εαυτό του παραγκωνισμένο.3 Με το θάνατο του Μαξιμιανού, ο Μαξέντιος στράφηκε ανοιχτά εναντίον του Κωνσταντίνου, τον οποίο κατηγόρησε ως δολοφόνο και επαναστάτη, διατάσσοντας τη διαγραφή του ονόματός του από όλες τις επιγραφές τουλάχιστον της Ιταλίας.

Για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το Μαξέντιο, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να πάρει με το μέρος του το Λικίνιο, αφού τα εδάφη που είχε καταλάβει ο Μαξέντιος ανήκαν τυπικά σε εκείνον, όμως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει το σφετεριστή, γιατί ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με την αποστασία του Μαξιμίνου Δάια. Η συμφωνία Κωνσταντίνου και Λικίνιου σφραγίστηκε με έναν αρραβώνα, αυτόν του Λικίνιου με την ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου, την Κωνσταντία.

Έπειτα από μια νικηφόρα πορεία στα ιταλικά εδάφη, ο Κωνσταντίνος συγκρούστηκε τελικά με το Μαξέντιο στις 28 Φεβρουαρίου 312 στη Μιλβία Γέφυρα, λίγο έξω από τη Ρώμη. Λίγο πριν από την αποφασιστική αυτή μάχη ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμα του «εν τούτω νίκα», που θεωρείται ότι υπήρξε το έναυσμα της θρησκευτικής του μεταστροφής προς το χριστιανισμό.4 Μετά τη μάχη και το θάνατο του Μαξέντιου, ο Κωνσταντίνος έμενε μόνος κυρίαρχος στην Ευρώπη, αν και τα ιταλικά εδάφη, τα οποία είχε απελευθερώσει από το σφετεριστή, ανήκαν ουσιαστικά στο Λικίνιο.

2. Η συμβασιλεία Κωνσταντίνου και Λικίνιου

Οι δύο αύγουστοι φαινόταν αρχικά να έχουν καλές σχέσεις, παρά τη συμφωνία Λικίνιου και Μαξιμίνου το 312 στο Βόσπορο, ο τελευταίος εξακολουθούσε να νέμεται τις ανατολικές επαρχίες, να προβαίνει σε διωγμούς εναντίον των χριστιανών και να φέρεται βίαια στους υπηκόους. Την άνοιξη του 312, ο Μαξιμίνος έσπασε τη συμφωνία αυτή, πέρασε το Βόσπορο και κατέλαβε το Βυζάντιο και τις γύρω περιοχές. Ο Λικίνιος, που την περίοδο αυτή συζητούσε με τον Κωνσταντίνο την έκδοση ενός διατάγματος ανεξιθρησκίας, κινήθηκε ταχύτατα εναντίον του και τον συνέτριψε. Στη συνέχεια μπήκε θριαμβευτικά στη Νικομήδεια και, στις 13 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, εξέδωσε το διάταγμα ανεξιθρησκίας, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους χριστιανούς να δημοσιοποιήσουν την πίστη τους. Το διάταγμα έχει μείνει γνωστό στην ιστορία ως «διάταγμα του Μεδιολάνου» (Μιλάνου), αφού εκεί είχε διαμορφωθεί το περιεχόμενό του από τον Κωνσταντίνο και το Λικίνιο.5 Ο Λικίνιος είχε έτσι στην εξουσία του ολόκληρο το ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας. Προκειμένου να εξαλείψει κάθε εστία αντίστασης από τους οπαδούς του Μαξιμίνου, επέβαλε καθεστώς τρομοκρατίας, εκτελώντας υπουργούς του σφετεριστή προκατόχου του, αλλά και μέλη της οικογένειάς του. Δε σεβάστηκε ούτε τη χήρα του Γαλέριου και κόρη του Διοκλητιανού, τη Βαλέρια, και τη μητέρα της, την Πρίσκα, που εκτελέστηκαν.

3. Η πρώτη σύγκρουση

Όταν ισχυροποίησε την εξουσία του στην Ανατολή, ο Λικίνιος άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του Κωνσταντίνου. Η συνωμοσία του αποκαλύφθηκε, ο Κωνσταντίνος όμως απέφυγε να λάβει περαιτέρω μέτρα. Στις αρχές του καλοκαιριού του 314, ο Λικίνιος προέβη σε μια ακόμη προκλητική ενέργεια εναντίον του ομολόγου του: Διέταξε να καταστραφούν όλα τα αγάλματα του Κωνσταντίνου στην Αιμόνα (σημ. Λιουμπλιάνα), πόλη που βρισκόταν ακριβώς στο δυτικό σύνορο της επικράτειάς του. Ο Κωνσταντίνος θεώρησε την πρόκληση ως κήρυξη πολέμου και επέστρεψε από τη Γαλατία όπου βρισκόταν, με όλο το στράτευμά του. Η ένοπλη σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στο Κίβαλις, στην κοιλάδα του Σάρου, στις 8 Οκτωβρίου.6 Ο Κωνσταντίνος νίκησε και ανάγκασε το Λικίνιο να συνθηκολογήσει και να του παραχωρήσει όλες τις βαλκανικές κτήσεις του, αναγνώρισε όμως την κυριαρχία του στην Ασία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Φοβούμενος και νέα πρόκληση από το Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσά του ανατολικά, από το Σίρμιο στη Σαρδική (σημ. Σόφια).

4. Η δεύτερη σύγκρουση

Για μερικά χρόνια επικρατούσε ευαίσθητη ισορροπία στις σχέσεις των δύο αυτοκρατόρων. Το 320 όμως ο Λικίνιος επέδειξε και πάλι προκλητική συμπεριφορά. Παρά το διάταγμα ανεξιθρησκίας που είχε συνυπογράψει με τον Κωνσταντίνο, πήρε αντιχριστιανικά μέτρα, καταργώντας τις συνόδους στην περιοχή της επικράτειάς του και απομακρύνοντας κληρικούς και επισκόπους από τις θέσεις τους. Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν καίρια: Καταργώντας την παράδοση της ανακήρυξης ενός υπάτου από την Ανατολή και ενός από τη Δύση, ανακήρυξε υπάτους για το 320 τον εαυτό του και τον πρωτότοκο γιο του Κρίσπο, ενώ την επόμενη χρονιά έχρισε υπάτους τους δύο γιους του, τον Κρίσπο και τον ανήλικο ακόμη Κωνστάντιο. Ταυτόχρονα διέταξε την κατασκευή ενός τεράστιου πολεμικού στόλου, τον οποίο σκόπευε να χρησιμοποιήσει εναντίον του αντιπάλου του. Ο Λικίνιος, από την άλλη μεριά, ετοίμασε και αυτός το στρατό και το στόλο του. Ωστόσο, μέχρι το 322, οι δύο αντίπαλοι ανέμεναν το έναυσμα για την έναρξη των εχθροπραξιών.

Η αφορμή δόθηκε όταν ο Κωνσταντίνος, στη διάρκεια μιας εκστρατείας του εναντίον των Σαρματών, οδήγησε τα στρατεύματά του στη Θράκη. Ο Λικίνιος έσπευσε να τον αντιμετωπίσει με μεγάλο στράτευμα, αποτελούμενο κυρίως από κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Συρίας. Η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε έξω από την Αδριανούπολη στις 3 Ιουλίου 323. Παρά την ήττα του, ο Λικίνιος οχυρώθηκε στο Βυζάντιο και κήρυξε τον αντίπαλό του έκπτωτο. Ο Κωνσταντίνος περίμενε υπομονετικά στην Αδριανούπολη να έρθει ο στόλος του. Η επόμενη φάση του πολέμου διαδραματίστηκε στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής το γιο του Κρίσπο, έπειτα από διήμερη ναυμαχία, κατατρόπωσε το στόλο του Λικίνιου με επικεφαλής τον Άβαντο και κατευθύνθηκε προς το Βυζάντιο. Ο Λικίνιος, έντρομος, διέσχισε το Βόσπορο και πέρασε στην ασιατική ακτή. Ο Κωνσταντίνος τον καταδίωξε και στις 18 Σεπτεμβρίου πέτυχε κι άλλη μεγάλη νίκη στη Χρυσούπολη (σημ.
Üsküdar). Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του, τη Νικομήδεια. Καθώς όμως διαφαινόταν η ολοκληρωτική νίκη του Κωνσταντίνου, η γυναίκα του Λικίνιου τον έπεισε να παραδοθεί. Πήγε μάλιστα η ίδια στον ετεροθαλή αδελφό της, για να μεσολαβήσει για τους όρους της παράδοσης. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε την παράδοση του αντιπάλου του και εξόρισε τον ίδιο στη Θεσσαλονίκη και τον πρωθυπουργό του Μάρκο Μαρτιανό, στον οποίο ο Λικίνιος είχε δώσει τον τίτλο του αυγούστου, στην Καππαδοκία.

Ο σεβασμός του Κωνσταντίνου όμως διήρκεσε μόνο μερικούς μήνες. Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι δύο άντρες εκτελέστηκαν λίγο καιρό αργότερα.




1. Για την ακρίβεια, το στράτευμα ήταν εκείνο που αναγόρευσε τον Κωνσταντίνο καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε την αναγόρευση και την κοινοποίησε στο Γαλέριο, που δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος, απέφυγε ωστόσο να λάβει μέτρα εναντίον ενός τόσο δημοφιλούς αξιωματούχου. Κατά την εξαετή θητεία του στη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος έγινε γνωστός για τον άτεγκτο χαρακτήρα του, που άλλοτε γινόταν παράδειγμα ηθικής και άλλοτε έφτανε έως τη θηριωδία, προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη και η ρωμαϊκή εξουσία.

2. Ο Μαξιμιανός, κατά προτροπή του συναυτοκράτορά του Διοκλητιανού, είχε παραιτηθεί το 305, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα ανακάλεσε την παραίτησή του και ξαναπέρασε στην πολιτική αρένα.

3. Ο πατέρας του Μαξέντιου, ο Μαξιμιανός, αυτοκτόνησε το 311, ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθειά του να στρέψει τις λεγεώνες της Γαλατίας εναντίον του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος είχε φροντίσει ωστόσο από το 306 να πάρει τον τίτλο του πρίγκιπα των Ρωμαίων, διατηρώντας έτσι μια πρωτοκαθεδρία στο χώρο της Ιταλίας τουλάχιστον.

4. Για το όραμα του σταυρού και τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό βλ. Ευσ., Εκκλ. Ιστ., Ι. 26-27 και Lactantius, De Morte Persecutoribus, 44. Βλ. επίσης Nicholson, O., “Constantine’s Vision of the Cross”, Vigiliae Christianae 54:3 (2000), σελ. 309-323.

5. Για το διάταγμα της ανεξιθρησκίας βλ. Ευσ., Εκκλ. Ιστ., 10.5 και Lactantius, De Morte Persecutoribus, 48. Βλ. επίσης γενικά MacMullen, R., Christianising the Roman Empire (New Haven 1984) και Barnes, T.D., Constantine and Eusebius (Cambridge Mass. 1981).  

6. Βλ. Alföldi, M.R., “Die Niederemmeler 'Kaiserfibel': Zum Datum des ersten Krieges zwischen Konstantin und Licinius”, BJ 176 (1976), σελ. 183-200· Di Maio, M. – Zeuge, J. – Bethune, J., “The Proelium Cibalense et Proelium Campi Ardiensis: The First Civil War of Constantine I and Licinius I”, Ancient World 21 (1990), σελ. 67-91.