Προκοννήσου Μητρόπολις

1. Γενικά ιστορικά

Η συμπερίληψη του χώρου των νησιών της Προποντίδας σε μια ιστορική διαπραγμάτευση με αντικείμενο τη Μικρά Ασία προκύπτει μέσα από το νοητικό πλαίσιο συγκρότησης του μικρασιατικού ελληνισμού ως ιστοριογραφικού αντικειμένου. Τα νησιά αυτά μπορούν να θεωρηθούν μέρος του μικρασιατικού χώρου, κυρίως λόγω του συμβατικού κριτηρίου της κοινής ιστορικής τύχης του εκεί ελληνικού πληθυσμού με το σύνολο των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, που οριοθετείται από την εμπειρία της βίαιης μετοικεσίας του 1922-1923, και όχι τόσο από αντικειμενικά ιστορικά και γεωγραφικά κριτήρια. Δε λείπουν βέβαια η επικοινωνία και ορισμένα κοινά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά ανάμεσα στα νησιά και στον εγγύτερο σε αυτά παράλιο χώρο της καθαυτό μικρασιατικής χώρας, ιδίως στην Κυζικηνή χερσόνησο.

Ήδη από τη Βυζαντινή εποχή το νησιωτικό σύμπλεγμα της Προποντίδας υπαγόταν σε ιδιαίτερη εκκλησιαστική αρχή, την αρχιεπισκοπή Προκοννήσου (ή Προικοννήσου), που ενσωμάτωνε την ομώνυμη και μεγαλύτερη νήσο του συμπλέγματος (περισσότερο γνωστή με τη λαϊκή ονομασία Μαρμαράς), καθώς και τα παρακείμενα νησιά Κούταλη, Αλώνη και Αφυσσία. Η οθωμανική κατάκτηση δε φαίνεται να επηρέασε την ιστορική συνέχεια της παραπάνω εκκλησιαστικής επαρχίας. Η σχετική ασφάλεια που παρείχε το θαλάσσιο σύνορο εξασφάλισε την επιβίωση του χριστιανικού στοιχείου στα νησιά αυτά χωρίς σημαντική φθορά, κατά τη φάση της κατάκτησης, και στη συνέχεια αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα απέναντι στις εθνοθρησκευτικές μεταβολές που παρατηρούνται στον ηπειρωτικό χώρο (εξισλαμισμοί, εγκατάσταση μουσουλμανικού πληθυσμού).

Μια πρώτη ένδειξη της συγκριτικά ευμενέστερης κατάστασης στην οποία βρισκόταν η επαρχία Προκοννήσου σε σχέση με τις επαρχίες του κυρίως μικρασιατικού χώρου προέρχεται από το 14ο αιώνα, την εποχή της μεγάλης κρίσης και αποδιάρθρωσης της Εκκλησίας στην Ανατολή. Όταν με συνοδική απόφαση του 1324 καθορίστηκε η ετήσια εισφορά των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχών στο Πατριαρχείο, η αρχιεπισκοπή Προκοννήσου θεωρήθηκε σχετικά εύρωστη ώστε να εισφέρει το ποσό των 72 υπερπύρων, σε μία φάση κατά την οποία καμία μητρόπολη του μικρασιατικού χώρου δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στην κατάσταση εισφορών, πλην της μητροπόλεως Κυζίκου (εισφορά 200 υπερπύρων) και της αρχιεπισκοπής Λοπαδίου (εισφορά 24 υπερπύρων).1

Έκτοτε, η αρχιεπισκοπή της Προκοννήσου δε φαίνεται να υπέστη την προβληματική κατάσταση που γενικά χαρακτήριζε τις εκκλησιαστικές διοικήσεις του μικρασιατικού χώρου μέχρι το 17ο αιώνα σε σχέση με την ενεργή λειτουργία τους και την τακτική παρουσία αρχιερέα. Αυτή καταγράφηκε στην επισκοπική λίστα του 15ου-16ου αιώνα, στην πρώτη θέση τάξεως μεταξύ των αρχιεπισκοπών,2 όχι όμως και στα πατριαρχικά μπεράτια των ετών 1483 και 1525.3 Η απουσία αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπόθεση της ανενεργής διοίκησης σε αναλογία με την τότε δεδομένη κατάσταση πολλών μικρασιατικών επαρχιών, έρχεται όμως σε αντίθεση με το ειδικότερο ιστορικό πλαίσιο σε σχέση με το Μαρμαρά και τα άλλα νησιά της Προποντίδας (σταθερή παρουσία χριστιανικού πληθυσμού που επαρκούσε για τη συντήρηση της αρχιεπισκοπής). Η απουσία σχετικής αναφοράς στα δύο μπεράτιαμπορεί να ερμηνευτεί μέσα από την ανάλυση των εγγράφων ως προς το θεσμικό τους περιεχόμενο. Η ανάδειξη της ορθόδοξης Εκκλησίας σε θεσμό του Οθωμανικού Κράτους επέφερε την αντίστοιχη θεσμική ενσωμάτωση των εκκλησιαστικών οφφικίων. Όπως προκύπτει από το κείμενο των μπερατιών, σεαυτά υιοθετήθηκε η ιεραρχική διάκριση των εκκλησιαστικών διοικήσεων σε μητροπόλεις, αρχιεπισκοπές και επισκοπές, και είναι σαφές ότι αυτά αφορούν μόνο τις πρώτες. Η απουσία καταγραφής κάθε άλλης επισκοπής, ακόμα και αρχιεπισκοπής, όχι μόνο του μικρασιατικού χώρου αλλά από το σύνολο της οθωμανικής επικράτειας, εξηγεί την μη αναφορά της αρχιεπισκοπής Προκοννήσου στα δύο αυτά έγγραφα. Η εκκλησιαστική διοίκηση Προκοννήσου καταγράφηκε στο μεταγενέστερο μπεράτι του 1662,4 στο οποίο συμπεριλήφθηκαν και οι αρχιεπισκοπές, και στη συνέχεια η καταγραφή της ήταν σταθερή στη σειρά μεταγενέστερων μπερατιώνκαι συνταγματίων.

Η προαγωγή της αρχιεπισκοπής Προκοννήσου σε μητρόπολη το 1823 ήρθε ως φυσικό επακόλουθο της μακραίωνης αυτόνομης υπό τον Πατριάρχη υπόστασής της ως εκκλησιαστικής επαρχίας. Η σχετικά μεγάλη καθυστέρηση της προαγωγής αυτής μπορεί πιθανότατα να εξηγηθεί ως απόρροια του σχετικά μικρού ποιμνίου της επαρχίας.

Από τα μέσα του 17ου αιώνα έδρα της αρχιεπισκοπής υπήρξε η νήσος Αλώνη, ενώ το 1900 μεταφέρθηκε στην κωμόπολη του Μαρμαρά, επί της ομώνυμης νήσου, ύστερα από απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Υπήρξε όμως και πρόβλεψη για τη δυνατότητα παραμονής του μητροπολίτη στην παλαιά έδρα του κατά το ήμισυ του έτους5. Το φαινόμενο της εκ παραλλήλου χρήσης αρχιερατικών εδρών, που παρατηρείται και σε άλλες εκκλησιαστικές επαρχίες, στην περίπτωση της Προκοννήσου μπορεί να εξηγηθεί αφενός από την ιδιαιτερότητα του νησιωτικού περιβάλλοντος, αφετέρου από το καθεστώς διοικητικής εκπροσώπησης του χριστιανικού πληθυσμού που επέβαλε τη σταθερότερη παρουσία του μητροπολίτη, ως ανώτερου εκπροσώπου των κοινοτήτων, στην έδρα πολιτικής διοίκησης της περιοχής, η οποία στο επίπεδο των παραπάνω νησιών ήταν ιδιαίτερα χαμηλόβαθμη (τα νησιά χωρίζονταν σε δύο ναχιχέδιες του καζά της Αρτάκης με έδρες το Μαρμαρά και την Κούταλη αντίστοιχα).6

Η γεωγραφική ιδιαιτερότητα του νησιωτικού συμπλέγματος και η σταθερή παρουσία χριστιανικού πληθυσμού συντέλεσαν στην επιβίωση της εκκλησιαστικής διοίκησης της Προκοννήσου, ιδίως κατά τη «δύσκολη» περίοδο του 15ου-17ου αιώνα, το μικρό όμως μέγεθος του ποιμνίου και η περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη του χώρου είχαν αποτέλεσμα τη σχετική ένδεια της εκκλησιαστικής αρχής, στην οποία αναφέρονται σποραδικές μαρτυρίες από το 17ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα.7 Η παραγωγή μαρμάρου, η κυριότερη οικονομική δραστηριότητα στο παρελθόν, στην οποία μάλιστα οφείλεται και η μετονομασία της Προκοννήσου σε Μαρμαρά, είχε παρακμάσει κατά την Οθωμανική περίοδο και ουσιαστικές οικονομικές δραστηριότητες του πληθυσμού των νησιών παρέμεναν η γεωργία και κυρίως η αλιεία.8 Η απομόνωση του νησιωτικού περιβάλλοντος είχε συντελέσει στην ίδρυση αριθμού μοναστηριών, τα οποία μάλιστα βρίσκονταν σε συνεχή διένεξη με την αρχιεπισκοπή, κατόπιν μητρόπολη, λόγω των απαιτήσεων της τελευταίας για την είσπραξη χρηματικών εισφορών. Οι εισφορές των μονών που παρέμεναν κάτω από την κανονική αρμοδιότητα του αρχιερέα Προκοννήσου ανέρχονταν σε υψηλό ποσοστό των εσόδων της επαρχίας. Σε καταγραφή των εσόδων της μητρόπολης του 1842 το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 13.506 γρόσια, από τα οποία τα 10.076 προέρχονται από τα χωριά και τα υπόλοιπα 3.430 από μονές και μετόχια.9 Πάγια όμως πολιτική των μονών ήταν η προσπάθεια απαλλαγής από τις εισφορές αυτές, το οποίο η μονή του Αγίου Ερμολάου είχε επιτύχει από το 17ο αιώνα. Σύμφωνα με συνοδική απόφαση του 1678: «Απαλλάσσεται από κάθε χρηματική καταβολή –και προς αυτόν ακόμη τον αρχιεπίσκοπο Προικοννήσου– η μονή του Αγίου Ερμολάου στην Προικόννησο, επειδή οι μοναχοί της βρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος ερημώσεως της μονής».10

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε ο Σύλλογος Μικρασιατών «Ανατολή» και αναφέρονται στην περίοδο των πρώτων ετών του 20ού αιώνα, οι 21.367 ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του χώρου αρμοδιότητας της μητρόπολης Προκοννήσου καλύπτονταν εκκλησιαστικά από 26 ενοριακούς ναούς και 33 ιερείς.11 Το σύνολο των ιερέων χαρακτηρίζονται ως απαίδευτοι, ενώ ο αριθμός των 15 σχολείων που λειτουργούσαν μπορεί να θεωρηθεί μάλλον ανεπαρκής. Σε μερικούς οικισμούς μάλιστα δεν υπήρχε καν σχολείο, δεδομένο που σε συνδυασμό με τα παραπάνω αντικατοπτρίζει τα μάλλον πενιχρά οικονομικά μέσα της μητρόπολης.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η χριστιανική κοινότητα της Προκοννήσου δέχτηκε το πρώτο σοβαρό πλήγμα. Το καλοκαίρι του 1915 οι κάτοικοι των νήσων Μαρμαρά, Αλώνης και Κουτάλης εκδιώχθηκαν βίαια, αφού κατηγορήθηκαν από τις οθωμανικές αρχές ότι τροφοδοτούσαν τα συμμαχικά υποβρύχια στην Προποντίδα. Παραδίδεται ότι: «…ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός ανερχόμενος κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς σε 26.000 ψυχάς εγκατέλειπεν εντός προθεσμίας ωρών υπό τας επιταγάς ανηκούστου βίας τα πάτρια εδάφη και δι’ ειδικών ατμοπλοίων μετεφέρετο εις Πάνορμον, εκείθεν δε διεσκορπίζετο εις τας παρά τον αρχαίον Ρύνδακον ποταμόν πόλεις και χωρία Κερμαστήν, Μιχαλήτσιον, Απολλωνιάδα».12 Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία τα θύματα του διωγμού ανέρχονται σε περίπου 5.000. Κατά την περίοδο 1919-1922, όταν τα νησιά του Μαρμαρά τέθηκαν κάτω από τη διοίκηση των δυνάμεων της Αντάντ ως τμήμα της ζώνης των Στενών, σημειώθηκε επιστροφή του εκτοπισμένου πληθυσμού και σχετική ανάκαμψη της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας του ελληνικού στοιχείου, η οποία όμως διακόπηκε απότομα το Σεπτέμβριο του 1922. Την υπογραφή της συμφωνίας των Μουδανιών ακολούθησε η εκκένωση του ελληνικού πληθυσμού,13 γεγονός που σήμανε και την απενεργοποίηση της μητρόπολης Προκοννήσου.

2. Χώρος αρμοδιότητας και δημογραφική κατάσταση

Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι η εκκλησιαστική επαρχία Προκοννήσου, πλην του ομώνυμου, μεγαλύτερου και πιο πολυπληθούς νησιού (Προκόννησος ή Μαρμαράς), περιλάμβανε ήδη από τη Mεσαιωνική εποχή και τα υπόλοιπα κοντινά νησιά. Τουλάχιστον για τα νησιά Αλώνη και Κούταλη η ενσωμάτωσή τους μαρτυρείται ήδη από το 17ο αιώνα.14 Στο νησί της Αλώνης μάλιστα βρισκόταν και η έδρα της επαρχίας μέχρι το 1900. Κατά την όψιμη Οθωμανική περίοδο (19ος-αρχές 20ού αιώνα) ο γεωγραφικός χώρος αρμοδιότητας της μητρόπολης καταγράφεται με σαφήνεια και συνίσταται από τα τέσσερα νησιά του συμπλέγματος, Προκόννησο (Μαρμαρά), Αλώνη, Κούταλη, Αφυσσιά, τα δύο πρώτα με περισσότερους από έναν οικισμούς. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού των νησιών ήταν ελληνική και μόνο στο Μαρμαρά υφίστατο τουρκικό στοιχείο (στις αρχές του 20ού αιώνα μαρτυρείται η παρουσία και εβραϊκού πληθυσμού).

Καταγραφή που προέρχεται από το Σύλλογο Μικρασιατών «Ανατολή» και αναφέρεται στα δεδομένα των πρώτων ετών του 20ού αιώνα (βλ. βοηθητικό κατάλογο), ανεβάζει τον ελληνικό πληθυσμό της επαρχίας Προκοννήσου σε 21.367.15 Άλλη μαρτυρία που αναφέρεται στη χρονική φάση πριν από την έναρξη των διωγμών του 1915 τον ανεβάζει σε περίπου 26.000, απ’ τους οποίους οι 5.000 καταγράφονται ως απώλειες του διωγμού που ακολούθησε.16 Ο Κοντογιάννης τέλος, αναφερόμενος στα δεδομένα του 1921, μιλάει για συνολικό αριθμό 17.500 ελληνορθoδόξων (οι 1.200 κάτοικοι του χωριού Αφθόνη του Μαρμαρά περιγράφονται ως αλβανόφωνοι) έναντι 1.370 Μουσουλμάνων και 200 Εβραίων.17

3. Αποτίμηση

Η αρχιεπισκοπή και κατόπιν μητρόπολη Προκοννήσου αποτέλεσε το θεσμό εκκλησιαστικής οργάνωσης του σχεδόν αποκλειστικά ελληνορθόδοξου πληθυσμού των τεσσάρων νησιών του Προκοννησιακού συμπλέγματος με αδιάλειπτη ενεργή λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Το σχετικά μικρό μέγεθος του ποιμνίου όμως και η περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη του χώρου επέδρασαν αρνητικά στις οικονομικές δυνατότητες και προοπτικές της μητρόπολης και δεν της επέτρεψαν να σημειώσει κάποια ιδιαίτερη διάκριση στο χώρο της κοινωνικής, μορφωτικής και πολιτιστικής πολιτικής.




1. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi. Sacra et Profana, τόμ. Ι (Vienna 1860), σελ. 127-128.

2. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 420.

3. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για τη Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 114-115.

4. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 232.

5. Γεδεών, Μ., Προικόννησος. Εκκλησιαστική παροικία, ναοί και μοναί (Κωνσταντινούπολη 1895), σελ. 156.

6. Κοντογιάννης, Π.Μ., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 268.

7. Γεδεών, Μ., Προικόννησος. Εκκλησιαστική παροικία, ναοί και μοναί (Κωνσταντινούπολη 1895), σελ. 159, 192· Ξενοφάνης 6 (1909), σελ. 21.

8. Γεδεών, Μ., Προικόννησος. Εκκλησιαστική παροικία, ναοί και μοναί (Κωνσταντινούπολη 1895), σελ. 159.

9. Γεδεών, Μ., Προικόννησος. Εκκλησιαστική παροικία, ναοί και μοναί (Κωνσταντινούπολη 1895), σελ. 192.

10. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μία πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 149-150.

11. Ξενοφάνης 3 (1905-1906), σελ. 190.

12. Βαλσάμης, Ε. – Λαμπαδαρίδης, Ν., Προκοννησιακά Ιστορικά (Αθήνα 1940), σελ. 205.

13. Βαλσάμης, Ε. – Λαμπαδαρίδης, Ν., Προκοννησιακά Ιστορικά (Αθήνα 1940), σελ. 207.

14. Γεδεών, Μ., Προικόννησος. Εκκλησιαστική παροικία, ναοί και μοναί (Κωνσταντινούπολη 1895), σελ. 156-159, 192.

15. Ξενοφάνης 3 (1905-1906), σελ. 190. Βλ. την καταγραφή στα παραθέματα.

16. Βαλσάμης, Ε. – Λαμπαδαρίδης, Ν., Προκοννησιακά Ιστορικά (Αθήνα 1940), σελ. 205.

17. Κοντογιάννης, Π.Μ., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 268-270.