Προσφυγικοί Συνοικισμοί στην Αθήνα και τον Πειραιά

1. Η Αθήνα και ο Πειραιάς υποδέχονται τους πρόσφυγες

H έξοδος των ελληνορθόδοξων της Mικράς Aσίας που άρχισε κάτω από τραγικές συνθήκες το Σεπτέμβριο του 1922 ολοκληρώθηκε το 1924/1925 υπό την εποπτεία της Kοινωνίας των Eθνών (ΚΤΕ). Το γεγονός ουσιαστικά αποτέλεσε την κορύφωση στην εισροή Ελλήνων προσφύγων διαφορετικών προελεύσεων στη χώρα, που είχε αρχίσει ήδη από το 1910 για να επιταχυνθεί αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Η ρωσική επανάσταση του 1917 είχε ως αποτέλεσμα την άφιξη μεγάλου αριθμού Ελλήνων από τη νότια Ρωσία κατά το 1917/1918, ενώ ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών με τη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της συνθήκης του Neuilly (1919). H «σύμβασις περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών» (με εξαίρεση τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και τους εγκατεστημένους ως το 1918 ελληνορθόδοξους της Kωνσταντινούπολης) υπογράφεται στη Λωζάνη το 1923.

Η είσοδος των Μικρασιατών προσφύγων είναι τέτοιας κλίμακας που ανατρέπει κάθε πληθυσμιακή ισορροπία στη χώρα. Ένα κράτος 5 εκατ. κατοίκων με περιορισμένους φυσικούς πόρους, διχασμένο πολιτικά και οικονομικά κατεστραμμένο, δέχεται ένα κύμα προσφύγων που ο αριθμός τους αγγίζει το 1,5 εκατομμύριο.1 Ανάμεσά τους υπερτερούν οι γυναίκες και τα παιδιά κάτω των 10 ετών. Aπό αυτούς οι μισοί περίπου (47%) εγκαθίστανται σε αγροτικές περιοχές και οι υπόλοιποι (53%) σε αστικές.

Tρομακτική είναι η άνοδος του πληθυσμού ιδιαίτερα σε Aθήνα και Πειραιά, όπου εγκαθίσταται περίπου το μισό (48%) του αστικού προσφυγικού πληθυσμού. Το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων είναι τόσο επιτακτικό που δεν απομένει καθόλου ελεύθερος χώρος στην πόλη: σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, θέατρα κατακλύζονται από κόσμο ο οποίος σε δεύτερη φάση σε μεγάλο βαθμό θα αυτοστεγαστεί με κάθε μέσο στις παρυφές της πόλης.

Αμέσως κινητοποιούνται δημόσιοι φορείς και οργανισμοί όπως το υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, το υπουργείο Γεωργίας, το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση των προσφύγων παίζουν επίσης η ιδιωτική πρωτοβουλία καθώς και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως οι αμερικανικός και σουηδικός «Ερυθρός Σταυρός», η “American Near East Relief” 2 κ.ά.

H εγκατάσταση στην περιοχή της πρωτεύουσας και του Πειραιά γίνεται σε 12 κύριους και 34 μικρότερους αστικούς οικισμούς στην περίμετρο της πόλης, 1-4 χλμ. πέρα από τα όρια της χτισμένης περιοχής. Οι σημαντικότεροι στο διάστημα 1925-1930 είναι εκείνοι του Bύρωνα, της Kαισαριανής, της Nέας Iωνίας, της Kοκκινιάς, του Υμηττού, και του Tαύρου. Ως το 1936 δημιουργούνται οι οικισμοί των λεωφ. Αλεξάνδρας και Συγγρού, Nίκαιας, Δραπετσώνας, Eλληνικού, Ερυθρού Σταυρού, Στέγης Πατρίδος και με αυτοστέγαση οι οικισμοί της Nέας Φιλαδέλφειας, Nέας Σμύρνης, Nέας Kαλλικράτειας, Nέας Eρυθραίας. Ως το 1940 ολοκληρώνονται οι οικισμοί Δουργουτίου, Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Αγίων Αναργύρων Πειραιά.3

Η Αθήνα του 1922 μόλις που ξεπερνά τις 200.000 κατοίκους και παρουσιάζει ήδη έλλειμμα σε κατοικίες: αντιστοιχεί ένα σπίτι σε 10 κατοίκους.4 Tο οικοδομικό της αποθεματικό περιλαμβάνει φροντισμένα μικροαστικά διώροφα και τριώροφα με κήπους και υπόγειο, αρκετά –συχνά επώνυμα–,εκλεκτικιστικά κτήρια με μπαρόκ λεπτομέρειες, αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό εξαθλιωμένων σπιτιών που χρονολογούνται από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας και στεγάζουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Μια έκθεση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την κατάσταση των εργατικών στρωμάτων στην Αθήνα το 1920, που αναφέρεται σε περίπου 2.000 οικογένειες, φωτογραφίζει το πρόβλημα της εργατικής στέγης και τη χαρακτηρίζει ως: «θλιβερή, [...] άθλια, [...] μόνιμη πηγή λαϊκής δυστυχίας». Οι κατοικίες περιγράφονται ως «υπόγειες τρώγλες, [...] υγρές, [...] που αποπνέουν φοβερές οσμές».5 Τυπικά η κατοικία-δωμάτιο δεν ξεπερνά τα 13 τ.μ. στα οποία περιλαμβάνεται και χώρος κουζίνας, ενώ 31 στις 1.000 κατοικίες δεν έχουν κανένα άνοιγμα φωτισμού ή αερισμού και πέντε ως δέκα οικογένειες χρησιμοποιούν τον ίδιο χώρο υγιεινής.6

Aν και το κέντρο της πόλης ηλεκτροφωτίζεται, οι εργατικές συνοικίες φωτίζονται ακόμη με πετρέλαιο, ούτε καν με φωταέριο, ενώ η υδροδότηση είναι γενικά προβληματική. Η μεγάλη πλειονότητα συνωστίζεται στις δημοτικές κρήνες και, όταν το νερό κόβεται ακόμη και εκεί, αναγκάζεται να το αγοράζει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι αναμενόμενο πως οι εργατικές γειτονιές, το Μοσχάτο, ο Ρέντης αλλά και ο Ψυρρής και το Γκάζι, «θύλακες εργατικής φτώχειας και περιθωριοποίησης»,7 πλήττονται συχνά από πλημμύρες και επιδημίες, ενώ τη θνησιμότητα των εργατικών στρωμάτων αυξάνει η φυματίωση.

Λίγο καλύτερες είναι οι συνθήκες όσον αφορά τουλάχιστον τον αερισμό και τον ηλιασμό, χάρη στο στοιχείο της αυλής στις καινούργιες –αν και πρόχειρα κατασκευασμένες– κατοικίες στην περιφέρεια της πόλης, τις οποίες έχτισαν εσωτερικοί μετανάστες που συνέρρεαν στην Αθήνα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913).8

Όσον αφορά τις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, ήδη κατά τη «μεταρρυθμιστική» δεκαετία 1900-1910 έχει ηλεκτροκινηθεί ο σιδηρόδρομος Αθήνας-Πειραιά, έχει διανοιχτεί η λεωφ. Συγγρού και έχει αρχίσει η ασφαλτόστρωση των δρόμων, ενώ εμφανίζονται τα πρώτα τηλέφωνα και αυτοκίνητα. Η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου ουσιαστικά επιβάλλει και την εξάπλωση της πόλης σύμφωνα με τις βέλτιστες χωρικές αστικές επιλογές: ΒΑ ως την Κηφισιά και νότια ως το Φάληρο.

Στον Πειραιά βιομηχανικές μονάδες έχουν αναπτυχθεί στα ΒΔ του λιμανιού και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Μετά την έλευση των προσφύγων θα φτάσουν ως τη Νέα Ιωνία. Στη Δραπετσώνα, στη δυτική άκρη του λιμανιού, είχαν εγκατασταθεί από τις αρχές του αιώνα, όταν ακόμη η περιοχή ήταν ακατοίκητη, τρεις μεγάλες επιχειρήσεις: το Ναυπηγείο Βασιλειάδη αρχικά, το 1907 η τσιμεντοβιομηχανία Ζαβογιάννη-Ζαμάνου (η μετέπειτα ΑΓΕΤ του Α. Χατζηκυριάκου) και το 1909 η Ανώνυμη Εταιρεία Χημικών και Λιπασμάτων του Κανελλόπουλου. Το 1913 μάλιστα η εταιρεία των λιπασμάτων έχτισε εκεί και εργατικές κατοικίες πρoκειμένου να στεγαστούν οι εργαζόμενοι της εταιρείας. Η εγκατάσταση των προσφύγων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επέκταση και ανάπτυξη της βιομηχανικής ζώνης προς το δυτικό άξονα της πόλης.9

2. Φορείς, θεσμοί και μέτρα για την αποκατάσταση των προσφύγων

Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) ιδρύεται το Νοέμβριο του 1922 ως ΝΠΔΔ. Σχεδόν ταυτόχρονα, με το νόμο «Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» επιτάσσονται αρχικά περίπου 8.000 κενά ακίνητα. Το μέτρο επεκτείνεται σύντομα και σε σχετικά ευρύχωρα ακίνητα όπου κατοικούν μικρές οικογένειες. Οι εφημερίδες κάνουν έκκληση στο αίσθημα αλληλεγγύης των ιδιοκτητών αλλά οι μικρές αποζημιώσεις, σε συνδυασμό με τις τριβές που δημιουργεί η ούτως ή άλλως προβληματική υποχρεωτική συγκατοίκηση, λειτουργούν ανασταλτικά.

Από την αρχή είναι ξεκάθαρο ότι το μέτρο της επίταξης δε θα μπορέσει να καλύψει παρά ένα πολύ μικρό μέρος της ανάγκης για στέγαση, γι’ αυτό αποφασίζεται να ανατεθεί η κατασκευή καταλυμάτων στο ΤΠΠ. Το Ταμείο επιχορηγείται από το κράτος υπό μορφή δανείου που θα εξοφλήσει από τα δικά του έσοδα. Το καταστατικό του προβλέπει τη διαχείριση ποσών που προέρχονται κυρίως από εράνους, δωρεές και κληροδοτήματα. Συνολικά το ΤΠΠ αναλαμβάνει το έργο της αστικής αποκατάστασης, ενώ το υπουργείο Γεωργίας ασχολείται με την αποκατάσταση των αγροτών προσφύγων.

Στο Παγκράτι ανεγείρεται ο πρώτος αστικός συνοικισμός στην περιοχή της πρωτεύουσας, σε μια περιοχή 100 περίπου στρεμμάτων. Το πείραμα κρίνεται επιτυχημένο και η κατασκευή κατοικιών επεκτείνεται και σε άλλες κατάλληλες τοποθεσίες: στους Ποδαράδες (αργότερα Νεά Ιωνία), στην Καισαριανή στην Αθήνα και στην Κοκκινιά στον Πειραιά με το σκεπτικό ότι δεν ήταν μακριά από τα αντίστοιχα αστικά κέντρα και ότι είχαν νερό.10 Ωστόσο οι περιοχές αυτές βρίσκονται στις άκρες της πολεοδομημένης πόλης και κατά συνέπεια είναι αποκομμένες από τα περιορισμένα αστικά δίκτυα.11 Το Ταμείο δεν θα ασχοληθεί με έργα υποδομής και ως το τέλος της δραστηριότητάς του, το 1925, θα παραδώσει 4.000 κτήρια με 9.283 δωμάτια ενώ η κατασκευή άλλων 2.500 κτηρίων ή 5.990 δωματίων βρίσκεται σε εξέλιξη. Καθώς οι αιτήσεις για κατοικία υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητές του, το ΤΠΠ τοποθετεί μία οικογένεια σε κάθε δωμάτιο.12

Παράλληλα δραστηριοποιείται έντονα και το υπουργείο Πρόνοιας, το οποίο στο διάστημα 1922-1924 κατασκευάζει 18.337 οικήματα,13 ενώ ήδη από το 1923 στελεχώνεται η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) που θα επιτελέσει και το συνολικό έργο τόσο της αστικής όσο και της αγροτικής προσφυγικής αποκατάστασης. Η ίδρυση της ΕΑΠ αποτελεί ουσιαστικά την εγγύηση που απαιτεί η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) για να χορηγήσει στην ελληνική κυβέρνηση δάνειο για την αποκατάσταση των προσφύγων.14 Σε αντίθεση με το Ταμείο, η διοίκηση της ΕΑΠ υπάγεται κατά το ήμισυ στη δικαιοδοσία της ΚΤΕ και κατά το άλλο ήμισυ στο ελληνικό κράτος.15

Η ΕΑΠ επιδιώκει αρχικά να ασχοληθεί πρωτίστως με την αγροτική αποκατάσταση, τουλάχιστον ως το 1927, ωστόσο στη συνέχεια αναδεικνύεται κύριος ρυθμιστής της αστικής εγκατάστασης.16 Πάντως οι αριθμοί αποδεικνύουν την προτεραιότητα της αγροτικής εγκατάστασης: ως το 1930 σε σύνολο 27.456 κατοικιών σε 125 αστικούς συνοικισμούς αντιπαρατίθενται 129.934 κατοικίες σε 2.089 αγροτικούς συνοικισμούς. Από τις τελευταίες η ΕΑΠ μόνη της έχει κατασκευάσει τις 52.561.17

Με προτεραιότητα τη στέγαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού προσφύγων, η ΕΑΠ φτάνει να τοποθετεί ως και 12 οικογένειες ανά όροφο,18 κάτι που δε θα την οδηγήσει πάντως σε πολυώροφες λύσεις. Βασικά κινείται στον άξονα χωροθέτησης οικισμών του ΤΠΠ χωρίς το καθεστώς ιδιοκτησίας, άρα και η τιμή γης και στέγης, να φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στις επιλογές της.19 Ο Βασιλείου δίνει τα παρακάτω μεγέθη σχετικά με την κατασκευαστική δραστηριότητα της ΕΑΠ στην περίοδο 1924-1930: στον Πειραιά χτίστηκαν 5.584 κατοικίες, ενώ στην Αθήνα, σε σύνολο 8.026 κατοικιών, 1.764 χτίστηκαν στον Βύρωνα, 1.998 στην Καισαριανή, 3.864 στη Νέα Ιωνία και 400 στον Υμηττό.20

Στο μεταξύ συνεχίζοντας την παράδοση που είχε εισαγάγει το ΤΠΠ, η ΕΑΠ από το 1924 ξεκινά ένα σύστημα εκμίσθωσης των κατοικιών, το οποίο ένα χρόνο αργότερα θα επεκταθεί και σε πωλήσεις.21 Η προώθηση των αποζημιώσεων με τη μεσολάβηση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος (ΕΤΕ), έστω και με ατελή και αποσπασματικό τρόπο,22 ανακουφίζει τους πρόσφυγες. Η ΕΑΠ επίσης που προβληματίζεται καθώς οι πρόσφυγες αντιδρούν με το να μην πληρώνουν το ενοίκιο ή τις μηνιαίες δόσεις των κατοικιών τους,23 και με τις κατοικίες της να μένουν απώλητες ή να καταλαμβάνονται,24 θεωρεί πως το μεγαλύτερο μέρος των αποζημιώσεων θα χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση των κατοικιών, κάτι που ωστόσο δε συμβαίνει πάντα. Η υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας από τον Βενιζέλο το 1930, που εγκαινιάζει τη φιλία και την ουδετερότητα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σηματοδοτεί επίσημα την αποποίηση των εγκαταλελειμμένων περιουσιών των προσφύγων χάριν της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.25 Ωστόσο, παρά τις ρυθμίσεις –ή και συχνά εξαιτίας τους, λόγω της γραφειοκρατίας–, η οικονομική σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον οργανισμό και τους πρόσφυγες θα εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα ανάμεσα στους πρόσφυγες και το κράτος, το οποίο παραμένει ακόμη και σήμερα.26

Από την απογραφή που διενεργεί το τμήμα αστικής αποκατάστασης της ΕΑΠ το πρώτο εξάμηνο του 192727 προκύπτει πως οι περίπου μισοί αστοί πρόσφυγες (περίπου 75.000 οικογένειες) είναι συγκεντρωμένοι στην πρωτεύουσα· από αυτούς το 37% (περίπου 28.000 οικογένειες) αυτοστεγάζεται, ενώ από τους υπόλοιπους, περίπου το 33% στεγάζεται σε κατοικίες που χτίστηκαν από το Ταμείο, την ΕΑΠ28 και το υπουργείο Πρόνοιας, ενώ ένα σεβαστό 27% (20.000 οικογένειες) στεγάζεται σε οικισμούς που έκτισαν οι πρόσφυγες μόνοι τους, δηλ. στις παραγκουπόλεις. Ωστόσο μόλις το 3% των προσφύγων διαμένει ακόμη σε προσωρινό κατάλυμα (επιταγμένες κατοικίες, σκηνές, δημόσια κτήρια, αποθήκες κτλ.), γεγονός που καταδεικνύει την υψηλή προσαρμοστικότητα του προσφυγικού πληθυσμού.

Ως το 1930 η ΕΑΠ έχει ανεγείρει πάνω από 10.000 κατοικίες στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, δαπανώντας μόλις το 20% των διαθέσιμων πόρων, ωστόσο με τη διάλυσή της θεωρείται ότι λείπουν ακόμη περίπου 30.000 για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα της αστικής αποκατάστασης.29

Στο μεταξύ η είσοδος των προσφύγων επιταχύνει τις διαδικασίες διατύπωσης πολεοδομικής νομοθεσίας η οποία κατά βάση υφίσταται μόλις από το 1914. Ήδη το 1917 ο υπουργός Συγκοινωνίας Α. Παπαναστασίου, μετά την αντίδραση που ακολούθησε την ανέγερση της επταώροφης –με μπετόν αρμέ– οικοδομής Γιάνναρη, στη συμβολή Όθωνος και Φιλελλήνων, είχε προκαλέσει την ψήφιση του νόμου 858 που ρύθμιζε τα οικοδομικά ύψη. Το πρώτο διάταγμα «Περί υψών» εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα και όριζε ως επιτρεπόμενο ύψος τα 12/10 του πλάτους της οδού και μέγιστο τα 22 μ. Τον Αύγουστο του 1922 άλλο διάταγμα όριζε ως ελάχιστο επιτρεπόμενο ύψος ορόφων στο κέντρο της πόλης τα 3 μ. και μέγιστο ύψος για την οικοδομή τα 22 μ.30

Η περίοδος 1922-1930 είναι εξαιρετικά γόνιμη από πλευράς νομοσχεδίων.31 Το νομοθετικό διάταγμα 12.5.1923 «Περί ανεγέρσεως ευθηνών κατοικιών», οι οποίες προορίζονται για τους ανάπηρους πολέμου, τους υπαλλήλους, τους συνταξιούχους, τους εργάτες, τους πρόσφυγες και «τας απορωτέρας ιδίως κοινωνικάς τάξεις», αν και σημαντικό ως πρώτη προσπάθεια που απευθύνεται όχι μόνο στους πρόσφυγες αλλά και στα γηγενή κατώτερα κοινωνικά στρώματα, χρειάστηκε στη συνέχεια λεπτομερέστερη διατύπωση.32 Στις 17.7.1923 δημοσιεύεται το θεμελιώδες νομοθετικό διάταγμα «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών» που για πρώτη φορά αντιμετωπίζει συνολικά την ανάπτυξη της πόλης. Δυστυχώς με το άρθρο 20 του νόμου 3714 / 24.12.28 που ισχύει για μία τετραετία, γίνεται δυνατή η χορήγηση άδειας «προς ανέγερσιν οικημάτων μονίμων ή προσωρινών δι’ αστικήν εν γένει εγκατάστασιν προσφύγων και άνευ της τηρήσεως της νομοθεσίας περί σχεδίου πόλεων».33 Με το άρθρο 40 του ΝΔ 17.7 / 16.8 «επιτρέπεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση [...] με σκοπό [...] την ίδρυση πλήρων συνοικισμών, όταν το επιβάλλει ανάγκη (εγκατάσταση προσφύγων ή αστέγων λόγω σεισμού, πλημμύρας ή θεομηνίας, κρίση κατοικίας από οποιοδήποτε λόγο κτλ.)».34 Το βασιλικό διάταγμα «Περί απαλλοτριώσεως ακινήτων διά την ανέγερσιν ευθηνών οικιών» της 10.11.1923 και το «Περί συστάσεως συνεταιρισμού δημοσίων υπαλλήλων προς ανέγερσιν ευθηνών οικιών» της 15.11.1923 εισάγουν το νέο θεσμό των οικοδομικών συνεταιρισμών αλλά και εγκαινιάζουν την πρακτική ιδιαίτερης μεταχείρισης κοινωνικών ομάδων σε ό,τι αφορά την αστική δόμηση στον ελλαδικό χώρο.35 Ο Τσαγρής σχολιάζει την κατάσταση που επικρατεί: «Διά την οικοδόμησιν παραχωρείται πάσα Κρατική ευκολία ένεκεν της επιτακτικής ανάγκης της στεγάσεως [των προσφύγων]. Τόσον, ώστε πλείστοι γηγενείς, προκειμένου να οικοδομήσουν, κατορθώνουν, νομιμότατα, να προσφυγοποιηθούν, διά να απολαύσουν των ευκολιών της οικοδομήσεως».36

Ένα άλλο μέτρο που πιθανότατα ψηφίζεται για να διευκολύνει το έργο της ΕΑΠ, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αντιμετωπίζει προβλήματα με την πώληση των διαμερισμάτων της, είναι το νομοθετικό διάταγμα «Περί της κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» της 19.3.1927, που με τροποποιήσεις θα μετασχηματιστεί στο νόμο 3471 / 4.1.1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατά ορόφους» και θα εισαγάγει το θεσμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας αντί της ιδιοκτησίας κατά οικόπεδο, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην ανέγερση πολυκατοικιών.37

Στις 14.7.1927 δημοσιεύεται ο νόμος «Περί συστάσεως οικοδομικών συνεταιρισμών αστών προσφύγων», που μετά από διάφορες προσθήκες θα κυρωθεί ως νόμος 3875/7.1.1929 και θα αποτελέσει τη νομοθετική βάση του ζητήματος. Ως το 1933 συστήνονται περισσότεροι από 320 προσφυγικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί με 10.500 μέλη. Επίσης με τον νόμο 5204/1931 «Περί ιδρύσεως εργατικής εστίας» συστήνεται ως ΝΠΔΔ η «Εργατική Εστία» με σκοπό την ανέγερση κτηρίων για την εγκατάσταση των επαγγελματικών οργανώσεων των εργατικών στρωμάτων.38 Στο μεταξύ η ΕΑΠ από το 1926 επεξεργάζεται δικό της οικοδομικό κανονισμό αναλαμβάνοντας στην πράξη ρόλο «πολεοδόμου».39 Δημοσιεύεται, τέλος, ο κρατικός Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ΓΟΚ) με το νόμο 3741 της 17.9.1929. O κανονισμός ακολουθεί τις κατευθύνσεις που είχε θέσει ο Hébrard ήδη από το 1910 και παίρνει την τελική του μορφή μετά από επεξεργασία από τον Δημητρακόπουλο, ανώτατο υπάλληλο στο υπουργείο Μεταφορών, με το ΝΔ της 3.4.1929. Ωστόσο η εφαρμογή του θα συναντήσει αντιδράσεις.40

Συμπερασματικά μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως κάτω από την πίεση των περιστάσεων μπήκαν τα θεμέλια για τους σημαντικότερους πολεοδομικούς νόμους, διαιωνίστηκε ωστόσο μια επικίνδυνη τακτική: με το πρόσχημα της ιδιαιτερότητας της κοινωνικής ομάδας των προσφύγων, νομιμοποιήθηκε η καταστρατήγηση των νομοθεσιών από το ίδιο το κράτος-νομοθέτη-εκσυγχρονιστή. Το κράτος, αν δεν προέβλεψε, ανέχτηκε πάντως την κατάσταση που διαμορφωνόταν, από τη μία επειδή κάλυπτε την αδυναμία του να εφαρμόσει συγκεκριμένη πολιτική σε ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, την κοινωνική κατοικία, και από την άλλη για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς οι κατά καιρούς «διορθωτικές» ρυθμίσεις-νομιμοποιήσεις της αυθαιρεσίας αποτέλεσαν έναν από τους κύριους τρόπους ενσωμάτωσης των λαϊκών στρωμάτων, ενώ παράλληλα συντηρούσαν την πελατειακή εξάρτησή τους μέσω των κομμάτων.

3. Τυπολογία προσφυγικών κατοικιών (1923-1930)

Σχεδόν το σύνολο των κατοικιών που κατασκεύασε το ΤΠΠ είχε χαρακτήρα προσωρινού καταλύματος: ήταν ξύλινες «χονδροειδείς παράγκες»,41 εκτεθειμένες στο έλεος των καιρικών συνθηκών λόγω της κακής κατασκευής και συντήρησης.

Αντίθετα, η ΕΑΠ χρησιμοποίησε την εμπειρία του ΤΠΠ για να περάσει γρήγορα σε εφαρμογή «στερεότερων» προτύπων. Ο Morgenthau αναφέρει χαρακτηριστικά πως η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως επικεφαλής το νεαρό μηχανικό Σγούτα που ήδη είχε εργαστεί για το Ταμείο.42 Με προσωπικό μόνο 15 ατόμων οργανώθηκε το έργο κατασκευής των οικισμών σε τέσσερα τμήματα (αρχιτεκτονικός και στατικός σχεδιασμός, νομικά θέματα, επιθεώρηση και λογιστικά), ενώ απασχολήθηκαν πρόσφυγες σε ποσοστό 90%.

Ήδη πριν από την ανάληψη δράσης εκ μέρους της ΕΑΠ είχαν κατασκευαστεί με πρωτοβουλία των ίδιων των προσφύγων απλές κατοικίες από πλίθρες με άχυρο και λάσπη που ξεραίνονταν στον ήλιο. Αυτός ο τρόπος κατασκευής αντιστοιχούσε στις περιορισμένες δυνατότητες των γυναικόπαιδων που απασχολήθηκαν στην οικοδόμηση. Παρόμοιες κατοικίες κατασκεύασε και η ΕΑΠ στην πρώτη φάση των εργασιών της, αλλά μετά τη σύναψη συμβάσεων για την εισαγωγή ξυλείας από το εξωτερικό στράφηκε προς τις σταθερές ξύλινες κατασκευές.43 Ωστόσο η ανάγκη για τακτική συντήρηση αυτού του τύπου κατοικίας έκανε τις ξύλινες κατασκευές να θεωρούνται ασύμφορες και η Επιτροπή κατέληξε ύστερα από πειράματα με διάφορα υλικά στο βέλτιστο τύπο που, αν και κάπως υψηλότερου κόστους, συνδύαζε τη μονιμότητα με τη φθηνή συντήρηση, δηλ. σπίτια φτιαγμένα από εγχώρια πέτρα, με επένδυση από σοβά και καλυμμένα στη στέγη με εγχώρια κεραμίδια.

Διαμορφώθηκαν δύο βασικοί τύποι δίδυμων κατοικιών: μονώροφη και διώροφη, για δύο και τέσσερις οικογένειες αντίστοιχα.44 Σε κάθε οικογένεια αναλογούν τρία ελαχίστων διαστάσεων δωμάτια από τα οποία το «μεγάλο» παίζει διπλό ρόλο καθιστικού και υπνοδωματίου. Στη διώροφη κατοικία, που είναι ακριβώς σαν τη μονώροφη από άποψη διαρρύθμισης, η πρόσβαση σε κάθε ένα από τα διαμερίσματα γίνεται από εξωτερική σκάλα. Ως προς την εξωτερική όψη: «το φυσικό κιτρινωπό χρώμα της μαρμαροκονίας και το φυσικό κόκκινο των κεραμιδιών της στέγης δημιουργούν έναν ευχάριστο και γραφικό συνδυασμό».45 Και οι δύο τύποι περιβάλλονται από κήπο.46 Επίσης η ΕΑΠ αντικαθιστά με κεραμίδια το πισσόχαρτο που κάλυπτε τα καταλύματα του Ταμείου βελτιώνοντας κατά πολύ τις συνθήκες στέγασης μεγάλης μερίδας προσφύγων.47

Παρά την έμφαση στην επανάληψη και τυποποίηση που χαρακτηρίζει τις κατοικίες της ΕΑΠ, θα χρησιμοποιηθούν συνολικά περισσότεροι από 100 τύποι μέχρι το 1930.48 Ο Παπαϊωάννου αναφέρει μεταξύ των επικρατέστερων κατηγοριών (εκτός από τα δίδυμα σπίτια) τις εξής:

1. Μικρές ελεύθερες μονώροφες κατοικίες (τύπος που εφαρμόστηκε συχνά).
2. Στίχους σπιτιών (μονώροφα ή διώροφα για έξι, οκτώ, δέκα ή δώδεκα οικογένειες κατά όροφο ανά μονάδα κατοικίας όπως στην Καισαριανή).
3. Ελεύθερα σπίτια (διώροφα για μία ή δύο οικογένειες για πιο εύπορους πρόσφυγες, όπως στον οικισμό της Νέας Φιλαδέλφειας).49

Παράλληλα το υπουργείο Πρόνοιας, που έχει ήδη αναπτύξει κατασκευαστική δραστηριότητα, ιδρύει το 1927 την Υπηρεσία Διαχειρίσεως Αστικών Προσφυγικών Συνοικισμών. Εκτός από τις εργασίες ολοκλήρωσης έργων του ΤΠΠ, το υπουργείο αναλαμβάνει και νέες κατασκευές σε γενικές γραμμές πολύ κατώτερου επιπέδου από τις αντίστοιχες της ΕΑΠ, με πιο γνωστό παράδειγμα τον οικισμό των «Γερμανικών» στην άκρη της Κοκκινιάς.50

Η υδροδότηση παρέμενε προβληματική και γι’ αυτό το λόγο η ΕΑΠ ανοίγει πηγάδια στους οικισμούς της. Καθώς όμως ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται τα πηγάδια δεν επαρκούν. Ο μεγαλύτερος και φτωχότερος οικισμός της Κοκκινιάς υποφέρει περισσότερο. Το νερό τελικά μεταφέρεται από ιδιωτικές πηγές και πωλείται στους πρόσφυγες.51 Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις υγιεινής αρχικά χτίζονται κοινά αποχωρητήρια και στη συνέχεια γίνεται «οικονομικά εφικτό» να υπάρχει ξεχωριστό αποχωρητήριο για κάθε κατοικία. Στη φάση των κοινόχρηστων αποχωρητηρίων ο Morgenthau ομολογεί πως «η αξιοπρέπεια, η κοσμιότητα και η άνεση θυσιάστηκαν στο βωμό μιας πιεστικής ανάγκης».52

Η Επιτροπή, παρά το γεγονός πως δε θα αναλάβει κανένα έργο υποδομής, κάνει προτάσεις στο υπουργείο Συγκοινωνιών σχετικά με την επέκταση του οδικού δικτύου ώστε να συνδεθεί η Αθήνα με την Κοκκινιά. Ωστόσο, καθώς έργα τέτοιας κλίμακας έχουν προτεραιότητα στην επαρχία ώστε να εξυπηρετηθούν οι αγροτικοί συνοικισμοί, ελάχιστες παρόμοιες πρωτοβουλίες θα έχουν συνέχεια στις μεγαλύτερες πόλεις. Η κορύφωση των ελλείψεων σε έργα υποδομής και πιο συγκεκριμένα αποχετευτικών θα γίνει αισθητή κατά τις περιοδικές πλημμύρες που πλήττουν την Καισαριανή και τον Βύρωνα.53 Η ΕΑΠ επίσης υπογραμμίζοντας τη σύνδεση μεταξύ των συνθηκών στέγασης των προσφύγων και της εκδήλωσης ασθενειών όπως η φυματίωση αλλά και η ελονοσία –που κυριολεκτικά κάνει θραύση στην επαρχία–, ιδρύει την Υγιειονομική της Υπηρεσία το 1925 και με τη συνδρομή της ΚΤΕ κατασκευάζει στους συνοικισμούς της μικρές μονάδες ιατρικής περίθαλψης.

Ωστόσο οι πραγματοποιημένες κατοικίες δεν επαρκούν σε καμία περίπτωση και έτσι το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων αυτοστεγάζεται. Ανάμεσά τους είναι πολύ λίγοι εκείνοι που είναι σε θέση να ξεφύγουν από τη λύση της πρόχειρης κατασκευής ενοικιάζοντας ή, ακόμη περισσότερο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την οικοδόμηση των κατοικιών τους. Στους τελευταίους παρέχονται οικόπεδα και δάνεια ενώ το κράτος αναλαμβάνει τα έργα υποδομής. Οι περιπτώσεις της Νέας Σμύρνης, της Καλλίπολης και της Νέας Καλλικράτειας (στο νότιο άκρο της Πειραϊκής) ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

Το παράδειγμα της Νέας Σμύρνης είναι χαρακτηριστικό. Σμυρναίοι πρόσφυγες, από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα στην πατρίδα τους, οργανώνονται το 1923 και σε ένα χρόνο πετυχαίνουν την απαλλοτρίωση περιοχής ανατολικά της λεωφόρου Συγγρού.54 Το 1925 αρχίζει η οικοδόμηση –σύμφωνα με το Σχέδιο Καλλιγά55 που προέβλεπε μεγαλύτερο πλάτος δρόμων– και το 1928 ο Βενιζέλος υπογράφει σύμβαση με τη γαλλική εταιρεία Société Immobilière du Boulevard Haussmann για την κατασκευή τόσο της υποδομής όσο και των κατοικιών του οικισμού.56 Το τυπολόγιο κατοικιών που εξέδωσε η τελευταία θα επηρεάσει την οικοδόμηση της Νέας Σμύρνης, παρ’ ότι η εταιρεία δε θα αναλάβει τελικά το έργο καθώς θα κηρυχθεί έκπτωτη το 1932. Η οικονομική κρίση ματαιώνει τα σχέδια πρότυπης οικοδόμησης και πολλοί από τους ιδιοκτήτες που δεν έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τα οικόπεδά τους αναγκάζονται να τα πωλήσουν σε εύπορους γηγενείς με αποτέλεσμα να χάσει η περιοχή τον αμιγή προσφυγικό χαρακτήρα της και να εξελιχθεί σε μεσοαστική γειτονιά.

Η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων πάντως στεγάζεται πρόχειρα σε άθλιες παράγκες που σε μεγάλο ποσοστό θα παραμείνουν ως και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, παρά τον «προσωρινό» χαρακτήρα τους.57 Παραγκουπόλεις δημιουργούνται κοντά στις «οργανωμένες» προσφυγικές περιοχές, στις παρυφές της πόλης αλλά και όπου υπάρχει ελεύθερος χώρος, συχνά σε μέρη εντελώς ακατάλληλα.58 Φτιαγμένες από ευτελή υλικά, αυτές οι τρώγλες στεγάζουν ολόκληρες οικογένειες.

Ο Παπαϊωάννου με ευαισθησία παρατηρεί τις αντιστοιχίες με τα παραδοσιακά σπίτια: «Η χρήση ωραίων χρωμάτων, οι γλάστρες, οι πάγκοι, τα σκέπαστρα και άλλες έξυπνες διακοσμητικές επινοήσεις δίνουν σε αυτές [τις τρώγλες] την εμφάνιση της καλλίτερης ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής είτε ενός εκλεπτυσμένου εξωπραγματικού σκηνικού. Παράλληλα υπάρχει σωστή αντίληψη της ανθρώπινης κλίμακας και αυτές οι τρώγλες δεν θα ήταν διόλου τρώγλες αν δεν συνέτρεχαν σε αυτό οι ασυμβίβαστα μικρές τους διαστάσεις και η ευτελής τους κατασκευή».59 Αυτή η διάθεση για καλυτέρευση ακόμη και των άθλιων συνθηκών εμπόδισε τις προσφυγικές παραγκουπόλεις από το να μεταμορφωθούν σε περιοχές μεγάλης αστικής υποβάθμισης (slums).

Η διαφορά ωστόσο είναι οριακή, όπως φαίνεται από τα κείμενα της ΕΑΠ: «Υπάρχουν μερικές από αυτές τις χτισμένες εκτάσεις, όπου το σύνολο των κατασκευών παρουσιάζει μάλλον την εικόνα ενός τεράστιου στρατώνα παραπηγμάτων παρά εικόνα κανονικού οικισμού. Βλέπει κανείς κατοικίες καμωμένες από λάσπη ή από σανίδες, που καμιά φορά δεν έχουν πάνω από τέσσερα ή πέντε μέτρα επιφάνεια. Υπάρχουν στέγες καλυμμένες από υπολείμματα τενεκέδων ή από το λεγόμενο πισσόχαρτο, απ’ όπου περνάει άνετα η βροχή, και κάτω από αυτές τις συνθήκες συχνά τρία, τέσσερα, καμιά φορά και πέντε ή έξι άτομα στοιβάζονται πάνω στο πατημένο χώμα για να περάσουν τη νύχτα. Υπάρχουν γειτονιές όπου ελικοειδείς διάδρομοι κυκλοφορίας των πεζών διακόπτονται από μολυσμένους δύσοσμους σίφωνες, ανοιχτούς, όπου απορρίμματα λιμνάζουν και σήπονται». 60

Oι παραγκουπόλεις εξαλείφθηκαν βαθμιαία, αν και με πολύ αργούς ρυθμούς, σε σημείο που ως και το Φεβρουάριο του 1978, περίπου 3.000 αστικές προσφυγικές οικογένειες ζούσαν ακόμη σε παραπήγματα.61

4. Επιρροή του ελληνικού μοντερνισμού στη στέγαση των προσφύγων

Η Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων, πρώτη αρχιτεκτονική σχολή της χώρας, ιδρύεται το 1917 στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), ενώ ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ) πέντε χρόνια αργότερα.62 Προσωπικότητες σαν τους Α. Ορλάνδο, Ε. Hébrard, Α. Ζάχο και Δ. Πικιώνη στελεχώνουν τα δύο παραπάνω κέντρα, αλλά θα περάσει καιρός ώσπου τα έργα και οι ιδέες τους να γίνουν ευρύτερα γνωστά. Από αυτούς ο Hébrard έχει ήδη προσφέρει τις υπηρεσίες του στον κρατικό μηχανισμό που δραστηριοποιείται για πρώτη φορά στον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917.63 Τον Απρίλιο του 1920 κατά την πρώτη συνεδρίαση του Ανωτάτου τεχνικού Συμβουλίου του Κράτους που έχει συσταθεί από τον υπουργό Συγκοινωνίας Α. Παπαναστασίου, επιτροπή αρχιτεκτόνων με εισηγητές, μεταξύ άλλων, τους Π. Καλλιγά και Hébrard παρουσιάζει ένα νέο υπόμνημα για την πολεοδόμηση της πρωτεύουσας. Στο υπόμνημα τονίζεται η ανάγκη της αντιμετώπισης «καθ’ ολοκληρίαν» της «υπαρχούσης πόλεως» σε αντιδιαστολή με την ενασχόληση αποκλειστικά με την περιφέρειά της.64 Ο Καλλιγάς θα υποβάλει το μόνο πολεοδομικό σχέδιο σε ολόκληρη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το 1924, σε συνέχεια της παλαιότερης πρότασής του, του 1918.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το συμπέρασμα της επιτροπής σύμφωνα με το οποίο η ανεξέλεγκτη επέκταση αραιάς δόμησης αποτελεί το κύριο πρόβλημα της πόλης και βελτίωση θα προκύψει με σχετική αύξηση της πυκνότητάς της.65 Ωστόσο μόνο μετά το 1930 θα αρχίσει να ωριμάζει η ιδέα των συγκροτημένων προτάσεων-επεμβάσεων και συνάμα ο κοινωνικός ρόλος του αρχιτέκτονα, σε συνδυασμό με τα μηνύματα για μια νέα «μοντέρνα» αρχιτεκτονική και πολεοδομία που έρχονται από την Ευρώπη. Φορείς αυτών των μηνυμάτων είναι κυρίως οι πρώτοι απόφοιτοι της νεοσύστατης αρχιτεκτονικής σχολής, Ν. Μητσάκης, Θ. Βαλεντής και Π. Καραντινός, μεταξύ άλλων, που δείχνουν να γνωρίζουν και να παρακολουθούν με ενθουσιασμό τα έργα του Bauhaus (1919-1932) και του Le Corbusier,66 αλλά και όσοι επιστρέφουν από κύριες ή μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. Είναι αυτοί που θα εκφράσουν, εντυπωσιακά συγχρονισμένοι «με την ακμή του μεσοπολεμικού ευρωπαϊκού μοντερνισμού»,67 τις «ρασιοναλιστικές αρχές»68 και στην Ελλάδα. Το πλέον αντιπροσωπευτικό σύνολο έργου μοντέρνας ελληνικής αρχιτεκτονικής αποτελεί το φιλόδοξο και επιτυχημένο πρόγραμμα κατασκευής νέων σχολικών κτηρίων σε όλη την Ελλάδα.69 Στους πιο παραγωγικούς αρχιτέκτονες του προγράμματος συγκαταλέγονται οι Μητσάκης, Α. Σιάγας και Καραντινός.

Το καλοκαίρι του 1933 γίνεται στην Αθήνα, μετά τη ματαίωση της διεξαγωγής του στη Μόσχα, το 4ο συνέδριο CIAM70 με θέμα τη λειτουργική πόλη και «πρωταγωνιστές» τους Le Corbusier και S. Giedion. Το συνέδριο είχε ως αποτέλεσμα τη σύνταξη της γνωστής «Χάρτας των Αθηνών». Την εποχή εκείνη η παρουσία του «μοντέρνου» είναι ήδη αισθητή στην αρχιτεκτονική της Αθήνας. Οι ξένοι αρχιτέκτονες που βρίσκονται στην κορυφή της πρωτοπορίας μπορούν να θαυμάσουν τα ελληνικά παραδείγματα που περιλαμβάνουν, εκτός από τα σχολικά κτήρια, επαύλεις και πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας.

Στη μία από τις δύο επιστημονικές ελληνικές ανακοινώσεις του συνεδρίου, του Σ. Παπαδάκη, μέλους του ελληνικού τμήματος των CIAM, με πρόταση για το συνοικισμό της Νέας Αλεξάνδρειας,71 γίνεται αναφορά στην τρωγλοποίηση κεντρικών περιοχών της πόλης.72 Στον αντίποδα της θεωρητικής προσέγγισης του Παπαδάκη ο Κυπριανός Μπίρης πειραματίζεται το 1931 με το σχεδιασμό και την ανέγερση της πρώτης «συστηματικής» πενταώροφης πολυκατοικίας στην Αθήνα στην οδό Μπουμπουλίνας, «η οποία απέβλεψε εις την εξυπηρέτησιν της αστικής τάξεως» και όχι «της ευπορωτέρας και οπωσδήποτε ανωτέρας τάξεως ενοικιαστών».73 Ο Μπίρης κατά δική του ομολογία δε στόχευε πρωτίστως στην επιχειρηματική επιτυχία και κάνει σαφές στο άρθρο πως θεωρεί την πολυκατοικία ως τη «μόνην πλέον λύσιν του προβλήματος της στέγης εν Αθήναις», ιδίως για «δημοσίους υπαλλήλους, αξιωματικούς και αστούς πρόσφυγες», με μέριμνα του κράτους πάντα, ώστε να αποφευχθεί τόσο η κερδοσκοπία όσο και η προσβλητική για την αισθητική της πόλης εικόνα που συνιστούν οι προσφυγικοί συνοικισμοί, χαρακτηριστικά επί των λεωφόρων Κηφισίας και Συγγρού.74 Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται αντιστικτικά και μετά πολλών επαίνων η πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων να ανεγείρει «πολυκατοικίας διά την απορωτέραν τάξιν της πρωτευούσης» επί της λεωφ. Αλεξάνδρας.75

Στα Τεχνικά Χρονικά του 193676 παρουσιάζονται οι «πολυκατοικίες» της λεωφ. Αλεξάνδρας, μαζί με εκείνες που κατασκευάστηκαν κυρίως επί των λεωφόρων Κοκκινιάς (σημερινή λεωφ. Π. Ράλλη) και Συγγρού (συνοικισμός Κοσμετάτου), καθώς και στη Δραπετσώνα, στη Στέγη Πατρίδος (στους πρόποδες του Λυκαβηττού) και στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος) μεταξύ άλλων, από το 1934 ως το 1936. Συνολικά σε Αθήνα και Πειραιά κατασκευάστηκαν 2.218 κατοικίες και 1.057 κατοικίες-διαμερίσματα σε πολυκατοικίες για τη στέγαση προσφύγων. Στο άρθρο δεν αναφέρονται τα ονόματα των αρχιτεκτόνων αλλά μόνο των εργοληπτών/εργολάβων μηχανικών, γεγονός που είχε επισημανθεί με πικρία από τον έναν από τους αρχιτέκτονες, τον Κ. Λάσκαρι, σε επιστολή-διαμαρτυρία του στο περιοδικό.77 Ο Λάσκαρις, που παρουσιάζει και μικρή συμμετοχή στο πρόγραμμα σχολικών κτηρίων,78 είναι μαζί με τον Δ. Κυριακό οι αρχιτέκτονες της σημαντικής πλειονότητας των προαναφερομένων πολυκατοικιών.79 Η πιο φιλόδοξη μελέτη του πάντως, όπως εμφανίζεται από το Βασιλείου, κυρίως όσον αφορά τον κτηριακό όγκο και τη δυναμική των όψεων, θα μείνει στα χαρτιά. 80

Από τους επιφανέστερους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, ο Μητσάκης αναφέρεται ως μελετητής και στους αστικούς προσφυγικούς συνοικισμούς στο Αίγιο (1927-1930) και το Μεσολόγγι (1928),81 και ο Σιάγας στη δεύτερη φάση της κατασκευής του συγκροτήματος στο Δουργούτι (1938-1940), καθώς και στις κατοικίες του Αγίου Ιωάννη Ρέντη που παρουσιάζονται στη συνέχεια. 82

Τόσο οι πολυκατοικίες της πρώτης περιόδου 1933-1936, με εξαίρεση τον συνοικισμό Κοσμετάτου που απαρτίζεται από διώροφες διπλοκατοικίες τεσσάρων κυρίων δωματίων και δωματίου υπηρεσίας(!),83 όσο και της περιόδου 1936-1939 (συγκροτήματα στους Αγίους Αναργύρους Πειραιά, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, στην Καισαριανή και στο Δουργούτι), παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά,84 διατάσσονται αρκετές φορές σε σχήμα Π ή Γ, ακολουθώντας «ένα υποτυπώδες πολεοδομικό σχέδιο βασισμένο στο ιπποδάμειο σύστημα»,85 και είναι κυρίως τριώροφες χωρίς ανελκυστήρες, με κλιμακοστάσια που εξυπηρετούν από δύο ως δώδεκα διαμερίσματα. Περιλαμβάνουν κατοικίες ενός και δύο δωματίων, κουζίνας και αποχωρητηρίου, μέσου εμβαδού 30 τ.μ. καθώς και κοινόχρηστα πλυντήρια σε ταράτσες ή ημιυπόγεια που συχνά μετατρέπονται σε κατοικίες καθώς τα διαμερίσματα δεν επαρκούν. Έχουν προβλεφθεί εγκαταστάσεις νερού και ηλεκτρισμού αλλά όπου δεν υπάρχει αστική υποδομή οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να πληρώσουν για να την αποκτήσουν: στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη οι κάτοικοι από την εγκατάστασή τους το 1939 και για τέσσερα χρόνια δεν είχαν νερό και φως.86

Χρησιμοποιούνται εγχώρια υλικά για λόγους οικονομίας. Τυπικά οι πλάκες είναι από οπλισμένο σκυρόδεμα και φέρονται από επιχρισμένες ή ανεπίχριστες λιθοδομές. Όσον αφορά τη μορφολογία, οι απλοί παραλληλεπίπεδοι όγκοι τους, όπου η μόνη παραχώρηση είναι οι επαναλαμβανόμενοι μικροί εξώστες, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη διακοσμητικών στοιχείων, προσδίδουν στα κτήρια μια αυστηρότητα που θυμίζει «τον γερμανικό φονξιοναλισμό».87 Κατά την περίοδο 1936-1939 παρουσιάζονται κάποιες μικρές αποκλίσεις από τη σχεδόν καθαρή μορφολογία του Bauhaus:88 τα προεξέχοντα κλιμακοστάσια, οι χώροι εισόδου καθώς και οι χώροι των πλυντηρίων στις ταράτσες στο συγκρότημα της Καισαριανής καλύπτονται με κεραμίδια, ενώ το συγκρότημα του Αγίου Ιωάννη Ρέντη εμφανίζει επιρροές από τη λαϊκή αρχιτεκτονική συνδυάζοντας την εμφανή λιθοδομή με το μπετόν.89 Συνήθως οι κατοικίες είναι διαμπερείς με ικανοποιητικό ηλιασμό.90 Ωστόσο ο ελεύθερος χώρος μεταξύ τους παραμένει πάντα αδιαμόρφωτος, όταν δεν καταλαμβάνεται από τους κατοίκους των ισογείων.

Από τις φωτογραφίες της εποχής, που παρουσιάζουν τα συγκροτήματα αμέσως μετά την αποπεράτωσή τους, είναι δυνατό να φανταστεί κανείς την εντύπωση –ίσως ελαφρά μεγεθυμένη λόγω της απουσίας του χρώματος– που θα έκαναν στον προσφυγικό κόσμο. Από τη μία, αφού στο σύνολό τους αποτελούν εκκαθαρίσεις τρωγλών και προσωρινών οικισμών που προϋπήρχαν στα ίδια μέρη, και μόνη η κατασκευή τους συνιστούσε καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης. Από την άλλη, η «πρωτοποριακή τολμηρότητα»,91 κυρίως των μεγαλυτέρων (Δραπετσώνας, Δουργουτίου), καθώς και το α-κοινώνητο των μεταξύ τους χώρων πρέπει να κρίνονταν απογοητευτικά. Πολύ γρήγορα βέβαια η αρχική εντύπωση άλλαξε αφού η επιτακτική ανάγκη για περισσότερο χώρο επέφερε σημαντικές αλλαγές στις όψεις και στις ταράτσες των κτηρίων (προσθήκη ανοιγμάτων και κτισμάτων στις ταράτσες, κλείσιμο εξωστών κ.ά.). Οι εσωτερικοί ελεύθεροι χώροι επίσης, ιδιαίτερα στα μικρότερα συγκροτήματα (Άγιοι Ανάργυροι Πειραιά, Άγιος Ιωάννης Ρέντης), ζωντάνεψαν με την κατάληψη και τη μετατροπή τους σε κήπους και αυλές που λειτουργούσαν ως επέκταση των μικροσκοπικών κατοικιών το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.92

Καθώς με τον καιρό η πόλη εξαπλώθηκε και τους ξεπέρασε, τα συγκροτήματα των προσφυγικών συνοικισμών, «γερνώντας άσχημα» χωρίς καμία συντήρηση, χωνεύτηκαν από την οικοδομημένη συνεχή μητροπολιτική περιοχή χωρίς να πάψουν ωστόσο να συνιστούν ανεξάρτητα στοιχεία. Η R. Hirschon στην ανθρωπολογική μελέτη της για την Κοκκινιά αναφέρει πως τουλάχιστον ως τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η ζωή της «γειτονιάς», όχι μόνο στην Κοκκινιά αλλά και σε άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς, καθόριζε την καθημερινότητα και συνιστούσε σημαντικό παράγοντα κοινωνικής οργάνωσης, την ίδια εποχή που στην υπόλοιπη Αθήνα σιγά σιγά χανόταν σιγά σιγά.93

Η στροφή προς συντηρητικότερα πρότυπα σηματοδοτεί την πορεία προς το τέλος των προγραμμάτων προσφυγικής κατοικίας και συμπίπτει με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά το 1936. Είναι γεγονός πως το καθεστώς εφάρμοσε δημαγωγική κοινωνική πολιτική ιδιοποιούμενο τα βενιζελικό έργο και μάλιστα συνεχίζοντάς το σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο οι αλλεπάλληλες εσωτερικές κρίσεις που συνοδεύουν την αρχή της δεκαετίας του ’30 και κορυφώνονται με τη μερική πτώχευση της χώρας το 1932 «θα κλείσουν οριστικά το διάστημα προβληματισμού-έκφρασης και δόμησης πάνω στους άξονες του μοντέρνου κινήματος».94

Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η Νέα Σμύρνη όπου εμφανίζονται μερικά ενδιαφέροντα δείγματα επώνυμης αλλά και ανώνυμης μοντέρνας αρχιτεκτονικής, από τα οποία διασώζονται το Γ' δημοτικό σχολείο του Ν. Μητσάκη το οποίο σχεδιάστηκε το 1940 και κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1950, και ως πρόσφατα η κατοικία Ε. Κυριακόπουλου (1934) των Θ. Βαλεντή και Γ. Μιχαηλίδη.95

Παραμένει πάντως αμφίβολο αν οι ιδέες και ο ενθουσιασμός των Ελλήνων –και ξένων– μοντέρνων μεταδόθηκαν στο ευρύτερο αρχιτεκτονικό αλλά και κοινωνικό περιβάλλον, τη στιγμή μάλιστα που οι περισσότεροι ασχολήθηκαν κυρίως με ιδιωτικά έργα.96 Κατά τον Φιλιππίδη, από το 1934 κιόλας οι «συντηρητικοί» αρχιτέκτονες επιτίθενται στους «επαναστάτες» του μοντερνισμού, με πρόσχημα το δίλημμα: διεθνής ή εθνική αρχιτεκτονική.97 Παρά τη γενναία αντίδραση του Καραντινού, του πιο δραστήριου εκπρόσωπου του κινήματος, αντίδραση που εκφράζεται με συνεχή αρθρογραφία στα Τεχνικά Χρονικά, η ήττα δεν είναι μακριά και το επιστέγασμα είναι η εκλογή του Κ. Κιτσίκη ως καθηγητή στην αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ το 1940.

Όταν στη δεκαετία του ’50 θα συντελεστεί η έκρηξη της ανοικοδόμησης οι νέες συνθήκες δε θα επιτρέψουν τη σύνδεση με τον προπολεμικό μοντερνισμό. Κατά τον Κονταράτο η μοντέρνα αρχιτεκτονική του ’50 είναι «μάλλον μετριοπαθέστερη» από εκείνη του ’30.98 Η άνοιξη, που επέτρεψε στην ελληνική αρχιτεκτονική να συμπορευθεί με τη διεθνή πρωτοπορία, κράτησε πολύ λίγο...99

5. Κοινωνική κατοικία και στέγαση των προσφύγων

Ο ερχομός των προσφύγων, η επιτακτική ανάγκη τους για στέγαση και η αντιμετώπιση του προβλήματος από το ελληνικό κράτος ουσιαστικά εγκαινιάζουν το κεφάλαιο της κοινωνικής κατοικίας στην ιστορία του τόπου. Όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω, το ΝΔ 12.5.1925 «Περί ανεγέρσεως ευθηνών κατοικιών» είναι θεμελιώδες για την κοινωνική κατοικία. Μετά τα πρώτα προσωρινά μέτρα, και ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928, γίνεται σιγά σιγά συνείδηση πως οι πρόσφυγες δε θα ξαναγυρίσουν στις πατρίδες τους. Η υπογραφή της Σύμβασης της Άγκυρας το 1930 επικυρώνει και επίσημα την οριστική εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα και ακυρώνει το ψυχολογικό εμπόδιο της προσωρινότητας που συντελούσε στην απομάκρυνσή τους από τον ντόπιο πληθυσμό. Η ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων θεωρείται απόλυτη προτεραιότητα, με την κατοικία να παίρνει συνεχώς αυξανόμενη σημασία. Σε αυτό συνηγορούν όλες οι πολιτικές παρατάξεις που αποβλέπουν στη διάδοση της ιδιοκατοίκησης και της αποκατάστασης των προσφύγων ως «αξιοπρεπών» ιδιοκτητών.100

Και ενώ η ανάγκη για στέγαση των προσφύγων παραμένει επιτακτική, η ΕΑΠ ως και το 1930 συνεχίζει την κατασκευή των μονώροφων ή διώροφων κατοικιών της χωρίς κανένα απολύτως δίλημμα σχετικά με την επιλογή κατασκευής πολυώροφων συγκροτημάτων.101 Ανάλογη άποψη είχε επικρατήσει και κατά τον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, όταν προτιμήθηκε η λύση η πιο κοντινή στην «ιδανική» περίπτωση της μονοκατοικίας κατά το αγγλικό ή βελγικό πρότυπο, με δύο η τέσσερεις κατοικίες ανά κτίσμα.102

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικόνα που διαμορφώνεται στην πρωτεύουσα από το 1922 και μετά. Από τα πρώτα στατιστικά στοιχεία των ετών 1927, 1928 και 1929 διασπιστώνεται η ύπαρξη 48 τετραώροφων, 14 πενταώροφων, 3 εξαωρόφων και ενός επταώροφου, έναντι 3.636 μονώροφων, 1.070 διώροφων, και 264 τριώροφων κτισμάτων.103

Ήδη από το 1927, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, υπήρχε η νομοθετική κάλυψη όσον αφορά το καθεστώς των κατοικιών-διαμερισμάτων, για οικοδομές σε προσφυγικούς συνοικισμούς αρχικά και δύο χρόνια αργότερα και για τις υπόλοιπες. Επισημάνθηκε επίσης η θετική στάση αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων προς τα πολυώροφα κτήρια με το σκεπτικό πως η υψηλή δόμηση σε κεντρικές περιοχές θα αποτελούσε το ισχυρότερο αντίδοτο στην άναρχη επέκταση της πρωτεύουσας βάζοντας τέλος στις «διαλυτικές της εννοίας της πόλεως» τάσεις καθώς και στην «παραγκοποίησιν του εσωτερικού της».104 Ομοφωνία επίσης φαίνεται να υπάρχει και ως προς την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης ώστε να αποφευχθούν η εμπορευματοποίηση και η κερδοσκοπία.105

Οι απόψεις αυτές απηχούν το γενικότερο προβληματισμό Ευρωπαίων κυρίως πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων πάνω στο πρόβλημα της κοινωνικής κατοικίας. Ήδη στο 2ο CIAM της Φρανκφούρτης (1929) είχε εξεταστεί το ζήτημα της ελάχιστης κατοικίας (habitation minimum) με βάση ένα «βιολογικόν ελάχιστον» και ο Gropius είχε αναπτύξει την κοινωνική άποψη του θέματος.106 Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί το –αποκατεστημένο στις αρχές της δεκαετίας του ’90– συγκρότημα εργατικών κατοικιών στην περιοχή De Kiefhoek του Rotterdam σχεδιασμένο από τον J.J.P. Oud (1928-1930).

Ήταν όμως δυνατή η ανέγερση πολυώροφων κτηρίων από κατασκευαστικής και οικονομικής άποψης σε ευρεία κλίμακα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου;107 Όσον αφορά την τεχνογνωσία, για άλλη μία φορά τα μηνύματα είναι αντικρουόμενα. Από τη μία, στο 4ο CIAM ο πολιτικός μηχανικός Σαντορίνης παρουσιάζει επιστημονική ανακοίνωση με θέμα την εξέλιξη του οπλισμένου σκυροδέματος, συνοδεύοντάς τη με 19 διαφάνειες με λεπτομέρειες ειδικών κατασκευών του εργοστασίου «Κρόνος» στην Ελευσίνα, στο οποίο γίνεται χρήση μυκητοειδούς πλάκας για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1924 από τον ίδιο.108 Αν και οι αρχιτεκτονικές εφαρμογές που παρουσιάζονται αναφέρονται κυρίως στα κελύφη και στις δυνατότητες κάλυψης μεγάλων επιφανειών και όχι στην κατοικία, δε μπορεί παρά να επισημανθεί το υψηλότατο επίπεδο τόσο της έρευνας όσο και των ειδικών κατασκευών στη χώρα.

Την ίδια στιγμή όμως το κράτος για να τονώσει την απασχόληση χορηγούσε αθρόα άδειες εξασκήσεως επαγγέλματος σε τεχνίτες, εργοδηγούς και εργολάβους, αλλά και σε «πρόσωπα τελείως άσχετα προς τας οικοδομικάς τέχνας [...] οι οποίοι χάριν εντυπώσεως ετιτλοφορήθησαν εμπειροτέχναι». Οι εμπειροτέχνες είχαν το δικαίωμα να χτίζουν κτήρια ως και δύο ορόφων, «κατά τον ευτελέστερον τρόπον», σύμφωνα με τον Μπίρη.109 Μόνο σε περιπτώσεις όπου γινόταν χρήση οπλισμένου σκυροδέματος σε πατώματα και στέγες, απαιτούνταν κατά την έκδοση της οικοδομικής άδειας στατικοί υπολογισμοί υπογεγραμμένοι από διπλωματούχο αρχιτέκτονα ή μηχανικό.

Εξετάζοντας τώρα το θέμα από οικονομικής άποψης, ο Δημητρακόπουλος ανάγει την περιορισμένη κατασκευή πολυωρόφων κατοικιών στο μοιραίο συνδυασμό που συνιστούν το μικρό κεφάλαιο και η κατακερματισμένη ιδιοκτησία.110 Επισημαίνει επίσης την περιορισμένη επιτυχία που είχαν οι προσπάθειες της ΕΤΕ «να θεραπεύση τα οικονομικά κενά» που ευθύνονται για την «ατελή και ανώμαλον στέγασιν», καθώς και την έλλειψη κοινής συνείδησης «περί της ανάγκης εντέχνου κατασκευής των οικοδομών».111

Γίνεται φανερό από τα παραπάνω πως το κράτος δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει με συνέπεια μια συνολική –πόσο μάλλον φιλόδοξη– κοινωνική πολιτική στο ζήτημα της στέγασης γενικότερα.112 Η γενική ασυδοσία που επικράτησε όσον αφορά τις παρεκκλίσεις από τον νόμο «Περί σχεδίων πόλεων» του 1923 επιτρέπει σε τελική ανάλυση σε κάθε ενδιαφερόμενο την ανάληψη οικοδομικών δραστηριοτήτων σχετικών με την κατασκευή κατοικίας και απευθύνεται σε πρόσφυγες και γηγενείς εξίσου. Σε πολλές οικοδομικές εταιρείες παρέχονται εγγυήσεις και οικονομικές ευκολίες όταν επενδύουν τα κεφάλαιά τους στην ανέγερση προσφυγικών συνοικισμών.113 Γρήγορα η άνθηση των ιδιωτικών οικοδομικών εταιρειών που παίζουν ρόλο πολεοδόμου και αρχιτέκτονα υποβάλλοντας υποτυπώδη σχέδια θα οδηγήσει στην «ανάπτυξη» νέων οικισμών, που μετά την έγκριση του «σχεδίου» τους προχωρούν στην εφαρμογή ή όχι των διατάξεων του νόμου κατά βούληση.114

Βέβαια ανάμεσα στα παραδείγματα ξεχωρίζουν και εκείνα που βρίσκονται στον αντίποδα της προχειρότητας, διαμορφώνοντας την ελληνική απόδοση των «κηπουπόλεων»:115 οι οικισμοί του Ψυχικού σε σχέδια του Α. Νικολούδη το 1923 από την εταιρεία ΚΕΚΡΩΨ, της Εκάλης το 1924 σε σχέδια του Σ. Αγαπητού και της Φιλοθέης το 1933 από την εταιρεία ΤΕΚΤΩΝ, όπου μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού αποτελούσε ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός που εγκρίθηκε.116 Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δεν επεκτείνεται η κρατική πολιτική για την κοινωνική κατοικία από τους πρόσφυγες στα γηγενή μειονεκτικά στρώματα αλλά σιγά σιγά περνά στη δικαιοδοσία της ελεύθερης αγοράς που διέπει την αστική κατοικία.



1. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, που δεν περιλαμβάνει όσους πέθαναν τα πρώτα χρόνια ή μετανάστευσαν, ο αριθμός των προσφύγων στην Ελλάδα φτάνει το 1.221.849: Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 98-99, σημ. 14.

2. To 1930 αντικαθίσταται από τη “Near East Foundation” την οποία απηχεί η ονομασία της ομάδας μπάσκετ της Καισαριανής. Αλλες οργανώσεις είναι η “American Women’s Hospitals”, οι αγγλικές “Save the Children’s Founds” και “Imperial War Relief Foundation” καθώς και οι γαλλικές “Union de Secours aux enfants” και “Secours Français aux victimes du Proche-Orient”.

3. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα, Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 11-12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 40-42, πίν. 3, 4, 5.

4. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 113.

5. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 90-91.

6. Γκιζελή, B., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 107-108.

7. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 137-138.

8. Έχουν προηγηθεί το Προάστιο (1840), κοντά στη σημερινή οδό Ακαδημίας, και τα Αναφιώτικα της Πλάκας (1860), που αποτελούν και τα πρώτα παραδείγματα λαϊκής αυθαίρετης δόμησης. Γενικά πριν από το 1922 οι νέες οικιστικές επεκτάσεις αφορούν αστικούς συνοικισμούς όπως το Κολωνάκι και τη Νεάπολη που εντάσσονται στο σχέδιο πόλης το 1860. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 124.

9. Παπαστεφανάκη, Λ., «Όψεις της εργατικής εγκατάστασης στον Πειραιά στη δεκαετία του 1930. Φύλο, αγορά εργασίας, σχέσεις παραγωγής», στο Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Μεσογειακές και Βαλκανικές όψεις (19ος-20ος αι.), Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 27-30/11/1997 (Αθήνα 2000), σελ. 480.

10. Από τον απολογισμό της θητείας του βιομήχανου Ε. Χαριλάου, πρόεδρου του ΤΑΠ, 31/10/1923. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 131.

11. Η Καισαριανή συνδέεται με το υδρευτικό δίκτυο της πρωτεύουσας αν και το νερό δεν επαρκεί, ωστόσο η Κοκκινιά έχει μεγάλο πρόβλημα νερού. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 202. Αντίθετα η Νέα Ιωνία χάρη στην επάρκεια νερού θα εξελιχθεί σε κέντρο ταπητουργίας και μεταξουργίας.

12. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 136.

13. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα, Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 11-12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 36, πίν. 2.

14. Συνολικά χορηγούνται δύο δάνεια, το πρώτο (προσφυγικό) το 1924 και το δεύτερο (σταθεροποιητικό) το 1928. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 87.

15. Την προεδρία αναλαμβάνει άτομο που υπάγεται στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ, με πρώτο πρόεδρο τον H. Morgenthau, ένα μέλος διορίζεται από την ΚΤΕ και δύο μέλη από την ελληνική κυβέρνηση με σύμφωνη γνώμη της ΚΤΕ.

16. Η αστική εγκατάσταση θεωρούνταν προβληματική σε σχέση με την αγροτική και αυτό γιατί λόγω των δεσμευτικών διατάξεων του καταστατικού της ΕΑΠ δεν ήταν δυνατόν να διατεθούν πόροι σε μη παραγωγικές δραστηριότητες οι οποίες εξάλλου εμπεριείχαν υψηλό βαθμό ρίσκου. «[...] οι αστοί πρόσφυγες έπρεπε να ανταγωνιστούν τον υπάρχοντα αστικό πληθυσμό της Ελλαδας». Macartney, C., Refugees-The Work of the League (Λονδίνο 1930), σελ. 107. Η παραπομπή από Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 112, σημ. 71.

17. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα, πρακτικά συμποσίου που έγινε στην Αθήνα στις 11&12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 25.

18. Στον οικισμό της Καισαριανής. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 16.

19. Πολύζος, Ι., Processus d’urbanisation en Grèce 1920-1940, Διδακτορική διατριβή κατατεθειμένη στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζ, 1978, σελ. 395. Η παραπομπή από: Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 232.

20. Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), πίν. 118, σελ. 74.

21. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 136, 218.

22. Εκδίδονται ομολογιακοί τίτλοι με την εγγύηση του κράτους και κάλυψη τα ακίνητα των ανταλλάξιμων, ώστε να δοθεί προκαταβολικά έστω και μέρος της αποζημίωσης έναντι του συνόλου του ποσού.

23. «Στους αστικούς συνοικισμούς που οικοδόμησε το κράτος, οι πρόσφυγες στεγάζονται μέχρι τώρα δωρεάν. Αυτό τους έκανε να συνηθίσουν στην ιδέα ότι δεν υποχρεώνονται να πληρώσουν ούτε νοίκι ούτε την αξία της κατοικίας τους. Στα μάτια τους, μια τέτοια απαίτηση δε θα δικαιολογούνταν παρά μόνο αν το κράτος τους απέδιδε την αποζημίωση που τους χρωστούσε για τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει στις πατρίδες τους. Η Επιτροπή, αντίθετα, ζητά ενοίκια ή πωλεί τα κτήρια που παραχωρεί στους πρόσφυγες. Παρ’ όλες τις ευκολίες πληρωμής που τους προσφέρει, εκείνοι επιχειρούν συχνά να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή και δεν ανταποκρίνονται πάντα με μεγάλη διάθεση». Société des Nations, L’Etablissement des Refugiés en Grèce (Γενεύη 1926), σελ. 168. Η παραπομπή από: Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 230.

24. Αναφέρονται καταλήψεις κατοικιών της ΕΑΠ στη Νέα Ιωνία, την Καισαριανή και το Βύρωνα. Οι κατοικίες της Καισαριανής, παρά την επέμβαση της κυβέρνησης έπειτα από διάβημα της ΕΑΠ δεν εκκενώθηκαν. Eddy C., Greece and the Greek refugees (Λονδίνο 1931), σελ. 129. Η παραπομπή από Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 234.

25. Σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, η κινητή και ακίνητη περιουσία που εγκαταλείφθηκε από μουσουλμάνους και Έλληνες ανταλλάξιμους σε Ελλάδα και Τουρκία μεταφερόταν στην απόλυτη κυριότητα της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει και τη διαφορά στο συμψηφισμό ελληνικών και τουρκικών περιουσιών, κάτι που θεωρήθηκε άδικο αφού οι περιουσίες των χριστιανών στη Μικρά Ασία θεωρούνταν γενικά μεγαλύτερης αξίας από τις μουσουλμανικές στην Ελλάδα. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 117-118.

26. Ως το 1955 παραπάνω από τη μισή μουσουλμανική περιουσία παρέμενε στα χέρια του κράτους που τη διαχειριζόταν και κρατούσε τα έσοδα. Οι πρόσφυγες θεωρώντας αναποτελεσματική τη διαχείριση απαιτούσαν τη σύσταση αυτόνομης οργάνωσης διαχείρισης στην οποία θα εκπροσωπούνταν και σκοπό της θα είχε τη βαθμιαία ρευστοποίηση ώστε να ολοκληρωθεί το προσφυγικό στεγαστικό πρόγραμμα. Στο μεταξύ το πρόβλημα των χρεών, και συνακόλουθα των τίτλων ιδιοκτησίας, παρέμενε. Ενώ μετά την απελευθέρωση και με το νόμο αρ. 18/1944, όλα τα χρέη είχαν παραγραφεί, το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας απαιτούσε την καταβολή ποσού για την παραχώρηση τίτλων ιδιοκτησίας. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 233. Σήμερα, καθώς τα υποβαθμισμένα προσφυγικά σύνολα σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας κινδυνεύουν άμεσα από κατεδάφιση, σύλλογοι προσφύγων και αρχιτεκτόνων, μεταξύ άλλων, απαιτούν τη διατήρησή τους ως «δοχείων» ζωής και μνήμης, με χρήματα που θα προέλθουν από την οριστική ρύθμιση των προσφυγικών χρεών (Νόμος 1736/1987). Βλ. για παράδειγμα το «Συνοπτικό ιστορικό της ανταλλάξιμης περιουσίας των προσφύγων και της πορείας διαχείρισής της (1923-2001)» που διατέθηκε ως φωτοτυπημένο υλικό στην ημερίδα που διοργάνωσαν στο ΕΜΠ στις 3/12/2001 η Πανελλήνια Ομοσπονδία Προσφύγων 1922 και η Συντονιστική Επιτροπή για τη διάσωση των προσφυγικών κατοικιών.

27. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), πίν. 22, σελ. 225.

28. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), πίν. 22, σελ. 225.

29. Pentzopoulos, D., The Balkan Εxchange of Μinorities and its Ιmpact upon Greece (Παρίσι 1962), σελ. 114.

30. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 298. Κάτω ωστόσο από πιέσεις ιδιοκτητών των οικοπέδων στο κέντρο της πόλης στη συνέχεια θεσμοθετήθηκαν εξαιρέσεις. Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991), σελ. 40-67.

31. Το 1926 αναφέρεται «σοδειά» 130 νόμων και 525 νομοθετικών διαταγμάτων, ενώ ο μέσος όρος για την περίοδο 1913-1922 ήταν μόλις 320 νομοθετήματα το χρόνο. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 265.

32. Καλιτσουνάκις, Δ., «Ελλάς (οικισμός - αστυφιλία)», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 10 (Αθήνα 1934), σελ. 412.

33. Εξάλλου, πολύ πιο πριν από τη δημοσίευση του νόμου το κράτος είχε άρει την απαγόρευση της εκτός σχεδίου οικοδόμησης ειδικά για τις κατασκευές του ΤΠΠ και της ΕΑΠ. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 207.

34. Στο δικτυακό τόπο του ΥΠΕΧΩΔΕ, Κωδικοποίηση βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας, Μέρος ΙΙΙ: Γενικοί κανόνες δόμησης, Απαλλοτριώσεις ακινήτων για πολεοδομικούς σκοπούς, Άρθρο 288 (βλ. δικτυογραφία). Σύμφωνα με το Γ. Μαυρογορδάτο, η επαναστατική απόφαση του καθεστώτος Πλαστήρα της αναστολής σχετικής συνταγματικής διάταξης, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1923, προκειμένου να γίνουν απαλλοτριώσεις χωρίς προηγούμενη πλήρη αποζημίωση, συνιστά την «πιο ριζική προσβολή του θεσμού της ιδιοκτησίας στη νεοελληνική ιστορία» και καταγγέλθηκε φυσικά από τον Αντιβενιζελισμό ως «δήμευση». Μαυρογορδάτος, Γ., «Tο ανεπανάληπτο επίτευγμα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 8 (Αθήνα 1992), σελ. 12.

35. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 268· Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 203.

36. Τσαγρής Β., «Aρχιτεκτονική και πολεοδομική εξέλιξις εν Ελλάδι κατά τον πρώτον αιώνα της ελευθερίας της», Τεχνικά Χρονικά, 1/10/1939, σελ. 472.

37. Περισσότερα για την πολυκατοικία στο Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991).

38. Καλιτσουνάκις,  Δ., «Ελλάς (οικισμός - αστυφιλία)», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 10 (Αθήνα 1934). Ο Βασιλείου αναφέρει και νόμο του 1937 για την Εργατική Εστία, που θα της έδινε το δικαίωμα να «χτίζει κατάλληλα χτίρια και εργατικούς συνοικισμούς», χωρίς ωστόσο να προχωρήσει πέρα από τη δημοσίευσή του. Βασιλείου,  Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 68.

39. Η ΕΑΠ μπορεί να χαρακτηριστεί «πολεοδόμος» του συγκροτήματος της πρωτεύουσας στο διάστημα 1923-25 και η τάση της για διάσπαρτη οικιστική ανάπτυξη καθοριστική. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 209.

40. Στην ομιλία του για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΕΜΠ, ο Τσαγρής κάνει μια γλαφυρή αναδρομή στις «άγριες» μέρες πριν και αμέσως μετά τη δημοσίευση του ΓΟΚ, όταν ο καθένας έχτιζε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε, κατά την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως έλειπαν ολόκληρα (οικοδομικά) τετράγωνα, ενώ οι συντάκτες του κανονισμού απειλούνταν με θάνατο! Τσαγρής, B., «Aρχιτεκτονική και πολεοδομική εξέλιξις εν Ελλάδι κατά τον πρώτον αιώνα της ελευθερίας της», Τεχνικά Χρονικά, 1/10/1939, σελ. 472-473.

41. Μερικές είχαν μόνο σκελετό από ξύλο και καλύπτονταν από λαμαρίνες. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 338.

42. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 337.

43. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 338-339.

44. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 339-340.

45. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 339-340.

46. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 15.

47. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 200.

48. Σχετικά με την προέλευση της τυπολογίας ο Δ. Φιλιππίδης κάνει το εξής σχόλιο: «[οι κατασκευές της ΕΑΠ] για πρότυπο θα πρέπει να είχαν τις τυποποιημένες εργατικές κατοικίες που προσέφεραν διάφορες ξένες εκδόσεις». Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 181.

49. Παπαϊωάννου, Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 14-16.

50. Πρόκειται για ξύλινα οικήματα μερικής προκατασκευής που χρηματοδοτήθηκαν από τις οικονομικές «επανορθώσεις» που έκανε η Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.

51. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 304· Σακελλαρόπουλος, Θ., Οικονομία, κοινωνία, κράτος στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (Αθήνα 1991), σελ. 88-89.

52. Morgenthau, H., Η Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης (Αθήνα 1994), σελ. 341-342.

53. Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 205. Στην περίοδο 1924-1930 η σύναψη συμβάσεων με ξένες εταιρείες (Ούλεν, Πάινερ και Τράξιον, Ζίμενς και Χάλσκε), συχνά με δυσβάστακτους όρους για τη χώρα, θα επιχειρήσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, εξηλεκτρισμού, συγκοινωνιών, επικοινωνιών. Στο διάστημα 1926-1929 θα ολοκληρωθεί και η κατασκευή του φράγματος της λίμνης του Μαραθώνα. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 301-304.

54. Η περιοχή απαλλοτρίωσης –περίπου 1.300x1.300 τ.μ.– ορίζεται από τις λεωφόρους Συγγρού, Αιγαίου, Δαρδανελίων και Σοφούλη. Ανανιάδης, Β., «Αναφορές στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική εξέλιξη της Ν. Σμύρνης», στο Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην αρχιτεκτονική της εξέλιξη (Αθήνα 1999), σελ. 23.

55. Η Νέα Σμύρνη συμπεριλήφθηκε έπειτα από πιέσεις στο Σχέδιο που πήρε το όνομά του από τον πολεοδόμο Π. Καλλιγά, και έτσι δεν αντιμετώπισε τα προβλήματα των εκτός σχεδίου περιοχών. Το Σχέδιο ήταν σε ισχύ ως το 1926 όταν οι έντονες αντιδράσεις ιδιοκτητών –λόγω των πολλών απαλλοτριώσεων που προέβλεπε και οι οποίες δεν πληρώνονταν από το κράτος πάντα και έγκαιρα– καταργήθηκε επί Παγκάλου. Στη Νέα Σμύρνη πρόλαβε να εφαρμοστεί με μικρές τροποποιήσεις.

56. Ανανιάδης, Β., «Αναφορές στην πολεοδομική και αρχιτεκτονική εξέλιξη της Ν. Σμύρνης», στο Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην αρχιτεκτονική της εξέλιξη (Αθήνα 1999), σελ. 25.

57. «[...] ακριβώς σήμερα, 52 χρόνια μετά την άφιξη του κύριου όγκου των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι τελευταίες τρώγλες εκκαθαρίζονται από το κράτος και αντικαθίστανται από μεγάλες πολυόροφες πολυκατοικίες». Παπαϊωάννου,  Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 20. Ως τις αρχές του 1978 περίπου 3.000 οικογένειες αστών προσφύγων δεν είχαν ακόμη αποκατασταθεί ενώ είχαν το δικαίωμα. Mavrogordatos, G., Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 (Berkeley 1983), σελ. 188, σημ. 12.

58. Εγκαταλελειμμένα λατομεία, κοίτες ποταμών η χειμάρρων, απότομες πλαγιές.

59. Παπαϊωάννου,  Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975), σελ. 20.

60. Refugee Settlement Committee [ΕΑΠ], Quatorzième Rapport Trimestriel, 31/3/1927, σελ. 22. Η παραπομπή από Γκιζελή, Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 226.

61. Mavrogordatos, G., Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 (Μπέρκλεϊ 1983), σελ. 188.

62. Ήδη από το 1887 λειτουργεί η σχολή πολιτικών μηχανικών. Ανάμεσα στους πρώτους 12 αποφοίτους της αρχιτεκτονικής σχολής (1921) είναι οι Ι. Βασιλείου, Κ. Μπίρης και Ν. Μητσάκης. Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η κριτική (Αθήνα 2001), σελ. 396.

63. Περισσότερα για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης στο Καραδήμου-Γερολύμπου, Α., Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917 (Θεσσαλονίκη 1985-86).

64. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 283.

65. «Έκθεσις επιτροπής εκπονήσεως του νέου σχεδίου Αθηνών», 1924. Στην επιτροπή επίσης συμμετείχαν οι Κ. Κιτσίκης, Α. Δημητρακόπουλος και Β. Τσαγρής. Δαμάλα, Α. – Ζάμπα, Μ. – Κορομβλή, Ε., «H αστική πολυκατοικία στην Αθήνα, 1920-40», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 125, σημ. 5.

66. Το θεμελιώδες για την παρουσίαση και τη διάδοση της μοντέρνας αρχιτεκτονικής βιβλίο του Vers une architecture εκδόθηκε το 1923.

67. Kονταράτος, Σ., «Από τη γενιά του ’30 στη “γενιά” του ’50. Συνέχειες και ασυνέχειες στον ελληνικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 29/1998, σελ. 32.

68. Το προβάδισμα της πολεοδομικής πάνω στην αρχιτεκτονική σύνθεση, τη βιομηχανοποίηση της οικοδομικής παραγωγής (μέσω της προκατασκευής και του βιομηχανικού σχεδίου), τη βελτιστοποίηση της οικοδομήσιμης γης για την επίλυση του προβλήματος της κατοικίας, τη μεθόδευση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με βάση τις αντικειμενικές ανάγκες που καθορίζουν τη μορφή και τέλος τη συνείδηση ότι το κτισμένο περιβάλλον παίζει έναν ρόλο κατεξοχήν πολιτικό. Για την υιοθέτηση του όρου «ρασιοναλισμός» αντί του όρου «μοντέρνο κίνημα» βλ. Γιακουμακάτος, Α., «Ο ευρωπαϊκός ρασιοναλισμός και η Ελλάδα του μεσοπολέμου. Μια συγκριτική θεώρηση της αυτόχθονης σύν-χρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 16/1982, σελ 75-92. Κατά το Γιακουμακάτο ο όρος «μοντερνισμός» θεωρείται αδόκιμος και προτιμότεροι οι όροι «μοντέρνο κίνημα» ή «νεωτερικότητα».

69. Επί υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου τέθηκαν οι κοινές μορφολογικές και λειτουργικές αρχές και κατασκευάστηκαν περισσότερα από 3.000 νέα σχολικά κτήρια σε όλη την Ελλάδα.

70. Congrès Internationaux d’Architecture Moderne (Διεθνή Συνέδρια της Νέας Αρχιτεκτονικής). Ο σκοπός τους «συνοψίζεται εις τα εξής τέσσερα σημεία: 1. Διατύπωσις του προβλήματος της συγχρόνου αρχιτεκτονικής, 2. Αποτύπωσις της νεωτέρας αρχιτεκτονικής ιδέας, 3. Διείσδυσις της ιδέας ταύτης εντός των τεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών κύκλων, 4. Άγρυπνος παρακολούθησις προς πραγμάτωσιν αυτής. Ο σκοπός ούτος εθεσπίσθη εις την διακήρυξιν του Sarraz [1ο CIAM] της 28 Ιουνίου 1928, υπό των αρχιτεκτόνων των αντιπροσωπευόντων τας εθνικάς ομάδας νεωτεριστών αρχιτεκτόνων». Van Eesteren, «O σκοπός των συνεδρίων», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-15/11/1933, σελ. 1006.

71. Παπαδάκης, Σ., «O συνοικισμός “Νέας Αλεξανδρείας” και η εδαφική οικονομία των Αθηνών», Τεχνικά Χρονικά, 1/4/1933, σελ. 361-364. Η πρόταση αντιπαρατίθεται με το σε εξέλιξη σχεδιασμό της «κηπούπολης» της Φιλοθέης από το συνεταιρισμό των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας (Ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία ΤΕΚΤΩΝ).

72. «[...] ευρέθημεν εις την δυσάρεστον θέσιν να διαπιστώσουμε εντός της περιφερείας των Αθηνών την ύπαρξιν τρωγλών των οποίων το έτος της ανεγέρσεως δεν είναι 1450 ή 1600 αλλά 1922». Παπαδάκης, Σ., «O συνοικισμός “Νέας Αλεξανδρείας” και η εδαφική οικονομία των Αθηνών», Τεχνικά Χρονικά, 1/4/1933, σελ. 361, σημ. 1.

73. Μπίρης, Κυπριανός, «Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 568.

74. Μπίρης, Κυπριανός, «Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 569.

75. «Επί σχεδίου του Διευθυντού των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου κ. Τσαγκρή [sic]». Μπίρης Κυπ., «Η αστική πολυκατοικία», Τεχνικά Χρονικά, 1/6/1932, σελ. 565-566. Προφανώς πρόκειται για το Β. Τσαγρή για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Μπίρης μας πληροφορεί πως ήταν πολιτικός μηχανικός και μετά το 1920 εργάσθηκε για ένα διάστημα σε αρχιτεκτονικό γραφείο στη Βιέννη. Από ’κεί επηρεασμένος από το «Αρ Νουβώ» επέστρεψε στην Αθήνα όπου και έχτισε πληθώρα κτηρίων («στύλ Τσαγρή»). Μπίρης Κων., Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα (Αθήνα 1966), σελ. 289-290. Ωστόσο στη μονογραφία του για τον Τσαγρή ο Χολέβας δεν αναφέρει συμμετοχή του σε αντίστοιχο έργο [Χολέβας, Ν., Ο αρχιτέκτων Βασίλης Γ. Τσαγρής (1882-1941) (Αθήνα 1987)]. Για μια αναλυτική σύγκριση των προτάσεων Παπαδάκη και Μπίρη βλ. Παπαλεξόπουλος, Δ., «Τεχνικός και σχεδιασμός του χώρου: πρωτοπορία ή εκσυγχρονισμός. Με αφορμή δύο προτάσεις για την κατοικία των μεσαίων στρωμάτων», στο Μαυρογορδάτος, Γ. – Χατζηιωσήφ, Χ. (επιμ.), Βενιζελισμός & Αστικός Εκσυγχρονισμός (Ηράκλειο 1988), σελ. 133-138.

76. Μπέρσης, Γ., «Ελληνική Τεχνική Κίνησις. Εκτελεσθείσαι εργασίαι κατά τα οικον. έτη 1934-36 παρά της τεχν. υπηρεσίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως», Τεχνικά Χρονικά, 1/7/1936, σελ. 607-614.

77. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 124, σημ. 17.

78. Είναι ο μελετητής ενός δημοτικού σχολείου στη Λαμία. Καραντινός, Π. (επιμ.), Τα νέα σχολικά κτίρια (Αθήνα 1938), σελ. 207-208.

79. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Ε. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 120-22.

80. Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 82-83.

81. Καραμούζη, Α., «Kαταγραφή και χαρτογράφηση των προσφυγικών οικισμών στον ελληνικό χώρο από το 1821 έως και σήμερα», στο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα-Οι προσφυγουπόλεις σην Ελλάδα, πρακτικά συμποσίου που έγινε στην Αθήνα στις 11&12/4/1997 (Αθήνα 1999), σελ. 40-41, πίν. 4.

82. Κουβελιώτου, Γ. – Παπαθεοδώρου, Μ., «Σημεία μοντερνισμού στην οργανωμένη δόμηση», στο Η προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα στις 16/10/1998 (Αθήνα 2000), σελ. 50· Χολέβας, Ν., Ο αρχιτέκτων Άγγελος Ι. Σιάγας (1899-1987) (Αθήνα 1992), σελ. 62.

83. Μπέρσης, Γ., «Ελληνική Τεχνική Κίνησις. Εκτελεσθείσαι εργασίαι κατά τα οικον. έτη 1934-36 παρά της τεχν. υπηρεσίας του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως», Τεχνικά Χρονικά, 1/7/1936, σελ. 614.

84. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 118-120.

85. Μαρμαράς, Ε., «Aθήνα 1910-1940. Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές επισημάνσεις», στο Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία. Από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η περίπτωση της Αθήνας, Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα 15-18/2/1996 (Αθήνα 1997), σελ. 275.

86. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 119.

87. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 225. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το ότι ο Λάσκαρις, που σχεδίασε μερικά από τα πιο αυστηρά ωφελιμιστικά παραδείγματα συγκροτημάτων, εξελίχτηκε σε «προπομπό της νεο-λαϊκής αρχιτεκτονικής». Στο ίδιο, σελ. 203.

88. Κατά τον Γιακουμακάτο πάντως, απλώς «φέρουν την επίδραση του Bauhaus […] χωρίς όμως προσπάθεια μορφολογικής και τυπολογικής ανανέωσης». Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η κριτική (Αθήνα 2001), σελ. 86.

89. Βλάχου, Γ. – Γιαννίτσαρη, Γ. – Χατζηκώστα, Ε., «Η στέγαση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά στην περίοδο 1920-1940. Προσφυγικές πολυκατοικίες», Αρχιτεκτονικά Θέματα, 12/1978, σελ. 123-124.

90. «Και μόνο για τον ήλιο και τον αέρα τους θα τις ζηλεύουν ίσως αρκετοί από αυτούς που μένουν σε ορισμένες ιδιωτικές πολυκατοικίες με περισσότερη πολυτέλεια, αλλά με παράθυρα σε φωταγωγούς σαν πηγάδια». Βασιλείου, Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 82-83.

91. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 225.

92. Η οικειοποίηση αυτού του κομματιού του δημόσιου χώρου από τις γυναίκες πρόσφυγες θα συναντήσει αντίσταση από τη ντόπια κοινωνία και οι ίδιες θα θεωρηθούν ανήθικες. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 245.

93. Hirschon, Ρ., Heirs of the Greek Catastrophe: The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus (Oxford 1989, )σελ. 166-168.

94. Κουβελιώτου, Γ. – Παπαθεοδώρου, Μ., «Σημεία μοντερνισμού στην οργανωμένη δόμηση», στο Η προστασία των κτηρίων του προπολεμικού μοντερνισμού στην Αθήνα, Πρακτικά ημερίδας, Αθήνα στις 16/10/1998 (Αθήνα 2000), σελ. 50.

95. Χολέβας, Ν., «Προλεγόμενα» στο Χατζατουριάν, Β., Νέα Σμύρνη. Διαδρομές του φακού στην αρχιτεκτονική της εξέλιξη, σελ. 17, 183, φωτ. 327.

96. Εξαιρέσεις αποτελούν οι Δεσποτόπουλος και Βαλεντής που ασχολήθηκαν με δημόσια έργα (νοσοκομεία και κτήρια για το υπουργείο Αεροπορίας). Γιακουμακάτος, Α., Η αρχιτεκτονική και η κριτική (Αθήνα 2001), σελ. 86.

97. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική (Αθήνα 1984), σελ. 191-192.

98. Κονταράτος, Σ., «Από τη γενιά του ’30 στη “γενιά” του ’50. Συνέχειες και ασυνέχειες στον ελληνικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό», Θέματα Χώρου + Τεχνών, 29/1998, σελ. 35.

99. Στις 10/4/02 ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων απέστειλε έγγραφο στο ΥΠΕΧΩΔΕ για το συγκρότημα προσφυγικών κατοικιών στη λεωφ. Αλεξάνδρας «και την ανάγκη διατήρησης της αντιπροσωπευτικής αρχιτεκτονικής της εποχής του μοντέρνου κινήματος». Aρχιτέκτονες, περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΑΕ, τεύχος 33, περίοδος Β', Μάϊος/Ιούνιος 2002, σελ. 139.

100. Περιγραφή της κυρίαρχης τάσης ως προς την ιδιοκτησία δίνει ο Α. Δημητρακόπουλος: «Δεν υπάρχει προσπάθεια προς εξασφάλισιν στέγης, αλλά προς απόκτησιν ιδιοκτησίας και μάλιστα ιδιοκτησίας αυτοτελούς καθ’ όλον τον οικοδομήσιμον χώρον, αποκρουομένης απολύτως της συνιδιοκτησίας υφ’ οιανδήποτε μορφήν», Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 20.

101. «Κάθε πρόσφυγας επιθυμεί τη δική του κατοικία. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να χτιστούν πολύωροφες κατοικίες για να στεγάσουν περισσότερες οικογένειες». Eddy, C.B., Greece and the Greek Refugees, Λονδίνο 1931), σελ. 163. Από Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 234.

102. Κιτσίκης, Κ., H κτιριολογική άποψις του νέου σχεδίου της Θεσσαλονίκης (Αθήνα 1919), σελ. 22, 28, σημ. 1. Ο Κιτσίκης θεωρούσε τις πολυκατοικίες –«στρατώνες επί ενοικίω»– ως «αναπόφευκτον κακόν» και «μέσον προς καταπολέμησιν της εξαπλώσεώς [τους] και εις εξωτερικάς ζώνας όπου δεν δικαιολογείται η ύπαρξίς [τους]» τον περιορισμό των απαγορευτικών διατάξεων που αφορούν την οικοδόμηση σε μικρά οικόπεδα. Μια ακόμη χαμένη ευκαιρία «να δημιουργηθή ένα πρότυπο», θα αποτελέσει η ανακατασκευή της Κορίνθου μετά το σεισμό του 1928, όταν θα διατηρηθεί το παλιό σχέδιο του 1858. Βασιλείου,  Ι., Η λαϊκή κατοικία (Αθήνα 1944), σελ. 92-93.

103. Στους αριθμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται «οι αυθαίρετοι και οι προσφυγικοί οικίσκοι οι διαφυγόντες την στατιστικήν» καθώς και «αι οικοδομαί αι ανεγερθείσαι υπό Αθηναίων εις τα προάστεια προς μόνιμον εγκατάστασιν, αι οποίαι κατά το πλείστον είναι μικρομονοκατοικίαι». Δημητρακόπουλος, Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 18. Περισσότερα σχετικά με τον καθορισμό του μέγιστου ύψους οικοδομών στο Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991), σελ. 40-76.

104. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 29 (26/7/30), σελ. 19 και Εργασία 30 (2/8/30), σελ. 21.

105. Η παλαιότερη αναφορά στο άρθρο του Κριεζή, Ε., «Eπί του προβλήματος της πολυκατοικίας», Αρχιμήδης, 11, 4/1912, σελ. 123-127. Είναι πάντως χαρακτηριστικό πως από το 1920 και μετά πρώτη θα ενδιαφερθεί για την πολυκατοικία η εύπορη αστική τάξη, γηγενής ή των παροικιών, που λίγο μετά την απελευθέρωση είχε χτίσει τα μέγαρά της στην Αθήνα. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989) , σελ. 69.

106. Παπαδάκης, Σ., «Το ιστορικό των συνεδρίων της νέας αρχιτεκτονικής», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-15/11/1933, σελ. 996-998.

107. Η ψήφιση του νόμου για την οριζόντια ιδιοκτησία το 1929, καθώς και οι πρώτες πράξεις εφαρμογών του συστήματος της αντιπαροχής (1932), είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο για τη σταδιακά αυξανόμενη ανέγερση, που ωστόσο απευθυνόταν σε ανώτερα στρώματα. Μαρμαράς, Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας, Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους (Αθήνα 1991), σελ. 164-166.

108. Σαντορίνης, Π., «H σύγχρονος εξέλιξις του beton-arme και αι δι’ αυτής παρεχόμεναι εις τον αρχιτέκτονα δυνατότητες», Τεχνικά Χρονικά, 15/10-15/11/1933, σελ. 1042.

109. Μπίρης, Κωνσταντίνος, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα Αθήνα 1966), σελ. 293-294.

110. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 29 (26/7/30), σελ. 18-19.

111. Δημητρακόπουλος, Α., «H περισυλλογή των Αθηνών και η αναγκαστική οικοδόμησις», Εργασία 29 (26/7/30), σελ. 19.

112. Ο Παπαϊωάννου προεκτείνοντας τον προβληματισμό είναι κατηγορηματικός και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα του κράτους ως το τέλος της δεκαετίας του ’60: «[...] τα μεγάλης κλίμακος έκτακτα προγράμματα κατοικίας [που αφορούν πρόσφυγες, σεισμοπαθείς, άστεγους πολέμων κτλ.] απομυζούσαν τον οπωσδήποτε ασθενικό προϋπολογισμό του Κράτους, σε τέτοιο βαθμό, που κάθε «κανονικό πρόγραμμα κατοικίας» θα ήταν απολύτως εκτός πραγματικότητος». Παπαϊωάννου,  Ι., Η κατοικία στην Ελλάδα. Κρατική δραστηριότης (Αθήνα 1975),  σελ. 11.

113. Αναφέρεται το παράδειγμα της εταιρείας ΤΕΚΤΩΝ η οποία το 1927 πήρε κρατικό δάνειο 100 εκατ. δρχ. Γκιζελή,  Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 275, σημ. 24.

114. Γκιζελή,  Β., Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930) (Αθήνα 1984), σελ. 276.

115. Η ελληνική εκδοχή τους περιλαμβάνει αποκλειστικά κατοικία ενώ το πρωτότυπο του Howard συνδυάζει την κατοικία με την παραγωγική δραστηριότητα. Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 222, σημ. 19. Η ιδέα της κηπούπολης (cite-jardin) εμφανίζεται στο βιβλίο του Ε. Howard Tomorrow: A Peaceful Path to Real Reform (1898), σαν αντίθεση στη «υπερτροφική επέκταση των Μητροπόλεων και προτείνει οικισμούς-δορυφόρους για 30.000 κατοίκους περίπου, αυτόνομους από οικονομική και λειτουργική άποψη». Zevi, B., Η μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής (Αθήνα 1986), σελ. 278. Η πρώτη κηπούπολη, το Letchworth, ιδρύεται στην Αγγλία το 1903 σε σχέδια των B. Parker και R. Unwin.

116. Καθόριζε λεπτομερώς όλα τα ζητήματα αρχιτεκτονικής και αισθητικής των κτηρίων και των κήπων παρέχοντας το δικαίωμα στις αρχές να απορρίπτουν κτήρια που δεν ανταποκρίνονταν στην «κοινή αισθητική». Λεοντίδου, Λ., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά 1909-1940 (Αθήνα 1989), σελ. 223.