1. Το πλαίσιο
Το Ιανουάριο του 1877 πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης με παρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων και σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης του πληθυσμού των επαναστατημένων επαρχιών της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας. Η διάσκεψη αυτή οδηγήθηκε σε αποτυχία μετά την άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εφαρμόσει το σχέδιο της Αγγλίας που επέτρεπε στις Μεγάλες Δυνάμεις να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις των επαναστατημένων περιοχών.1 Αυτή η άρνηση των Οθωμανών ήταν η αιτία που στις 24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά όμως η Ρωσία είχε εξασφαλίσει τη σύμπνοια των Δυνάμεων, ακόμα και της Μεγάλης Βρετανίας που παραδοσιακά ετίθετο υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της δικής της εμπορικής πρωτοκαθεδρίας στη Μεσόγειο. Επιδίωξη της Ρωσίας με αυτόν το πόλεμο ήταν να υποχρεώσει το σουλτάνο να δεχτεί το σχέδιο της διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης.
2. Τα γεγονότα
Οι Οθωμανοί εσπευσμένα ξεκίνησαν να ενισχύσουν τις αμυντικές τους βάσεις στα στενά των Δαρδανελίων, ώστε να μην επιτρέψουν τη διέλευση των ρωσικών πλοίων. Στην Ευρώπη και στα ανατολικά της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Καρς και Ερζερούμ, ενίσχυσαν και αύξησαν το ανθρώπινο δυναμικό των στρατιωτικών βάσεων και τις ίδιες τις βάσεις.
Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου τα ρωσικά στρατεύματα από τις 26 ως τις 29 Απριλίου κατέλαβαν το Βατούμ (Batûm) και το Αρδαχάν (Ardivan). Η πόλη Καρς αντιστάθηκε στην πολιορκία των ρωσικών δυνάμεων, ενώ το Μάιο η πόλη Βαγιαζίτ (Bâyezîd) καταλήφθηκε. Οι Ρώσοι με τη βοήθεια των χριστιανών των κατακτημένων περιοχών έσφαζαν τους μουσουλμάνους κατοίκους. Μετά την πτώση του Βαγιαζίτ το Καρς μετατράπηκε σε κέντρο επιχειρήσεων των Οθωμανών υπό τη διοίκηση του Αχμέτ Μουχτάρ Πασά.
Μια αποτυχημένη εκστρατεία αντιπερισπασμού του οθωμανικού στρατού προς την Αβασγία (Ιούνιος-Ιούλιος 1877) οδηγεί 30.000 έως 40.000 Αβασγούς πρόσφυγες να ακολουθήσουν τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς. Με την οθωμανική αντεπίθεση το Βαγιαζίτ ανακαταλαμβάνεται και οι Ρώσοι εκδιώκονται πέραν των συνόρων έως τον Ιούλιο του 1877. Στη συνέχεια, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1877 οι Οθωμανοί, στο εσωτερικό μέτωπο, εισβάλλουν σε ρωσικό έδαφος αλλά υφίστανται σοβαρή ήττα στο Αλατζά Νταγ (Alaca Dağ), όπου πάνω από 6.000 Οθωμανοί στρατιώτες παραδόθηκαν. Η πίεση των ρωσικών δυνάμεων ανάγκασε τα οθωμανικά στρατεύματα να υποχωρήσουν. Το Καρς πολιορκείται ξανά και πέφτει το Δεκέμβριο, οπότε ο Αχμέτ Μουχτάρ Πασάς εγκαταλείπει το Καρς και υποχωρεί προς το Ερζερούμ.
Παράλληλα, στο παραλιακό μέτωπο του βιλαετιού Τραπεζούντας, εκτυλίχθηκαν ρωσικές επιχειρήσεις με στόχο το Βατούμ. Ακολουθεί ρωσική αντεπίθεση και συνεχής καταδίωξη των Οθωμανών ως το Ερζερούμ.
Οι επιχειρήσεις διακόπηκαν λόγω του χειμώνα, με τους Ρώσους να βρίσκονται γύρω από το Ερζερούμ και στο παραλιακό μέτωπο να πολιορκούν το Βατούμ.2
Στην Ευρώπη τον Ιούνιο του 1877 οι Ρώσοι ξεκίνησαν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις από τα παράλια του Δούναβη. Μετά τις καταλήψεις των περιοχών οι Ρώσοι έσφαζαν τους μουσουλμάνους κατοίκους και ειδικά τους αγρότες. 3 Αργότερα, στα μέσα του Ιουλίου, μετά την κατάληψη της Νικόπολης ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ απομάκρυνε όλους τους στρατιωτικούς αρχηγούς και όρισε το Σουλεϊμάν Πασά ως νέο αρχηγό του στρατού. Ο σουλτάνος, για να έχει την υποστήριξη του λαού, έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο του γαζί και έτσι ενισχύθηκε ο στρατός όχι μόνο σε ανθρώπινο δυναμικό αλλά και οικονομικά.
Με τις υποχωρήσεις των οθωμανικών δυνάμεων μετά τις ήττες από τα ρωσικά στρατεύματα η Σερβία ανακοίνωσε την ανεξαρτησία της και με τη σειρά της κήρυξε πόλεμο στο σουλτάνο. Η κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Ρώσους φόβισε την Αγγλία και την Αυστροουγγαρία. Η διάβαση των ρωσικών στρατευμάτων προς την Κωνσταντινούπολη ανάγκασε τους Οθωμανούς να δεχθούν την ανακωχή και τους όρους που είχαν συζητηθεί στην Αδριανούπολη. Αργότερα, αρχές Μαρτίου 1878, ξεκίνησε η διάσκεψη ειρήνης στον Άγιο Στέφανο (Yeşil Köy). Σύμφωνα με αυτή αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου, της Σερβίας και της Ρουμανίας. Οι Οθωμανοί επίσης αναγνώρισαν τις ρωσικές κτήσεις στα νότια της Βεσαραβίας. Από την άλλη μεριά, η Βουλγαρία αυτονομήθηκε και αναγνώριζε την οθωμανική κυριαρχία, αλλά οι εμπόλεμοι συμφώνησαν να παραμείνουν τα ρωσικά στρατεύματα στη Βουλγαρία για δύο χρόνια. Όμως αργότερα, μετά τις διπλωματικές κινήσεις των Δυναμένων, ειδικά ανάμεσα σε Αυστρία, Αγγλία και Ρωσία για να αποφύγουν νέο πόλεμο, πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1878 η διάσκεψη του Βερολίνου. Σύμφωνα με αυτή η Βουλγαρία χωρίστηκε σε τρία τμήματα. Αλλά η αυτόνομη Βουλγαρία μαζί με την Ανατολική Ρωμυλία παρέμειναν στην επικράτεια των Οθωμανών. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Στα ανατολικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Καρς, το Αρδαχάν και το Βατούμ με την περιφέρειά τους δόθηκαν στη Ρωσία, ενώ το Βαγιαζίτ που είχε δοθεί στους Ρώσους με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου παρέμεινε τελικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
3. Οι επιπτώσεις
Αμέσως μετά τον πόλεμο οι Ρώσοι εκδίωξαν από τα νεοαποκτηθέντα γεωργιανά εδάφη δεκάδες χιλιάδες Λαζούς μουσουλμάνους, οι οποίοι με την άφιξή τους στον Πόντο επέφεραν σειρά αρνητικών επιπτώσεων, κυρίως στον αγροτικό χριστιανικό πληθυσμό: κατάσχεση γαιών για να καλυφθούν οι ανάγκες των προσφύγων, οι οποίοι επιπλέον είχαν διαδραματίσει παραστρατιωτικό ρόλο στο βιλαέτι Τραπεζούντας ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επίσης, η διαβίωση των προσφύγων σε άθλιες συνθήκες επέφερε επιδημία χολέρας και τύφου. Στις συνθήκες αυτές και ενθαρρυνόμενοι από τα μέτρα των Ρώσων για την εγκατάσταση χριστιανών στον Καύκασο και τη Γεωργία,4 πολλοί Πόντιοι βρήκαν, για μια ακόμη φορά, διέξοδο στη μετανάστευση. Έτσι σημειώθηκαν μετοικεσίες προς το δυτικό και βόρειο Καύκασο οικογενειών που ασχολήθηκαν κυρίως με την καπνοφυτεία.5 Αλλά το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα είχε προορισμό το Καρς, όπου ιδρύθηκαν 72 χωριά από ορθοδόξους μετοίκους. Σύμφωνα με τον Ι. Κάλφογλου, στατιστικές των χωριών αυτών δίνουν κατά τα έτη 1907-1908 συνολικό αριθμό 36.815 «Ελλήνων» (δηλαδή ορθοδόξων) κατά μια εκτίμηση, και 39.301 κατά άλλη εκτίμηση.6 Τόποι προέλευσής τους ήταν το Γκιουμούσχανε (Αργυρούπολη), τα Χεριανά, το Ερζερούμ, η Μεσοχαλδία και η Σάντα. Τέλος, με την προσάρτηση του Βατούμ (που υπαγόταν έως τότε στη μητρόπολη Τραπεζούντας) στη Ρωσία μετά τη συνθήκη του Βερολίνου, αυξήθηκε και εκεί ο χριστιανικός πληθυσμός φτάνοντας γύρω στις 5.000 άτομα το 1906.7
1. Για τις αιτίες του πολέμου περισσότερα βλ. Kurat, Yuluğ Tekin, “1877-78 Osmanlı-Rus Harbinin Sebepleri”, Belleten XXVI (temmuz 1962), σελ. 567-592 2. Για περισσότερα βλ. Ιστορία του Ρωσσο-τουρκικού πολέμου: μετά εκατόν είκοσιν εικονογραφιών, μτφρ. Κωνσταντίνος Ε. Λουρεντζής (Αθήνα 1890) και Reid, J.J., Crisis of the Ottoman Empire: prelude to collapse 1839-1878 (Στουτγάρδη 2000), σελ. 315-352. 3. Για τις μάχες των ρωσικών και οθωμανικών στρατευμάτων στις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βλ. Maurice, M., The Russo-Turkish war 1877: A strategical sketch (Λονδίνο – Νέα Υόρκη 1905). 4. Βλ. παράθεμα «Μια δελεαστική πρόταση». 5. Βλ. παράθεμα «Μετοίκηση προς Καύκασο». 6. Κάλφογλου, Ι., Οι Έλληνες εν Καυκάσω. Ιστορικόν δοκίμιον (Αθήνα 1908), σελ. 113-115. 7. Βλ. Κάλφογλου, Ι., Οι Έλληνες εν Καυκάσω. Ιστορικόν δοκίμιον (Αθήνα 1908), σελ. 113-115. Για το μεταναστευτικό ρεύμα των Μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια βλ. Reid, J.J., Crisis of the Ottoman Empire: prelude to collapse 1839-1878 (Στουτγάρτη 2000), σελ. 352-357.
|
|
|