Σαμόσατα (Αρχαιότητα)

1. Γεωγραφικός εντοπισμός

Τα Σαμόσατα ήταν μία από τις σημαντικότερες συνοριακές πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον ποταμό Ευφράτη. Η πόλη έχει ταυτιστεί με τα ερείπια ενός αρχαίου οικισμού στη δυτική όχθη του ποταμού, κοντά στο σύγχρονο χωριό Samsat. Κατά την Αρχαιότητα –όπως άλλωστε και σήμερα– ο Ευφράτης ήταν πολύ σημαντικός για τη γεωμορφολογία της περιοχής και συνέδεε τα Σαμόσατα με τις γύρω πόλεις.1 Τόσο οι μαρτυρίες των αρχαίων πηγών όσο και τα Itineraria2 τονίζουν την κομβική θέση της αρχαίας πόλης. Πράγματι, τα Σαμόσατα βρίσκονταν σε μια πεδιάδα κοντά στον Ταύρο, σε μικρή απόσταση από τα μεγάλα φαράγγια της οροσειράς. Ο Ευφράτης οριοθετούσε την επικράτεια της πόλης στα νοτιοανατολικά. Η ιδιαίτερα ευνοϊκή αυτή θέση εξασφάλιζε την εποπτεία της εμπορικής και στρατιωτικής δραστηριότητας στη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι είχαν άμεση πρόσβαση στον ποταμό, ενώ τα στενά του Αντίταυρου τους πρόσφεραν δυνατότητα επικοινωνίας με τις πεδινές περιοχές μεταξύ της Κιλικίας και της Οσροηνής. Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, η εγκατάσταση σημαντικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή επέβαλε εκτεταμένες επισκευές του υπάρχοντος οδικού δικτύου καθώς και κατασκευή νέων δρόμων που εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ των συνοριακών πόλεων και των φυλακίων. Έτσι, η πόλη βρέθηκε στο σταυροδρόμι πέντε σημαντικών οδικών αρτηριών που οδηγούσαν στη Μελιτηνή, τα Κόμανα, την Ηρακόμη, την Ταρσό και το Ζεύγμα.

2. Ονοματολογία

Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, η πόλη ήταν γνωστή με διάφορες ονομασίες που προέρχονται από κοινή ρίζα. Σε μία λατινική επιγραφή, για παράδειγμα, παραδίδεται ο τύπος «Σαμοσάτη».3 Σε αυτοκρατορικές κοπές της πόλης απαντά το εθνικό «Σαμοσατέων», που ήταν με βεβαιότητα σε χρήση κατά το 2ο και 3ο αιώνα.4 Τέλος, στην αραμαϊκή διάλεκτο η πόλη ονομαζόταν “Sumaisat” και στη συριακή “Semisat”.5

3. Ιστορία

Οι υπάρχουσες πληροφορίες για την πόλη ανάγονται στην πλειονότητά τους στην Αυτοκρατορική περίοδο, κατά την οποία άλλωστε τοποθετείται και η μεγαλύτερη ακμή της. Τα πορίσματα, όμως, πρόσφατων ανασκαφών και επιφανειακών ερευνών έριξαν φως και στην πρωιμότερη ιστορία της γύρω περιοχής. Ίχνη κατοίκησης εμφανίζονται ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν εικόνα όχι οργανωμένης πόλης αλλά συνοικισμού από κώμες, κατάσταση που παρέμεινε αναλλοίωτη τουλάχιστον μέχρι και την Κλασική περίοδο.

Τα παλαιότερα στοιχεία για τα Σαμόσατα προέρχονται από ασσυριακές πηγές (από το 870 έως περίπου το 605 π.Χ.) καθώς και από λουβιακές επιγραφές της περιόδου 805-770 π.Χ. Αυτές οι πρώτες αμιγώς ιστορικές μαρτυρίες συνδέουν τα Σαμόσατα με το νεοχετιτικό βασίλειο Kummuh. Μάλιστα, το κείμενο μιας ανάγλυφης χετιτικής στήλης διασώζει και τη νεοχετιτική ονομασία της πόλης: Κumaha. Όταν οι Ασσύριοι εκδήλωσαν επεκτατικές τάσεις στην περιοχή, η πόλη προέβαλε αρχικά σθεναρή αντίσταση. Τελικά, το 708 π.Χ. ο Ασσύριος βασιλιάς Σαργκών Β΄ την κατέκτησε και την υποβίβασε σε ασσυριακή επαρχία. Τα Σαμόσατα έγιναν η πρωτεύουσα του Kummuh, που μπορεί να ταυτιστεί με την επικράτεια του μετέπειτα βασιλείου της Κομμαγηνής. Στο εξής η ιστορία της πόλης συνδεόταν άμεσα με την τύχη της γύρω περιοχής. Έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., οι Ασσύριοι διατηρούσαν τα ερείσματά τους στην περιοχή, αλλά η κατάσταση αυτή άρχισε σταδιακά να ανατρέπεται υπέρ των Αχαιμενιδών, οι οποίοι εξασφάλισαν τελικά τον έλεγχο της περιοχής, διαδικασία που ολοκληρώθηκε τον 4ο αι. π.Χ. Επί Αντιόχου Γ΄ (223-187 π.Χ.) η περιοχή πέρασε υπό σελευκιδικό έλεγχο και τότε η ονομασία Kummuh εξελληνίστηκε σε Κομμαγηνή. Το 162 π.Χ. ο τότε διοικητής της περιοχής Πτολεμαίος αποστάτησε από τους Σελευκίδες ιδρύοντας το βασίλειο της Κομμαγηνής και την τοπική βασιλική δυναστεία.6 Ο γιος του ο Σάμος (130-100 π.Χ.) εδραίωσε τη δυναστεία αυτή και μετονόμασε την πόλη –που αποτέλεσε την πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος βασιλείου– Σαμόσατα.

Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, εκδηλώθηκαν και σταδιακά παγιώθηκαν τα ρωμαϊκά συμφέροντα στην περιοχή. Συνακόλουθα, η πόλη ενεπλάκη σε περιπέτειες αλλάζοντας συχνά στρατόπεδα, μέχρι τη σταθεροποίηση της κατάστασης κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Τον 1ο αι. π.Χ. η Κομμαγηνή τελούσε υπό καθεστώς πελατειακού βασιλείου της Ρώμης. Ο Ευφράτης οριοθετούσε την επικράτειά της ως σύνορο μεταξύ των εδαφών επιρροής Ρωμαίων και Πάρθων.

Το 62 ή 61 π.Χ. ο Πομπήιος παραχώρησε το βασίλειο στον Αντίοχο Α΄ Θεό (69-36 π.Χ.), ο οποίος επέδειξε φιλοπαρθική στάση και εκθρονίστηκε από το Μάρκο Αντώνιο το 36 π.Χ. Οι προθέσεις της Ρώμης έγιναν περισσότερο σαφείς κατά τον επόμενο αιώνα, όταν μεταβλήθηκαν οι ισορροπίες στην περιοχή. Η ισχυροποίηση των Ρωμαίων και η ακόλουθη αποδυνάμωση των Πάρθων οδήγησε στη σταδιακή ενσωμάτωση των μικρών πελατειακών βασιλείων του Ευφράτη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι, το 17 μ.Χ. η Κομμαγηνή πέρασε υπό ρωμαϊκό έλεγχο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 38, ο Καλιγούλας αποκατέστησε στην εξουσία τον Αντίοχο Δ΄, για να τον καθαιρέσει λίγο αργότερα. Ο βασιλιάς επανέκτησε την αρχή του το 41 επί Κλαυδίου και τη διατήρησε μέχρι το 72. Τότε ο ύπατος Συρίας Καισένιος Παίτος κατηγόρησε τον Αντίοχο για φιλοπαρθική στάση και, έχοντας εξασφαλίσει την άδεια του Βεσπασιανού, ανάγκασε το βασιλιά να εγκαταλείψει την πρωτεύουσά του. Είναι μάλιστα πιθανό ότι το πρωιμότερο δείγμα της συριακής λογοτεχνίας, που μνημονεύει την εκδίωξη των Σαμοσατέων από τους Ρωμαίους και τη μερική τους εγκατάσταση στη Σελεύκεια (ή το Ζεύγμα), αναφέρεται στο γεγονός αυτό.7

Η προσάρτηση του βασιλείου ήταν γεγονός με ιδιαίτερη βαρύτητα εξαιτίας της στρατηγικής σημασίας της Κομμαγηνής. Είναι άγνωστο ποια ακριβώς μορφή έλαβε η ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή στο αρχικό της στάδιο. Κατά πάσα πιθανότητα, πάντως, τα Σαμόσατα επανιδρύθηκαν και διατήρησαν το σημαίνοντα ρόλο που είχαν έως τότε. Αρχικά ασκούσε εκεί χρέη φρουράς η 6η λεγεώνα Ferrata. Η Ρώμη, έχοντας εξασφαλίσει πια τον έλεγχο στο ζωτικής σημασίας σύνορο του Ευφράτη, φρόντισε να τον διατηρήσει με τα τρία μεγάλα συνοριακά φρούρια της περιοχής –Σαμόσατα, Σάταλα, Μελιτηνή– που ήταν και έδρες λεγεώνων καθώς και με μικρότερα φρούρια στην ίδια γραμμή άμυνας, όπου στάθμευαν βοηθητικά στρατιωτικά σώματα και ιππικό. Στα Σαμόσατα εγκαταστάθηκε τελικά η 16η λεγεώνα Flavia Firma.8 Μετά την κατάληψή της η Κομμαγηνή εντάχθηκε στη Συρία ως επαρχία, διατηρώντας την αρχαία της πρωτεύουσα. Κατά την περίοδο αυτή τα Σαμόσατα διατήρησαν τον έλεγχο που ασκούσαν στις γειτονικές τους πόλεις. Ως έδρα λεγεώνας η πόλη αναμείχθηκε στην παρθική εκστρατεία του Τραϊανού το 114. Εκεί επίσης γεννήθηκε ο σκωπτικός συγγραφέας Λουκιανός το 120. Αργότερα, το 257, η πόλη πέρασε για σύντομο διάστημα στο βασιλιά Σαπώρ, αλλά οι Ρωμαίοι την ανακατέλαβαν το 271. Λίγο αργότερα, επί Διοκλητιανού (284-305), έγινε εκτεταμένη αναδιοργάνωση του ανατολικού συνόρου και η λεγεώνα Flavia άλλαξε έδρα. Η μεταβολή αυτή οδήγησε στη σταδιακή παρακμή της πόλης, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε εξαιτίας και της μείωσης των εμπορικών συναλλαγών.

Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, ο Ιουστινιανός επισκεύασε τα τείχη για να αποκρούσει πιθανή επίθεση των Αράβων.9 Τελικά, τον 7ο αιώνα η πόλη κατελήφθη από τους Αββασίδες, οι οποίοι τη μετονόμασαν σε Sümeisat. Η πόλη επιβίωσε και κατά τους ύστερους αυτούς χρόνους, και μάλιστα η μεσαιωνική φάση της αποτελεί περίοδο ακμής, ιδιαίτερα ο 12ος και ο 13ος αιώνας. Από τότε ο οικισμός άρχισε να συρρικνώνεται και, όταν έφτασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί, οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τα Σαμόσατα.

4. Οικονομία

Πέραν της ευνοϊκής στρατιωτικής τους θέσης, τα Σαμόσατα διέθεταν και φυσικό πλούτο. Η πόλη βρισκόταν σε δασωμένη εύφορη περιοχή και κατείχε μεταλλεία σιδήρου. Τα υπάρχοντα στοιχεία πιστοποιούν την ύπαρξη προηγμένων συστημάτων άρδευσης, άρα και σημαντική αγροτική παραγωγή.10 Επιπλέον, η γειτνίαση της πόλης με το οδικό δίκτυο την κατέστησε σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου κατά την Αυτοκρατορική περίοδο.

Τα Σαμόσατα, όπως και οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Κομμαγηνής, έκοψαν νόμισμα πρώτη φορά πριν από την αρχή του Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211) και οι κοπές συνεχίστηκαν ολόκληρο τον 3ο αιώνα.

5. Θρησκεία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θρησκευτική ζωή στην πόλη. Είναι ενδεικτικό ότι επί Αντιόχου Α΄ το θρησκευτικό κέντρο του βασιλείου ήταν το Nemrut Dağ με το ιεροθέσιον του βασιλιά και όχι η πρωτεύουσα Σαμόσατα. Στην πόλη βρέθηκε ένα ανάγλυφο δεξιώσεως με τον Αντίοχο και τον Ήλιο. Τα ανάγλυφα αυτά βρέθηκαν σε όλες τις σημαντικές πόλεις του βασιλείου και οριοθετούσαν κατά κάποιον τρόπο την επικράτειά τους. Στην πόλη μαρτυρείται λατρεία και του Διός Δολιχηνού. Επί της αρχής του Αδριανού (117-138) το αργότερο, τα Σαμόσατα απέκτησαν τον τίτλο της μητρόπολης, ιδιότητα που αναγράφεται στα νομίσματά της.11

6. Οικιστική οργάνωση του αρχαίου οικισμού

Η πόλη ήταν χτισμένη σε ύψωμα με θέα τα ταφικά μνημεία των βασιλέων της Κομμαγηνής και τον επιβλητικό όγκο του Nemrut Dağ, που ήταν ορατό, αν και βρισκόταν σε απόσταση 60 χλμ. Από την άλλη πλευρά φαινόταν ο Ευφράτης και η κοιλάδα της Οσροηνής. Σήμερα τα ερείπια της πόλης έχουν κατακλυστεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης του φράγματος του Ατατούρκ.

Ο αρχαίος οικισμός εκτεινόταν σε δύο επίπεδα, στην ακρόπολη και την κάτω πόλη. Σήμερα σώζονται τμήματα του ρωμαϊκού τείχους, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον εξαιτίας της τοιχοποιίας τους. Η χρήση μάλιστα της τεχνικής του opus reticulatum που, αν και είναι χαρακτηριστική της περιόδου αυτής, σπανίζει στην περιοχή, αποτελεί αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα.12

Η ακρόπολη είχε χαρακτηριστικό κωνικό σχήμα και βρισκόταν 45 μ. ψηλότερα από την πεδιάδα. Στους πρόποδες του υψώματος αυτού οι ανασκαφές αποκάλυψαν μία ρωμαϊκή βίλα. Στα βόρεια και βορειοανατολικά εκτεινόταν το αρχαίο νεκροταφείο της πόλης.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στο άριστα οργανωμένο οδικό δίκτυο της Αυτοκρατορικής περιόδου. Με βάση τα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών και τις πληροφορίες από τα αρχαία Itineraria, οι αρχαιολόγοι είναι σήμερα σε θέση να παρακολουθήσουν την πορεία των δρόμων αυτών και να ταυτίσουν τα σωζόμενα κατάλοιπά τους.




1. Στα νότια, σε απόσταση 116 χλμ., υπολογίζοντας με βάση το ρου του ποταμού, βρισκόταν η εξίσου σημαντική συνοριακή πόλη Ζεύγμα. Τα  Σαμόσατα απέχουν 64 χλμ. από τις πηγές του Ευφράτη προς τα νότια, 21 χλμ. από την Ταρσό της Κιλικίας και 19 χλμ. από την Έδεσσα της Οσροηνής.

2. Στράβ. 14.2.29· Plin., HN 5.85 κ.ε.· Αμμιαν. Μαρκ. 14.8.1 και 7· Προκ. 1.17.22.

3. CIL VI, 1409.

4. Ο τύπος απαντά στις κοπές μεταξύ της αρχής του Αδριανού (117-138) και αυτής του Φιλίππου (244-249).

5. Για τις αναφορές της πόλης σε μεταγενέστερες πηγές, βλ. RE  ΙΑ 2 (1920), στήλ. 2220–2221, βλ. λ. “Samosata”.

6. Διόδ. Σ. 31.19α.

7. Millar, F., The Roman Near East. 31 BC-AD 337 (Cambridge-London 1993), σελ. 82, 460 κ.ε.

8. Δίων Κ. 55.24.3· Πτολ., Γεωγρ. 5.14.8.

9. Προκ. 1.17.22 κ.ε.

10. IGLS I, 66.

11. SNG Copenhagen 1959, αρ. 17.

12. Για μια αναλυτική συζήτηση σχετικά με το ρωμαϊκό τείχος των Σαμοσάτων και τις τεχνικές κατασκευής του, βλ. Tirpan, A., “Roman Masonry Techniques at the Capital of the Commagenian Kingdom” , στο French, D.H. – Lightfoot. C.S. (επιμ.), The Eastern Frontier of the Roman Empire (BAR International Series 553, Oxford 1989), σελ. 519-526.