Σίδη (Βυζάντιο), Επισκοπικό Μέγαρο

1. Ιστορικό

Στη Σίδη ανασκάφηκε ένα από τα πιο σημαντικά εκκλησιαστικά συγκροτήματα στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Περιλάμβανε ένα μητροπολιτικό ναό, ένα βαπτιστήριο καθώς και άλλα βοηθητικά κτήρια, ένα από τα οποία θεωρήθηκε επισκοπικό μέγαρο.

Το συγκρότημα, με διαστάσεις 117x160 μ., βρίσκεται στο νότιο τμήμα της παλαιάς πόλης· στα ανατολικά του είναι τα τείχη, ενώ η βορειοδυτική και η νότια πλευρά του εντοπίζονται κατά μήκος δύο σημαντικών οδικών αρτηριών, που συνέδεαν τις δύο πύλες της πόλης με το κέντρο της.

Το συγκρότημα χτίστηκε μεταξύ του 5ου και του 6ου αιώνα, χωρίς προηγούμενο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του συνόλου. Τα διάφορα κτίσματα που το απαρτίζουν κατασκευάστηκαν μάλλον σε διαφορετικές φάσεις, ακολουθώντας δικούς τους άξονες και διατηρώντας αυτόνομη λειτουργία. Δεν υπάρχουν χώροι επικοινωνίας μεταξύ των διαφορετικών τομέων ούτε κοινός άξονας σύνδεσης. Έτσι ο κύριος μελετητής Müller-Wiener1 θεωρεί ότι το συγκρότημα χτίστηκε στη διάρκεια κάποιων δεκαετιών χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, κάπως περιστασιακά. Όσο για το επισκοπικό μέγαρο (V-VIII), ο J.-P. Sodini2 έχει επισημάνει ότι αναπτύσσεται πάνω σε έναν άξονα βορρά-νότου, αντί να ακολουθεί την πιο συνηθισμένη κάτοψη μεγάρων που βασίζεται στη διαμόρφωση ενός κεντρικού περιστυλίου, γύρω από το οποίο διατάσσονται τα υπόλοιπα δωμάτια.

Το κτήριο ταυτίστηκε με επισκοπικό μέγαρο, αν και δεν υπάρχει άμεση επικοινωνία μεταξύ της εκκλησίας και του μεγάρου. Σύμφωνα όμως με τις αρχαιολογικές έρευνες, το μέγαρο ανήκει στο ίδιο οικοδομικό πρόγραμμα με την εκκλησία.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Η κεντρική είσοδος του συγκροτήματος βρισκόταν πιθανόν στη βόρεια πλευρά και οδηγούσε στην εκκλησία και στο βαπτιστήριο. Από το περιστύλιο της εκκλησίας ο επισκέπτης περνούσε στην αυλή ενός κτηρίου, του λεγομένου μαρτυρίου, σύμφωνα με την ταύτιση του αρχαιολόγου Mansel.3 Το επισκοπικό μέγαρο (V) επικοινωνούσε προς βορρά με την αυλή του μαρτυρίου μέσω μιας πόρτας και προς νότο με άλλους βοηθητικούς χώρους μέσω μιας άλλης, μεγαλύτερης πόρτας. Το κτήριο περιλαμβάνει μία καμαροσκέπαστη επιμήκη αίθουσα χτισμένη κατά τον άξονα βορρά-νότου, που επικοινωνούσε στην ανατολική και δυτική πλευρά με μικρά δωμάτια, επίσης καμαροσκέπαστα, των οποίων το αρχιτεκτονικό σχέδιο μοιάζει με αυτό των θερμών της περιοχής. Παράλληλα με την πρώτη αίθουσα στην ανατολική πλευρά βρίσκονται και δύο άλλες επιμήκεις αίθουσες που πρέπει να ήταν κιστέρνες, κατασκευασμένες σε δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Τα δωμάτια της κυρίως κατοικίας του επισκόπου βρίσκονταν μάλλον σε ανώτερο όροφο. Νοτιότερα υπάρχουν άλλοι χώροι (VI), από τους οποίους διακρίνονται ένας επιμήκης καμαροσκέπαστος διάδρομος κατά τον άξονα βορρά-νότου, στα ανατολικά του ένα κάθετο προς αυτόν μεταγενέστερο μικρό παρεκκλήσιο με θόλο και στα δυτικά μία ομοίως κάθετη στο διάδρομο αίθουσα, καμαροσκέπαστη, με αψίδα και με δύο βοηθητικούς χώρους εκατέρωθεν. Ο στενός διάδρομος ανοιγόταν σε ένα άλλο τμήμα του κτηρίου (VII), που περιλάμβανε μία τετράγωνη αίθουσα η οποία απολήγει στα ανατολικά σε τρίκογχο και αποτελούσε την πιο σημαντική αίθουσα του μεγάρου.4




1. Müller-Wiener, W., “Riflessioni sulle caratteristiche dei palazzi episcopali”, FelixRavenna 125-126 (1983), σελ. 120-123.

2. Sodini, J.-P., “Les Groupes épiscopaux de Turquie (à l’exception de la Cilicie)”, στο Actes du XIe Congrès international d'Archéologie Chrétienne. Lyon, Vienne, Grenoble, Genève et Aoste (sept. 1986) 1 (Rome 1989), σελ. 417.

3. Mansel, A.M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 166 κ.ε.

4. Παρόμοια διάταξη παρατηρείται στο επισκοπικό μέγαρο της Αφροδισιάδας.