1. Εισαγωγή
Το 1849 αναφέρεται1ότι ο Τραπεζούντιος φιλόλογος και διευθυντής του Φροντιστηρίου ΤραπεζούντοςΚωνσταντίνος Ξανθόπουλοςδημοσίευσε στο Φιλολογικό Συνέκδημοτη μελέτη «Άσματα των παρά την Τραπεζούντα χωρών και ολίγα περί Τραπεζούντος», εγκαινιάζοντας τη συλλογή γλωσσικού και λαογραφικού υλικού στον Πόντο. Ευρύτερα όμως γνωστοί και κοινώς αποδεκτοί ως πρωτοπόροι υπήρξαν ο Περικλής Τριανταφυλλίδηςκαι ο Σάββας Ιωαννίδης, των οποίων το έργο συνέπεσε χρονικά με την προκήρυξη σειράς διαγωνισμάτων το 1870 από τον «Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως» για την κατά τόπους συλλογή "ζώντων μνημείων" και τη σύγκρισή τους με τα ανάλογα αρχαία, καθώς και με την έκδοση το 1875 του έπους του Διγενή Ακρίτα.2Από την ημερομηνία αυτή παρατηρείται στον Πόντο, και όχι μόνο, μια άνθηση δραστηριοτήτων τέτοιου τύπου, με αυξημένη εκδοτική κίνηση γύρω από θέματα λαογραφικού περιεχομένου. Από την εν λόγω δραστηριότητα, που μετά το 1922 συνεχίζεται εκτός Πόντου, αναδύθηκε και διαμορφώθηκε σταδιακά η ποντιακή λαογραφία.
2. Οι πρωτοπόροι: συλλογές
Έναυσμα για τις πρώτες συλλογές γλωσσικού και λαογραφικού υλικού στον Πόντο έδωσε το κλίμα πολιτιστικής αναγέννησης που διαμορφώθηκε με τη συγκρότηση μιας σχετικά ευημερούσας εμπορικής αστικής τάξης,3στο πλαίσιο του Τανζιμάτ, και με ιδεολογικό άξονα την εδραίωση της ιδέας του «ελληνισμού» μέσω της πνευματικής εξόρμησης των αλύτρωτων Ελλήνων. Οι κυριότεροι φορείς μέσω των οποίων υλοποιήθηκε η εν λόγω κίνηση ήταν ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως» και ο «Σύλλογος προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων». Το ενδιαφέρον όσων ενεπλάκησαν, οι οποίοι ήταν κυρίως μέλη των αστικών ελίτ, συγκεντρώθηκε πρώτα στη γενέτειρά τους και εκδηλώθηκε με υλικές και πνευματικές παροχές: ίδρυση ή επανασύσταση σχολείων (Φροντιστήριο Τραπεζούντας, «Μεγάλο Σχολείο» Κερασούντας), φιλανθρωπικών και φιλεκπαιδευτικών συλλόγων («Φιλόπτωχος Αδελφότης Τραπεζούντος», «Ξενοφών», «Επί των έξω Σχολείων Επιτροπή»), και παράλληλη ανάπτυξη μεγάλης συγγραφικής δραστηριότητας, αρχικά με τη μορφή μεμονωμένων μελετών, αργότερα όμως και με τη μορφή άρθρων,4με επίκεντρο τον τόπο. Οι φιλοπάτριδες λόγιοι εξέταζαν την περιοχή καταγωγής τους από την άποψη του χώρου (γεωγραφία, χωρογραφία, τοπογραφία), του χρόνου (ιστορίες «από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς») και της εθνολογικής και ποσοτικής σύστασης των κατοίκων της (στατιστική).5Σκοπός των συγγραφέων ήταν να μεταδώσουν τη γνώση του τόπου τους στους συμπατριώτες τους: «είναι λυπηρόν, οι μεν ξένοι να περιτρέχωσι την χώραν ημών και να μανθάνωσι τα κατά ταύτην, […] ημείς δε, οι εν αυτή γεννηθέντες, να ευρισκόμεθα εις παντελή τοιαύτης άγνοιαν, και να μην ερευνήσομεν αυτήν, […] αφού μάλιστα σήμερον και σύλλογοι υποστηρίζουσι τα τοιαύτα, και η κοινή του έθνους γνώμη τα επιζητεί» γράφει ενδεικτικά ο Σάββας Ιωαννίδης στην εισαγωγή του πονήματός του Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντος.6Αλλά οι λόγιοι αυτοί απευθύνονταν και στον «έξω κόσμο», επιδιώκοντας να κάνουν γνωστή την ιδιαίτερη πατρίδα τους και τα προβλήματά της. Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης μάλιστα στα προλεγόμενα των Ποντικών,7αφού ασκεί αυστηρή κριτική στην αδιαφορία της Ελλάδας απέναντι στους εκτός επικράτειας Έλληνες, ζητεί άμεση βοήθεια για την ανάπτυξη της παιδείας «των εν μέσω της βαρβάρου Ασίας ομογενών».
3. Οι πρωτοπόροι: επιλογές
Το γεγονός ότι οι λόγιοι αυτοί συλλέκτες ήταν παράλληλα και φιλόλογοι, δάσκαλοι με πλούσια εκπαιδευτική δράση, οι οποίοι είχαν συχνά «γαλουχηθεί» στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και έπειτα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα γλωσσικού αρχαϊσμού,8οπωσδήποτε επηρέασε τη δράση τους και κατέστη κριτήριο επιλογής αλλά και διαπραγμάτευσης του υλικού που είχε συλλεχθεί. Έτσι, το ενδιαφέρον τους στράφηκε κυρίως στη λαϊκή γλώσσα και λογοτεχνία (άσματα, παραμύθια, παροιμίες κ.ά.) και στο μέτρο που αυτές πρόσφεραν τεκμήρια για την ιστορική συνέχεια του ελληνικού στοιχείου του Πόντου και την καθαρότητα της ελληνικής καταγωγής του. Στο κεφάλαιό του το σχετιζόμενο με την «περί την Τραπεζούντα διάλεκτο», ο Σ. Ιωαννίδης ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πολλοί μεν των ξένων […] παριστάνουσιν αυτήν μίγματι τουρκικών, περσικών και άλλων βαρβαρικών λέξεων, μετά τινών παρεφθαρμένων ελληνικών. […] Ηδύνατο τις να είπη πολλά και περί της προφοράς και της γνησιότητος της διαλέκτου, ελληνιζούσης υπέρ πάσαν άλλην δημώδη των αλλαχού Ελλήνων. Επειδή όμως θα εθεωρούντο μάλλον εγκώμια αυτής, μόνον αρκείτω να παραθέσω μικράν αυτής γραμματικήν, διηγήματα δημώδη και μύθους […] κατά την επιτόπιον, όσον ένεστι, προφοράν».9Η τάση αυτή, καθορίζοντας το αντικείμενο και τα όρια της παρατήρησης των πρώτων συλλεκτών αλλά σε μεγάλο βαθμό και των συνεχιστών τους, συντέλεσε «ώστε να διαθέτουμε σήμερα μονομερή και εν μέρει τυχαία εικόνα του ποντιακού λαϊκού πολιτισμού».10Έτσι, στις μελέτες τους οι Πόντιοι συλλέκτες όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκαν για θέματα πρωτεύουσας σημασίας, όπως οι επιδράσεις του τουρκικού στοιχείου πάνω στο ποντιακό, αλλά ως ένα βαθμό προέβησαν σε λεξιλογικό και θεματικό «καθαρισμό» του συγκεντρωμένου γλωσσικού και λαογραφικού υλικού. Εξάλλου, στον πρώτο τόμο του Αρχείου Πόντου, ο Γ. Σουμελίδης ανέφερε ότι «ο Τριανταφυλλίδης και ο Ιωαννίδης είναι οι πρώτοι οι οποίοι σπουδαίως ησχολήθησαν με τα άσματα του Πόντου και κατέστησαν αυτά γνωστά εις τον φιλολογικόν κόσμον. Αλλά […] η γλωσσική απόδοσις των κειμένων πολλάκις (ιδία παρά του Σ. Ιωαννίδη) είναι πλημμελής. Αι Παραλλαγαί είναι ατελείς, έχουν χάσματα ή προσθήκας από άλλα άσματα και η ερμηνεία ή λείπει ή δεν είναι πάντοτε εύστοχος».11
4. Διγενής Ακρίτας
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση των επιπτώσεων της έκδοσης του Διγενή Ακρίτα στην ελληνική και στην ποντιακή λαογραφία αντίστοιχα. Ο Ακρίτας, αποσπώντας την προσοχή των ελληνιστών λογίων από τα «πατριωτικού ενδιαφέροντος» κλέφτικα της Ηπείρου και της Στερεάς, άνοιξε νέους ορίζοντες στην ελληνική λαογραφία. Με τη συρροή ασμάτων από τη Μικρά Ασία και τα νησιά του Αιγαίου δημιουργήθηκαν κατά τον Dawkins12οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη μιας οπτικής που διαφοροποιήθηκε από την εθνική-πατριωτική, θέτοντας πλέον ζητήματα καθαρού λαογραφικού ενδιαφέροντος, όπως η μετάδοση και η διάδοση της προφορικής παράδοσης. Στην περίπτωση όμως του Πόντου δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτες μεταβολές προς την κατεύθυνση αυτή. Αντίθετα, το έπος ερμηνεύτηκε ως μαρτυρία του εθνικού πνεύματος, της ανδρείας και της μαχητικότητας του ελληνικού στοιχείου ενάντια στον κατακτητή, μια ολοκληρωμένη μαρτυρία της οποίας αποσπάσματα σώζονταν ακόμη υπό τη μορφή ασμάτων «και ελέγοντο υπό εσχατογήρων αγροτών».13Ενδεικτική είναι η ερμηνεία ενός ακριτικού άσματος από τον Π. Τριανταφυλλίδη·14ενώ το άσμα εστιάζεται ξεκάθαρα στο Χάροντα και στην αδυναμία του θνητού –ακόμα και του πιο υπερφυσικά προικισμένου– να ξεφύγει από αυτόν, ο Τριανταφυλλίδης το αναλύει ως ύμνο σε άνδρα ατρόμητο, πρόμαχο της ελευθερίας «περί τα πρώτα έτη της τουρκικής κυριαρχίας […] εις ον, ως τον εξοχώτατον, [αι παραδόσεις] απέδωκαν μετά τόκου ό,τι κατά μέρος επράχθη». Έτσι, οι επιδράσεις του Ακρίτα υπήρξαν στον Πόντο περισσότερο ποσοτικής παρά ποιοτικής φύσης· όπως παρατηρεί και οA. Bryer15«το ακριτικό έπος έδωσε απλώς μια περαιτέρω ώθηση στη συλλογή κυρίως γλωσσικού υλικού και αυτό σε πνεύμα επείγουσας διάσωσης της ιστορίας και του “αληθινού” πολιτισμού όχι μόνο του Πόντου αλλά και ολοκλήρου του έθνους».16Οι αλλαγές που σημειώθηκαν από το 1880 και ύστερα στον Πόντο στις κατευθύνσεις και στο ύφος συγκεκριμένων συλλεκτών δε συνδέονται άμεσα με την ανακάλυψη του Διγενή αλλά με ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα που αγγίζουν κυρίως την αστική τάξη.
5. Η δεύτερη γενιά
Από το 1880 και ύστερα παρατηρείται, κυρίως από την πλευρά των συλλεκτών γλωσσικού υλικού, η ανάπτυξη μιας τάσης που διαφοροποιείται από αυτή των προδρόμων, με την έννοια ότι είναι λιγότερο προσηλωμένη στην πάση θυσία τεκμηρίωση της γνησιότητας του ποντιακού ελληνισμού. Η μέθοδος συλλογής γίνεται πιο συστηματική και η απόδοση πιο ακριβής και συνεπής με την πραγματικότητα. Διαφορά παρουσιάζεται επίσης και στη χρήση του συλλεγμένου υλικού: δεν καταχωρίζεται αποσπασματικά σε έργα-ανθολογίες γενικού περιεχομένου αλλά συνιστά ένα corpus μελετών επιστημονικού χαρακτήρα. Κύριοι αντιπρόσωποι της τάσης αυτής υπήρξαν ο Ιωάννης Παρχαρίδηςκαι ο Δημοσθένης Οικονομίδης. Ο πρώτος υπέβαλε το 1880 Γραμματικήν της διαλέκτου Τραπεζούντος, για την οποία και βραβεύτηκε στο γλωσσικό διαγωνισμό του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως». Ο δεύτερος κατέθεσε το 1887 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λιψίας διδακτορική διατριβή με τίτλοLautlehre des Pontischen (Φωνητική της Ποντιακής). Η διατριβή του βραβεύτηκε με τη χορήγηση τριακοσίων χρυσών μάρκων από το ίδρυμα του γλωσσολόγου Γ. Κούρτη. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η νέα τάση αντικατοπτρίζεται και έξω από το έργο των συλλεκτών, στην ευρύτερη κοινωνία. Έτσι, από το 1890 και ύστερα παρατηρείται αύξηση του ποσοστού εκπαιδευτικών, προξενικών υπαλλήλων, ιατρών και δικηγόρων στα μέλη του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως» και παράλληλη μείωση του ποσοστού εμπόρων και μεσιτών.17Προς το επιστημονικότερο λοιπόν φαίνεται να στρέφεται η «δεύτερη γενιά» συλλεκτών ζώντων μνημείων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για επιστημολογική τομή: οι δύο μορφές ενασχόλησης με το γλωσσικό και λαογραφικό υλικό συμβίωσαν αρμονικά, συχνά μάλιστα μέσα στο έργο του ίδιου λογίου. Έτσι, ο Δ. Οικονομίδης, ενώ «ηγωνίσθη εις την πρώτην γραμμήν με επιστημονικάς μελέτας, διαλέξεις και εισηγήσεις, αίτινες αποτελούν μνημεία επιστημονικότητος και εμβριθείας»18και άφησε σοβαρότατα έργα όπως τη Γραμματική της ελληνικής διαλέκτου του Πόντου,19δημοσίευσε και άρθρα, όπως την «Ανέκδοτον ποντικήν παράδοσιν» στο τόμο Ζ΄ της Λαογραφίας, όπου μετέφερε απλά, χωρίς επεξεργασία ή ερμηνεία, ένα παραμύθι που είχε καταγράψει στην Αργυρούπολη.
6. Η παραγωγή των ζώντων μνημείων
Προκειμένου να κατανοήσουμε σε βάθος το φαινόμενο της συλλογής γλωσσικού και λαογραφικού υλικού, πρέπει να εξετάσουμε τους παράγοντες που κατέστησαν δυνατή την ίδια του την ύπαρξη, τις συνθήκες δηλαδή και τις διαδικασίες μέσω των οποίων κάποιες κοινωνικές πρακτικές αναδείχθηκαν αντικείμενα συλλογής και δομήθηκαν ως «μνημεία». Ο γλωσσικός αρχαϊσμός, στον οποίο πρόθυμα ανατρέχουν οι μεταγενέστεροι θεωρητικοί, μπορεί ως ένα βαθμό να εξηγήσει τις επιλογές και τη στάση των Πόντιων συλλεκτών όσον αφορά το υλικό που κατέγραψαν, αλλά οπωσδήποτε δε συνιστά απάντηση ως προς το ποια κίνητρα τους ώθησαν στη δραστηριότητα αυτή. «Σήμερα η έκφραση “μνημεία του λόγου” είναι πια τόσο κοινή στη γραμματεία μας, ώστε δεν αναρωτιέται κανείς για την αρχή της. Τη στιγμή όμως που θα χρειαστεί να τη μεταφράσουμε, αντιμετωπίζουμε αμέσως το πρόβλημα ότι η εν λόγω φράση αποδοσμένη σε άλλη γλώσσα (π.χ. αγγλικά “memorials of speech”) δε σημαίνει τίποτε, αλλά χρειάζεται επεξήγηση με αναφορά στο ιστορικό της».20Η παρατήρηση αυτή της Άλκης Κυριακίδου-Νέστορος αφορά βέβαια το σύνολο της ελληνικής λαογραφίας και όχι μόνο την ποντιακή. Έρχεται όμως να μας υπενθυμίσει ότι η ύπαρξη ζώντων μνημείων δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε αιώνιο φαινόμενο. Αντίθετα, συνιστά προϊόν μιας ιστορίας, δηλαδή συγκεκριμένων ανθρώπων οι οποίοι υπό ορισμένες συνθήκες ενδιαφέρθηκαν με συγκεκριμένο τρόπο για κάποιες κοινωνικές πρακτικές, όπως η αφήγηση παραμυθιών ή η νομαδική κτηνοτροφία, και τις μετέτρεψαν σε «παραμύθια», «παρχάρια του Πόντου» κτλ. Αφετηρία του προϊόντος αποτελεί ο προφορικός λόγος «εσχατογήρων αγροτών».21Την πρώτη αυτή ύλη συνέλεξαν οι λόγιοι διδάσκαλοι και τη μετέφεραν σε έντυπα των οποίων κύριοι αναγνώστες και χρηματοδότες ήταν τα μέλη μιας ανερχόμενης αστικής τάξης εμπόρων και μεσιτών22εγκατεστημένης στον Πόντο ή σε κέντρα υποδοχής μεταναστών, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και οι παρευξείνιες περιοχές της Ρωσίας. Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα ερώτημα που αφορά τα οφέλη της παραγωγής αυτής. Οι περισσότεροι από τους λόγιους συλλέκτες φημίζονταν για την ανιδιοτέλειά τους: ακαταπόνητοι ερευνητές (Βαλαβάνης, Οικονομίδης) οι οποίοι στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο που τους άφηνε το εκπαιδευτικό τους έργο περιέτρεχαν τις εξοχές, θέτοντας ενίοτε σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή (Παρχαρίδης) για να σώσουν από τη «λήθην»23παραδόσεις που κινδύνευαν να «καταποθώσιν υπό των ερωτύλων της νεωτέρας ποιήσεως ασμάτων, άτινα ο επελθών επείσακτος έφερε μεθ’ εαυτού πολιτισμός».24Τα οφέλη της παραγωγής ζώντων μνημείων δεν ήταν λοιπόν χρηματικά. Εξάλλου, τα ποσά των βραβείων που απονέμονταν από διάφορα διαγωνίσματα, όπως του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», αν και δεν ήταν ανάξια λόγου, συνήθως απορροφούνταν στην έκδοση της βραβευμένης μελέτης. Οι ίδιοι οι λόγιοι συλλέκτες επικαλούνταν συνήθως την ιστορική αξία της συλλεγμένης ύλης ως επαρκή λόγο για αυτή την εμμονή τους: τη διάσωση των ζώντων μνημείων και κυρίως αυτών του λόγου.
7. Το παράδοξο των ζώντων μνημείων
Μερικές από τις συνιστώσες του παραδόξου των ζώντων μνημείων στον Πόντο αποτελούν η ιστορική αξία μνημείων που «βελτιώνονταν» κατά την απόδοσή τους, οι γραμματικές της ποντιακής που δεν προορίζονταν ωστόσο σε καμία περίπτωση για διδασκαλία, η χρήση της ποντιακής στα έντυπα που όμως περιοριζόταν αυστηρά στη δημοσίευση ανεκδότων, παραμυθιών και κειμένων εντός εισαγωγικών25και η ανάπτυξη μεγάλης δραστηριότητας από αστούς γύρω από παραδόσεις αγροτών «εις ας όμως ουδείς προσείχε πλέον»26και μεταφέρονταν συνήθως χωρίς σχόλια. Το εν λόγω παράδοξο μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: στη συμβολική υπερφόρτιση του συλλεγμένου γλωσσικού και λαογραφικού υλικού αντιπαρατίθεται η υποβάθμιση της χρηστικής του αξίας, σε σημείο ώστε να συνοδεύεται από εισαγωγικά κάθε κείμενο στην ποντιακή, σαν να επρόκειτο για απρέπεια ή τουλάχιστον έλλειψη σοβαρότητας, την οποία τα εισαγωγικά έρχονταν να δικαιολογήσουν προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης. Η παρεξήγηση θα ήταν οι αστοί συλλέκτες ζώντων μνημείων και οι επίσης αστοί αναγνώστες τους να εκληφθούν ως χρήστες των πρακτικών που μνημειοποίησαν. Βέβαια ο σκοπός των λόγιων διδασκάλων, που «με τους γλυκούς και στιλπνούς τους τόνους σίγουρα συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός χάσματος μεταξύ αστικών και αγροτικών πληθυσμών και μεταξύ γενεών»,27δεν ήταν να ταυτιστούν με τους «εσχατογήρους αγρότες» από τους οποίους συνέλεγαν άσματα και παραμύθια. Απέβλεπαν στο να αναδείξουν τα στοιχεία των παραδόσεων που κατά τη γνώμη τους αποτελούσαν επιβιώσεις και επομένως τεκμήρια του ελληνικού πολιτισμού, συγκροτώντας τα συνάμα ως βάση ενός ποντιακού αστικού συμβολικού κεφαλαίου, και όχι στο να εξυμνήσουν έναν αγροτικό πολιτισμό που τον θεωρούσαν, όπως και την ίδια την ποντιακή γλώσσα, αν όχι ανύπαρκτο τουλάχιστον παρεφθαρμένο.28Το γεγονός λοιπόν ότι η επιχείρηση διάσωσης ενός «αυθεντικού» πολιτισμού, παρά τη μεγάλη ενέργεια που ξοδεύτηκε εκ μέρους των συλλεκτών, συνοδεύτηκε από την παράλληλη αδρανοποίηση των υπαρκτών μορφών εκδήλωσής του, ώστε να «διαθέτουμε σήμερα μονομερή και εν μέρει τυχαία εικόνα του ποντιακού λαϊκού πολιτισμού»,29δεν είναι τυχαίο. Όλα αυτά, που εν ολίγοις συνιστούν και την ουσία του παραδόξου των ζώντων μνημείων, συνέστησαν εντέλει όρο εκ των ων ουκ άνευ για την επιτυχία της επιχείρησης συλλογής λαογραφικού και γλωσσικού υλικού.
1. Η πληροφορία αυτή βρίσκεται στο άρθρο της Μιράντας Τερζοπούλου-Αναστασιάδη με τίτλο «Η Ποντιακή λαογραφία μέχρι σήμερα και τα προβλήματά της», Αρχείον ΠόντουΛΗ΄ (1983), σελ. 773. 2. Sathas, C. - Legrand, E., Les exploits de Digenis Akritas, d’apres le manuscrit unique de Trebizonde (Παρίσι 1875). Το χειρόγραφο βρέθηκε από τον Πόντιο λόγιο Σάββα Ιωαννίδη στη μονή Σουμελά. Το 1887 ο ίδιος εξέδωσε το έπος στο τυπογραφείο Ν.Γ. Κεφαλίδου στην Κωνσταντινούπολη με τον τίτλο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης ο Καππαδόκης, υπομνηματισθέν εκδίδοται υπό Σ. Ιωαννίδου. 3. Σύμφωνα με τον Bryer η επαναλειτουργία το 1830 της οδού Τραπεζούντος-Ταυρίδος και οι ευνοϊκές προς το (εξωτερικό) εμπόριο συνέπειές της υπήρξαν, πολύ περισσότερο και από τις μεταρρυθμίσεις, από τους κυριότερους παράγοντες αλλαγής για τους Έλληνες του Πόντου, που «το 1856 είχαν ήδη αναδυθεί από τις μάλλον φεουδαρχικές συνθήκες του προηγούμενου αιώνα και είχαν εισέλθει κατά το ήμισυ στο σύγχρονο κόσμο». Βλ. Bryer, A.A.M., “The Pontic revival and the New Greece”, στο The Empire of Trebizond and the Pontos Variorum Reprints (Λονδίνο 1980), σελ. 180. 4. Ο ελληνικός εθνικός τύπος στον Εύξεινο Πόντο πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Το διάστημα 1880-1920 εκδόθηκαν 29 εφημερίδες, 7 περιοδικά και μερικά ετήσια ημερολόγια». Βλ. Αγτζίδης, Β., «Ο ελληνικός τύπος στον Εύξεινο Πόντο, 19ος-20ός αιώνας», Ιστορικά 24-25 (1996), σελ. 267-293. 5. Κυριακίδου-Νέστορος, Ά., Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση4 (Αθήνα 1997), σελ. 56-57. 6. Ιωαννίδης, Σ., Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (Κωνσταντινούπολη 1870). 7. Τριανταφυλλίδης, Π., Η εν Πόντω ελληνική Φυλή, ήτοι τα Ποντικά (Αθήναι 1866), Προλεγόμενα σελ. ε'-θ'. Βλέπε το αντίστοιχο παράθεμα. 8. Το κλίμα αυτό του «εξελληνισμού-εξαρχαϊσμού» εκφράστηκε μεταξύ άλλων και στη μετονομασία «προς το ελληνικότερον» των μαθητών των σχολείων από τους δασκάλους τους. Για το Φροντιστήριο Τραπεζούντας γνωρίζουμε ότι την πρακτική αυτή καθιέρωσε ο Σάββας Τριανταφυλλίδης, πατέρας του Περικλή, γύρω στο 1820. Ενδεικτικό είναι ότι οι δύο πρωτοπόροι της συλλογής ζώντων μνημείων, ο Σάββας Ιωαννίδης και ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, τη συνέχισαν. Γνωρίζοντας από κείμενο του δευτέρου στους Φυγάδες τη μέγιστη συμβολική σημασία που προσέδιδε στην ονοματοθεσία, μπορούμε να κρίνουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι μέσω της μετονομασίας αυτής οι λόγιοι δάσκαλοι έκαναν κάτι παραπάνω από το να προμηθεύσουν στους νεότερους λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση: καλούσαν το «πνεύμα» των αρχαίων να ενσαρκωθεί στους μαθητές τους προσδοκώντας έτσι την αναβίωση του ελληνισμού. 9. Ιωαννίδης, Σ., Ιστορία και Στατιστική της Τραπεζούντος και της περί ταύτην χώρας ως και τα περί της ενταύθα ελληνικής γλώσσης (Κωνσταντινούπολη 1870). 10. Τερζοπούλου-Αναστασιάδη, Μ., «Η Ποντιακή λαογραφία μέχρι σήμερα και τα προβλήματά της», Αρχείον Πόντου ΛΗ΄ (1983), σελ. 775. 11. Σουμελίδης, Γ., «Ακριτικά Άσματα», Αρχείον Πόντου Α΄ (1928), σελ. 47-96, ιδίως σελ. 48. 12. Dawkins, R.D., “The recent study of folklore in Greece”, στο Papers and transactions of the Jubilee Congress of the Folklore Study(1930), σελ. 121-137. 13. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου(Αθήνα 1870), σελ. 1. 14. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου (Αθήνα 1870), σελ. 49-50. Για το εν λόγω άσμα βλέπε το αντίστοιχο παράθεμα. 15. Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos, some problems and preliminary conclusions”, Neo-Hellenika I (Austin Texas 1970), σελ. 30-54. 16. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου(Αθήνα 1870), σελ. 1. 17. Πηγή: Εξερτζόγλου, Χ., Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης, 1861-1912 (Αθήνα 1996), σελ. 34. 18. Ποντιακά Φύλλα, έτος Β΄, τεύχ. 15 (Μάιος 1937), σελ. 119. Από την ομιλία του Α. Μπακάλμπαση, βουλευτή Ροδόπης, κατά τη διάρκεια του εορτασμού της επιστημονικής πεντηκονταετηρίδας του Οικονομίδη. 19. Λεξικογραφικό Δελτίο της Ακαδημίας Αθηνών(Αθήνα 1958), έκδοση post mortem. 20. Κυριακίδου-Νέστορος, Ά., Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας. Κριτική ανάλυση4 (Αθήνα 1997), σελ. 67. 21. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου(Αθήνα 1870), σελ. 1-2. Βλ. το αντίστοιχο παράθεμα. 22. Το 1879 οι έμποροι και οι μεσίτες αποτελούσαν το 35% των μελών του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως». Πηγή: Εξερτζόγλου, Χ., Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης, 1861-1912 (Αθήνα1996), σελ. 34. Επίσης, όπως προκύπτει από τον κατάλογο στο τέλος του βιβλίου του Σάββα Ιωαννίδη, οι συνδρομητές των μεμονωμένων μελετών ήταν κατά κύριο λόγο έμποροι και μετανάστες. 23. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου(Αθήνα 1870), σελ. 1-2. Βλ. το αντίστοιχο παράθεμα. 24. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου (Αθήνα 1870), σελ. 1-2. Βλ. το αντίστοιχο παράθεμα. 25. Αγτζίδης, Β., «Ο ελληνικός τύπος στον Εύξεινο Πόντο (19ος-20ός αιώνας)», Ιστορικά24-25 (1996), σελ. 267-293 (βλ. παραθέματα). 26. Τριανταφυλλίδης, Π., Οι Φυγάδες, δράμα μετά μακρών προλεγομένων περί Πόντου(Αθήνα 1870), σελ. 1-2. Βλ. το αντίστοιχο παράθεμα. 27. Bryer, A.A.M., “The Pontic revival and the New Greece”, στο The Empire of Trebizond and the Pontos(Variorum Reprints, London 1980), σελ. 186. 28. Ενδεικτικά, ο Δ. Οικονομίδης στη Γραμματική της ελληνικής διαλέκτου του Πόντουγράφει ότι προτίμησε στο έργο αυτό να θέσει ως βάση τα ιδιώματα Τραπεζούντας και Χαλδίας «ως τα μάλλον διαδεδομένα και πλείονας παρουσιάζοντα φωνητικάς αλλοιώσεις και των λέξεων παθήσεις», σελ. 6. 29. Τερζοπούλου-Αναστασιάδη, Μ., «Η Ποντιακή λαογραφία μέχρι σήμερα και τα προβλήματά της», Αρχείον Πόντου, ΛΗ΄ (1983), σελ. 775.
|
|
|