Σύνοδος Ζ΄ Οικουμενική Νικαίας, 787

1. Ιστορικό πλαίσιο

Από το 726 τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απασχολούσε το ζήτημα της Εικονομαχίας. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ' είχε αντιταχθεί στη λατρεία των εικόνων ως αντίθετη με τη ρητή απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης να λατρεύονται οι απεικονίσεις του θείου και τα υλικά αντικείμενα.1 Σύμφωνα με μια άποψη, η πρώτη επίθεση κατά των εικόνων εξαπολύθηκε από τον Άραβα χαλίφηYazīd, ο οποίος κατέστρεψε τις εικόνες των χριστιανικών ναών στην επικράτειά του. Οι ιδέες του χαλίφη μεταδόθηκαν στον επίσκοπο Νακωλείας Κωνσταντίνο. Πριν από το 726 ο αυτοκράτορας συνάντησε τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη και μάλλον επηρεάστηκε από τις ιδέες του. Όμως, ακόμα πιθανότερη είναι η περίπτωση ο Λέων να επηρεάστηκε σε νεαρή ηλικία από τους μονοφυσίτες και τους Παυλικιανούς της Μικράς Ασίας, όπου ξεκίνησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία του.

Μετά το 730 ο αυτοκράτορας καταδίκασε τη λατρεία των εικόνων, αλλά δεν προέβη σε διωγμό των εικονοφίλων. Πρωταγωνιστής στην ιδεολογική διαμάχη για τις εικόνες κατά την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας ήταν ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος είχε μεγαλύτερη ελευθερία δράσης καθώς ζούσε σε περιβάλλον μουσουλμανικό, εκτός της βυζαντινής επικράτειας. Το γεγονός αυτό μάλλον αποκλείει τη θεωρία ότι η εικονομαχική ιδεολογία εμφανίστηκε υπό αραβική επίδραση. Οι εικονoλάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες εξυπηρετούσαν διδακτικό σκοπό όπως τα Ευαγγέλια, τα οποία δίδασκαν και ενέπνεαν τον λαό.

Σε αντίθεση με τον Λέοντα Γ', ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε΄, με απόφαση της συνόδου του 754, οργάνωσε συστηματικό διωγμό εναντίον των εικονόφιλων μοναχών και των οπαδών τους, κυρίως στη Μικρά Ασία. Παύση των διωγμών των εικονολατρών σημειώθηκε μετά το 775, όταν την εξουσία την ανέλαβε ο Λέων Δ' (775-780), και κυρίως μετά το 780, οπότε η χήρα του τελευταίου, Ειρήνη Αθηναία, ανέλαβε την επιτροπεία του ανήλικου γιου της, αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ' (780-797). Κύριος στόχος της εσωτερικής πολιτικής της αυτοκράτειρας ήταν η αναστήλωση των εικόνων.

2. Η σύνοδος

Ο θάνατος του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου Δ' το 784 προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία για την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της Εικονομαχίας. Η Ειρήνη επέλεξε για τον πατριαρχικό θρόνο τον γραμματέα της Ταράσιο, που ήταν πρόθυμος να συμβάλει στη συνεργασία κράτους και εκκλησίας. Η παρουσίαση του νέου πατριάρχη ενώπιον μεγάλης συγκέντρωσης ιεραρχών συνδυάσθηκε με την πρώτη κρούση προς αλλαγή πολιτικής στο θέμα των εικόνων. Ο Ταράσιος διακήρυξε ότι ήταν αναγκαία η σύγκληση οικουμενικής συνόδου, καθώς η απαγόρευση της λατρείας των εικόνων και ο διωγμός των εικονολατρών είχαν επικυρωθεί από τη σύνοδο του 754.2 Τα Χριστούγενα του 784 ο Ταράσιος αναδείχθηκε πατριάρχης με την αναγνώριση του πάπα Αδριανού Α' (771-795) και χωρίς μεγάλη αντίδραση από τους εικονομάχους.

Κατόπιν συστηματικής δογματικής αλλά όχι και πολιτικής προετοιμασίας, οι εργασίες της συνόδου άρχισαν τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινουπόλεως. Οι άνδρες των ταγμάτων, όμως, παρέμεναν πιστοί στη μνήμη του Κωνσταντίνου Ε' και της εικονομαχικής πολιτικής του, και, με την παρότρυνση των αξιωματικών τους, εισέβαλαν στο ναό απειλώντας με χρήση βίας σε περίπτωση που συνεχιζόταν η συνεδρίαση. Ο πατριάρχης με τους εικονολάτρες ιεράρχες κρύφθηκαν στο ιερό βήμα, αλλά οι εικονομάχοι επίσκοποι ενώθηκαν με τους στρατιώτες και η σύνοδος διαλύθηκε, χωρίς να σημειωθούν βιαιότητες. Η αυτοκράτειρα δεν είχε υπολογίσει την αντίδραση των στρατιωτικών μονάδων της Βασιλεύουσας, τις οποίες είχε στρατολογήσει ο Κωνσταντίνος Ε'. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 786, προφασιζόμενη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Αράβων, διέταξε τη μεταστάθμευση των ταγμάτων στη Μικρά Ασία, ενώ τη θέση τους στην Κωνσταντινούπολη την πήραν στρατιώτες των θεμάτων. Η αυτοκράτειρα προχώρησε κατόπιν στην αποστράτευση των εικονομάχων ανδρών των ταγμάτων και, τον Μάιο του 787, συνεκάλεσε εκ νέου την οικουμενική σύνοδο. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, η Ειρήνη μετέφερε την έδρα της συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει την Α' Οικουμενική Σύνοδο.3

Από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια έλαβαν χώρα επτά συνεδριάσεις της συνόδου. Συμμετείχαν ο πατριάρχης Ταράσιος, 350 επίσκοποι και μητροπολίτες,4 δύο εκπρόσωποι του πάπα Ρώμης, εκπρόσωποι των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και αρκετοί μοναχοί. Η καταληκτήρια συνεδρία έλαβε χώρα στις 23 Οκτωβρίου 787 στην Κωνσταντινούπολη, στο ανάκτορο της Μαγναύρας, παρουσία των βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης, οι οποίοι προσυπέγραψαν τις αποφάσεις της.5 Η αυτοκράτειρα και ο πατριάρχης τάχθηκαν υπέρ της επιεικέστερης λύσης, δηλαδή διατήρησαν τους εικονομάχους επισκόπους στις έδρες τους, διότι πίστευαν ότι η εικονομαχική πολιτική διαδόθηκε κατά κάποιον τρόπο διά της βίας και η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για μια ριζική εκκαθάριση.

3. Δογματικές διαμάχες

Όπως προαναφέρθηκε, στο δογματικό επίπεδο επικράτησαν τελικά οι μετριοπαθείς απόψεις, αλλά η διαμάχη κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων υπήρξε εντονότατη.6 Οι αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754 ακυρώθηκαν, ενώ το σημαντικότερο ερώτημα στο οποίο έπρεπε να δοθεί απάντηση ήταν κατά πόσον ήταν σωστό να απεικονίζεται ο Θεός, η Θεοτόκος και οι άγιοι. Αμφότερες οι παρατάξεις συμφωνούσαν ότι η θεία φύση είναι «απερίγραφος», όμως οι εικονολάτρες τόνιζαν ότι ο Χριστός, που ήταν ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος, θα μπορούσε να «περιγραφεί» λόγω της ανθρώπινης μορφής του. Οι εικονομάχοι απαντούσαν ότι ο χωρισμός των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, οδηγούσε στον νεστοριανισμό.7 Ο Ταράσιος απέρριπτε το επιχείρημα αυτό με την άποψη ότι μπορεί να απεικονίζεται ο Ιησούς κατά τη διάρκεια της ενσάρκωσής του στη γη και έτσι δεν τίθεται ζήτημα διαχωρισμού των δύο φύσεών του. Σύμφωνα με το τελευταίο επιχείρημα, η εικόνα του Χριστού θα οδηγούσε τους πιστούς στη σύλληψη της ενανθρώπισης του Θείου Λόγου, τονίζοντας τον διδακτικό ρόλο της θρησκευτικής τέχνης. Άλλο ισχυρό επιχείρημα των εικονομάχων ήταν ότι εικόνες δεν υπήρχαν στην Εκκλησία από τους παλαιότατους χρόνους και ότι η λατρεία των φυσικών και υλικών αντικειμένων ήταν ειδωλολατρική σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Για να απαντήσουν σε αυτό, οι εικονολάτρες έκαναν προσεκτικό διαχωρισμό στην εικόνα και το πρωτότυπο. Στην εικόνα οφείλετο μόνο «προσκύνησις και τιμή», ενώ στο πρωτότυπο αποδίδεται λατρεία και αλήθεια.

Οι αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με τις εικόνες κατέχουν σημαντικότατη θέση στην ιστορία της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στο χώρο της χριστολογίας. Στις προηγούμενες οικουμενικές συνόδους (του 431, του 553 και του 680/1) συζητήθηκε περισσότερο η θεία φύση του Χριστού. Οι αποφάσεις τους οδήγησαν πολλούς θεολόγους στο μονοφυσιτισμό, ώστε να πιστεύουν ότι ο Κύριος είναι «απερίγραφος» και μετά τη σάρκωσή του. Το 787, όμως, οι απολογητές των εικόνων απέδειξαν ότι στη επίγεια ζωή του Χριστού οι άνθρωποι έβλεπαν μόνο τον Ιησού-άνθρωπο και η θεία φύση του ήταν εμφανής μόνο στα θαύματά του. Η σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε ότι, αν κάποιος αρνείται την απεικόνιση του Υιού, αρνείται και την ενσάρκωσή του και, κατά συνέπεια, το Ευαγγέλιο και τη λύτρωση, σύμβολο της οποίας είναι η επίγεια μορφή του Χριστού. Αμφότερες οι παρατάξεις, προκειμένου να επικρατήσουν, πλαστογράφησαν, νόθευσαν και διέστρεψαν πολλά κείμενα.

Πιθανώς το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Β' Συνόδου της Νίκαιας ήταν ότι έγινε προσεκτική διάκριση μεταξύ λατρείας και τιμητικής προσκύνησης. Η αναστήλωση των εικόνων έγινε σύμβολο της ορθοδοξίας, αλλά μετά την περίοδο της Εικονομαχίας παρέμεινε ένας δογματικός φόβος προς τον περιττό σεβασμό των υλικών αντικειμένων έως τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε στη Ρωσία και το Άγιον Όρος εμφανίζεται με καινούργια δυναμική η λατρεία των θαυματουργών εικόνων.

4. Συνέπειες

Με τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου έλαβε τέλος η πρώτη φάση της Εικονομαχίας και το Βυζάντιο εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας στο εσωτερικό του, η οποία διήρκεσε έως τις πρώτες δεκαετίες του 9ου αιώνα, οπότε ο αυτοκράτορας Λέων Ε' αναβίωσε την εικονομαχική πολιτική της δυναστείας των Ισαύρων. Η τελική λύση του εικονομαχικού ζητήματος θα έλθει το 843, με την οριστική αναστήλωση των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα.

Παράλληλα, στο επίπεδο των εκκλησιαστικών σχέσεων μεγάλη ήταν η απήχηση των γεγονότων του 787 και στη Δύση. Η λατινική μετάφραση των πρακτικών της συνόδου της Νίκαιας διαστρέβλωσε το νόημα των πρωτότυπων κειμένων, με αποτέλεσμα η Σύνοδος της Φραγκφούρτης (794) να καταδικάσει τα μέλη της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου ως ειδωλολάτρες, παρόλο που ο πάπας Αδριανός Α' είχε αποδεχθεί το βυζαντινό δόγμα περί της λατρείας των εικόνων.




1. Πελτίκογλου, Β.Ι., «Περί της απαγορεύσεως των εικόνων εις την Παλαιάν Διαθήκην και της ερμηνείας αυτής», στο Νίκαια. Ιστορία-Θεολογία-Πολιτισμός, 325-1987 (Νίκαια 1988), σελ. 104-111.

2. Η ομιλία του Ταρασίου σώζεται στον Θεοφάνη, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 458-460.

3. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), 462.5-23.

4. Τα πρακτικά της συνόδου τα υπέγραψαν τελικά 308 επίσκοποι.

5. Χριστοφιλοπούλου, Αικ., Βυζαντινή ιστορία2 2:1 (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 137-138.

6. Γενικά για τα δογματικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου βλ. Γιακαλής, Α., «Θεολογικές θέσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου», στο Νίκαια. Ιστορία-Θεολογία-Πολιτισμός, 325-1987 (Νίκαια 1988), σελ. 90-103.

7. Γιαννόπουλος, Β., Αι χριστολογικαί αντιλήψεις των εικονομάχων (Αθήνα 1975).