Τυραννία Αρχαϊκή στη Μ. Ασία

1. Ορισμοί της έννοιας της τυραννίας

Η αρχαϊκή τυραννία έχει οριστεί ως πολιτικό καθεστώς από την ανερχόμενη ελληνική πολιτική σκέψη του 5ου αι. π.Χ. Η εμφάνιση της λέξης στην αρχαϊκή ποίηση είναι σποραδική και η ερμηνεία της αρχαϊκής τυραννίας στις μελέτες εξαρτάται κυρίως από την κλασική ελληνική αντίληψη για το παρελθόν.

Σε γνωστή παράγραφο, ο Ηρόδοτος αναφέρει μια συζήτηση η οποία αντικρούει τους Πέρσες υπεύθυνους του πραξικοπήματος που έθεσε τέλος στο σφετερισμό της εξουσίας του ψευδο-Σμέρδη.1 Τι είδους πολίτευμα θα ήταν καλύτερο να εγκαθιδρυθεί στην Περσία: μοναρχία, ισονομία, τυραννία ή ολιγαρχία; O Δαρείος τάχθηκε υπέρ της μοναρχίας και κέρδισε την υποστήριξη των συντρόφων του. Οι ιστορικοί έχουν επισημάνει τον αναχρονιστικό χαρακτήρα της συζήτησης , που αντιστοιχεί κυρίως στην πολιτική σκηνή της Αθήνας του 5ου αι. π.Χ. παρά στην Περσία του 6ου αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος όρισε τον αριθμό των κυβερνώντων ως τον κατεξοχήν παράγοντα διάκρισης ανάμεσα στα διαφορετικά είδη του πολιτεύματος: ένας μόνος, μια μικρή ομάδα και ολόκληρος ο πληθυσμός. Σε αυτή την πρώτη ταξινομική αρχή σύντομα προστέθηκε και μια άλλη, που αποτιμά θετικά ή αρνητικά το ρόλο του κυβερνήτη.

Συστηματική εφαρμογή αυτών των δυο αρχών εμφανίζεται στην πλατωνική πολιτική φιλοσοφία. Ο Πλάτωνας καθορίζει τρεις θεμελιώδεις μορφές διακυβέρνησης: τη μοναρχία, την αρχή μιας μικρής ομάδας και την κυβέρνηση των μαζών. Με βάση τη θετική ή αρνητική πλευρά αυτών των μορφών εξουσίας, ο Πλάτωνας κάνει τον εξής διαχωρισμό: στην πρώτη περίπτωση ανάμεσα στη βασιλεία και την τυραννία, στη δεύτερη ανάμεσα στην αριστοκρατία και την ολιγαρχία, αφήνει όμως τη δημοκρατία σε μοναδική θέση.2

Στον Αριστοτέλη οφείλουμε τελικά τη γνωστή κατηγοριοποίηση ανάμεσα σε έξι διαφορετικά πολιτεύματα. Σε αυτό το ερώτημα αφορά ολόκληρο το έργο του «Πολιτικά», και κυρίως το τρίτο βιβλίο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη3, αν οι κυβερνώντες διοικούν για το συλλογικό συμφέρον, τα πολιτεύματα είναι εκ των πραγμάτων καλά. Αν όμως διοικούν αποβλέποντας σε προσωπικά οφέλη, τότε τα πολιτεύματα αποτελούν παρέκκλιση. Προσθέτοντας σε αυτή την αρχή την παραδοσιακή διάκριση του αριθμού των κυβερνώντων, ο Αριστοτέλης ορίζει έξι κλασικά πολιτεύματα, που θα χρησιμοποιηθούν από όλους τους πολιτικούς φιλοσόφους ή ιστορικούς, από το Δικαίαρχο και τον Πολύβιο ως τον Gustave Glotz (1928) και το Victor Ehrenberg (1932). Βασιλεία, αριστοκρατία και δημοκρατία ανήκουν στα θετικά πολιτεύματα, η τυραννία, η ολιγαρχία και η ριζοσπαστική δημοκρατία στα αρνητικά. Η τυραννία συνεπώς οριζόταν ως μορφή διακυβέρνησης όπου η εξουσία ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο κυβερνώντος, το οποίο διοικεί σύμφωνα με το ατομικό του συμφέρον.

Με αυτό τον τρόπο οι αρχαίοι και σύγχρονοι φιλόσοφοι και ιστορικοί συνέλαβαν την έννοια της αρχαίας τυραννίας. Ο ορισμός αυτών των πολιτικών κατηγοριών αναπτύχθηκε ξεχωριστά από το ιστορικό όραμα του παρελθόντος. Κάθε πολίτευμα εντασσόταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και οι αρχαίοι ιστορικοί συνέθεταν ένα κυκλικό ιστορικό σχήμα. Από την εποχή του Πλάτωνα4 και του Αριστοτέλη5 υπήρχε μια συγκεκριμένη ιδέα σχετικά με την ομαλή διαδοχή των πολιτευμάτων. Στο απώτατο παρελθόν, την εποχή των ηρώων και της ιδρύσεως των πόλεων, η βασιλεία ήταν η συνηθισμένη μορφή του πολιτεύματος. Με τον καιρό, καθώς υπήρχαν περισσότεροι άνδρες ισάξιοι, η αριστοκρατία διαδέχθηκε τη βασιλεία ύστερα από επανάσταση. Σύντομα οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τα χρήματα και αμέλησαν το συλλογικό πλούτο, έτσι οι άρχοντες έγιναν ολιγαρχικοί. Η τυραννία εξελίχθηκε μέσα από αυτά τα πολιτεύματα, όταν ένας από τους κυβερνώντες, αναζητώντας την υποστήριξη του πλήθους, μονοπωλούσε την εξουσία. Όταν οι άνθρωποι κουράστηκαν από την απολυταρχική διακυβέρνηση, μια επανάσταση επικύρωσε τη μετάβαση προς τη δημοκρατία. Συνεπώς η μοναρχία, η αριστοκρατία, η ολιγαρχία και η τυραννία κατατάσσονται στα τυπικά πολιτεύματα της Αρχαϊκής περιόδου, ενώ η δημοκρατία θεωρείται χαρακτηριστικό πολίτευμα της Κλασικής περιόδου. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας από τη βασιλεία στη δημοκρατία, για πολλούς ιστορικούς φαίνεται ξεκάθαρα από τον 5ο αι. π.Χ.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η τυραννία ήταν το χειρότερο από τα έξι πολιτεύματα, καθώς ήταν το μόνο πολίτευμα στο οποίο ο ηγεμόνας κυβερνούσε δεσποτικά την κοινότητα με βάση το προσωπικό του συμφέρον. Συγκριτικά με άλλα πολιτεύματα, η τυραννία απείχε μακράν από το να είναι πραγματικό πολίτευμα, μερικοί ισχυρίζονται ότι βρισκόταν στα όρια της πολιτικής. Για τον Αριστοτέλη ο τύραννος ήταν α-πολιτικός, η εξουσία του δεν μπορεί να περιγραφεί με πολιτικούς όρους και πολύ περισσότερο η πόλη που διοικούσε δεν αποτελούσε πλέον “πόλιν”.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί ήταν για αρκετό διάστημα ολοκληρωτικά εξαρτημένοι από την παραπάνω προσέγγιση. Έτσι η τυραννία αποτέλεσε συγκεκριμένο είδος καθεστώτος και πολλές μελέτες επικεντρώθηκαν σε αυτό το θέμα.6 Οι πρώτες έρευνες του 19ου αι. υιοθέτησαν την αριστοτελική προσέγγιση και διαμόρφωσαν τη θεωρία σφετερισμού της εξουσίας από τον τύραννο. Το 1922 ο P.N. Ure ανέπτυξε μια νεωτεριστική οικονομική άποψη για τους τυράννους, βλέποντας σε αυτούς επιχειρηματίες και βιομηχανικούς καπιταλιστές, που χρησιμοποιούσαν τα κεφάλαιά τους για να ανέλθουν στην κεφαλή του κράτους. Στις δεκαετίες του 1930 και 1940, οι ιστορικοί επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις ολοκληρωτικές θεωρίες. Ο τύραννος συνεπώς παρουσιαζόταν ως ο αρχηγός ενός λαϊκού κόμματος, πρόμαχος του δήμου , των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και της μεσαίας τάξης των οπλιτών. Υποτίθεται ότι θα επέλυε κάθε κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση , όχι από προσωπική φιλοδοξία, αλλά από πολιτική διορατικότητα. Ταυτόχρονα όμως ο Helmut Berve είχε αντίθετη άποψη, αμφισβήτησε ότι ο τύραννος είχε άλλα κίνητρα εκτός από προσωπικά και ανέπτυξε μια αυστηρά ατομικιστική ιδέα της αρχαϊκής τυραννίας, ως μορφή διακυβέρνησης κατά βάση εξωτερική – ακόμα και αντίθετη – προς την πόλη, τους πολιτικούς θεσμούς της και την ιστορική της ανάπτυξη. Έκτοτε οι ιστορικοί ταλαντεύονται ανάμεσα στις δυο έννοιες του τυράννου, ως δημαγωγού και ως μοναχικού ριψοκίνδυνου ηγέτη. Εν τω μεταξύ οι τύραννοι θεωρούνταν πάντα αντι-αριστοκρατικοί ηγέτες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπερασπιστές του φτωχού λαού απέναντι στους πλούσιους ολιγαρχικούς. Οι συνεχείς εσωτερικοί αγώνες μεταξύ των τυράννων και των ευγενών, θα πρέπει να επιτάχυναν την κατάρρευση της παλαιάς αριστοκρατικής τάξης και να προετοίμασαν τον ερχομό της δημοκρατίας. Για τριάντα περίπου χρόνια όμως, μερικοί ιστορικοί προσπάθησαν να δουν πέρα από αυτή την αντίθεση ανάμεσα στην τυραννία και την αριστοκρατία , θέτοντας νέες οδούς στην αναζήτηση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.

2. Τυραννία και Αριστοκρατία

Το 1972 ο E. Kluwe αποκάλεσε την τυραννία του Πεισίστρατου παραλλαγή της αριστοκρατικής αρχής και το 1979 ο K.H. Kinzl παρουσίασε τις κυβερνήσεις του Φείδωνα, του Κλεισθένη στη Σικυώνα, και του Πεισίστρατου, ως ιδιαίτερες εκφάνσεις των αριστοκρατικών καθεστώτων. Σύμφωνα όμως με την παραπάνω άποψη, αριστοκρατία και τυραννία θα ήταν τότε δυο παρόμοια πολιτικά φαινόμενα. Αυτό το θέμα αποτέλεσε σημείο αναφοράς της λαμπρής διατριβής του Michael Stahl (1987), στην οποία ερεύνησε την υπάρχουσα τεκμηρίωση για τους Αθηναίους τυράννους, τον Πεισίστρατο και τους γιους του, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φύση και η εξελικτική πορεία της αθηναϊκής τυραννίας ήταν στενά συνδεδεμένη με τη στάση της αριστοκρατικής τάξης. Όπως απέδειξαν πειστικά οι Bourriot (1976) και Roussel (1976), στην αρχαία Ελλάδα, οι αριστοκράτες δεν ήταν ευγενείς που όφειλαν την κοινωνική τους θέση στο γένος τους π.χ. μυθικοί πρόγονοι· οι αριστοκράτες ήταν άνδρες που, οποιαδήποτε κι αν ήταν η αρχική κοινωνική τους θέση, προσπαθούσαν να ανέλθουν στις κοινωνικές βαθμίδες αυξάνοντας το συμβολικό τους κεφάλαιο. «Πάντα να είσαι καλύτερος και να ξεπερνάς τους άλλους» ισχυριζόταν ο Όμηρος.7 Αυτός ήταν ο μόνος ορισμός της έννοιας της αριστοκρατίας, που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, στην ουσία χωρίς να παρεμβαίνουν οι δεσμοί αίματος. Υπήρχε συνεπώς ένας μόνιμος ανταγωνισμός («αγών») ανάμεσα σε όλα τα μέλη της πολιτικής κοινότητας. Αριστοκράτες ήταν εκείνοι που κατάφερναν να είναι στην κορυφή της πυραμίδας.

Ο H.Sancisi-Weerdenburg πρόσφατα όρισε την τυραννία ως διαδικασία ανεπίσημης συσσώρευσης δύναμης και προσωπικού πλούτου, που τελικά, μετά από μια αργή και βαθμιαία πορεία, χωρίς σαφές διαχωριστικό σημείο, εξασφάλιζαν την κυρίαρχη θέση στην κοινότητα και την αποκλειστικότητα της πολιτικής δύναμης.8 Η τυραννία συνεπώς εμφανιζόταν μόνο όταν ένας άντρας ήταν τόσο ισχυρός σε όλα τα επίπεδα, ώστε κανένας ανταγωνισμός ανάμεσα στους εκλεκτούς δεν ήταν πλέον εφικτός. Ο τύραννος μονοπωλούσε τη διακυβέρνηση του κράτους και την πολιτική ισχύ, μέχρι τη στιγμή που κάποιος άλλος άνδρας, μια μικρή ομάδα ή ολόκληρη η πολιτική κοινότητα έπαιρνε πίσω την ηγεσία. Η πολιτική διαμάχη («στάσις») ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας αποτελούσε συνηθισμένη και μόνιμη κατάσταση στις αρχαϊκές πόλεις, και όχι μια παροδική στιγμή κρίσης. Η αθηναϊκή ιστορία μάς διδάσκει ότι οι σχέσεις ανάμεσα στον τύραννο και τους αριστοκράτες δεν καθορίζονταν πάντα από τον πρώτο. Το συνηθισμένο πολιτικό παιχνίδι ανταγωνισμού των ευγενών συνεχιζόταν άλλες φορές με συνεργασία (υπενθυμίζουμε ότι ο Μιλτιάδης και ο Κλεισθένης ήταν και οι δυο άρχοντες κατά τη διάρκεια της εξουσίας των Πεισιστρατιδών) και άλλες φορές με ακραία αντιπολίτευση (όπως παραδείγματος χάρη η εξορία των Αλκμεωνιδών στους Δελφούς). Αντίθετα προς την πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη, η τυραννία δεν παραβίαζε τα όρια των ομαλών και καθιερωμένων αρχών των αρχαϊκών πόλεων. Συγκεκριμένα η τυραννία αποτελούσε μια βασική βαθμίδα στη διαδικασία της πολιτικοποίησης, δηλαδή του μετασχηματισμού μιας κοινότητας σε πολιτικό κράτος. Τέλος η Loretana de Libero εξέτασε σε κάθε πόλη όλα τα πολιτεύματα που οι αρχαίοι και σύγχρονοι ιστορικοί αποκαλούσαν τυραννίες. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιστορία της αρχαϊκής τυραννίας ήταν ταυτόχρονα η ιστορία της ελληνικής αριστοκρατίας.

3. Βασιλεία και Τυραννία

Οι ιστορικοί ερεύνησαν επίσης τη σχέση ανάμεσα στη βασιλεία και την τυραννία. Ο P. Carlier επεσήμανε ότι η διαφορά ανάμεσα στα δυο πολιτεύματα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο σαφής στους αρχαϊκούς ποιητές όσο στους κλασικούς πολιτικούς φιλοσόφους.9 Ο Pedro Barcelo μελέτησε την ύπαρξη και τη χρήση των λέξεων που όριζαν τη μοναρχική εξουσία στην αρχαία Ελλάδα, μελετώντας τον τρόπο που η βασιλεία και η μοναρχία έγιναν θεμελιώδεις κατηγορίες της κλασικής πολιτικής σκέψης. Στην πραγματικότητα μονάρχης και μοναρχία αποτελούν ελληνικές λέξεις, που η αρχαϊκή τους σημασία ταιριάζει απόλυτα στην έννοια του τυράννου και της τυραννίας, λέξεις ξένης προέλευσης. Αν η λέξη «βασιλιάς» προσδιόριζε ένα σαφώς καθορισμένο θεσμό, του οποίου το περιεχόμενο διέφερε από πόλη σε πόλη, τύραννος και μονάρχης ήταν απλώς πολεμικοί όροι, που κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαϊκούς ποιητές για να υποτιμήσουν τους αντιπάλους τους. Στις αρχαϊκές «στάσεις», οι άνθρωποι που αποκαλούνταν τύραννοι μπορούσαν στην πραγματικότητα να κατέχουν τη θέση του βασιλιά στη διοργάνωση του κράτους. Στο μεταξύ καμιά αρνητική έννοια δε δίνεται στη λέξη «τύραννος» στα έργα του Αρχίλοχου της Πάρου ή του Αλκαίου της Μυτιλήνης, ακόμα και αν κανένας από τους τύραννους, που αναφέρονται στις αναθηματικές επιγραφές (Κύψελος, Ίππαρχος, Πεισίστρατος νεότερος …) δεν αποκαλούσε τον εαυτό του τύραννο, εκτός από το επιτάφιο επίγραμμα της Αρκεδίκης στη Λάμψακο, όπου εκείνη περήφανα ισχυριζόταν ότι ήταν κόρη, σύζυγος, γυναίκα και μητέρα των τυράννων.10 Συνεπώς, η τυραννία φαίνεται ότι ήταν θεσμικά ανύπαρκτη στην αρχαϊκή Ελλάδα, και ο Barcelo υποστήριξε την κατάργηση αυτής της έννοιας που δημιουργήθηκε από την κλασική ελληνική σκέψη για τη μελέτη των αρχαίων κοινωνιών. Όμως, ανεξάρτητα από το θεσμικό της προσδιορισμό, η τυραννία ήταν μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα: σε πολλές αρχαίες πόλεις, οι ευγενείς ανήλθαν στην κορυφή της εξουσίας, μονοπωλώντας όλες τις τιμές. Συνεπώς η τυραννία θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ουσιαστικό και ευαίσθητο αναλυτικό εργαλείο στη μελέτη της αρχαϊκής πολιτείας και κοινωνίας· αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την παραδοσιακή εικόνα του τυράννου, αντίπαλου των ευγενών και υποστηρικτή των φτωχών, προορισμένου να είναι επιθετικός ή υπερβολικός.

4. Τυραννία στη μητροπολιτική Ελλάδα

Τυραννικές συμπεριφορές ήταν αυτές των ευγενών και δεν έχει ίσως νόημα να αναφερθούμε σε κάποια συγκεκριμένη τυραννική πολιτική. Η αθηναϊκή τυραννία για την οποία έχουμε πολύ περισσότερες πληροφορίες απ' ό,τι για άλλες, έχει πρόσφατα αναθεωρηθεί με έντονη κριτική διάθεση. Στην Αθήνα την εποχή της εξουσίας του Πεισίστρατου δεν υπήρχε συνεπής οικοδομική πολιτική, που να εντάσσεται στο πλαίσιο ενός υποτιθέμενου ανταγωνισμού με άλλους τυράννους (κυρίως Ίωνες). Η οικοδομική δραστηριότητα ξεκίνησε με τους Πεισιστρατίδες, αν και δεν μπορεί κανείς να διαβεβαιώσει την ανάμειξη των τυράννων σε αυτή τη διαδικασία. Επίσης, αντίθετα προς τη γενική εικόνα, δεν αποδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι τύραννοι άσκησαν μια πολιτιστική πολιτική προς όφελος των ποιητών. Μπορούμε ακόμα να εκφράσουμε σοβαρές αμφιβολίες, ως προς την ανάθεση από αυτούς της καταγραφής της Ομηρικής ποίησης. Οι τύραννοι χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα για την αύξηση του προσωπικού γοήτρου και της επιρροής τους, στοιχεία που αποτελούσαν άλλωστε και τη βάση της αριστοκρατικής νοοτροπίας. Για ένα μελλοντικό τύραννο ή για έναν ήδη εγκαθιδρυμένο, οι διαπροσωπικές σχέσεις ήταν υποχρεωτικές για την εξασφάλιση της υποστήριξης της κοινότητας, εντός και εκτός των συνόρων του κράτους του. Ο γάμος του Πεισίστρατου με την κόρη του Μεγακλή τού έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο γάμος του με την Αργεία Τιμώνασσα, κόρη του Γοργίλου από το Άργος και ταυτόχρονα πρώην σύζυγο του Αρχίνου της Αμβρακίας, του εξασφάλισε στρατιωτικές ενισχύσεις, ιδιαίτερα ευεργετικές στη μάχη της Παλλήνης, όπως άλλωστε και οι σχέσεις φιλοξενίας με το Λύγδαμη της Νάξου.

5. Τυραννία στη Μικρά Ασία

Στη Μικρά Ασία πολλές πόλεις λέγεται ότι διοικούνταν από τυράννους κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής περιόδου. Κανένα όμως κείμενο ή επιγραφή της εποχής αυτής από την Ιωνία δε μας πιστοποιεί την ύπαρξη μιας θεσμικής αρχής με την ονομασία τυραννία. Έτσι οι πληροφορίες μας αντλούνται αποκλειστικά από μεταγενέστερους συγγραφείς, ξεκινώντας από τον Ηρόδοτο. Η τυραννία της Σάμου είναι ιδιαίτερα γνωστή μέσω της σημαντικής μορφής του Πολυκράτη, αν και δεν ξεχνάμε τους διαδόχους του, το Μαιάνδριο, το Συλοσώντα και τον Αιάκη. Ο Ιππίας από τις Ερυθρές11 αναφέρεται στον Άμφικλο και τον Πολύτεκνο, τυράννους που διοικούσαν από κοινού το νησί της Χίου, πιθανόν τον 7ο αι π.Χ. και που βοήθησαν στην εγκαθίδρυση της τυραννίας στις Ερυθρές της Ιωνίας από τους αριστοκράτες Ορτύγη, Ίρο και Έχαρο. Αργότερα, ο Στραττίς από τη Χίο συμμετείχε στην εκστρατεία του Δαρείου εναντίον των Σκυθών.12 Αν και πολλοί τύραννοι της αρχαϊκής περιόδου από τη Μίλητο μας είναι γνωστοί, μόνο ο Ιστιαίος και ο Αρισταγόρας αποτελούν στην πραγματικότητα ιστορικά τεκμηριωμένες προσωπικότητες. Στην Έφεσο, τα κείμενα μας δίνουν τα ονόματα πολλών τυράννων, κάποιοι από τους οποίους αποτελούν γνωστές ιστορικές μορφές, ενώ για κάποιους άλλους γνωρίζουμε μόνο τα ονόματά τους χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες για την Έφεσο προέρχονται από το Βάτωνα από τη Σινώπη, που έγραψε κατά την ελληνιστική εποχή ένα βιβλίο για τους Εφέσιους τυράννους, ιδιαίτερα αριστοτελικό ως προς το περιεχόμενό του.13

Η καταγωγή της λέξης τύραννος και τυραννία είναι πιθανόν Λυδική, αν και η ετυμολογία της δεν είναι ξεκάθαρη. Είναι γεγονός ότι η ύπαρξη μιας μεγάλης αυτοκρατορίας , της Λυδικής και κατόπιν της περσικής, σε άμεση γειτνίαση με τους Έλληνες της Ασίας θα πρέπει να ενθάρρυνε την εμφάνιση μοναρχικών μορφών διακυβέρνησης στις Ιωνικών πόλεων. Από τον Γύγη οι Έλληνες πολεμούσαν συχνά εναντίον των Λυδών και ο Ηρόδοτος14 μας πληροφορεί ότι την εποχή του Κροίσου , όλες οι ιωνικές πόλεις αποδέχτηκαν τη Λυδική αρχή. Η ήττα του Κροίσου το 547 π.Χ. από τον Κύρο το Μέγα και η εγκαθίδρυση περσικής σατραπείας στις Σάρδεις ενίσχυσε την εξωτερική κυριαρχία, που ασκήθηκε στις Ιωνικές πόλεις. Οι επαφές Ελλήνων και Περσών και ο έλεγχος των Περσών προς τους Έλληνες μπορούσαν να διευκολύνουν την παρουσία ενός μοναδικού αρχηγού στην κορυφή κάθε πόλης. Έτσι είχε πιθανόν η πολιτική κατάσταση το 513 π.Χ., όταν ο Δαρείος πέρασε το Δούναβη και επιτέθηκε στους Σκύθες, συνοδευόμενος από στρατιωτικά σώματα υποτελών τυράννων φιλικά προσκείμενων στους Πέρσες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, υπήρχαν ανάμεσα σε άλλους που δεν κατονομάζει, ο Μιλτιάδης από τη Χερσόνησο, ο Δάφνις από την Άβυδο, ο Ίπποκλος από τη Λάμψακο, ο Ηρόφαντος από το Πάριον, ο Μητρόδωρος από τη Προκόννησο, ο Αρισταγόρας από την Κύζικο, ο Αρίστων από το Βυζάντιο, ο Στράττις από τη Χίο, ο Αιάκης από τη Σάμο, ο Λαοδάμας από τη Φώκαια, ο Ιστιαίος από τη Μίλητο και ο Αρισταγόρας από την Κύμη.15 Για τους περισσότερους από αυτούς είναι αδύνατο να διατυπώσουμε κάποια πληροφορία ή άποψη σχετικά με τον τρόπο διακυβέρνησής τους στις πατρίδες τους. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αρχαϊκή τυραννία στη Μικρά Ασία ήταν ένα παρεμφερές περίπου φαινόμενο με την αρχαϊκή τυραννία της μητροπολιτικής Ελλάδας. Ήταν συνέπεια του μόνιμου ανταγωνισμού και των εσωτερικών διενέξεων ανάμεσα στους ισχυρούς αριστοκράτες – δε θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι η Περσική δύναμη αποτελούσε έναν ιδιαίτερα ισχυρό παράγοντα επιρροής στο πολιτικό παιχνίδι της άρχουσας αριστοκρατικής τάξης και γενικότερα στην πολιτική σκηνή των ελληνικών πόλεων.

(Μετ.: Μ.-Δ. Ντόουσον)




1. Ηρ. 3.80-82.

2. Πλάτ.,  Πολ. 291d-292a.

3. Αριστλ., Πολιτ. 1279a-1279b.

4. Πλάτ., Πολ. 8-9.

5. Αριστλ., Πολιτ. 1286b.

6. Για πλήρη βιβλιογραφική τεκμηρίωση βλ De Libero, L., Die archaische Tyrannis (Stuttgart 1996), σελ. 11-19.

7. Ομ., Ιλ. 6.208.

8. Sancisi-Weerdenburg, H. “The tyranny of Peisistratos", in Sancisi-Weerdenburg, H. (ed.), Peisistratos and the Tyranny. A Reappraisal of the Evidence (Amsterdam 2000), σελ. 14.

9. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984) σελ. 234-239.

10. Θουκ., 6.59.

11. FGrHist, 421 F1.

12. Ηρ. 4.137.

13. FGrHist, 268 F3.

14. Ηρ. 1.27.

15. Ηρ. 4.138.