Φιλόθεος Καισαρείας

1. Γέννηση – Οικογένεια – Εκπαίδευση

Ο Φιλόθεος γεννήθηκε στη Σίφνο περίπου το 1750. Έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Σχολή του Παναγίου Τάφου που υπήρχε στο νησί. Εκεί είχε δάσκαλό του τον περίφημο Εμμανουήλ Τροχάνη από τη Λακωνία. Νέος ο Φιλόθεος μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρχε ακμάζουσα και πολυπληθής παροικία Σιφναίων. Όπως ήταν φυσικό, καθώς ο ίδιος ήταν αρκετά μορφωμένος για τα δεδομένα της εποχής, είχε την υποστήριξη των συμπατριωτών του. Η πρωτεύουσα έδινε τις δυνατότητες για διεύρυνση της μόρφωσής του, τις οποίες ο Φιλόθεος εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Επιπλέον, τα σημαντικά προσόντα του τον βοήθησαν να αποκτήσει την εκτίμηση των κύκλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

2. Δράση – Σχέσεις – Ιδεολογία

Ο Φιλόθεος χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος μετά την εισδοχή του στο μοναχικό βίο (δεν είναι γνωστές οι ακριβείς χρονολογίες των χειροτονιών αυτών). Λόγω των σημαντικών υπηρεσιών που πρόσφερε στο Πατριαρχείο, γρήγορα αναδείχθηκε στους κύκλους των ιεραρχών: στις 9 Σεπτεμβρίου 1783 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Βάρνας. Στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία παρέμεινε δεκατέσσερα χρόνια, μέχρι το 1797. Η δραστηριότητά του στη Βάρνα προσανατολίστηκε κυρίως στη στήριξη του ελληνορθόδοξου στοιχείου έναντι του βουλγαρικού, το οποίο κατά την περίοδο αυτή άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα δείγματα εθνικής συγκρότησης. Έτσι επέμεινε στη χρήση της ελληνικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία, ενώ φρόντισε για την ίδρυση ελληνικών σχολείων.

Στις 12 Φεβρουαρίου 1797 ο Φιλόθεος εξελέγη στη μητρόπολη Τυρνόβου, στη θέση του μητροπολίτη Ματθαίου, ο οποίος εξαιτίας παραπτωμάτων που προκάλεσαν τις αντιδράσεις του σλαβόφωνου στην πλειονότητα ποιμνίου του εκτοπίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. O Φιλόθεος επιλέχθηκε από το Πατριαρχείο λόγω της επιτυχημένης παρουσίας του σε μία μητρόπολη με παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, ο Ματθαίος πίεσε, κυρίως μέσω δωροδοκιών σε Οθωμανούς αξιωματούχους, τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (πρώτη πατριαρχία 1797-1798) και την Ιερά Σύνοδο, με συνέπεια να αποκατασταθεί στη μητρόπολη Τυρνόβου μόλις οκτώ μήνες μετά την απομάκρυνσή του (22 Οκτωβρίου 1797). Κατά συνέπεια ο Φιλόθεος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη μητρόπολη και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.1

Πιθανότατα ο Φιλόθεος παρέμεινε στην πρωτεύουσα μέχρι την εκλογή του στη μητρόπολη Καισαρείας τον Οκτώβριο του 1801, μετά την οικειοθελή παραίτηση του προηγούμενου μητροπολίτη Λεόντιου. Ταυτόχρονα με το Φιλόθεο αποκαταστάθηκαν σε διάφορες μητροπόλεις αρκετοί ιεράρχες που έμεναν μέχρι τότε ανενεργοί (π.χ. ο πρώην Αθηνών Βενέδικτος στη μητρόπολη Βιδύνης, ο πρώην Δρύστρας Γρηγόριος στη μητρόπολη Μεσημβρίας κ.λπ.).

Το «φιλότιμο» (δηλαδή το ποσό που έπρεπε να αποδώσει κάθε εκλεγμένος μητροπολίτης στο γέροντα-έφορό του και τον Πατριάρχη) που πλήρωσε ο Φιλόθεος για την εκλογή του στη μητρόπολη Καισαρείας ανερχόταν στα 23.000 γρόσια, ενώ επιφορτίστηκε και με την απόδοση του συνολικού χρέους της εκκλησιαστικής επαρχίας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ποσό που κλήθηκε να πληρώσει το χαρακτηρίζει ο ίδιος «ανυπόφορον χρέος».2 Στην Καισάρεια τελικά μετέβη στις 23 Δεκεμβρίου 1801, βρίσκοντας το κτήριο της μητρόπολης σε οικτρή κατάσταση («ερείπιον και σεσαθρωμένον»), όπως και γενικότερα τις υποθέσεις της επαρχίας του. Ωστόσο, ο ίδιος αναγκάστηκε έχοντας αρωγό του το Γερμανό –ο οποίος ήταν δάσκαλος στην κοινοβιακή σχολή της Καισάρειας και είχε την έξωθεν καλή μαρτυρία– να επιβάλει πρόσθετη φορολογία στα νοικοκυριά των χωριών της επαρχίας, ούτως ώστε να καταφέρει να αποπληρώσει ένα τμήμα του χρέους. Ο Φιλόθεος, άλλωστε, είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με τις απαραίτητες πατριαρχικές και συνοδικές επιστολές, αλλά και με άλλες από ισχυρούς συνοδικούς αρχιερείς και Φαναριώτες της Κωνσταντινούπολης προς το δάσκαλο Γερμανό, οι οποίες προέβλεπαν αυτή την έκτακτη φορολόγηση· επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι, ούτως ή άλλως, κάθε νεοεκλεγόμενος μητροπολίτης ψάλλοντας αγιασμό στις οικίες πιστών της επαρχίας συγκέντρωνε διάφορες προσφορές. Αρχικά, οι χριστιανοί της επαρχίας αντέδρασαν στην εφαρμογή του μέτρου, όμως με την παρέμβαση του Γερμανού, ο οποίος έχαιρε της γενικής εκτίμησης των κατοίκων, έγινε τελικά δυνατό να καμφθούν οι αντιρρήσεις τους.

Η δράση του Φιλόθεου στη μητρόπολη Καισαρείας ήταν από πολλές απόψεις σημαντική, κυρίως μάλιστα όσον αφορά την ανοικοδόμηση κτηρίων, όπως αυτό της μητρόπολης, των σχολείων κ.λπ. Σε γενική συνέλευση των προκρίτων της επαρχίας στη μητρόπολη, στις 6 Iουλίου 1803, στην οποία προέδρευσε ο ίδιος ο Φιλόθεος, αποφασίστηκε να ανοικοδομηθεί εκ βάθρων η μονή του Τιμίου Προδρόμου.3 Έτσι έγινε εφικτή η έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος επί Σελίμ Γ' για ανοικοδόμηση πιο ευρύχωρου ναού, όπως και περισσότερων καταλυμάτων. Βασικός παράγοντας για την ολοκλήρωση του έργου ήταν η δωρεά του τραπεζίτη Τζαπάνογλου Αχμέτ βέη Χατζή Προδρόμου και του γιου του Χατζή Αντωνίου. Η οικοδομή περατώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα εξαιτίας της δωρεάν βοήθειας που πρόσφερε στους εργάτες πλήθος ανδρών και γυναικών χριστιανών της επαρχίας. Τα εγκαίνια έγιναν με μεγάλη επισημότητα την Κυριακή των Μυροφόρων, στις 8 Μαΐου 1804. O Φιλόθεος αποφάσισε επίσης, σε συνεργασία με τους ισχυρούς πρόκριτους της επαρχίας, και έφερε σε πέρας την οικοδόμηση και νέου κτηρίου με 16 δωμάτια και εσωτερικό παρεκκλήσι αφιερωμένο στους Τρεις Iεράρχες: το κτήριο, «ως ευάερον και μακράν των θορύβων του βίου», θα χρησίμευε έκτοτε ως οίκημα στο οποίο θα στεγαζόταν η κοινοβιακή σχολή της μητρόπολης. Ως εκ τούτου αμέσως διατάχθηκε ο δάσκαλος της κοινοβιακής σχολής Γερμανός να μετοικήσει στο νέο κτήριο μαζί με τους μαθητές του. H μετοίκηση αυτή έλαβε χώρα στις 4 Iουνίου 1804.

Aξιομνημόνευτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Φιλόθεος κατάφερε να πείσει τις γυναίκες της επαρχίας του να μη φορούν τα βαριά παραδοσιακά κοσμήματα με τα οποία συνήθιζαν να κοσμούν το κεφάλι τους και να τα αντικαταστήσουν με πιο απλά και κομψότερα.

Παράλληλα όμως ο Φιλόθεος, αυτοδικαίως ως «πρωτόθρονος» της παλαιάς μητρόπολης Καισαρείας, μετείχε στις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου, η οποία τότε συγκροτούνταν κυρίως από γέροντες, δηλαδή από μητροπολίτες πλησιόχωρων στην Κωνσταντινούπολη μητροπόλεων – η μητρόπολη Καισαρείας αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα. Αυτός ήταν ο λόγος που για μεγάλα χρονικά διαστήματα ο Φιλόθεος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη, αφήνοντας εκπρόσωπό του στην Kαισάρεια τον πρωτοσύγκελο της μητρόπολής του Γρηγόριο. Έτσι ως τακτικό μέλος της Ιεράς Συνόδου συμμετείχε για παράδειγμα στις εκλογές Οικουμενικών Πατριαρχών όπως ο Γρηγόριος Ε΄ (δεύτερη πατριαρχία 1806-1808), ο Καλλίνικος Δ΄ (δεύτερη πατριαρχία 1808-1809) και ο Ιερεμίας Δ΄ (1809-1813), έχοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο. Το Μάρτιο του 1815 συνυπέγραψε με άλλους συνοδικούς επιστολή προς τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που αναφερόταν στο ζήτημα το οποίο προέκυψε με την έκδοση από τον τελευταίο Ιεράς Κατηχήσεως.

Φαίνεται πάντως ότι μεταξύ των ετών 1813-1814 δε βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ούτε στη μητρόπολή του στην Καισάρεια, αλλά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σίφνο (η αγάπη του για το νησί του φαίνεται εξάλλου από την επιμονή του να υπογράφει στα διάφορα επίσημα ή προσωπικά του έγγραφα ως «Φιλόθεος ο Σίφνιος»). Κατά την περίοδο της διαμονής του εκεί έθεσε τα θεμέλια της σταυροπηγιακής μονής της Βρύσεως, όπου διασώζεται και ελαιογραφία του.

3. Θάνατος

Ο Φιλόθεος επανήλθε το 1814 στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια μετέβη στη μητρόπολή του. Πέθανε εκεί το Μάιο του 1816 και τον διαδέχθηκε στη θέση αυτή ο πρώην Νεοκαισαρείας Μελέτιος.



1. Ο Άνθιμος Αλεξούδης στους μητροπολιτικούς καταλόγους που συνέταξε τοποθετεί την παρουσία του Φιλόθεου στη μητρόπολη Βάρνας μεταξύ των ετών 1780-1797, ενώ όσον αφορά τη μητρόπολη Τυρνόβου αναφέρει ότι υπήρξαν δύο περίοδοι ποιμαντορίας της από τον ιεράρχη: η μία κατά τη διάρκεια των οκτώ μηνών του 1797 και η δεύτερη κατά τα έτη 1801-1805, δηλαδή μετά την εκ νέου απομάκρυνση του Ματθαίου από τη μητρόπολη Τυρνόβου, βλ. Άνθιμος Αλεξούδης, μητροπολίτης Αμασείας, «Χρονολογικοί Κατάλογοι των από Χριστού αρχιερατευσάντων κατ’ επαρχίας: Ι' Τυρνόβου», Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως 6372 (12 Οκτωβρίου 1890)· Άνθιμος Αλεξούδης, μητροπολίτης Αμασείας, «Χρονολογικοί Κατάλογοι των από Χριστού αρχιερατευσάντων κατ’ επαρχίας: ΜΓ' Βάρνης», Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως 6594 (29 Ιουλίου 1891). Από την άλλη, ο R. Janin αναφέρει ότι κατά την περίοδο 1801-1804 μητροπολίτης Καισαρείας υπήρξε κάποιος Παΐσιος και ότι ο Φιλόθεος ανέλαβε τη μητρόπολη αμέσως μετά, βλ. Dictionnaire d’Histoire et de Géographie Ecclésiastiques 12 (1953), σελ. 202, βλ. λ. “Césarée” (Janin, R.). Αντίθετα, ο Αιμιλιανός Τσακόπουλος αναφέρει στους δικούς του Επισκοπικούς Καταλόγους ότι ο Φιλόθεος το 1801 εξελέγη στη μητρόπολη Καισαρείας μετά την παραίτηση του Λεόντιου, πληροφορία που πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο αξιόπιστη, αφού στηρίζεται στον Κώδικα Πατριαρχικής Αλληλογραφίας Θ, σελ. 188, βλ. Αιμιλιανός Τσακόπουλος, αρχιμανδρίτης, «Επισκοπικοί Κατάλογοι κατά τους Κώδικας των Υπομνημάτων του Αρχειοφυλακίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου», Ορθοδοξία 31 (1956), σελ. 420. Βλ. και το σχετικό υπόμνημα εκλογής στο Βιτάλης, Φ., Φιλόθεος ο Σίφνιος, μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας (1750-1816) (Αθήνα 1958), σελ. 17-18.

2. Βιτάλης, Φ., Φιλόθεος ο Σίφνιος, μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας (1750-1816) (Αθήνα 1958), σελ. 18.

3. Για τη μονή του Tιμίου Προδρόμου, η οποία ιδρύθηκε το 1728, όταν μητροπολίτης ήταν ο εκ Πάτμου Nεόφυτος Kαισαρείας, βλ. Λεβίδης, Α.Μ., Aι εν μονολίθοις μοναί της Kαππαδοκίας και Λυκαονίας (Kωνσταντινούπολις 1899), σελ. 68 κ.ε. Tο αυτοκρατορικό διάταγμα για την ανέγερση του ναού του Tιμίου Προδρόμου στη θέση προγενέστερου παρεκκλησίου του Aγίου Παντελεήμονος εκδόθηκε το 1724, την εποχή του Aχμέτ Γ', ενώ το 1771 η μονή έγινε σταυροπηγιακή.