Άβυδος (Αρχαιότητα)

1. Εντοπισμός – Ταύτιση

Η αρχαία Άβυδος (Nağara) βρίσκεται στην Τρωάδα, σε ένα ακρωτήριο στα στενά των Δαρδανελίων, 5 χλμ. βόρεια του σημερινού Çanakkale. Στην Αρχαιότητα γειτνίαζε στα βορειοανατολικά με την Αρίσβη και στα νοτιοδυτικά με τη Δάρδανο. Στα νότια και ανατολικά της εκτείνονταν οροσειρές. Απέναντι από την Άβυδο, στη Θρακική χερσόνησο, βρισκόταν η Σηστός. Οι δύο πόλεις συχνά εμφανίζονται μαζί στις φιλολογικές πηγές, καθώς εκεί γίνονταν οι αποβάσεις μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.

Η στρατηγικής σημασίας θέση της Αβύδου επάνω στον Ελλήσποντο έγινε νωρίς αντιληπτή στην Αρχαιότητα. Αυτό είχε αποτέλεσμα να εξελιχτεί η πόλη σε ορμητήριο επιχειρήσεων και ελέγχου των θαλάσσιων επικοινωνιών του Ελλησπόντου μέχρι και την Οθωμανική περίοδο, αλλά και να βρεθεί στο κέντρο πολλών διενέξεων για τον έλεγχο της περιοχής.

2. Ιστορική επισκόπηση

Η ιστορία της Αβύδου, όπως παρουσιάζεται παρακάτω, μας είναι γνωστή σχεδόν αποκλειστικά από φιλολογικές πηγές. Παραμένει άγνωστο πότε ιδρύθηκε ο αρχικός οικισμός της Αβύδου.

2.1. Αναφορές Ομήρου – Αρχαϊκοί χρόνοι

Η Άβυδος πάντως ήταν γνωστή στον Όμηρο ως πόλη της Τρωάδας (την αναφέρει τρεις φορές).1 Η Σηστός, που βρισκόταν απέναντι από την Άβυδο στη Θρακική χερσόνησο, καθώς και η Αρίσβη στα βορειοανατολικά της, ήταν επίσης γνωστές στον Όμηρο. Σύμφωνα με το Στράβωνα, μετά τον Τρωικό πόλεμο η Άβυδος κατοικήθηκε από Θράκες.2

Ο Στράβωνας μάς πληροφορεί ακόμη ότι με άδεια του Γύγη, του βασιλιά των Λυδών, η Μίλητος εγκατέστησε αποίκους στην Άβυδο.3 Εάν η πληροφορία αυτή αληθεύει, πρέπει να υποθέσουμε ότι κατά το α΄ μισό του 7ου αι. π.Χ. η περιοχή αυτή ανήκε στο βασίλειο της Λυδίας ή ελεγχόταν από αυτό. Η ίδρυση της αποικίας της Αβύδου εντασσόταν στο πρόγραμμα επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας της Μιλήτου στη Μαύρη θάλασσα με την ίδρυση σειράς από αποικίες. Στην Προποντίδα οι Μιλήσιοι ίδρυσαν επίσης το Πάριον και την Κύζικο.

Η ιστορία της πόλης κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Με την περσική κατάκτηση του λυδικού βασιλείου στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. άρχισε μια περίοδος αστάθειας λόγω του περσικού επεκτατισμού. Η Άβυδος πρέπει να πέρασε στον έλεγχο των Περσών περίπου το 515 π.Χ. Σύμφωνα με το Στράβωνα, ο Δαρείος Α΄ την κατέστρεψε μαζί με άλλες πόλεις της Προποντίδας, όταν έμαθε ότι οι Σκύθες ετοίμαζαν εκστρατεία εναντίον του, φοβούμενος να μη χρησιμοποιήσουν τις πόλεις αυτές για να περάσουν στην Ασία.4

Η Άβυδος έλαβε μέρος στην Ιωνική επανάσταση κατά των Περσών στο τέλος του 6ου και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Μετά την ήττα των Ελλήνων έπεσε στα χέρια των Περσών μαζί με τη Δάρδανο, την Περκώτη, τη Λάμψακο και την Παισό.5 Οι Πέρσες εκμεταλλεύτηκαν τη στρατηγική θέση της για να προωθήσουν τα σχέδια κατάκτησης της κυρίως Ελλάδας. Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης, δημιουργώντας μια γέφυρα, πέρασε από την Άβυδο στη Σηστό, στην απέναντι ακτή της Θρακικής χερσονήσου, για να κατακτήσει την Ελλάδα.6

2.2. Κλασικοί χρόνοι

Το 479/478 π.Χ. η Άβυδος έγινε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας της Αθήνας η οικονομία της ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Στους ετήσιους καταλόγους φόρου που πλήρωναν οι συμμαχικές πόλεις στην Αθήνα φαίνεται ότι η Άβυδος κατέβαλλε 4-6 τάλαντα, πολύ σημαντικό πόσο, ενδεικτικό του οικονομικού σθένους της πόλης.

Στον Πελοποννησιακό πόλεμο, που ξέσπασε το 431 π.Χ. ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, η Άβυδος ήταν με το μέρος των Αθηναίων. Το τελευταίο μέρος του πολέμου, ο λεγόμενος Ιωνικός πόλεμος, διαδραματίστηκε στη Μικρά Ασία, και ειδικά στην περιοχή του Ελλησπόντου. Με τη βοήθεια των Περσών, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να αποκόψουν τους Αθηναίους από τον Ελλήσποντο και να σταματήσουν τη μεταφορά καλαμποκιού από τη Μαύρη θάλασσα προς την Αθήνα. Η στρατηγική θέση της Αβύδου στην Προποντίδα είχε συνέπεια την εμπλοκή της σε αυτήν τη διένεξη. Το 411 π.Χ., με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια των Σπαρτιατών και του Πέρση σατράπη του Ελλησπόντου Φαρναβάζου, η Άβυδος και η Λάμψακος επαναστάτησαν κατά των Αθηναίων και τάχθηκαν με το μέρος των Σπαρτιατών και των Περσών.7 Η σημασία της Αβύδου για τον έλεγχο του Ελλησπόντου γίνεται φανερή από τα λόγια του Θουκυδίδη, ο οποίος γράφει ότι οι Αθηναίοι, μην μπορώντας να πάρουν πίσω την πόλη από τους Σπαρτιάτες, πέρασαν στην απέναντι όχθη και κατέστησαν τη Σηστό κέντρο ελέγχου όλου του Ελλησπόντου.8 Την ίδια χρονιά, σε μια σημαντική μάχη που έγινε στην περιοχή και είναι γνωστή ως μάχη της Αβύδου, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι σώθηκαν από ολική καταστροφή μόνο μετά την επέμβαση του Φαρναβάζου.9

Στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., η Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό πόλεμο και τον έλεγχο στην περιοχή της Μικράς Ασίας μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.), ενώ οι Σπαρτιάτες σταδιακά απέκτησαν τον έλεγχο όλων σχεδόν των πόλεων της Τρωάδας. Η Άβυδος μάλιστα ήταν το σημαντικότερο ορμητήριο των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στον Ελλήσποντο κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους εκεί. Σύντομα όμως ήρθαν σε διένεξη με τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κυρίως για την τύχη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η διένεξη κατέληξε στην ήττα των Σπαρτιατών το 394 π.Χ. στην Κνίδο από τους Πέρσες.

Μετά την ήττα των Σπαρτιατών μόνη η Άβυδος από τις πόλεις της Τρωάδας παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι το 387/386 π.Χ. Τότε αυτοί, θέλοντας να εμποδίσουν την Αθήνα να αποκτήσει πάλι ναυτική δύναμη, σύναψαν συνθήκη με τους Πέρσες, τη λεγόμενη Ανταλκίδειο ειρήνη ή ειρήνη του Βασιλέως. Με τη συνθήκη αυτή η Άβυδος, όπως και όλες οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, πέρασαν στην κατοχή των Περσών.10

Από την εποχή αυτή και έπειτα οι πληροφορίες των πηγών για την Άβυδο είναι πολύ περιορισμένες. Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο των πενήντα χρόνων μεταξύ της Ανταλκιδείου ειρήνης και της κατάκτησης του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Άβυδος είχε τυραννικό πολίτευμα, είναι μάλιστα γνωστό το όνομα ενός τυράννου της, του Ιφιάδη. Η Άβυδος φαίνεται πως την εποχή αυτή ενεπλάκη στις διενέξεις μεταξύ των σατραπών της περιοχής και μαθαίνουμε ότι κατέλαβε τη Σηστό και το Πάριον.11

2.3. Ελληνιστικοί χρόνοι

Το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε στη Μικρά Ασία από την Άβυδο και η περιοχή της Τρωάδας προσαρτήθηκε στο μακεδονικό κράτος. Μετά το θάνατό του ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους διαδόχους του για την κυριαρχία των κτήσεών του. Το 319 π.Χ. ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου, έγινε διοικητής της Μικράς Ασίας και αργότερα αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς. Την ίδια εποχή η Άβυδος έγινε μέλος της συμμαχίας που ιδρύθηκε μάλλον από τον Αντίγονο με κέντρο το ιερό της Αθηνάς στο Ίλιον.

Με το θάνατο του Αντιγόνου το 301 π.Χ. στη μάχη της Ιψού, ο Λυσίμαχος μπόρεσε να κυριαρχήσει για λίγο στην περιοχή, αλλά το 281 π.Χ., μετά τη μάχη στο Κουρουπέδιο, η Άβυδος, όπως και όλη σχεδόν η Μικρά Ασία, πέρασε στον έλεγχο των Σελευκιδών, όπου παρέμεινε για το μεγαλύτερο μέρος του 3ου αι. π.Χ. Ο αιώνας αυτός γνώρισε τον αγώνα για κυριαρχία ανάμεσα στις δυναστείες των Σελευκιδών και των Ατταλιδών του Περγάμου, οι οποίοι από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. εξελίχθηκαν σε σοβαρή απειλή για τους Σελευκίδες. Το 227/226 π.Χ. ο Άτταλος Α' νίκησε τον Αντίοχο Ιέρακα δίνοντας έτσι τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών στην περιοχή της Τρωάδας. Η Άβυδος τότε πρέπει να έγινε αυτόνομη πόλη υπό την επιρροή ή τον έλεγχο των Ατταλιδών. Οι Σελευκίδες, αλλά και οι Πτολεμαίοι, μπόρεσαν να κερδίσουν την Άβυδο για σύντομα χρονικά διαστήματα, έχασαν όμως οριστικά τον έλεγχό της το 188 π.Χ.

Το 200 π.Χ. η Άβυδος καταστράφηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε', σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πολυβίου.12 Το 200 π.Χ. ο Φίλιππος ξεκίνησε επίθεση κατά των πόλεων του Ελλησπόντου, με στόχο να σταματήσει το εμπόριο καλαμποκιού από τη Μαύρη θάλασσα. Θέλοντας να περάσει στην Ασία μέσω της Σηστού και της Αβύδου, κατέστρεψε την τελευταία, της οποίας οι κάτοικοι αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του στρατού του. Η έκκληση των Ρωμαίων στο Μακεδόνα βασιλιά να σταματήσει την επιχείρηση αυτή δεν εισακούστηκε.

Με τη συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.) περιορίστηκε το κράτος των Σελευκιδών στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και έτσι η Άβυδος πέρασε οριστικά στη σφαίρα επιρροής του Περγάμου. Μετά τη συνθήκη η πόλη γνώρισε περίοδο ανάπτυξης, όπως και άλλες πόλεις της Τρωάδας. Τότε μάλιστα μπόρεσε να ενσωματώσει στη σφαίρα επιρροής της τη γειτονική Αρίσβη, αυξάνοντας έτσι την οικονομική της ισχύ.

2.4. Ρωμαϊκοί χρόνοι

Το 129 π.Χ. δημιουργήθηκε η ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας, στην οποία υπήχθη και η Άβυδος. Με τη σημαντική γεωγραφική της θέση είναι σχεδόν σίγουρο ότι γνώρισε ευημερία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, αν και οι πληροφορίες που σώζονται είναι λιγοστές. Στην πόλη λειτουργούσαν νομισματοκοπεία επί Αυγούστου και επί Νέρωνα.

2.5. Βυζαντινοί – Νεότεροι χρόνοι

Οι φιλολογικές μαρτυρίες δείχνουν ότι η Άβυδος συνέχισε να κατοικείται ανελλιπώς μέχρι περίπου το 17ο αιώνα. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανήκε στο βυζαντινό κράτος και ήταν σημαντικό οχυρό και σταθμός ελέγχου της κυκλοφορίας από και προς τον Ελλήσποντο. Η πόλη πρέπει να αριθμούσε σημαντική χριστιανική κοινότητα και στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο είχε δικό της επίσκοπο, ενώ τουλάχιστον ένα μοναστήρι αναφέρεται εκεί κατά τον 8ο αιώνα. Εξαιτίας της στρατηγικής της σημασίας τον έλεγχό της διεκδίκησαν κατά καιρούς οι Άραβες, οι Βενετοί και οι Οθωμανοί Τούρκοι και έγινε έτσι θέατρο πολλών μαχών σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Οι φιλολογικές πηγές δίνουν την εντύπωση ενός κοσμοπολίτικου φρουρίου, όπου το διαμετακομιστικό εμπόριο έπαιζε σημαντικό ρόλο. Οι Οθωμανοί Τούρκοι εμφανίζονται διεκδικώντας την Άβυδο ήδη από το 10ο αιώνα. Στα μέσα του 14ου αιώνα η Άβυδος πέρασε στα χέρια του Οθωμανού εμίρη Ορχάν. Κατά το 16ο αιώνα το οχυρό της πόλης υπήρχε ακόμη· Ευρωπαίοι ταξιδιώτες παραδίδουν ότι η πόλη είχε και τζαμί. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ταξιδιώτες περιγράφουν ερείπια που ήταν ακόμη εμφανή.

3. Οικονομία

Η οικονομική ευημερία της Αβύδου οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη γεωγραφική της θέση και στο προστατευμένο λιμάνι της. Τα διόδια που επέβαλλε για είσοδο και έξοδο στον Ελλήσποντο και η αλιεία αποτελούσαν τις κύριες πηγές των εισοδημάτων της. Γνωρίζουμε ακόμη ότι στην περιοχή υπήρχαν χρυσωρυχεία και άλλα μεταλλεύματα.13 Κατά την Αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστή για τα οστρακοειδή της.14 Το 18ο και 19ο αιώνα η περιοχή ήταν γνωστή για την κεραμοποιία της, καθώς και για την παραγωγή βαμβακιού, για τη βιοτεχνία καραβόπανου, πλοίων και για την επεξεργασία δέρματος από το Μαρόκο.



1. Όμ., Ιλ. 2.837, 4.500, 17.584.

2. Στράβ. 13.1.22.

3. Στράβ. 13.1.22· Θουκ. 8.61.1.

4. Στράβ. 13.1.22.

5. Ηρ. 5.117.

6. Ηρ. 7.34-36, 43-56.

7. Θουκ. 8.61-62.

8. Θουκ. 8.62.3.

9. Ξεν., Ελλ. 1.1.4-7·Διόδ. Σ. 13.45-47· Πλούτ., Αλκ. 27.2-6.

10. Ξεν., Ελλ. 5.1.31.

11. Αιν. Τακτ. 28.6-7· Πολύαιν., Στρατ. 1.37· Δημ. 23.158.

12. Πολύβ. 16.23, 16.29-35, 18.54.8.

13. Στράβ. 14.5.28.

14. Αθήν. 3.44.