Έφεσος (Αρχαιότητα), Αρκαδιανή Οδός

1. Θέση - Τοπογραφία

Η οδός που εκτείνεται δυτικά από την πλατεία του Θεάτρου και φτάνει μέχρι το λιμάνι της Εφέσου αποτελεί μία από τις εντυπωσιακότερες οδικές αρτηρίες της Εφέσου, αλλά και ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα ρωμαικών δρόμων. Πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408), είναι όμως επίσης γνωστή και ως Οδός του Λιμανιού. Ουσιαστικά αρχίζει από τη Μεσαία Πύλη του Λιμανιού και καταλήγει σε Πύλη στην πλατεία του Θεάτρου, ενώνοντας έτσι το λιμάνι με το Θέατρο.1

Εντυπωσιακά συγκροτήματα γυμνασίων-λουτρών αναπτύσσονταν κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Αρκαδιανής οδού. Πρόκειται για τα λεγόμενα Λουτρά του Λιμανιού, που χρονολογούνται την εποχή του Δομιτιανού (81-96). Η είσοδος στα λουτρά από την κεντρική οδική αρτηρία της πόλης γινόταν μέσω τριών τοξωτών θυραίων ανοιγμάτων στον πίσω τοίχο της βόρειας στοάς, τα οποία οδηγούσαν στην περίστυλη αυλή του συγκροτήματος.2 Ανατολικότερα αναπτυσσόταν το λεγόμενο Γυμνάσιο του Θεάτρου, που χρονολογείται το 2ο αιώνα, ενώ ανάμεσα στα δύο λουτρικά συγκροτήματα διερχόταν από βορρά ένας μικρότερος δρόμος ο οποίος κατέληγε στην Αρκαδιανή οδό.

2. Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και οικοδομικές φάσεις

Η Αρκαδιανή οδός είχε μήκος 530 μ. και πλάτος 11,5 μ. Το οδόστρωμα ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Στοές πλαισίωναν το δρόμο σε όλο το μήκος του. Το βάθος τους έφθανε τα 5 με 5,7 μ., ενώ τα δάπεδα ήταν εν μέρει διακοσμημένα με ψηφιδωτά που απεικόνιζαν απλώς γεωμετρικά σχήματα. Δύο αποχετευτικοί αγωγοί εξασφάλιζαν την απορροή των ομβρίων υδάτων.3

Η μορφή του δρόμου, όπως αποκαλύπτεται σήμερα, ανάγεται στα Ύστερα Αυτοκρατορικά χρόνια, όταν ανακαινίστηκε πλήρως επί αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Aπό τις αρχαιολογικές έρευνες στο χώρο και κυρίως από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών μελών ιχνηλατούνται οι διαφορετικές οικοδομικές φάσεις της οδού.

Ήταν ένας δρόμος που προϋπήρχε από τους Ελληνιστικούς χρόνους, απέκτησε όμως μνημειακή μορφή και επίσημο χαρακτήρα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., στο γενικότερο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της πόλης, οπότε τοποθετείται και η ανέγερση της Μεσαίας Πύλης του Λιμανιού, ο δρόμος στρώθηκε με μαρμάρινες πλάκες και κατασκευάστηκαν οι στοές. Οι στύλοι των στοών εδράζονταν πάνω σε βάσεις αττικού-ιωνικού τύπου, που ήταν συμφυείς με τα βάθρα. Οι κορμοί των κιόνων δεν είχαν ραβδώσεις και τα κιονόκρανα ήταν σύνθετου τύπου, συνδυάζοντας στοιχεία τόσο του κορινθιακού όσο και του ιωνικού ρυθμού. Κατασκευαστικές λεπτομέρειες των κιονοκράνων αποκαλύπτουν ότι οι κίονες των στοών στήριζαν μαρμάρινο θριγκό. Τα μετακιόνια διαστήματα υπολογίζονται σε 2,65 μ.4

Κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση της οδού, που χρονολογείται την εποχή των Σεβήρων, γύρω στο α΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ., πραγματοποιείται επισκευή του παλιότερου οικοδομικού υλικού και αντικατάστασή του από νέα αρχιτεκτονικά μέλη. Κορινθιακά κιονόκρανα αντικαθιστούν τα παλιότερα, που έχουν υποστεί φθορές, οι κιονοστοιχίες επιστέφονται με πλίνθινα τόξα, ενώ τα διάστυλα διαστήματα φθάνουν τα 3,25 μ.5

Γύρω στο 400 μαρτυρείται επιγραφικά η νέα ανοικοδόμηση της οδού και η αφιέρωσή της στον αυτοκράτορα Αρκάδιο.6 Στα χρόνια αυτά πιθανόν ανάγεται η διακόσμηση των στοών με μωσαϊκά δάπεδα, καθώς και η κατασκευή ημικυκλικής εξέδρας στη νότια στοά, απέναντι ακριβώς από την είσοδο των Λουτρών του Λιμανιού, η οποία πιθανόν να λειτουργούσε ως κρήνη.7

Μια ιδιαίτερα σημαντική επέμβαση πραγματοποιήθηκε το α΄ μισό του 6ου αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, με την ανέγερση ενός τετράστυλου μνημείου στο μέσο περίπου της διαδρομής της Αρκαδιανής οδού. Στο σημείο αυτό καταλήγει από βορρά ένας μικρότερος δρόμος, ο οποίος πιθανόν να κατασκευάστηκε την ίδια περίοδο. Το συγκεκριμένο μνημείο αποδεικνύει ότι η Αρκαδιανή οδός διατήρησε τη σημασία της κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους. Οι στύλοι εδράζονταν σε τριβαθμιδωτές βάσεις και υψηλά κυκλικά βάθρα με πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση. Σε κάθε βάθρο διαμορφώνονται οκτώ ημικυκλικές κόγχες, πλαισιωμένες από κορινθιακούς κιονίσκους, που στηρίζουν τοξωτή επίστεψη. Τα τριγωνικά τύμπανα ανάμεσα στα τόξα κοσμούνται με ανάγλυφα φυτικά μοτίβα και σταυρούς. Τα βάθρα φέρουν επίσης επιγραφές προς τιμήν του Φροντίνου, ενός ανθυπάτου, ίσως υπευθύνου για την ανέγερση του μνημείου. Τα κιονόκρανα των στύλων ήταν σύνθετου ρυθμού, ενώ οι βάσεις τους ιωνικού-αττικού τύπου. Το συνολικό τους ύψος έφθανε τα 10 μ. Πιθανολογείται ότι οι κίονες στήριζαν είτε αγάλματα του αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του είτε τα αγάλματα των τεσσάρων Ευαγγελιστών.8

Στις αρχές του 7ου αιώνα, η Αρκαδιανή οδός διατήρησε τη σημασία της και κατά τη κατασκευή του βυζαντινού οχυρωματικού τείχους συμπεριλήφθηκε στα νέα όρια της πόλης. Σταδιακά όμως άρχισε να παρακμάζει και να χάνει τον πολυτελή χαρακτήρα της. Ταυτόχρονα, εγκαταστάσεις εμπορικού χαρακτήρα δίνουν νέα μορφή στο χώρο.9

3. Ταύτιση και λειτουργία

Η Αρκαδιανή οδός εντάχθηκε στο ρωμαϊκό σχέδιο επέκτασης της ελληνιστικής πόλης του Λυσιμάχου, στην περιοχή βόρεια και νότια του Θεάτρου. Ουσιαστικά βρίσκεται στα σύνορα της ελληνιστικής πόλης και της ρωμαϊκής νεόδμητης έκτασης και συνεπώς διαχωρίζει τη νέα πόλη από την παλιά.

Το θέμα της λειτουργίας του σημαντικού αυτού δρόμου δεν είναι απόλυτα σαφές, καθώς η απουσία μικρότερων χώρων, στο πίσω μέρος των στοών, που θα λειτουργούσαν ως καταστήματα ή εργαστήρια, περιορίζει τον εμπορικό της χαρακτήρα. Είναι επίσης αμφίβολο αν αποτέλεσε κεντρικό δρόμο μεταφοράς προϊόντων και εμπορευμάτων από το λιμάνι στη πόλη, αφού η Πύλη του Θεάτρου στην οποία κατέληγε ήταν προσβάσιμη μέσω βαθμιδωτής κλίμακας και συνεπώς δε διευκόλυνε τέτοιου είδους χρήση.10

Ιδιαίτερα σημαντική όμως για την ταύτιση του χώρου και την αποσαφήνιση της χρήσης της επίσημης αυτής οδού είναι η εύρεση μιας επιγραφής χαραγμένης σε μαρμάρινο βάθρο, που βρέθηκε στη νότια στοά, η οποία αναφέρει: «Έχι η Αρκαδιανή έως του Συάγρου αι β΄ στοαί κανδήλας ν’».11 Η επιγραφή αυτή, που αποκαλύπτει το όνομα της οδού, φανερώνει επίσης ότι οι κιονοστοιχίες των στοών ήταν εφοδιασμένες μέχρι το «Σύαγρο» με 50 λυχνάρια που φώτιζαν το δρόμο τις νυχτερινές ώρες.12 Αρχικά θεωρήθηκε ότι με τον όρο Σύαγρος13 αποδίδεται το άγαλμα του κάπρου, σύμβολο του ιδρυτικού μύθου της πόλης, ή η αγαλματική μορφή του ιδρυτή, του Ανδρόκλου, που πιθανόν κοσμούσε την Αρκαδιανή οδό.14

Διαφορετική ερμηνεία δόθηκε πρόσφατα στην έρευνα από το μελετητή Peter Schneider, σύμφωνα με την οποία η επιγραφή μαρτυρά εκτός από τον πολυτελή χαρακτήρα της οδού και ένα σημαντικό τοπογραφικό σημείο, που έφερε την ονομασία «Σύαγρος» και σχετίζεται με τη μυθική παράδοση της πόλης και τη λατρεία του οικιστή Ανδρόκλου. Το σημείο αυτό της πόλης πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή του Θεάτρου. Ο Peter Schneider καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι η Αρκαδιανή οδός είχε επίσημο χαρακτήρα και αποτελούσε μια πομπική οδό η οποία οδηγούσε από το λιμάνι στον τόπο που συνδεόταν με τη λατρεία του οικιστή της πόλης.15 Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η πρώτη οικοδομική φάση της οδού πιθανόν σχετίζεται με τη δεύτερη επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού και την απόδοση της δεύτερης νεωκορίας στην πόλη. Σε ανταπόδοση των ευεργεσιών, η Έφεσος τίμησε τον αυτοκράτορα ως νέο οικιστή. Κατά συνέπεια, η Αρκαδιανή ερμηνεύτηκε ως via triuphalis, που οδήγησε τον Αδριανό από το λιμάνι στο χώρο όπου λατρευόταν ο «κτίστης» Άνδροκλος.16

4. Ιστορία της έρευνας και η σημερινή κατάσταση

Η Αρκαδιανή οδός αποκαλύφθηκε το 1899 στη διάρκεια των αυστριακών ανασκαφών στην Έφεσο. Η αρχαιολογική έρευνα στο χώρο συνεχίστηκε μέχρι το 1902 και τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στην πρώτη δημοσίευση των ανασκαφών της Εφέσου.17 Το 1999 ο Peter Schneider δημοσίευσε εμβριθή μελέτη της Αρκαδιανής οδού, όπου εξετάζει αναλυτικά τα αρχαιολογικά λείψανα και τις διάφορες οικοδομικές φάσεις του δρόμου. Σήμερα κατά μήκος της έχουν αναστηλωθεί ορισμένοι κίονες των στοών, ενώ διατηρείται ένας από τους τέσσερις κίονες του τετράστυλου μνημείου.



1. Η Πύλη του Θεάτρου βρίσκεται στη συμβολή της Αρκαδιανής οδού με τμήμα της Πομπικής οδού. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την αρχιτεκτονική και τη λειτουργία της. Είχε τη μορφή προπύλου με τρεις διόδους. Λόγω εύρεσης στο χώρο ενός τμήματος ανάγλυφης ζωφόρου με παράσταση μάχης, εκφράστηκε η υπόθεση ότι η Πύλη αποτελούσε πιθανόν θριαμβικό μνημείο. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 476.

2. Στο σημείο αυτό την κιονοστοιχία της πρόσοψης διέκοπτε ένα τόξο, το οποίο στήριζαν δύο στύλοι. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 468.

3. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 467. Ο ένας αγωγός περνούσε πίσω από τη βόρεια στοά, ενώ ο άλλος κάτω από το οδόστρωμα, κοντά στο στυλοβάτη της νότιας στοάς.

4. Αναλυτικά για τα στιλιστικά χαρακτηριστικά των κιονοκράνων σύνθετου τύπου και τις τεχνικές λεπτομέρειες που προδίδουν την παρουσία μαρμάρινου θριγκού βλ. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 469-472.

5. Για τα στιλιστικά χαρακτηριστικά των κορινθιακών κιονοκράνων βλ. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 470-472.

6. Υποθέτουμε ότι η επισκευή της οδού πραγματοποιήθηκε μετά τις ζημιές που προκλήθηκαν από τους σεισμούς της περιόδου 359-366 μ.Χ.  Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Wien 2000), σελ. 172.

7. Πίσω από την εξέδρα βρίσκεται ένα οικοδόμημα μήκους 22 μ., το οποίο είναι γνωστό ως η λεγόμενη «εκκλησία νότια της Αρκαδιανής οδού». Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Wien 2000), σελ. 172.

8. Αναλυτικά για το τετράστυλο μνημείο βλ. Wilhelm, W. – Heberdey, R., Forschungen in Ephesos 1 (Wien 1906), σελ. 132-142, εικ. 59. Επίσης, Foss, C., Ephesus after antiquity: a late Antique, Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York 1979), σελ. 57-58· Bauer, F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike (Mainz am Rhein 1996), σελ. 273, σημ. 14, 15, όπου αναφέρεται ότι τα κιονόκρανα ήταν κορινθιακού ρυθμού· Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 469-472· Schneider, P., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz am Rhein 1999), σελ. 121. Για τις επιγραφές που αναγράφονται σε ταινία στην επάνω απόληξη του βάθρου βλ. Grégoire, H., Recueil des inscriptions grecques-chrétiennes d’Asie Mineure (Paris 1922), σελ. 101· Engelmann, H. – Knibbe, D. – Merkelbach, R., Die Inschriften von Ephesos ΙV (Bonn 1980), σελ. 165-166, αρ. 1306· Heberdey, R., Forschungen in Ephesos 1 (Wien 1906), σελ. 141-142.

9. Η τελευταία ανοικοδόμηση της Αρκαδιανής οδού πιθανόν συνέβη την εποχή της ανέγερσης του τείχους της πόλης και ίσως μετά τους σεισμούς που έγιναν από το 612 μέχρι το 616. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 475.

10. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 475.

11. Benndorf, O. – Heberdey, R., Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Forschungen in Ephesos 1 (Wien 1906), σελ. 55-56· Börker, C. – Merkelbach, R. – Engelmann, H. – Knibbe, D., Die Inschriften von Ephesos ΙΙ (Bonn 1979), σελ. 227-228, αρ. 557· Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 476, πίν. 104.1.

12. Ο φωτισμός των δρόμων είχε καθιερωθεί επίσης στην Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια και την Αλεξάνδρεια. Στην πρωτεύουσα του κράτους ο φωτισμός των δρόμων ήταν δημόσια υπηρεσία, που άρχισε να παρέχεται για πρώτη φορά από τον έπαρχο Κύρο, ο οποίος γύρω στο 440 μ.Χ. έδωσε εντολή τα λυχνάρια στα καταστήματα να μένουν αναμμένα το απόγευμα και το βράδυ. Στην Αντιόχεια, αντίθετα, οι ίδιοι οι καταστηματάρχες ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν λυχνάρια έξω από τα καταστήματά τους και να πληρώνουν για το λάδι που καταναλωνόταν. Ίσως βέβαια αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν εξαίρεση, διότι όταν ο Ιουστινιανός δήμευσε τα δημοτικά έσοδα, οι πόλεις δεν ήταν πλέον σε θέση να επωμιστούν τα έξοδα που απαιτούσε η καύση των λυχναριών, στοιχείο που υποδεικνύει ότι ο δημόσιος φωτισμός ήταν διαδεδομένος και χρηματοδοτούνταν από τις πόλεις τουλάχιστον κατά τον 6ο αιώνα. Η επιγραφή της Εφέσου δε μας αποκαλύπτει αν κάλυπταν τα έξοδα του φωτισμού οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων ή η πόλη, παρά μόνο ότι τα λυχνάρια ήταν τοποθετημένα στους κίονες της στοάς. Σε κάθε περίπτωση οι Αλεξανδρινοί, γνωστοί για την τοπική τους υπερηφάνεια, συχνά αναφέρονταν περιφρονητικά σε άλλες πόλεις χαρακτηρίζοντάς τες «αφώτιστες».

13. Η λέξη Σύαγρος σημαίνει αγριόχοιρος ή κυνηγός αγριοχοίρων.

14. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Forschungen in Ephesos 1 (Wien 1906), σελ. 56· Börker, C. – Merkelbach, R. – Engelmann, H. – Knibbe, D., Die Inschriften von Ephesos II (Bonn 1979), σελ. 227-228, αρ. 557· Bauer, F.A., Stadt, Platz und Denkmal in der Spätantike (Mainz am Rhein 1996), σελ. 274.

15. Ο μελετητής υποθέτει ότι τα κτήρια και τα μνημεία που βρίσκονταν στη πλατεία του Θεάτρου αποτελούσαν τμήματα ενός συνόλου το οποίο έφερε την ονομασία «Σύαγρος» και σχετίζονταν με τη λατρεία του ήρωα-οικιστή. Ο αγριόχοιρος, σύμβολο του ιδρυτικού μύθου της πόλης, σε συνδυασμό με το γλυπτό διάκοσμο της ζωφόρου που κοσμούσε την Πύλη του Θεάτρου και την έκανε να μοιάζει περισσότερο με θριαμβικό μνημείο, καθώς και με τα ερείπια δύο ακόμα κτηρίων στην πλατεία του Θεάτρου –της ελληνιστικής κρήνης και ενός τετράγωνου κτηρίου με χαρακτήρα πιθανόν ταφικού μνημείου ή ηρώου– δίνουν ίσως στο σημείο αυτό της πόλης λατρευτικό χαρακτήρα συνδεόμενο με τον οικιστή Άνδροκλο. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 476-477· Schneider, P., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο  Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), σελ. 120-122.

16. Schneider, P., “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos: Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 477-478· Schneider, P., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο  Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), σελ. 122.

17. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Forschungen in Ephesos 1 (Wien 1906).