1. Εισαγωγή
Το θέατρο στα Άλινδα είναι ελληνικού τύπου και, μάλιστα, πρόκειται για ένα από τα πιο υποβλητικά θεατρικά οικοδομήματα της Μικράς Ασίας, τόσο ως προς τις διαστάσεις του όσο και ως προς την ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα ερείπιά του, που περιβάλλονται από αιωνόβια δέντρα. Έχει προσανατολισμό νοτιοδυτικό και βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία της πόλης Άλινδα της Καρίας.
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Το θεατρικό οικοδόμημα έχει αρκετά μεγάλο μέγεθος, με κοίλο σε σχήμα μεγαλύτερο του ημικυκλίου διαμέτρου 64,5 μ. και με ορχήστρα διαμέτρου 18 μ. Είναι χτισμένο πάνω σε φυσική πλαγιά εκμεταλλευόμενο την κλίση της, ενώ για την κατασκευή των πλευρικών τμημάτων (αναλήμματα) χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές υποκατασκευές (τοίχος μεγάλων διαστάσεων), ώστε να καλύψουν την κλίση του εδάφους. Ίσως το μεγάλο κόστος της κατασκευής του έργου, που ήταν εξ ολοκλήρου από λίθο, αποτέλεσε την αιτία που δεν επεκτάθηκε το θέατρο προς την κοιλάδα.
Το κοίλο έχει κάτοψη σχεδόν ημικυκλική, ενώ τα αναλήμματα σχηματίζουν γωνία μόνο 3ο σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα. Οι πλευρικές πτέρυγες δε φτάνουν μέχρι την ανώτερη σειρά του κοίλου, στην απόληξή τους μάλιστα σχηματίζουν οξεία γωνία με το άνω τμήμα του κοίλου. Στα σημεία σύζευξης των αναλημματικών τοίχων και του εξωτερικού περιμετρικού τοίχου διαμορφώνονται γωνιακές παραστάδες.
Το εσωτερικό διαιρείται μέσω ενός περιμετρικού διαδρόμου (praecinctio) σε δύο τμήματα (maeniana). Το κάτω τμήμα του κοίλου (θέατρον, ima cavea) διαιρούνταν σε εννέα τμήματα, τις κερκίδες (cunei),1 μέσω δέκα κλιμάκων. Υπολογίζονται συνολικά 13 σειρές εδωλίων,2 από τις οποίες σήμερα ορατές είναι οι 9.
Το άνω τμήμα του κοίλου (επιθέατρον, summa cavea) διαιρούνταν σε έντεκα κερκίδες μέσω δέκα κλιμάκων. Υπολογίζονται συνολικά 12 σειρές εδωλίων στο κέντρο,3 ενώ στα πλευρικά τμήματα είναι 9.4 Μπροστά από την πρώτη σειρά εδωλίων του επιθεάτρου ακολουθεί πλατύσκαλο πλάτους 0,70 μ., που διακόπτεται από μικρές κλίμακες.
Στην κορυφή του κοίλου και πάνω από το επιθέατρο αναπτύσσεται ο περιμετρικός διάδρομος, ο οποίος στο κέντρο του κοίλου περιορίζεται. Δεν ακολουθεί την καμπύλη του τόξου αλλά ευθυγραμμίζεται και σχεδόν εφάπτεται στη 12η σειρά εδωλίων.
Τα εδώλια, ύψους 0,36 μ.-0,39 μ., είναι πολύ απλά στην κατασκευή τους. Έχουν βάθος 0,90 μ. και στο πίσω μέρος τους φέρουν εγκοπή για τα πόδια των θεατών της πάνω σειράς. Οι τοίχοι των αναλημμάτων προεξέχουν των εδωλίων και σχηματίζοντας παραπέτο ακολουθούν την κλίση τους. Η άνω επιφάνειά τους σχηματίζει ένα προστατευτικό πλαίσιο.
Ο τρόπος τοιχοδομίας του εξωτερικού περιμετρικού τοίχου του κοίλου και των αναλημμάτων είναι ιδιαίτερα καλαίσθητος με οριζόντιους δόμους αποτελούμενους από καλά λαξευμένους λιθόπλινθους. Στα αναλήμματα έχουν προσκεφαλόσχημη επιφάνεια, ενώ παρατηρείται διαφοροποίηση στο ύψος των δόμων.5
Η πρόσβαση του κοινού γινόταν μέσω των δύο παρόδων. Επίσης, υπήρχαν δύο καμαροσκέπαστοι διάδρομοι που ανοίγονταν στον κεντρικό περιμετρικό διάδρομο (διάζωμα) και οδηγούσαν απευθείας από το εξωτερικό στο κέντρο του θεάτρου. Οι δύο αυτοί θολωτοί διάδρομοι βρίσκονται σε μεγάλο ύψος σε σχέση με το επίπεδο του εδάφους. Το κοινό που ερχόταν απ’ έξω δεν ήταν δυνατό να φτάσει σ’ αυτούς χωρίς επικλινείς προσβάσεις (ράμπες). Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι οι επικλινείς αυτές προσβάσεις ήταν κινητές και ότι τοποθετούνταν κάθε φορά που υπήρχε παράσταση, ύστερα από την οποία απομακρύνονταν· διασφαλιζόταν έτσι η προστασία του θεάτρου τις ημέρες κατά τις οποίες δεν υπήρχε παράσταση. Το κοινό φτάνοντας στο επίπεδο του κεντρικού περιμετρικού διαδρόμου μπορούσε μέσω 12 κεκλιμένων χτιστών διαδρόμων (ράμπες) να μεταφερθεί στο ανώτερο τμήμα του κοίλου. Μια πέμπτη πρόσβαση βρίσκεται στην κορυφή του κοίλου, στον εξωτερικό περιμετρικό τοίχο, μέσω της οποίας οι θεατές έβγαιναν απευθείας στο λόφο. Οι διάδρομοι και προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό πλαισιώνονταν από τόξα που πατούν σε τοίχους διαμορφωμένους με τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν με πεσσίσκους.6
Στον εξωτερικό περιμετρικό τοίχο του κοίλου προς τα δυτικά ανοίγεται διάδρομος πλάτους 2 μ., που προχωρά προς το εσωτερικό του μνημείου για περίπου 10 μ., κατόπιν κάμπτεται σε γωνία 90ο και καταλήγει πάλι στο εξωτερικό, με άγνωστη λειτουργία. Όπως συμβαίνει και στο θέατρο της Άσσου, όπου υπήρχαν δύο τυφλοί διάδρομοι, ίσως χρησίμευε ως αποχωρητήριο ή χώρος αποθήκευσης νερού για την εξυπηρέτηση των θεατών. Η τοιχοδομία του είναι προσεγμένη, από λιθόπλινθους με λεία επιφάνεια, ενώ πλαισιώνονται κι αυτοί με τόξα.
Το σκηνικό οικοδόμημα, μήκους 30 μ., βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του εδάφους και συνδέεται με τα αναλήμματα με κάθετους τοίχους. Η σημερινή κατάσταση παρουσιάζει την εξής εικόνα: Υπάρχουν τέσσερις τοίχοι παράλληλοι μεταξύ τους, με κατεύθυνση Α-Δ. Διαμορφώνουν τρεις επιμήκεις χώρους με πλάτος 0,50 μ. ο πρώτος, 3,95 μ. ο δεύτερος και 4,30 μ. ο τρίτος. Ο δεύτερος χώρος χωρίζεται σε πέντε επιμέρους δωμάτια μέσω τεσσάρων εγκάρσιων τοίχων. Ο τρίτος χώρος είναι συνεχής και αποτελεί το πίσω μέρος της σκηνής. Οι τοίχοι του συγκροτήματος της σκηνής, από τεχνική και κατασκευαστική άποψη, αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικές εποχές. Ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος τοίχος αποτελούνται από λιγότερο προσεγμένη τοιχοδομία από αυτήν των αναλημμάτων και του εξωτερικού τοίχου του κοίλου.
Μπροστά από τον πρώτο τοίχο, στο χώρο που μεσολαβεί μέχρι την ορχήστρα, εντοπίζονται λιθόπλινθοι με αδρά λαξευμένη επιφάνεια. Υποδεικνύουν το βάθος του προσκηνίου των Ρωμαϊκών χρόνων και αποτελούν το υπόστρωμα, το δάπεδο, του ίδιου του pulpitum. Αυτό παρουσιάζει 2 κατασκευαστικές φάσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι αρκετά πρώιμη.
Στην αρχική, ελληνιστική φάση, το σκηνικό οικοδόμημα παρουσιάζει ορθογώνια κάτοψη με μεγάλο μήκος. Αποτελείται από την πρόσοψη και το βασικό οικοδόμημα της σκηνής και τη στοά (porticus post scaenam), όπως και στο θέατρο της Μαγνησίας. Η πίσω σκηνή λειτουργούσε ως ενίσχυση του κεντρικού τμήματος (το οποίο πατούσε σε κεκλιμένο έδαφος) και ενισχυόταν στο νότιο τοίχο της από αντηρίδες (διατηρούνται δύο στα ανατολικά). Στις στενές πλευρές υπάρχουν τοξωτά ανοίγματα. Η πρόσοψη της σκηνής παρουσιάζει μία μόνο κεντρική θύρα, που έδινε πρόσβαση από το υποσκήνιο απευθείας στο τμήμα κάτω από την πίσω σκηνή. Ίσως υπήρχαν κι άλλες, μικρότερου ύψους, που δεν έγιναν αντιληπτές λόγω της καταστροφής του οικοδομήματος. Το ελληνιστικό λογείο αποτελούνταν από μια σειρά πεσσών όπου πατούσαν λίθινες δοκοί που σχημάτιζαν μια επιμήκη κατασκευή.
Στη δεύτερη, Αυτοκρατορικών χρόνων φάση, έλαβαν χώρα διάφορες εργασίες. Κατεδαφίστηκε το ελληνιστικό λογείο και διαμορφώθηκε το μεγάλο προσκήνιο χρησιμοποιώντας τις λίθινες δοκούς του ελληνιστικού προκατόχου του.7 Σε απόσταση 0,50 μ. από τον τοίχο της σκηνής κατασκευάστηκε νέος τοίχος ο οποίος πιθανότατα στήριζε βάθρο που προεξείχε και μία διώροφη κιονοστοιχία. Η πρόσοψη είναι πεντάθυρη.8
Στην τρίτη, υστερορωμαϊκή φάση, το προσκήνιο των Πρώιμων Αυτοκρατορικών χρόνων αντικαταστάθηκε από καινούριο, χαμηλότερο κατά 1,20 μ., στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες που επίσης στηριζόταν σε λίθινες δοκούς9 επαναχρησιμοποιημένες εδώ από τα προγενέστερα προσκήνια. Οι θύρες γίνονται τώρα χαμηλότερες, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι λειτουργούσαν ως δίοδοι για τα θηρία που έπαιρναν μέρος στα κυνήγια και τις θηριομαχίες. Αυτό, ωστόσο, είναι κάτι που πρέπει να επιβεβαιωθεί μέσω των ανασκαφών.
3. Χρονολόγηση
Το πρωιμότερο θέατρο υπολογίζεται ότι είναι μεταγενέστερο των θεάτρων της Πριήνης (3ος αι. π.Χ.) και του Περγάμου (2ος αι. π.Χ.) από τα εξής τεχνικά χαρακτηριστικά: την ομοιόμορφη εμφάνιση των εξωτερικών τοίχων, τα επιστύλια, τα τόξα των διαδρόμων. Υποθέτει κανείς ότι στα χρόνια της δυναστείας των Εκατομνιδών δεν υπήρχε θέατρο, ή υπήρχε και καταστράφηκε. Το υπάρχον οικοδόμημα διατηρεί κάποια στοιχεία της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου και τοποθετείται στα τέλη του 3ου με αρχές του 2ου αι. π.Χ., στα χρόνια του δυνάστη Ολύμπιχου.10
Η δεύτερη οικοδομική φάση τοποθετείται στα χρόνια του Αυγούστου. Σε αυτό συνηγορεί η απλότητα της όλης σύνθεσης. Το χαμηλό pulpitum, από την άλλη, που εισχωρεί στις παρόδους πρέπει να χρονολογείται στα Ύστερα Αυτοκρατορικά χρόνια.
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ανασκαφικές εργασίες στο θέατρο. Το κατώτερο τμήμα της ορχήστρας και τμήμα των εδωλίων του κοίλου είναι σήμερα θαμμένα. Ορατά είναι κάποια τμήματα της σκηνής.