Μονοθεϊσμός στη Μ. Ασία

1. Εισαγωγή

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, η θρησκευτική παράδοση του Ελληνορωμαϊκού κόσμου ήταν πολυθεϊστική. Άντρες και γυναίκες λάτρευαν έναν μεγάλο αριθμό αρσενικών και θηλυκών θεοτήτων καθώς και θείων πλασμάτων, και οι διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις τους ενσωματώνονταν μέσω διάφορων πολιτισμικών μηχανισμών (όπως η γλώσσα, οι τελετές θυσιών, καθώς και οι ευρέως αποδεκτές θεωρίες που καθόριζαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα επίγεια και τα θεία) σε ένα κοινό θρησκευτικό σύστημα. Ο Ελληνορωμαϊκός παγανισμός (για να χρησιμοποιήσουμε τον κατάλληλο όρο) έρχεται σε αντίθεση, ως εκ τούτου, σε μεγάλο βαθμό με τα γνωστά μονοθεϊστικά θρησκευτικά συστήματα, όπως ο Ιουδαϊσμός και μετέπειτα ο Χριστιανισμός.

2. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη του παγανιστικού μονοθεϊσμού

Ωστόσο, οι μονοθεϊστικές αντιλήψεις εξαπλώθηκαν και επηρέασαν τον αρχαίο κόσμο κατά την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο, κυρίως στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή. Οι Έλληνες φιλόσοφοι μίλησαν για πρώτη φορά για την ύπαρξη ενός μοναδικού θεϊκού όντος τον 6ο αιώνα π.Χ. Η πίστη στον «Ύψιστο Θεό» έχει καταγραφεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και στις γειτονικές περιοχές των Βαλκανίων, όπως την Ουκρανία, τη Νότια Ρωσία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο από τις αρχές του 300 π.Χ. Ο αυστηρός μονοθεϊσμός, ο οποίος αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε θεϊκού όντος εκτός του μοναδικού θεού, ήταν σχετικά σπάνιος, αλλά ήταν διαδεδομένες διάφορες μορφές «ήπιου μονοθεϊσμού» ή ενοθεϊσμού, οι οποίες επέτρεπαν την ύπαρξη κατώτερων όντων, όπως αγγέλων και μικρότερων θεοτήτων υπό τον παντοκράτορα Θεό. Επιπλέον, υπήρχε μεγάλη θεολογική βιβλιογραφία, η οποία προσπαθούσε να καθορίσει τη σχέση ανάμεσα στο υπέρτατο ον και στις μικρότερες θεότητες του παραδοσιακού παγανισμού. Κατά την όψιμη Ρωμαϊκή Περίοδο -από το 2ο αιώνα μ.Χ. και έπειτα- αυτές οι αντιλήψεις επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα όλο και πιο ισχυρά μονοθεϊστικά συστήματα του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Αυτά τα συστήματα επισκίασαν τον παγανιστικό μονοθεϊσμό, ο οποίος άρχισε πια να περνάει απαρατήρητος.

3. Σύγχρονη Έρευνα

Παρόλο που αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί ευρέως υπάρχουν λίγες περιπτώσεις στις οποίες αυτό έχει ερευνηθεί ή εξηγηθεί ιστορικά. Μια πρόσφατη εξαίρεση στον κανόνα είναι η ενδιαφέρουσα μικρή μονογραφία του G. Fowden From Empire to Commonwealth. The Consequences of Monotheism in Late Antiquity (1993) (Από την Αυτοκρατορία στην Κοινοπολιτεία. Οι Συνέπειες του Μονοθεϊσμού στην Όψιμη Αρχαιότητα). Ο Fowden προσπαθεί να συσχετίσει τις αλλαγές στο θρησκευτικό προφίλ με τις αλλαγές στην πολιτική και στις μορφές εξουσίας στο τέλος της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων και των Σασσανιδών. Μια διαφορετική προσέγγιση αυτού είναι η μελέτη των αιτιών και των συνθηκών που οδήγησαν σε αυτή την αξιοσημείωτη αλλαγή των θρησκευτικών δεδομένων με την εξέταση συγκεκριμένων ιστορικών πλαισίων που προκάλεσαν νέες θρησκευτικές εξελίξεις, καθώς και η ερμηνεία των θρησκευτικών και πολιτικών αλλαγών όπως αυτές παρουσιάστηκαν εξ αρχής και όχι η θεώρησή τους ως μια απεικόνιση των υψηλής κλίμακας πολιτικών συστημάτων.

4. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη του μονοθεϊσμού στη Μικρά Ασία

Στην περιοχή της Μικράς Ασίας υπάρχει μεγάλος αριθμός στοιχείων που αφορούν τις μονοθεϊστικές και ενοθεϊστικές θρησκείες. Η πιο σημαντική από αυτές τις θρησκείες ήταν η λατρεία στον Ύψιστο Θεό (πιο σπάνια στον Ύψιστο Δία), όπως τεκμηριώνεται από περίπου 300 επιγραφές από τη Μικρά Ασία και τις γειτονικές περιοχές μεταξύ του 2ου και του 4ου αιώνα μ.Χ. Ο Ύψιστος Θεός ήταν μια αφηρημένη θεότητα που δεν είχε απεικονιστεί ποτέ σε ανθρώπινες εικόνες. Οι περισσότερες επιγραφές είναι συνηθισμένα αναθήματα από απλούς ανθρώπους, παρόλο που υπήρχαν αποδείξεις ότι αυτός ο θεός λατρευόταν και από ανθρώπους υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι πιστοί αυτής της λατρείας τον 4ο αιώνα ήταν γνωστοί από τους Χριστιανούς συγγραφείς ως Υψιστάριοι ή Υψιστιανοί και όπως εξηγούν οι συγγραφείς η πίστη τους ήταν ένα αμάγαλμα ελληνικού παγανισμού και ιουδαϊκών τελετουργιών1 που έμοιαζε όμως κατά κάποιο τρόπο και στον Χριστιανισμό. Ο Επιφάνιος, ο αρχιεπίσκοπος της Σαλαμίνας στην Κύπρο κατά τον 4ο αιώνα, περιγράφει τις τελετουργίες τους, οι οποίες περιελάμβαναν φανούς, θρησκευτικές ιαχές και ύμνους.2 Οι πιστοί συγκεντρώνονταν σε ανοικτούς χώρους, όπου λάτρευαν τους ναούς ένας εκ των οποίων βρίσκεται στα Οινόανδα της Λυκίας. Η τοποθεσία λατρείας του Ύψιστου Δία ή Ύψιστου ήταν διαφορετική και βρισκόταν στην Πνύκα της Αθήνας. Επιπλέον, πολλοί πιστοί αυτού του θεού ενώνονταν με τους Ιουδαίους για τη λατρεία του Ύψιστου Θεού στις συναγωγές. Άλλος ένας από τους πατέρες της εκκλησίας, ο Κύριλλος της Αλεξάνδρειας, μας λέει ότι ονόμαζαν τους εαυτούς τους «Θεοσεβείς».3 Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται από τον Ιώσηφο και από το συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων, για να περιγράψει τους μη Ιουδαίους, οι οποίοι ωστόσο συμμετείχαν σε λατρείες στις Ιουδαϊκές συναγωγές τον 1ο αιώνα μ.Χ., και υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συμπεράνουμε ότι οι πιστοί του Ύψιστου Θεού είναι οι ίδιοι με τους Θεοσεβείς. Αυτό αποδεικνύει ότι υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία στην πίστη των Ιουδαίων της Διασποράς και των Υψιστάριων και επομένως η πίστη και η λατρεία των τελευταίων και των Χριστιανών μπορεί να ήταν πολύ παρόμοια.

5. Γραπτές Μαρτυρίες

Η πιο χαρακτηριστική έκφραση της πίστης των Υψιστάριων φαίνεται στο χρησμό του Απόλλωνα στην Κλάρο, που είχε δοθεί στην ερώτηση «Ποιος είναι ο θεός;» Αυτός ο χρησμός ήταν πολύ γνωστός στην Όψιμη Αρχαιότητα και έχει αναφερθεί από πολλούς Χριστιανούς συγγραφείς. Κυρίως όμως είναι γνωστός από μια επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ., η οποία βρέθηκε στο ιερό του Ύψιστου Θεού στα Οινόανδα της Λυκίας:4

«Γεννημένος από τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του τη φύση, χωρίς μητέρα, ακλόνητος, χωρίς ένα μόνο όνομα, αλλά γνωστός με πολλά και κάτοικος της φωτιάς· αυτός είναι ο θεός. Εμείς, οι άγγελοί του, είμαστε ένα μικρό μέρος του θεού. Σε εσένα που θέτεις αυτό το ερώτημα για το θεό, ποια είναι η πραγματική του φύση, αυτός έχει ονομάσει τον αιθέρα το θεό που τους βλέπει όλους· προς αυτόν πρέπει να ατενίζεις και να προσεύχεσαι την αυγή κοιτώντας την ανατολή.»

Είναι προφανές από αυτό το κείμενο ότι η λατρεία στον Ήλιο ήταν άλλο ένα χαρακτηριστικό αυτής της μορφής της μονοθεϊστικής πίστης καθώς επίσης και ότι και άλλα επουράνια όντα, συμπεριλαμβανομένου και του Απόλλωνα ο οποίος έδωσε αυτό το χρησμό, θεωρούνταν όχι θεοί αλλά άγγελοι. Η λατρεία των παγανιστικών αγγέλων επιβεβαιώνεται στη Λυδία, την Καρία και τη Φρυγία.

6. Συμπέρασμα

Τα σύγχρονα κυρίαρχα μονοθεϊστικά συστήματα, όπως ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και ο Ισλαμισμός, έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτών των θρησκευτικών συστημάτων είναι η ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκαν και καθιερώθηκαν έξω από την περιοχή προέλευσής τους. Οι μονοθεϊστικές αντιλήψεις της λατρείας του Ύψιστου Θεού καθώς επίσης και η δημοτικότητα αυτή της λατρείας αποτέλεσαν ένα πρόσφορο έδαφος στο οποίο η Ιουδαϊκή και η Χριστιανική θεολογία μπόρεσαν εύκολα και γρήγορα να αναπτυχθούν.




1. Γρηγ. Ναζ., Ορ. 18.5; Γρηγ. Νυσ., Refutatio Confessionis Eunomii 38.

2. Επιφάνιος (εκδ. K. Holl Griechische Christliche Schriftsteller), Panarion 80.

3. Κύριλλος της Αλεξάνδρειας, De adoratione in Spiritu et Veritate 3. 92, Patrologia Graeca 68, 281CMitchell, S. (1998). "Wer waren die Gottesfurchtigen?", Chiron 28, p. 55-64.

4. SEG 27 (1977), 933.