1. Θέση
Η Κελένδερις (Kilindra ή Gilindire κατά την Οθωμανική περίοδο, σημερινή ονομασία Αydincik) βρίσκεται στα παράλια της Κιλικίας Τραχείας στη Μικρά Ασία, ανάμεσα στη Σελεύκεια (Silifke) στον Καλύκανδο ποταμό και στο Ανεμούριον.1 Περιγράφοντας τη γεωμορφολογία της Κιλικίας Τραχείας, οι πρώτοι λόφοι της οροσειράς του Ταύρου υψώνονται κατευθείαν από τη Μεσόγειο και οριοθετούν έναν ευρύ κόλπο, διαμορφώνοντας μια στενή λωρίδα κατά μήκος της ακτής. Ανάμεσα στους λόφους, που καλύπτονται από πευκοδάσος, σχηματίζονται στενές κοιλάδες με χειμάρρους, που συνδέουν την ακτή με την ορεινή περιοχή. Στη δυτική άκρη του κόλπου υπάρχει ένα μικρό λιμάνι, που στα νότια ορίζεται από στενή, βραχώδη χερσόνησο 20 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο και αποτελούσε το λιμάνι της αρχαίας Κελενδέρεως. Στη χερσόνησο βρισκόταν η ακρόπολη, ενώ στην περιοχή πίσω από το λιμάνι, όπου το έδαφος προσεγγίζει τη στάθμη της θάλασσας και γίνεται σχεδόν επίπεδο, αναπτυσσόταν η κάτω πόλη. Χάρη στην τοπογραφία της, προστατευόταν από εχθρικές επιθέσεις από την ηπειρωτική χώρα και ταυτόχρονα αποτελούσε ένα από τα καλύτερα λιμάνια της θαλάσσιας οδού ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση και μεταξύ της Κιλικίας Τραχείας και της Κύπρου.
2. Ιστορία
Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο,2 η πόλη ιδρύθηκε από το Σάνδωνα (Σάνδακο), από τους πιο γνωστούς τοπικούς θεούς της Κιλικίας, ο οποίος θα μπορούσε να ταυτιστεί με το Shanta, χετιτικό θεό των καιρικών φαινομένων, ιδρυτή της Ταρσού.
Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του αρχικού πληθυσμού της πόλης, αν και το όνομά της πρέπει να προέρχεται από τους Λουβίους, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι της Κιλικίας Τραχείας κατά τη 2η χιλιετία και το α΄ μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. Η Κελένδερις και η γύρω περιοχή της φαίνεται ότι κατοικήθηκαν σε αρκετά πρώιμη περίοδο λόγω της ευνοϊκής θέσης της πόλης πάνω σε θαλάσσιες οδούς, καθώς και εξαιτίας του φυσικού πλούτου της πεδιάδας (ξυλεία και μεταλλεύματα, κυρίως σιδήρου, μολύβδου κτλ.). Πρόσφατη έρευνα σε σπήλαιο κοντά στην πόλη έφερε στο φως κάποια προϊστορικά ευρήματα, κυρίως κεραμική και εργαλεία που χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική περιόδο, τη Χαλκολιθική και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η Προϊστορική και η Πρωτοϊστορική περίοδος της παράκτιας περιοχής της Κιλικίας Τραχείας δεν έχουν ακόμα μελετηθεί.
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πομπόνιος Μέλας,3 αναφέρουν ότι η Κελένδερις ήταν αποικία των Σαμίων. Στην πραγματικότητα όμως η αναφορά αυτή δεν επιβεβαιώνει τον αποικισμό της πόλης, που λέγεται ότι πραγματοποιήθηκε τον 8ο και τον 7ο αι. π.Χ., αρκετά αργότερα από την ίδρυση της Κελενδέρεως.4 Ωστόσο, πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες στην πόλη αποκάλυψαν ότι η πρωιμότερη εγκατάσταση χρονολογείται το αργότερο στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, κυρίως η κεραμική που βρέθηκε στη διάρκεια των ανασκαφών και ανήκει στην ανατολική, την ελληνοϊωνική υπογεωμετρική και την πρωτοκορινθιακή τεχνοτροπία, καθώς και ο μεγάλος αριθμός ειδωλίων κυπριακού, ανατολικού και ιωνικού τύπου, που πρόσφατα αποκαλύφθηκε σε δεξαμενή πηγής κοντά στην πόλη, επιβεβαιώνουν το παραπάνω συμπέρασμα. Υποθέτουμε ότι τα ειδώλια αυτά αποτελούν αναθήματα ναυτικών, οι οποίοι κατέφθαναν στα παράλια της Κελενδέρεως από διάφορες περιοχές, όπως η Συρία, η Κύπρος και το Αιγαίο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η περιοχή ήταν γνωστή ως Κhilakku και βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Λουβίων, οι οποίοι κατοικούσαν στην πόλη Kirshu (σημ. Meydancıkkale), στην ενδοχώρα, περίπου 20 χλμ. βόρεια της Κελενδέρεως.
Μέχρι τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οι Βαβυλώνιοι είχαν εισβάλει στο Κhilakku και στο Kirshu και πιθανόν διαδέχτηκαν τους Λουβίους. Στη δεκαετία του 540-530 π.Χ. οι Πέρσες εισχώρησαν στην Κιλικία Τραχεία και εγκατέστησαν φρουρά στο Kirshu, το παλαιό φρούριο των Λούβιων ηγεμόνων, ελέγχοντας έτσι ολόκληρη την περιοχή, και κυρίως τις θαλάσσιες οδούς. Τα πρωιμότερα οικοδομήματα που αποκαλύφθηκαν στην Κελένδεριν είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές από πυρκαγιά, η οποία πιθανόν συνδέεται με την καταστροφή της πόλης από τους Βαβυλωνίους ή από τους Πέρσες.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποκαλύφθηκαν στην πόλη και χρονολογούνται στην Ύστερη Αρχαϊκή και την Πρώιμη Κλασική περίοδο επιβεβαιώνουν την ανεπτυγμένη εμπορική σχέση της όχι μόνο με την Ιωνία, την Κύπρο και τη Φοινίκη, αλλά και με την Ελλάδα, και κυρίως την Αθήνα. Σύμφωνα με τους αθηναϊκούς καταλόγους συμμαχικών εισφορών που χρονολογούνται το 425 π.Χ., η Κελένδερις φαίνεται ότι αποτελούσε μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας, αν και βρισκόταν υπό την περσική κυριαρχία. Παρόλο που η συμμετοχή της πόλης στη συμμαχία αποτελεί ζήτημα που χρειάζεται να εξακριβωθεί, το σίγουρο είναι ότι κατά τη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. η σχέση της με την Αθήνα ήταν ιδιαίτερα στενή.
Οι πρωιμότεροι αργυροί στατήρες της Κελενδέρεως κόπηκαν ανάμεσα στο 425 και στο 400 π.Χ., με βάση τους περσικούς σταθμητικούς κανόνες, αλλά οι παραστάσεις που έφεραν ήταν ελληνικής τεχνοτροπίας. Στον εμπροσθότυπο εικονιζόταν ένας ιππέας και στον οπισθότυπο μία αίγα και αναγράφονταν τα αρχικά του εθνικού ΚΕΛΕ ή ΚΕΛ. Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν συμπερασματικά ότι η πόλη είχε εμπορική ελευθερία και πλήρωνε φόρους υποτέλειας στους πολιτικούς κυριάρχους της, δηλαδή στους Πέρσες. Τα «ημιαυτόνομα» νομισματοκοπεία της Κελενδέρεως ήταν πιθανόν σε χρήση μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Κελένδερις περιήλθε πιθανόν στον έλεγχο των Σελευκιδών για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. κατακτήθηκε από τους Πτολεμαίους. Είναι πιθανόν οι Πτολεμαίοι να μην ασχολήθηκαν με τις εμπορικές δραστηριότητες των Κελενδεριτών, οι οποίοι συνέχισαν την εμπορική παράδοση των προγενέστερων χρόνων. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, εγκαθίδρυσαν φρουρά στο Kirshu. H Κελένδερις έγινε από τις πιο σημαντικές βάσεις των Πτολεμαίων, συνδέοντας την Αίγυπτο με τη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του Β΄ και Γ΄ Συριακού πολέμου.
Η παρουσία των νέων ηγεμόνων αποδεικνύεται από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, ένα μάλιστα από τα πιο σημαντικά είναι ένας θησαυρός από χρυσά τετράδραχμα του Πτολεμαίου Β΄, που βρέθηκε στην κάτω πόλη. Αξίζει επίσης να αναφερθούμε σε μερικές υδρίες τύπου Hadra που εντοπίστηκαν σε λαξευμένους στο βράχο τάφους, οι οποίες είχαν μεταφερθεί από την Αίγυπτο. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, γεγονός που πιθανόν σχετίζεται με την πειρατεία που έπληττε την περιοχή. Ο ρόλος της Κελενδέρεως στη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν είναι γνωστός, πιθανολογείται όμως ότι οι Σελευκίδες, κυρίως την εποχή του Αντιόχου Γ΄, προσπάθησαν να ανακτήσουν την περιοχή, μετά την επιστροφή των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.
Όταν η ρωμαϊκή σύγκλητος αποφάσισε να στείλει στρατό για την πάταξη της πειρατείας στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., οι Κελενδερίτες υποστήριξαν με το στόλο τους τους Ρωμαίους και αργότερα, όταν η Κιλικία έγινε ρωμαϊκή επαρχία γύρω στο 64 π.Χ., η πόλη πρέπει να προσαρτήθηκε στη Ρώμη. Στα ημιαυτόνομα νομίσματα της Κελενδέρεως του 1ου αι. π.Χ. στη μία πλευρά εικονίζεται η κεφαλή της Τύχης και στην άλλη ο Απόλλωνας, ενώ αναγράφονται η χώρα της πόλης και το εθνικό ΚΕΛΕΝΔΕΡΙΤΩΝ. Τον 1ο αι. μ.Χ. η Κιλικία Τραχεία παραχωρήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχο ΙV. Στα νομίσματα αυτής της περιόδου στον εμπροσθότυπο εικονίζεται το πορτρέτο του Αντιόχου, ενώ στον οπισθότυπο ο Απόλλωνας, καθώς και επιγραφή με το όνομα της πόλης. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την εποχή των Φλαβίων (69-96). Σε επιγραφή στη βάση αγάλματος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στην Κελένδεριν αναγράφονται τα ονόματα ενός Ρωμαίου αξιωματούχου και του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, στοιχείο που αποδεικνύει ότι η ηγεμονία της Κομμαγηνής δεν υπήρχε πλέον εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τον Πλίνιο,5 το όνομα της πόλης είναι όμοιο με εκείνο της χώρας της (regio celenderitis cum oppidum), πιθανόν λοιπόν να υπονοείται ότι η έκταση που ανήκε στην Κελένδεριν κάλυπτε την περιοχή ανάμεσα στο Ανεμούριον και στη Σελεύκεια. Παρ’ όλα αυτά στη διάρκεια της Αυτοκρατορικής περιόδου, πιο συγκεκριμένα από την εποχή του Δομιτιανού (81-96) μέχρι την εποχή του Δεκίου (249-251), η πόλη είχε το δικαίωμα να κόβει δικά της χάλκινα νομίσματα για τοπική χρήση. Αυτή την περίοδο, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό λιμάνι, κατασκευάζονται νέα κτήρια, όπως λουτρά, τάφοι και θέατρο-βουλευτήριο, ενώ ταυτόχρονα τα παλαιότερα επισκευάζονται. Γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα, ο Σασσανίδης βασιλιάς Σαπώρ εισέβαλε στην πόλη. Στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305) η Κελένδερις ανήκε στην Ισαυρία. Στην Ύστερη Αρχαιότητα πρέπει να διατήρησε τη σημασία της, αλλά κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η έκτασή της μειώθηκε μέσω ενός νέου οχυρωματικού τείχους, που περιέβαλλε μόνο τη χερσόνησο.
3. Τοπογραφία και οικοδομήματα
Σήμερα διατηρούνται ελάχιστα ερείπια από την αρχαία Κελένδερις. Τα βυζαντινά οχυρωματικά τείχη που περιέβαλλαν τη χερσόνησο στο νότιο τμήμα του λιμανιού οικοδομήθηκαν πάνω στα τείχη της Κλασικής περιόδου, ένα τμήμα των οποίων είναι ευδιάκριτο σήμερα. Το κοίλο του θεάτρου-βουλευτηρίου είναι σχεδόν ολόκληρο καλυμμένο από επιχωματώσεις, ενώ τα τελευταία χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Κατά τις πρόσφατες ανασκαφές αποκαλύφθηκε ένα τμήμα του κοίλου. Τα ερείπια ενός λουτρού, που βρέθηκαν κοντά στο λιμάνι, δείχνουν ότι το κτήριο ήταν ρωμαϊκό, αλλά αργότερα μετασκευάστηκε σε μικρότερο οικοδόμημα χωρίς να αλλάξει χρήση. Η πόλη διέθετε πόσιμο νερό, αλλά η παροχή νερού για το συγκεκριμένο λουτρό γινόταν από τους λόφους πίσω από την πόλη μέσω ενός υδραγωγείου.
Η νεκρόπολη της Κελενδέρεως εκτείνεται σε μια ευρεία περιοχή από τα ανατολικά προς τα δυτικά και περιλαμβάνει διάφορους τύπους ταφικών κτισμάτων. Ο παλαιότερος και πιο συνηθισμένος τύπος είναι ο λαξευμένος στο βράχο θαλαμοειδής τάφος, με τον ενταφιασμό να αποτελεί το πιο διαδεδομένο ταφικό έθιμο στην πόλη και τα κτερίσματα τα οποία ήρθαν στο φως να περιλαμβάνουν αττική κεραμική, μεταλλικά αγγεία και άλλες προσφορές της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου, που μπορούν να συγκριθούν με τις ταφές που βρέθηκαν στην Κύπρο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κάθε τάφος περιείχε τουλάχιστον μία υδρία, κυρίως φοινικικού τύπου, και, καθώς οι υδρίες χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχα αγγεία, αποκαλύπτεται ότι η καύση των νεκρών πρέπει επίσης να χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου, αν και κανένας τάφος δε σώζεται σήμερα άθικτος. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο οι θολωτοί τάφοι που κατασκευάστηκαν στις πλαγιές γνώρισαν μεγάλη ακμή, κάποιοι από αυτούς μάλιστα περιλάμβαναν σαρκοφάγους μέσα στους ταφικούς θαλάμους τους. Στα σημαντικότερα παραδείγματα αυτής της κατηγορίας τάφων της Ρωμαϊκής περιόδου συγκαταλέγεται ένα τετράπυλο μνημείο με κωνική στέγη, το οποίο διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Αυτό το ασυνήθιστο ταφικό μνημείο αποτελεί διαδεδομένο τύπο από τη Συρία μέχρι τη Βόρεια Αφρική που χρονολογείται το 2ο ή τον 3ο αι. μ.Χ.
Οι ανασκαφές στην Κελένδεριν ξεκίνησαν το 1987 από το L. Zoroglu. Στο χώρο του λουτρού του λιμανιού πραγματοποιήθηκαν αποψιλώσεις, ενώ αποκαλύφθηκε τμήμα του θεάτρου. Επιπλέον ανοίχθηκαν δύο ανασκαφικές τομές, μία στην κάτω πόλη και μία στην ακρόπολη, με σκοπό να προσδιοριστούν στρώματα κατοίκησης. Η ανασκαφική τομή στη θέση της κάτω πόλης αποκάλυψε στρώματα εγκατάστασης από την Αρχαϊκή εποχή έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει ένα ψηφιδωτό δάπεδο μήκους 12 μ. και πλάτους 3 μ., το οποίο αποκαλύφθηκε το 1992 στο ανώτερο στρώμα της τομής. Στο ένα τμήμα του πλαισίου, που καλύπτει περίπου 9 τ.μ. και φέρει τελείωμα σε σχήμα ματιού ψαριού, απεικονίζεται μια πόλη που υψώνεται στις δύο πλευρές ενός λιμανιού. Στη μία πλευρά του λιμανιού (τη βόρεια) παριστάνονται μια μεγάλη αποθήκη με κιονοστοιχία στην πρόσοψη και στέγη με κεραμίδια, καθώς και ένα λουτρό με μεγάλα ανοίγματα και στέγη που διαμορφώνεται με θόλους και καμάρες. Στην άλλη πλευρά (νότια) εικονίζονται τα οχυρωματικά τείχη και τα οικοδομήματα μιας μικρής πόλης πάνω στη χερσόνησο, που διαμορφώνουν τη μία πλευρά του λιμανιού. Καταρχάς εμφανίζεται ένα μακρύ τείχος με πύργους, που συνδέεται με το ναύσταθμο μέσω των τριών καμαρών που βρίσκονται πάνω στο ακρωτήριο. Στη συνέχεια, ακριβώς μπροστά από τα τείχη προβάλλει ένα κτήριο, το οποίο πιθανόν να λειτουργούσε ως καπηλειό, ενώ η πύλη της πόλης, με δύο εισόδους (δίπυλον) διαμορφωνόταν ανάμεσα σε δύο πύργους. Ένα μεγάλο οικοδόμημα το οποίο υψώνεται πάνω στο τείχος της πόλης στην άλλη άκρη της οχύρωσης μπορεί ίσως να αναγνωριστεί ως η έδρα του κυβερνήτη. Μπροστά από το τείχος προς την ενδοχώρα υπάρχει ένας κυκλικός πύργος, που έχει κατασκευαστεί ξεχωριστά από το τείχος της πόλης. Πίσω από το οχυρωματικό τείχος, σε ψηλότερο σημείο της χερσονήσου, ένα κεραμοσκεπές οικοδόμημα με κυκλικό άνοιγμα στο αέτωμα αποδίδεται σε όψη τριών τετάρτων, το οποίο πιθανόν να πρόκειται για εκκλησία. Στο λιμάνι διακρίνονται δύο πλοία· ένα από αυτά είναι εξαιρετικά μεγάλο και στο κατάστρωμά του διακρίνονται δυο ναύτες να δένουν τα πανιά. Πιθανόν να πρόκειται για εμπορικό πλοίο που μόλις φτάνει στο λιμάνι. Το άλλο πλοίο είναι πιο μικρό και ίσως να προοριζόταν για επιβάτες. Το υπόλοιπο ψηφιδωτό διακοσμείται με γεωμετρικά μοτίβα και πλέγμα ανθέων λωτού, που διαμορφώνουν το πλαίσιο των εικονιστικών παραστάσεων του δαπέδου. Με βάση την τεχνοτροπία και την τεχνική του, το ψηφιδωτό χρονολογείται πιθανόν στα τέλη του 5ου με αρχές του 6ου αιώνα.
Ένα ακόμα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα από αυτή την ανασκαφική τομή συνιστά το ρωμαϊκό εργαστήριο μεταλλουργίας, από το οποίο διατηρούνται σε καλή κατάσταση τα κονιάματα της οροφής. Σε ένα από τα δωμάτια εντοπίστηκαν ο φούρνος και η δεξαμενή ψύξης. Στο επόμενο δωμάτιο υπήρχε ένα πηγάδι το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες της δεξαμενής ψύξης. Στο τρίτο δωμάτιο βρέθηκε μεγάλη ποσότητα μεταλλεύματος σιδήρου και μερικές μήτρες (καλούπια).6 Ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν το 2000 στην ακρόπολη, κατά τη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκαν οικοδομήματα της Ύστερης Αρχαιότητας και της Βυζαντινής περιόδου, ενώ η κεραμική που βρέθηκε στο χώρο αποκαλύπτει ότι η πρωιμότερη εγκατάσταση ανάγεται στην Αρχαϊκή εποχή.