Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έφεσος (Αρχαιότητα), Οικιστικά συγκροτήματα 1 και 2

Συγγραφή : Μάλλιος Γιώργος (28/2/2008)

Για παραπομπή: Μάλλιος Γιώργος, «Έφεσος (Αρχαιότητα), Οικιστικά συγκροτήματα 1 και 2», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4357>

Έφεσος (Αρχαιότητα), Οικιστικά συγκροτήματα 1 και 2 (29/7/2010 v.1) Ephesus (Antiquity), Terrace Houses  - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Θέση – Γενική περιγραφή

Τα oικιστικά συγκροτήματα 1 (αρ. 50) και 2 (αρ. 51) οικοδομήθηκαν πάνω στη βόρεια κλιτύ του λόφου Bülbül (αρχ. Λεπρή Ακτή), στο κέντρο της Εφέσου. Ουσιαστικά καταλαμβάνουν το χώρο δύο οικοδομικών νησίδων του ιπποδάμειου συστήματος της πόλης. Η πρώτη νησίδα, η ανατολικότερη, έχει έκταση 2.800 τ.μ., ενώ η δεύτερη, δυτικότερη και μεγαλύτερη, καλύπτει τέσσερα στρέμματα. Από τα νότια των οικοδομικών νησίδων περνά η οδός των Οικιστικών Συγκροτημάτων που τέμνει την οδό Κουρητών μπροστά από το Μνημείο του Γ. Μέμμιου. Στα βόρεια οι δύο οικοδομικές νησίδες ορίζονται από τις εγκαταστάσεις (στοές, εργαστήρια και καταστήματα) κατά μήκος της οδού των Κουρητών (αρχ. Έμβολος, αρ. 36). Ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης χωροθέτησης της Εμβόλου, λοξά στο ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Εφέσου, οι δύο νησίδες παρουσιάζουν τραπεζιόσχημη κάτοψη. Τέλος, στις μακρές πλευρές τους οι νησίδες χωρίζονται με βαθμιδωτές παρόδους που έχουν περίπου τρία μέτρα πλάτος και ανηφορίζουν το λόφο γεφυρώνοντας μια υψομετρική διαφορά (από βορρά προς νότο) περίπου 25 μ. Η σημαντική αυτή υψομετρική διαφορά υπαγόρευσε την οικοδόμηση των επιμέρους οικιστικών ενοτήτων πάνω σε τεχνητά άνδηρα.

Το οικιστικό συγκρότημα 1 περιλάμβανε αρχικά έξι συνολικά οικιστικές ενότητες (οικίες), όμως, αργότερα ορισμένες οικίες καταργήθηκαν, για να δημιουργηθούν άλλες. Το οικιστικό συγκρότημα 2 έφτασε να έχει έως και επτά οικιστικές ενότητες. Στη σημερινή μορφή τους τα οικιστικά συγκροτήματα ανάγονται κατά κανόνα στους χρόνους μετά τον καταστροφικό σεισμό των χρόνων του Γαλλιηνού, τον 3ο αι. μ.Χ. Βέβαια, σε ορισμένες οικίες ή σε επιλεγμένα από τους ανασκαφείς σημεία είναι δυνατό να διαπιστωθεί το αρχικό σχέδιο των Ύστερων Ελληνιστικών χρόνων ή να ανιχνευτούν οι διαδοχικές οικοδομικές φάσεις της μακράς ιστορίας των δύο συγκροτημάτων.1

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

2.1. Οικιστικό συγκρότημα 1

2.1.1. Ιστορία των οικοδομικών φάσεων

Ο χώρος όπου χτίστηκε το οικιστικό συγκρότημα 1 προέκυψε ουσιαστικά μετά τον ανασχεδιασμό της πόλης στη νέα θέση της σύμφωνα με τις επιταγές του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος γύρω στο 300 π.Χ. Δεν είναι σαφής η χρήση του χώρου στα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, η περιοχή της πρώτης οικιστικής νησίδας ισοπεδώθηκε, ώστε να σχηματιστούν τέσσερα άνδηρα, όπου ανεγέρθηκαν συνολικά έξι οικίες με περιστύλιο. Προέκυψαν, δηλαδή, συνολικά έξι οικιστικές ενότητες περίπου ίσης έκτασης. Βέβαια λόγω των συνεχών επεμβάσεων, ανακατασκευών και καταστροφών το σχέδιο αυτών των οικιών είναι σήμερα δυσδιάκριτο. Πάντως, η πρώτη οικοδομική φάση χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ. και διακρίνεται ακόμα κάπως καθαρότερα μόνο στη νοτιοδυτική γωνία του συγκροτήματος, όπου η ελληνιστική οικία διατηρήθηκε κάτω από την υπερκείμενη μεταγενέστερη κατασκευή. Στο τέλος του 1ου αι. μ.Χ. στο χώρο του οικιστικού συγκροτήματος 1 δημιουργήθηκε μία αυτόνομη οικία ρωμαϊκού τύπου (domus) που κατέλαβε συνολικά 1.400 τ.μ. στο βόρειο και δυτικό τμήμα της νησίδας και κατάργησε μεγάλο μέρος των υφιστάμενων οικιών. Το κτήριο αυτό επεκτάθηκε και ανακαινίστηκε λαμπρότερο περίπου μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. Έναν αιώνα αργότερα, όμως, το 262, υπέστη σοβαρές ζημιές από καταστροφικό σεισμό και σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Στη θέση της οικίας αυτής αλλά και γενικότερα στην πρώτη οικιστική νησίδα ανεγέρθηκαν κατά τον 4ο αι. μ.Χ. ταπεινότερες κατασκευές που καταστράφηκαν με τους σεισμούς του τέλους του 4ου αι. μ.Χ. (γύρω στο 370). Έως τις αρχές του επόμενου αιώνα, παρατηρείται οικοδομική δραστηριότητα οφειλόμενη και σε αυτοκρατορική πρωτοβουλία, ενώ τον 5ο και τον 6ο αι. μ.Χ. τα ανεγειρόμενα κτίσματα φέρουν εμφανή τα σημάδια της νέας θρησκείας τόσο στα διακοσμητικά στοιχεία τους όσο και στην κάτοψή τους. Την ίδια περίοδο παρατηρείται οικοδομική αναγέννηση στη χρήση του ευρύτερου χώρου στην οδό των Κουρητών. Όμως η περιοχή συνολικά εγκαταλείφθηκε τον 7ο αι. μ.Χ. μαζί με την οδό των Κουρητών, όταν εξαιρέθηκε από την οχύρωση της μεσαιωνικής πια Εφέσου.2

2.1.2. Περιγραφή των σημαντικότερων οικοδομικών καταλοίπων στο οικιστικό συγκρότημα 1

2.1.3. Η υστεροελληνιστική οικία με περιστύλιο

Η παλιότερη φάση του οικοδομικού συγκροτήματος 1 διακρίνεται στη βορειοδυτική γωνία. Πρόκειται για μία υστεροελληνιστική οικία με περιστύλιο χρονολογημένη γύρω στο 100 π.Χ. Είχε δύο ορόφους με σχεδόν παρόμοια κάτοψη. Μπορούσε κανείς να εισέλθει σε αυτήν από τη βαθμιδωτή πάροδο 1 στα δυτικά μέσω ενός μακρύ διαδρόμου που οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Στο κέντρο, γύρω από το ευρύ τετράγωνο περιστύλιο με 12 δωρικούς κίονες, διατάσσονται 8 δωμάτια τετράγωνης ή ορθογώνιας κάτοψης (διαστάσεις περίπου 4 x 4 μ.) και ο μακρύς διάδρομος της εισόδου. Πίσω από το διάδρομο αυτό συμπληρώνεται από τους ανασκαφείς η βόρεια πτέρυγα της οικίας με μία ακόμα σειρά δωματίων τα οποία υψώνονται πάνω στην υποδομή που διαμορφώνουν τα ισόγεια καταστήματα της οδού των Κουρητών.3

2.1.4. Ρωμαϊκός Οίκος (Domus) ή Οικία των Συμποσίων

Ήδη πριν από το 100 μ.Χ., το δυτικό ήμισυ της έκτασης του οικιστικού συγκροτήματος 1 καταλήφθηκε από τα 1.400 τ.μ. μιας νέας ανεξάρτητης κατοικίας ρωμαϊκού τύπου (domus). Για τις ανάγκες της κατασκευής της οικίας αυτής σε ενιαίο επίπεδο έπρεπε να ισοπεδωθούν ή να μπαζωθούν τα υφιστάμενα άνδηρα και να ενσωματωθούν στα θεμέλια παλιότερες κατασκευές στο δυτικό τμήμα της νησίδας. Αυτός είναι ο λόγος που η υστεροελληνιστική οικία στη βορειοδυτική γωνία διατηρήθηκε σε σχετικά καλή κατάσταση. Πρώτη φορά μια οικία της νησίδας προσανατολίστηκε στην οδό των Κουρητών, όπου «έβλεπε» η ενιαία –μετά και την κατάργηση των υφιστάμενων έως τότε καταστημάτων– πρόσοψή της. Από την οδό των Κουρητών εισερχόταν κανείς στην πολυτελή οικία μέσω ενός κλιμακοστασίου που έδινε πρόσβαση στο μνημειώδες περιστύλιο των 28 κιόνων (6 κίονες στις στενές και 10 κίονες στις μακρές πλευρές). Το περιστύλιο από τα βόρεια άνοιγε σαν εξώστης προς την Έμβολο, ενώ στα νότια επικοινωνούσε με το αίθριο, του οποίου οι περιμετρικοί διάδρομοι καλύπτονταν με θόλους. Το αίθριο ήταν πραγματικά πολυτελώς διακοσμημένο με όμορφα γλυπτά και περίτεχνες κρήνες, όμως υπολειπόταν σε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια μπροστά στη γειτονική καμαροσκέπαστη αίθουσα SR1, που κοσμούνταν με πανάκριβα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο και ορθομαρμαρώσεις στους τοίχους. Στο νότιο άκρο της αίθουσας SR1 διαμορφωνόταν μία κόγχη, στις μαρμάρινες βαθμίδες της οποίας έπεφταν τα ορμητικά νερά ενός διακοσμητικού καταρράκτη. Προς το αίθριο ανοίγονται κι άλλες μεγάλες και πολυτελείς αίθουσες, που ουσιαστικά λειτουργούσαν ως χώροι συμποσίου και φιλοξενίας (B, SR2, SR6).

Η ρωμαϊκή οικία διευρύνθηκε και απέκτησε ακόμα περισσότερη πολυτέλεια προς το τέλος της δυναστείας των Αντωνίνων. Τότε, για παράδειγμα, το περιστύλιο και το αίθριο απέκτησαν και δεύτερο όροφο. Πάντως, είναι αξιοσημείωτο ότι δεν εντοπίστηκαν κατά τις ανασκαφές υπνοδωμάτια και άλλοι χώροι που αρμόζουν σε κανονικές κατοικίες. Οι ανασκαφείς οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι η οικία αυτή προοριζόταν αποκλειστικά για τις συγκεντρώσεις και τα συμπόσια των μελών ενός θρησκευτικού συλλόγου (collegium) που δρούσε στους κύκλους της τοπικής ελίτ κατά το 2ο αι. μ.Χ. Μετά τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., πιθανότατα το 262, ισχυρότατος σεισμός έπληξε την οικία, που αργότερα διαιρέθηκε σε μικρότερες οικιστικές ενότητες.4

2.1.5. Σταυρόσχημες οικίες της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου

Η διάδοχος της σεισμικής καταστροφής κατάσταση χαρακτηρίζεται από οικονομική δυσχέρεια, με αποτέλεσμα οι κατασκευές της εποχής αυτής να είναι πολύ πιο ταπεινές. Ορισμένοι χώροι της μεγάλης ρωμαϊκής οικίας, όπως το cenatorium Β, επαναχρησιμοποιήθηκαν μετασκευασμένοι το πρώτο μισό του 4ου αιώνα. Νέοι σεισμοί μετά τα μέσα του 4ου αιώνα επέβαλαν την ισοπέδωση των ερειπίων και την ανέγερση νέων κτισμάτων πάνω σε αυτά. Αν και γενικά δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς επιμέρους οικιστικές ενότητες, πάνω από τον μπαζωμένο χώρο των δωματίων SR1, SR2, SR6 και Β ιδρύθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα μία νέα κατοικία, στην οποία η πρόσβαση επιτυγχανόταν μέσω κλίμακας. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα δωμάτια της κατοικίας αυτής είχαν σταυρόσχημη κάτοψη. Πιο περίπλοκη είναι η οικοδομική δραστηριότητα στο ανατολικό τμήμα της νησίδας κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Στα δωμάτια G/H5 διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή ένα μικρό παρεκκλήσι που ενσωμάτωσε ένα θωράκιο ανάμεσα σε πεσσούς διακοσμημένους με σταυρούς. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η εμμονή στη διακοσμητική αλλά και έντονα συμβολική χρήση του σταυρού. Σχήμα σταυρού στην κάτοψή τους έχουν, για παράδειγμα, τα δωμάτια K και J.6 Με αυτό τον τρόπο διαπιστώνουμε τη σταδιακή μεταβολή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων της Εφέσου, η οποία αποτέλεσε κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χριστιανική μητρόπολη και ευλαβικό προσκύνημα.

2.2. Οικιστικό συγκρότημα 2

2.2.1. Γενική περιγραφή και ιστορία των οικοδομικών φάσεων

Σε γενικές γραμμές η οικιστική νησίδα 27 με μήκος 85,50 μ. και πλάτος (στη μέση) 46,80 μ. χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα ως χώρος κατοίκησης από το πρώτο ήμισυ του 1ου αι. μ.Χ. (ίσως και από τον 1ο αι. π.Χ.)8 έως και μετά τα μέσα του 3ου αιώνα. Αργότερα η χρήση του χώρου ήταν περισσότερο προσανατολισμένη σε παραγωγικές-βιοτεχνικές δραστηριότητες που με διάφορες διακοπές και μεταβολές καλύπτουν όλο το διάστημα της Βυζαντινής περιόδου.

Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι κατά την Υστεροκλασική περίοδο μέρος της οικιστικής νησίδας 2 χρησιμοποιούνταν ως νεκροταφείο, κάτι αναμενόμενο, καθώς από δίπλα περνούσε η Ιερά Οδός. Μετά τη νέα σχεδίαση της Εφέσου με πρωτοβουλία του Λυσιμάχου και περίπου στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., στο επικλινές έδαφος της νησίδας 2 δημιουργήθηκαν τα τρία (ή τέσσερα, αν υπολογίσουμε το ενδιάμεσο) άνδηρα με τη βοήθεια ισχυρών αναλημμάτων που είχαν διεύθυνση Α-Δ. Τότε μόνο έγινε δυνατή η ανέγερση οικοδομημάτων στην πλαγιά, η κάτοψη των οποίων, όμως, λόγω των μεταγενέστερων ριζικών επεμβάσεων δεν είναι δυνατό να αναγνωριστεί. Εικάζεται πάντως από την παρουσία των πολλών κλιβάνων ότι ο χώρος της νησίδας 2 αυτή την εποχή χρησιμοποιήθηκε κυρίως για εργαστήρια. Αυτό ωστόσο άλλαξε κατά τον 1ο αι. μ.Χ., αν όχι και νωρίτερα, καθώς ίσως πρώτη φορά τότε η νησίδα προσέλαβε οικιστικό χαρακτήρα με την ανέγερση έξι περίπου ίσης έκτασης (450-550 τ.μ.) οικιών που ανήκαν στον ελληνιστικό τύπο κατοικίας με περιστύλιο και αναπτύσσονταν συνήθως σε ένα μόνο επίπεδο (πρώτη φάση). Αργότερα μία οικία χωρίστηκε διαγωνίως σε δύο νέες ενότητες, ώστε προέκυψαν οι οικίες 3 και 5. Ως οικοδομικό υλικό σε αυτήν τη φάση χρησιμοποιούνται κυρίως γωνιολίθοι και αργοί λίθοι με κονίαμα. Ουσιαστικά μόνο η οικιστική ενότητα 2 διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώτης αυτής φάσης έως το τέλος.

Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. (δεύτερη φάση) το σχέδιο ορισμένων οικιών άλλαξε ριζικά, πάντα προς το συνθετότερο, πολυτελέστερο και επιδεικτικότερο. Για παράδειγμα, ο αναλημματικός τοίχος ανάμεσα στις οικίες 4 και 6 μετατοπίστηκε πάνω από επτά μέτρα προς νότο (δηλαδή, στο χώρο της οικίας 4), για να δημιουργηθεί χώρος για τη μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα 31 (που στην αρχή είχε τη μορφή υπαίθριας αυλής). Είναι χαρακτηριστικό για τη φάση αυτή ότι προστίθεται επιπλέον ένας ή δύο όροφοι. Επίσης, αρχίζουν να χρησιμοποιούνται πλην των αργών λίθων και οπτόπλινθοι με μέγεθος 0,31 x 0,31μ.

Αργότερα, λίγο μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (τρίτη φάση), κατασκευάζεται η basilica privata (8)9 στην οικία 6, ενώ ευρύτερες μετασκευές πραγματοποιούνται και στις υπόλοιπες οικίες. Τότε μετατρέπεται και η περίστυλη αυλή της οικίας 4 σε αυλή περιβαλλόμενη από πεσσοστοιχία, ενώ στην οικία 5 η αυλή και το τρικλίνιο παίρνουν τώρα την τελική μορφή τους. Έως το πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα έχει ολοκληρωθεί επίσης η σύνδεση των οικιών με το δίκτυο της ύδρευσης της πόλης, κάτι που προβάλλεται με την υπερβολή στην κατασκευή κρηνών στους εσωτερικούς χώρους.

Ήδη πάντως στα τελευταία χρόνια των Σεβήρων τμήματα του οικιστικού συγκροτήματος 2 υπέστησαν ζημιές από σεισμό, ώστε αμέσως μετά (τέταρτη φάση) να παρατηρηθούν αλλαγές στη χρήση των χώρων. Στη φάση αυτήν η δυτική πτέρυγα της οικίας 1 εντάχθηκε στην οικιστική ενότητα 2 και διακοσμήθηκε το «δωμάτιο του θεάτρου». Σε πολλά δωμάτια υψώθηκε το επίπεδο των δαπέδων, τα οποία διακοσμήθηκαν εκ νέου (π.χ. δωμάτιο 31b στην οικία 6). Και στην οικία 4 τα δωμάτια που αρχικά έβλεπαν προς την αυλή κλείστηκαν πια με οπτόπλινθους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 260 μ.Χ., ίσως το 262, σύμφωνα με νομισματικές ενδείξεις, μια σεισμική καταστροφή προκάλεσε πυρκαγιές στο οικιστικό συγκρότημα 2 και προκάλεσε τη σταδιακή εγκατάλειψη του χώρου.10 Οι μεταγενέστερες κατασκευές της όψιμης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα στο χώρο της οικιστικής νησίδας 2 είναι κατά κανόνα ταπεινές και τους λείπει ο χαρακτήρας της μονιμότητας. Αξίζει να σημειωθεί κυρίως η λειτουργία ενός πέτρινου νεροπρίονου στη βορειοδυτική γωνία της οικίας 2 κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους.

2.2.2. Συνοπτική περιγραφή των επιμέρους ενοτήτων του οικιστικού συγκροτήματος 2

2.2.2.1. Οικιστική ενότητα 1

Η οικιστική ενότητα 1 αναπτύχθηκε σε δύο ορόφους στο ανώτερο άνδηρο του οικιστικού συγκροτήματος 2, νοτίως της οικιστικής ενότητας 4, με τον όροφο της οποίας βρισκόταν σε επαφή. Η πρόσβαση επιτυγχάνεται από τη βαθμιδωτή πάροδο 1 στα ανατολικά, απ’ όπου κανείς μέσω μιας κλίμακας οδηγείται στον προθάλαμο (vestibulum) με μια κρήνη. Μετά τον προθάλαμο ανοίγεται η περίστυλη αυλή με τέσσερις δωρικούς κίονες που συνδέονται μεταξύ τους με χαμηλά θωράκια. Γύρω από τον προθάλαμο και το περιστύλιο αναπτύσσονται οι σημαντικότεροι χώροι του σπιτιού: το ιδιωτικό λουτρό (SR3), διακοσμημένο στους τοίχους με μίμηση ορθομαρμάρωσης, το tablinium (GEW C) και το «δωμάτιο του θεάτρου», το οποίο λειτουργούσε ως ο επίσημος χώρος συμποσίων με τοιχογραφίες που αντλούνται από τη θεατρική θεματική. Στην τελευταία φάση του κτηρίου, όταν πια μεγάλο μέρος της δυτικής πτέρυγας (SR12, SR14, SR15, SR18) προσαρτήθηκε στη γειτονική οικία 2, ο βόρειος διάδρομος του περιστυλίου κλείστηκε, ώστε να σχηματιστούν δύο δωμάτια με ψηφιδωτά δάπεδα και τοιχογραφίες (SR10 a-b). Ίσως την ίδια περίοδο η βόρεια πτέρυγα της οικίας μετατράπηκε σε τμήμα αποθηκευτικό και τροφοπαρασκευαστικό.11

2.2.2.2. Οικιστική ενότητα 2

Σε επαφή με την οικιστική ενότητα 1 αναπτύσσεται η οικιστική ενότητα 2, που καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα του άνω ανδήρου και ανήκε πιθανώς στην οικογένεια του γνωστού ευεργέτη της Εφέσου C. Vibius Salutaris, ο οποίος το 104 μ.Χ. αφιέρωσε στην πόλη και τη θεά της πλειάδα χρυσών και αργυρών αγαλματιδίων.12 Χαρακτηρίζεται από τους δύο περίστυλους υπαίθριους χώρους της που εξασφάλιζαν τον καλύτερο δυνατό φωτισμό και αερισμό στους υπόλοιπους χώρους που διατάσσονται γύρω. Η λύση αυτή προκρίθηκε ως η προσφορότερη, δεδομένης της μεγάλης έκτασης της οικιστικής ενότητας 2, που τον 3ο αι. μ.Χ. ενσωμάτωσε και πέντε δωμάτια της διπλανής οικίας 1. Η οικία 2 χωρίστηκε σε δύο τμήματα, με το δυτικό να αποτελείται από τους βοηθητικούς χώρους (κουζίνα, αποχωρητήριο), όταν ο νότιος διάδρομος του αιθρίου (SR27) έκλεισε, για να κατασκευαστεί μια νέα κουζίνα με χτιστή εστία και ένα σύστημα παροχής τρεχούμενου νερού σε όλο το σπίτι. Ο βασικός χώρος της επίσημης ανατολικής πτέρυγας του σπιτιού είναι το μεγάλο περιστύλιο (SR22/23), από όπου κανείς οδηγούνταν με μία ξύλινη σκάλα στο δεύτερο όροφο. Το περιστύλιο αποτελείται από μία μεγάλη αυλή που περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από μία κλειστή με χαμηλά θωράκια κορινθιακή κιονοστοιχία. Μετά τη μεγάλη καταστροφή της δεκαετίας του 260, η νότια κιονοστοιχία αντικαταστάθηκε από μία ψηλότερη τοξοστοιχία, στο μέσο της οποίας χτίστηκε μία κρήνη. Στον άξονα αυτής της κρήνης ανοίγεται νοτίως του περιστυλίου μία πολυτελώς διακοσμημένη με ψηφιδωτά και ορθομαρμαρώσεις θολωτή εξέδρα (tablinium GEW D). Ο επίσημος χώρος των συμποσίων (SR24) βρισκόταν στην απέναντι, βορινή πλευρά του περιστυλίου, με τον οποίο επικοινωνούσε μέσω θύρας. Εκατέρωθεν της θύρας χτίστηκαν δύο κόγχες με κρήνη.13

2.2.2.3. Οικιστική ενότητα 3/5

Η οικιστική ενότητα 3/5 καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα του μεσαίου ανδήρου και βρίσκεται σε κάπως υψηλότερο επίπεδο. Οι δύο οικίες προέκυψαν από το διαγώνιο χωρισμό μιας κανονικής αρχικής κατοικίας και παρά το σχετικά μικρό μέγεθός τους (περίπου 350 τ.μ.) ξεχωρίζουν για την πολυτέλεια της κατασκευής τους. Στο μικρό περιστύλιο (16b) της οικίας 3 χτίστηκε μια εντυπωσιακή διπλή κρήνη. Στους τοίχους των διαδρόμων γύρω από το περιστύλιο σώζεται τμήμα της ορθορμαρμάρωσης αλλά και παλιότερα στρώματα τοιχογραφιών. Ο πιο λαμπρά διακοσμημένος χώρος, όμως, είναι το μαρμαροστρωμένο «δωμάτιο των Μουσών» (12) με παραστάσεις των θεοτήτων της τέχνης, του Απόλλωνα και της Σαπφούς. Στην οικία 5, στη βόρεια πλευρά του περιστυλίου 24, βλέπουν τα σημαντικότερα δωμάτια του σπιτιού: ένα θερμαινόμενο χειμερινό τρικλίνιο (26) και η διπλανή αίθουσα 25 με παρόμοια λειτουργία. Το ιδιαίτερα χαριτωμένο δωμάτιο 18 με παραστάσεις ερωτιδέων έδινε πρόσβαση με μία ξύλινη σκάλα στους χώρους του δεύτερου ορόφου.14

2.2.2.4. Οικιστική ενότητα 4

Η οικιστική ενότητα 415 καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του μεσαίου ανδήρου στην οικιστική νησίδα 2 και υπέστη εκτεταμένες μετατροπές και επισκευές από το 2ο αι. μ.Χ. και μετά, γεγονός που αλλοίωσε το αρχικό σχέδιο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα τριώροφο κτίσμα. Μέρος του δεύτερου ορόφου πατά πάνω στο ενδιάμεσο άνδηρο που εφάπτεται στα νότια με την οικιστική ενότητα 1.

Στην οικία εισέρχεται κανείς από τη βαθμιδωτή πάροδο 1 μέσω ενός μαρμάρινου προπύλου και ελισσόμενων κλιμακοστασίων που οδηγούν διαδοχικά σε δύο προθαλάμους και τελικά στο περιστύλιο του σπιτιού. Γύρω από το μαρμαροστρωμένο αυτό περιστύλιο –που στην τρίτη φάση (γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα) η κιονοστοιχία του αντικαταστάθηκε από μία εν μέρει κλειστή με τοίχους πεσσοστοιχία που επιστέφεται με τόξα– διατάσσονται τα σημαντικότερα δωμάτια. Στο δωμάτιο 5 λειτουργούσε ιδιωτικός χώρος λατρείας, όπως δείχνει η παρουσία δύο εντοιχισμένων αναγλύφων με παράσταση νεκρόδειπνου, καθώς και η τοιχογραφία με το φίδι.16 Στο δωμάτιο 7, από την άλλη, που ονομάζεται «δωμάτιο του Σωκράτους» λόγω του σχετικού θέματος της τοιχογραφίας, υπήρχε κόγχη με ένα άγαλμα της Αρτέμιδος.

Μεγάλες αλλαγές συνέβησαν στη δεύτερη οικοδομική φάση (αρχές 2ου αιώνα), όταν η οικία 6 επεκτάθηκε προς νότο, για να χτιστεί η μαρμάρινη αίθουσα 31. Αργότερα ολόκληρη σχεδόν η δυτική πτέρυγα της οικιστικής ενότητας 4 καταργείται λόγω της ανέγερσης της basilica privata (8) και της πανύψηλης αψίδας της. Και με τους δύο αυτούς χώρους της οικίας 6 φαίνεται πως επικοινωνούσε η οικία 4. Μοιάζει λοιπόν πολύ πιθανή η υπόθεση ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα οι δύο γειτονικές οικίες να είχαν κοινό ιδιοκτησιακό καθεστώς. Μετά την τρίτη φάση, ξεκάθαρα πια, η οικία 4 αποτελεί χώρο αποθηκευτικών, χειροτεχνικών και τροφοπαρασκευαστικών λειτουργιών για την οικία 6.17

2.2.2.5. Οικιστική ενότητα 6

Σαφέστατα η οικιστική ενότητα 618 ξεχωρίζει στο οικιστικό συγκρότημα 2 για το μέγεθος (950 τ.μ. μόνο το ισόγειο), την ποικιλία εξειδικευμένων χώρων και τη μεγαλοπρέπεια. Από το 2ο αι. μ.Χ. και μετά, ενώθηκε με τη γειτονική της οικία 4 στα νότια. Στην οικία 6 εισερχόταν κανείς από την οδό των Κουρητών μέσω κλίμακας που οδηγούσε απευθείας στο ευρύ περιστύλιο (31a). Στη βόρεια πλευρά του υπήρχε αρχικά βιβλιοθήκη που μετατράπηκε αργότερα σε χώρο λατρείας (31b).19 Στη δυτική πλευρά του περιστυλίου βλέπουν τα υπνοδωμάτια. Η αίθουσα 31 επικοινωνεί με τρεις θύρες με το νοτιοδυτικό υπόστεγο διάδρομο, που κατά τη δεύτερη φάση επεκτάθηκε προς το νότο κι έλαβε την τελική μορφή της σε μέγεθος (περίπου 180 τ.μ.) και διακόσμηση με ψηφιδωτά, μαρμαροθετήματα και ορθομαρμαρώσεις, ώστε πολύ σωστά να της δοθεί από τους ανασκαφείς η ονομασία «μαρμάρινη αίθουσα». Λειτουργούσε προφανώς ως θερινό τρικλίνιο. Ακόμα εντυπωσιακότερο σε σύλληψη και εκτέλεση είναι το ενιαίο συγκρότημα της basilica privata20 (8) και του αιθρίου (36). H βασιλική χτίστηκε στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. και είναι ένας λαμπρός χειμερινός χώρος δεξιώσεων, θερμαινόμενος με υπόκαυστο21 και κοσμημένος με πλάκες μαρμάρου στο δάπεδο και στους τοίχους. Το δωμάτιο 8c με τον κλίβανο εξυπηρετούσε με ένα περίπλοκο σύστημα σωληνώσεων συνολικά την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης όλων των ορόφων της πτέρυγας αλλά και της διπλανής οικίας 4.22 Τέλος, το θολωτό δωμάτιο 36a με το ενσωματωμένο ενυδρείο είναι μια ακόμα ένδειξη της πολυτέλειας και της ευμάρειας που απολάμβαναν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού. Από τους τελευταίους ο πιο γνωστός, λόγω των επιγραφών που βρέθηκαν στους χώρους της οικίας, είναι ο C. Flavius Furius Aptus, ιερέας του Διονύσου και αλυτάρχης που έδρασε μετά τα μέσα του 2ου αιώνα.23 Στα χρόνια του παππού του, του T. Flavius Pythion, που διετέλεσε ιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας στις αρχές του 2ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη επέκταση της οικίας 6 προς νότο.24

2.2.2.6. Οικιστική ενότητα 7

Η οικιστική ενότητα 7 αναπτύσσεται σε μια εξίσου μεγάλη έκταση περίπου 900 τ.μ., τουλάχιστον σε δύο ορόφους, στο δυτικό τμήμα του χαμηλότερου ανδήρου της νησίδας. Από τα μέσα τουλάχιστον του 2ου αι. μ.Χ. ανήκε στους ίδιους ιδιοκτήτες, όπως και η οικία 6. Στην οικία 7 έμπαινε κάποιος κατά την αρχαιότητα από την πάροδο 3. Στο ισόγειο τα δωμάτια οργανώνονται γύρω από μία αυλή που την οριοθετεί στις τρεις πλευρές της δωρική κιονοστοιχία. Στο κέντρο της αυλής μία μαρμάρινη τράπεζα προσφορών κι ένας βωμός με παράσταση αετού σηματοδοτούν το χώρο της οικιακής λατρείας του Δία. Στο μέσο του βόρειου διαδρόμου υπάρχει πηγάδι με μαρμάρινο στόμιο. Προς τη νότια πλευρά της αυλής υπάρχει μία ορθογώνια εξέδρα25 (38) (αρχικά λειτουργούσε ως βιβλιοθήκη), στον τοίχο της οποίας βρίσκονταν δύο κόγχες με τα αγάλματα του αυτοκράτορα Τιβέριου και της μητέρας του Ιουλίας, σπάνια ένδειξη άσκησης ιδιωτικής αυτοκρατορικής λατρείας. Η οικιστική ενότητα 7 υπέστη ζημιές από σεισμό το πρώτο μισό του 3ου αιώνα, εγκαταλείφθηκε δε σταδιακά μετά τους σεισμούς των χρόνων του Γαλλιηνού.

3. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ορισμένα σημαντικά στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα στα οικιστικά συγκροτήματα 1 και 2 της Εφέσου. Κατ’ αρχάς οικίες που αναπτύχθηκαν από τον 1ο αι. π.Χ. έως και τη δεκαετία του 260 μ.Χ. τουλάχιστον μέσα στο χωροοργανωτικό πλαίσιο των οικιστικών συγκροτημάτων έχουν σαφέστατο επιδεικτικό χαρακτήρα που προσιδιάζει στα μέλη της ελίτ μιας μεγάλης επαρχιακής πόλης στη Ρωμαϊκή περίοδο. Η τάση για επίδειξη εκδηλώνεται τόσο στο μέγεθος όσο και την εξεζητημένη διακόσμηση ή τη μεγάλη ποικιλία εξειδικευμένων χώρων. Από την άποψη αυτή οι οικίες της Εφέσου ξεχωρίζουν αισθητά από τις αντίστοιχες της Ιταλίας, που εντάσσονται επίσης μέσα σε οικιστικά συγκροτήματα (insulae) και κλίνουν περισσότερο προς τις ανεξάρτητες κατοικίες της Ρωμαϊκής περιόδου.26 Μάλιστα όσο πιο κοντά βρίσκονται οι οικίες στην πολυσύχναστη εκείνη την εποχή Έμβολο, το δρόμο της πόλης με τη μεγαλύτερη ιδεολογική και πολιτική φόρτιση, τόσο πιο μεγαλοπρεπείς είναι. Η μεγάλη ανεξάρτητη κατοικία (domus) στο οικιστικό συγκρότημα 1 αλλά και η οικία 6 στο οικιστικό συγκρότημα 2, οι μεγαλύτερες κατασκευές στις δύο νησίδες, αναπτύχθηκαν ακριβώς παρά την οδό των Κουρητών.

Το βασικό χωροοργανωτικό στοιχείο των οικιών στα δύο οικιστικά συγκροτήματα είναι η περίστυλη αυλή που παραπέμπει ευθέως στην ελληνική παράδοση της περιοχής, αλλά και συνδέει την Έφεσο με τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής στο ρωμαιοκρατούμενο χώρο.27 Σε ορισμένες περιπτώσεις οικιών το περιστύλιο συνδυάστηκε με το ιταλικής προέλευσης αίθριο, πράγμα που ίσως υποδηλώνει την επιθυμία των ιδιοκτητών να συνδεθούν με ένα παραδοσιακό στοιχείο της οργάνωσης των ρωμαϊκών οίκων. Και πάλι όμως είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι και στις περιπτώσεις αυτές το αίθριο παίζει εμφανώς δευτερεύοντα ρόλο εντοπισμένο στην πτέρυγα των βοηθητικών χώρων (οικία 2 στη νησίδα 2) ή λειτουργώντας ως προθάλαμος και φωταγωγός για επίσημη αίθουσα (οικία 6 στη νησίδα 2). Ακόμα και στην πιο «ρωμαϊκή» στην έμπνευσή της οικία της νησίδας 1 ο ρόλος του περιορίζεται στον εξωραϊσμό των δύο πραγματικά σημαντικών χώρων δίπλα του (SR1, cenatorium B).28 Πάντως η αξονική διάταξη των χώρων και η φροντίδα να υπάρχει οπτική επαφή από το εσωτερικό των συμποσιακών δωματίων προς κόγχες με αγάλματα, εξέδρες και πολυτελείς κατασκευές κρηνών πρέπει να αποδοθεί σε ρωμαϊκή επίδραση.29 Από την άλλη, το γεγονός ότι κάθε οικία έχει ιδιαίτερη είσοδο από ένα βοηθητικό δρόμο ερμηνεύεται συνήθως στο πλαίσιο της κλασικής ελληνικής παράδοσης για τη διάκριση του ιδιωτικού οικιστικού χώρου.30 Στον αντίποδα, η σαφέστατα «ρωμαϊκή» οικία έχει είσοδο από την οδό των Κουρητών.

Στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες οικίες υπάρχει και δεύτερος ή και τρίτος όροφος που παρουσιάζει περίπου την ίδια κάτοψη. Έτσι, τα ενδιαιτήματα των ιδιοκτητών δε φαίνεται να καταλαμβάνουν αποκλειστικά τους ορόφους. Και στο ισόγειο πέρα από τις επίσημες αίθουσες έχουν ταυτιστεί αρκετά υπνοδωμάτια (cubicula).

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των οικιών. Συχνά τέτοιες αλλαγές έδιναν αφορμή για μετασκευές και επιδιορθώσεις μικρής ή μεγάλης κλίμακας. Στο οικιστικό συγκρότημα 2 παρουσιάζει ενδιαφέρον η περίπτωση της οικίας 2 στην οποία προστέθηκε η δυτική πτέρυγα της οικίας 1. Από την άλλη, πάλι, οι ιδιοκτήτες της οικίας 6 κατά την διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.Χ. έφτασαν να κατέχουν μια τεράστια έκταση στη νησίδα 2, που περιλάμβανε επίσης τις οικίες 4 και 7, ίσως μάλιστα κατά μια άποψη και ολόκληρη τη νησίδα.

Όμως, ποιοι κατοικούσαν στις οικιστικές αυτές νησίδες; Είναι σαφές ότι οι κατοικίες αυτές απευθύνονταν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα της Εφέσου, αν όχι στους Ρωμαίους επικυριάρχους, τουλάχιστον στην τοπική ελίτ. Η τάση επίδειξης με την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια που διακρίνει τις οικίες αυτές τονίζει ακριβώς τον εξωστρεφή προορισμό τους και καλύπτει τις ανάγκες των ιδιοκτητών για προβολή της κοινωνικής θέσης τους. Για το σκοπό αυτό δημιουργούνται σε κάθε οικία πολυάριθμες και μεγάλες αίθουσες υποδοχής και συμποσίων με ιδιαίτερα φροντισμένη και πολυτελή διακόσμηση. Αυτό συνάδει με τις γενικότερες τάσεις και αισθητικές προτιμήσεις σε όλη την αυτοκρατορία. Αν κρίνουμε από τα ελάχιστα γνωστά παραδείγματα των ιδιοκτητών των οικιών 6 και 2 στη νησίδα 2 (Aptus και Salutaris αντίστοιχα), φαίνεται ότι πρόκειται για πάμπλουτους Εφεσίους που είναι γνωστοί για τις λειτουργίες και τα δημόσια αξιώματα που αναλαμβάνουν στην πόλη, ώστε να μνημονεύονται και σε επιγραφές.31

4. Ιστορία των ανασκαφών

Οι ανασκαφικές εργασίες32 στο χώρο των δύο οικιστικών συγκροτημάτων ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 υπό τη διεύθυνση του F. Miltner (αρχικά) και κυρίως του H. Vetters. Συγκεκριμένα, το οικιστικό συγκρότημα 1 ανασκάφηκε από το 1960 έως το 1967 και το οικιστικό συγκρότημα 2 από το 1962 έως το 1985. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των χρόνων αλλά ακόμα και σήμερα, δε σταμάτησαν οι εργασίες συντήρησης των οικοδομικών καταλοίπων, των τοιχογραφιών και των ψηφιδωτών αλλά και των κινητών ευρημάτων. Επίσης, οι ανάγκες καλύτερης τεκμηρίωσης των επιστημονικών συμπερασμάτων επέβαλλαν κατά καιρούς τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας, ιδίως μετά το 1995. Τα πορίσματα των νεότερων αυτών ανασκαφών ανέτρεψαν τις έως τότε απόψεις για τη συνεχή κατοίκηση του χώρου της οικιστικής νησίδας 2 έως τον 7ο αι. μ.Χ. και απέδειξαν την εγκατάλειψη των οικιών λόγω του σεισμού του 262 μ.Χ. Το 2000 εγκαινιάστηκε στο χώρο του οικιστικού συγκροτήματος 2 ένα προστατευτικό στέγαστρο σε σχέδια του καθηγητή W. Ziesel και του αρχιτέκτονα O. Häuselmayer.33 Τα τελευταία χρόνια με πρωτοβουλία της Αυστριακής Ακαδημίας προωθείται η εικονική αποκατάσταση των χώρων και των αντικειμένων που βρέθηκαν στο οικιστικό συγκρότημα 2. Τα αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών, η πορεία της συντήρησης των ευρημάτων και οι προτάσεις ψηφιακής αποκατάστασης34 της αρχικής εικόνας των οικιών και της οικοσκευής τους και, τέλος, η παρουσίαση του στεγάστρου δημοσιεύονται στα χρονικά του ÖJh και στις ανασκαφικές εκθέσεις Ephesos. Vorlaüfiger Grabungsberichte της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών, στη σειρά Forschungen in Ephesos, καθώς και σε πρακτικά εξειδικευμένων κάθε φορά συνεδρίων ή στις ιστοσελίδες της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών.

1. Για μια συνολική παρουσίαση των οικιστικών συγκροτημάτων και τη συσχέτιση με τη γενικότερη οικοδομική ιστορία της Εφέσου βλ. Hueber, F., Ephesos. Gebaute Geschichte (Mainz 1997), σελ. 53 κ.ε., κυρίως σελ. 55-58. Γενικά για την οικοδομική εξέλιξη της πόλης βλ. Hueber, F., “Zur Städtebaulichen Entwicklung des hellenistisch-römischen Ephesos”, IstMitt 47 (1997), σελ. 251-269.

2. Εκτός από τις ετήσιες ανασκαφικές εκθέσεις στα ÖJh (1972-1975) και AnzWien (1962-1968), βλ. τις συνολικές δημοσιεύσεις Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos (FiE VIII:3, Wien 1996), σελ. 26 κ.ε. και Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos. Funde und Ausstattung (FiE VIII:4, Wien 2003).

3. Νότια του περιστυλίου και ακριβώς απέναντι από το διάδρομο της εισόδου, μέσα σε μια κόγχη σε ύψος περίπου 3 μ., βρέθηκε κατά χώραν ένα ανάγλυφο με την παράσταση ενός έφιππου σπένδοντα ήρωα ανάμεσα σε δύο δέντρα όπου τυλίγονται φίδια, δίπλα σε ένα βωμό. Λόγω της θέσης του ο ήρωας πρέπει να λειτουργούσε αποτροπαϊκά. Για την υστεροελληνιστική αυτή οικία: Lang- Auinger, C., “Das Späthellenistische Peristylhaus im Hanghaus 1 von Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 501-505, και πιο πρόσφατα και ολοκληρωμένα Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos (FiE VIII:3, Wien 1996), κυρίως σελ. 86 κ.ε.

4. Lang, G., “Die Rekonstruktion der Domus im Hanghaus 1”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 495-500, καθώς και Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos (FiE VIII:3, Wien 1996), σελ. 92 κ.ε.

5. Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos (FiE VIII:3, Wien 1996), σελ. 144 κ.ε.

6. Lang-Auinger, C., Hanghaus 1 in Ephesos (FiE VIII:3, Wien 1996), σελ. 148-149.

7. Το οικιστικό συγκρότημα 2 δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στο σύνολό του. Οι οικοδομικές φάσεις και η χρονολόγησή τους έχουν εσχάτως παρουσιαστεί στο Krinzinger, F. (επιμ.), Das Hanghaus 2 von Ephesos, Studien zu Baugeschichte und Chronologie (Archäologische Forschungen 7, Wien 2002). Πολύ κατατοπιστική και ενημερωμένη βάσει των νέων απόψεων είναι και η εισαγωγή στην οικοδομική ιστορία του συγκροτήματος που επιχειρεί η Thür, H., “Eine Einführung zum Hanghaus 2 in Ephesos”, Forum Archaeologiae 44/IX (2007).

8. Βλ. Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 3 (Wien 1999), σελ. 522.

9. Basilica είναι μια μακρόστενη αίθουσα ή επίμηκες κτήριο πολλαπλών χρήσεων, συχνά με αψιδωτή απόληξη.

10. Αυτή είναι η ισχύουσα σήμερα, εκφρασμένη από τον Krinzinger και τους συνεργάτες του, θέση για το οικιστικό συγκρότημα 2, όπως διαμορφώθηκε κατά τις ανασκαφές των ετών 1996-1997, πρβλ. Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 521, σημείωση. Η αναπροσαρμογή αυτή των χρονολογημένων φάσεων προς τα κάτω θέτει εκ νέου και το ζήτημα της χρονολόγησης των μωσαϊκών και των τοιχογραφιών του οικιστικού συγκροτήματος 2, βλ. Parrish, D., “House (or Wohneinheit) 2 in Hanghaus 2 at Ephesos: A Few Issues of Interpretation”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), ό.π., σελ. 507 κ.ε., κυρίως σελ. 511-513. Αντίθετα πρβλ. Strocka, V.M., “Taberna H2/25 und die Chronologie der Fresken von Hanghaus 2”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), ό.π., σελ. 515-519.

11. Οι οικίες 1 και 2 δημοσιεύονται στο Krinzinger, F. (επιμ.), Die Wohneinheiten 1 und 2 im Hanghaus 2 von Ephesos (FiE VIII:8, υπό έκδοση). Για τις οικίες 1 και 2 πρβλ. Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 521-526, όμως, οι χρονολογίες που προτείνει θεωρούνται ξεπερασμένες από τα νέα δεδομένα, τα οποία παραθέτει σαφώς η Ladstätter, S., “Die Chronologie des Hanghauses 2”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Das Hanghaus 2 von Ephesos, Studien zu Baugeschichte und Chronologie (Archäologische Forschungen 7, Wien 2002), σελ. 9-40.

12. Για τον C.Vibius Salutaris και τις δωρεές του υπάρχει σχετική επιγραφή: ΙΕ Ια 27. Βλ. επίσης Karwiese, S., Groß ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der großen Städte den Antike (Wien 1995), σελ. 101. Σχετικά με τον ιδιοκτήτη της οικίας 2 βλ. την πρόσφατη μελέτη του Zimmermann, N., “Ein Gemmenabdruck im Hanghaus von Ephesos. Bemerkungen zum Hanghaus der Wohneinheit 2”, στο Brandt, B. – Gassner, V. – Ladstätter, S. (επιμ.), Synergia: Festschrift für Friedrich Krinzinger 1 (Wien 2005), σελ. 377 κ.ε. Συνολικά για τη δράση και τη σταδιοδρομία του C. Vibius Salutaris, βλ. Rogers, G.M., Founding an Identity: C. Vibius Salutaris and Ephesos in A.D. 104 (Diss. University of Princeton 1986).

13. Για την οικία 2 στο Krinzinger, F. (επιμ.), Die Wohneinheiten 1 und 2 im Hanghaus 2 von Ephesos (FiE VIII:8, υπό έκδοση). Οι νέες απόψεις για τη χρονολόγησή της παρατίθενται από το Parrish, D., “House (or Wohneinheit) 2 in Hanghaus 2 at Ephesos: A Few Issues of Interpretation”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 507-513. Πρβλ. και Wiplinger, G., “Neue Untersuchungen in Wohneinheit 1 und 2 des Hanghauses 2 in Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), ό.π., σελ. 521-526, για μια σύνοψη των παλαιότερων απόψεων σχετικά με τη χρονολόγηση της οικίας.

14. H δημοσίευση ετοιμάζεται από τη Ladstätter, S., Die Wohneinheiten 3 und 5 im Hanghaus 2 von Ephesos (FiE VIII:9, υπό έκδοση). Προς το παρόν βλ. Adenstedt, I., “Die Wohneinheiten 3 und 5 im Hanghaus 2 in Ephesos – eine erste Rekonstruktion”, στο Brandt, B. – Gassner, V. – Ladstätter, S. (επιμ.), Synergia: Festschrift für Friedrich Krinzinger 1 (Wien 2005), σελ. 31 κ.ε.

15. Για την οικία 4 βλ. Thür, H., Hanghaus 2 in Ephesos. Die Wohneiheit 4 (FiE VIII:6, Wien 2005).

16. Για την ερμηνεία και τη σύγκριση με αντίστοιχα παραδείγματα στην Ιταλία, βλ. Quatember, U., “ego Lar sum familiaris... Private Frömmigkeit und Religionsausübung im Hanghaus 2 in Ephesos”, Forum Archaeologiae 13/XII (1999).

17. Πρβλ. Jobst, W., “Ein Hospitium im Hanghaus 2 von Ephesos”, στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 7. Lebensjahre von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 200-203, που θεωρεί πιθανή τη χρήση του χώρου ως ξενώνα.

18. Δεν έχει ακόμη (Νοέμβριος 2009) δημοσιευτεί η ανασκαφή στην οικιστική ενότητα 6. Για περισσότερα στοιχεία βλ. Thür, H., “Mehrgeschossige Stadthäuser in Ephesos. Die Wohneinheiten 4 und 6 des Hanghauses 2”, στο  Droste, M. – Hoffmann, A. (επιμ.), Wohnformen und Lebenswelten im interkulturellen Vergleich (Frankfurt am Mein 2003), σελ. 21-35, και Thür, H., “Die Bauphasen der Wohneinheit 4 (und 6)”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Das Hanghaus 2 von Ephesos, Studien zu Baugeschichte und Chronologie (Archäologische Forschungen 7, Wien 2002), σελ. 41-66. Επίσης βλ. Gessel, M., “Zur Funktion des Hypokaustum im Raum 8 (sog. basilica privata) der Wohneinheit 6 im Hanghaus 2 von Ephesos”, Forum Archaeologiae 44/IX (2007).

19. Την πιο αναλυτική παρουσίαση της οικοδομικής ιστορίας του χώρου αυτού κάνει ο Tshannerl, Μ., “Raum 31b im Hanghaus 2 in Ephesos”, Forum Archaeologiae 44/IX (2007).

20. Βλ. Vetters, H., “Basilica privata”, στο Schwarz, G. – Pochmarski, E. (επιμ.), Classica et provinzialia. Festshrift Erna Diez (Wien 1978), σελ. 211-215.

21. Δηλαδή με σύστημα υποδαπέδιας και εντοίχιας θέρμανσης. Πρόκειται για υπερυψωμένο δάπεδο που πατά πάνω σε πλίνθινους πεσσίσκους οι οποίοι ευνοούν την κυκλοφορία θερμού αέρα που τροφοδοτείται από παρακείμενη εστία.

22. Gessl, M., “Zur Funktion des Hypokaustum im Raum 8 (sog. basilica privata) der Wohneinheit 6 im Hanghaus 2 von Ephesos”, Forum Archaeologiae 44/IX (2007), σελ. 5-7.

23. Για τη σταδιοδρομία του και τη σχέση του με την οικία βλ. Karwiese, S., Groß ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der großen Städte den Antike (Wien 1995), σελ. 111-112.

24. Βλ. Thür, H. (επιμ.), “…und verschönerte die Stadt...”, «...ΚΑΙ ΚΟΣΜΗΣΑΝΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ…». Ein ephesischer Priester des Kaiserkultes in seinem Umfeld (SoSchrÖAI 27, Wien 1997), σελ. 148 με βιβλιογραφία.

25. Δηλαδή χώρος ανοιχτός προς την αυλή σε όλο του το πλάτος, χρήσιμος για την υποδοχή επισκεπτών (βραδινά συμπόσια, φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις κ.λπ.).

26. Michele George, “Domestic Architecture and Household Relations: Pompeii and Roman Ephesos”, JSNT 27 (2004), σελ. 10.

27. Για την οικιστική αρχιτεκτονική της Αυτοκρατορικής περιόδου βλ. Ward-Perkins, J.B., Roman Imperial Architeture (New Haven – London 1981, ανατ. 1994), σελ. 185 κ.ε.

28. Lang, G., “Die Rekonstruktion der Domus im Hanghaus 1”, στο Friesinger, H. – Krinzinger F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 498.

29. Lang, G., “Die Rekonstruktion der Domus im Hanghaus 1”, στο Friesinger, H. – Krinzinger F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos, Akten des Symposions Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 498.

30. Michele George, “Domestic Architecture and Household Relations: Pompeii and Roman Ephesos”, JSNT 27 (2004), σελ. 10.

31. Για την κοινωνική διάσταση των οικιών της Εφέσου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα συμπεράσματα της πολύ χρήσιμης συγκριτικής παρουσίασης της Michele George, “Domestic Architecture and Household Relations: Pompeii and Roman Ephesos”, JSNT 27 (2004), σελ. 7-25.

32. Για την ιστορία των ανασκαφών συνοπτικά βλ. Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesos. 100 Jahre österreichishe Forschungen (Wien – Köln – Waimar – Böhlau 1995), σελ. 89 κ.ε.

33. Βλ. Krinzinger, F. (επιμ.), Ein Dach für Ephesos (SoSchrÖAI 34, Wien 2000), με άρθρα των εμπλεκομένων στην οικοδόμηση του στεγάστρου σχετικά με τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε και τους σκοπούς του.

34. Για παράδειγμα βλ. Koller, Κ., “Eine integrative Methode der digitalen Bilddokumentation archäologischer Baubefunde im 3-D-Modell – Beispiel Hanghaus 2 in Ephesos”, στο Schumann, D. (επιμ.), Bauforschung und Archäologie (2000), σελ. 393-408.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>