Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Bandon of Palaiomatzouka

Συγγραφή : Lampakis Stylianos , IBR (17/10/2003)
Μετάφραση : Koutras Nikolaos

Για παραπομπή: Lampakis Stylianos, IBR , "Bandon of Palaiomatzouka",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12234>

Παλαιοματζούκας Βάνδον - δεν έχει ακόμη εκδοθεί Bandon of Palaiomatzouka (23/12/2008 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

bandon
Byzantine military and administrative term. It originally meant flags, the banners of military units. It then indicated a part of the tourma and a small military unit (50-100 people in case of mountain troops and 200-400 in case of infantry). Gradually the term carried an administrative meaning as well, indicating a division of the theme. In the Empire of Trebizond it indicated the administrative territory.

doukas (lat. dux)
Antiquity: Roman military commander who, in some provinces, combined military and civil functions.Buzantium: a higher military officer. From the second half of the 10th c. the title indicates the military comander of a larger district. After the 12th c., doukes were called the governors of small themes.

kephale, kephalatikevon
A term denoting the highest official of the Late Byzantine provincial administration. From the mid-13th century on, the office of the kephale gradually substituted that of the doukas. From the 14th century on, the kephale was political and military head of the kapetanikion, an administrative division smaller than a theme, or of the castle. In the Empire of Trebizond the officer was also called kephalatikevon.

konostaulos
1) High-ranking official (third in the military hierarchy after the protomastoras and megas stratopedarches).2) Commander of fleet, admiral (from the Venetian contestabile).3) Megas konostaulos indicates as high military official from the 13th century, head of the Latin mercenaries.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>