Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έφεσος (Αρχαιότητα), Μνημείο Μέμμιου

Συγγραφή : Μάλλιος Γιώργος (16/10/2002)

Για παραπομπή: Μάλλιος Γιώργος, «Έφεσος (Αρχαιότητα), Μνημείο Μέμμιου», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4378>

Έφεσος (Αρχαιότητα), Μνημείο Μέμμιου (6/2/2006 v.1) Ephesus (Antiquity), Monument of Memmius (15/2/2006 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

calceus (αρσ.)
Ρωμαϊκό υπόδημα, χαμηλή μπότα που δενόταν με κορδόνια.

toga, η
Τήβεννος, ρωμαϊκό ένδυμα, πανωφόρι χωρίς ραφές που διπλώνεται γύρω από το σώμα και θυμίζει το ελληνικό ιμάτιο.

togatus, ο
Ο αγαλματικός τύπος της ανδρικής μορφής που φέρει toga και tunica.

tunica, η
Είδος χιτώνα των Ρωμαίων.

ανθέμιο, το
Διακοσμητικό στοιχείο με τη μορφή άνθους ή μπουμπουκιού (λατ. palmetta).

αττικoϊωνική βάση, η
Βάση του ιωνικού κίονα που περιλαμβάνει δύο κυρτές σε διατομή σπείρες εκατέρωθεν ενός κοίλου τροχίλου (σκοτίας).

βουκράνιο, το
Διακοσμητικό μοτίβο, πολύ συνηθισμένο σε βωμούς της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, που παριστάνει κεφαλές θυσιασμένων ταύρων ή βοδιών.

γείσο, το
1. (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) Αρχιτεκτονικό προεξέχον μέρος του επιστυλίου και γενικά του θριγκού στην ανωδομή ενός κτηρίου ή ναού. Ως οριζόντιο μέρος απαντάται ενίοτε και σε τοίχους. Το γείσο συχνά αποτελεί προεξέχον μέρος της στέγης με την έννοια ότι προστατεύει το κτήριο από τη βροχή. 2. (Βυζ. αρχιτ.) Διακοσμητικό αρχιτεκτονικό μέρος ταυτόσημο με τον «κοσμήτη». Χωρίζει οργανικά τις επιφάνειες των εκκλησιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και τονίζει τη μετάβαση από τους κάθετους τοίχους προς τις θολωτές κατασκευές. Κατά κανόνα φέρει γραπτό ή γλυπτό διάκοσμο με φυτικά ή γεωμετρικά θέματα.

γιρλάντες, οι
Διακοσμητικό μοτίβο που παριστάνει μπουκέτα από λουλούδια και πλεγμένους μίσχους φυτών.

εκλεκτικιστικός
Εκείνος που συνδυάζει στοιχεία πολλών ρυθμών και τεχνοτροπιών.

εξέδρα, η
1. Ημικυκλική κατασκευή υπαίθρια ή στεγασμένη, η οποία διέθετε χαμηλά θρανία ή καθίσματα, που αναπτύσσονταν περιμετρικά. 2. Τύπος αίθουσας της παλαίστρας με πλευρά ανοιχτή προς την κεντρική αυλή, η οποία διαμορφώνεται με κιονοστοιχία. Οι εξέδρες στα γυμνάσια και τις παλαίστρες εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες. Τέτοιας μορφής αίθουσα ήταν συχνά το εφηβείον.

επικρανίτιδα, η
Η επίστεψη ενός τοίχου ή ορθοστάτη.

επίκρανο παραστάδας, το
Η επίστεψη τετραγωνικής κολόνας, στην οποία καταλήγει κάθε πλευρικός τοίχος στην πρόσοψη ναού.

επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.

ευθυντηρία, η
Το ανώτατο τμήμα του στερεοβάτη που εξείχε από το έδαφος και αποτελούσε το χαμηλότερο ορατό τμήμα του κτίσματος.

ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.

θριγκός, ο
Το τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.

ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.

Καρυάτιδα, η
Ανάγλυφη ή περίοπτη γυναικεία μορφή που λειτουργεί ως φέρον στοιχείο αντί κιόνων, πεσσών ή παραστάδων.

κιλλίβαντας, ο
Αρχιτεκτονικό στέλεχος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που προεξέχει από τον τοίχο και αποσκοπεί στη στήριξη των υπερκείμενων αρχιτεκτονικών προεξοχών, όπως είναι οι εξώστες, ή διακοσμητικών στοιχείων, όπως τα γείσα. Συνήθως διακοσμείται με σπείρες ή έλικες. Ονομάζεται επίσης κονσόλα ή φουρούσι.

κιονόκρανο, το
Το επιστέφον στοιχείο ενός κίονα, που αποτελεί τη μετάβαση μεταξύ του κατακόρυφου στηρίγματος και του οριζόντιου στοιχείου του επιστυλίου. Κατά την Αρχαιότητα η διακόσμηση του κιονόκρανου αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Το δωρικό κιονόκρανο φέρει άβακα και εχίνο, το ιωνικό επιπλέον έλικες και προσκεφάλαιο, ενώ το κορινθιακό φέρει άβακα και κάλαθο με φύλλα ακάνθου.

κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.

κυμάτιο, το
Διακοσμητικό μέλος μιας επιφάνειας με καμπύλη διατομή. Το κυμάτιο προορίζεται να χωρίσει ή να τονίσει δύο επιφάνειες. Στην αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας ανάλογα με τη διατομή και τη διακόσμησή τους τα κυμάτια διακρίνονται σε δωρικά, ιωνικά και λέσβια.

μανιερισμός, ο
Από την ιταλική λέξη maniera, «τρόπος», «τεχνοτροπία». Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ιταλία, το 16ο αιώνα ως αντίδραση ενάντια στον αρμονικό κλασικισμό και τον εξιδανικευμένο νατουραλισμό της Αναγέννησης. Ο όρος χρησιμοποιείται στην ιστορία της τέχνης για να περιγράψει την υπερβολική και εξεζητημένη απόδοση. Οι μορφές στα μανιεριστικά έργα έχουν συνήθως χαριτωμένα αλλά παραδόξως επιμήκη μέλη, μικρά κεφάλια και τυποποιημένα χαρακτηριστικά προσώπου, ενώ οι στάσεις τους μοιάζουν δύσκολες ή αφύσικες.

μονόπτερος, ο
Ανοιχτό κυκλικό κτήριο, όπου αντί για τοίχους υψώνονται μόνο κίονες.

οδόντες, οι
Σειρά από μικρές, περίπου κυβικές, προεξοχές που μιμούνται παλαιότερη ξύλινη κατασκευή, πιθανότατα τις απολήξεις των δοκών που σχημάτιζαν την οροφή. Αποκαλούνται επίσης και γεισίποδες.

ορθοστάτης, ο
Ορθογώνιος λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος του τοίχου ενός οικοδομήματος.

παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.

περίσταση, η
Η κιονοστοιχία που περιτρέχει ένα οικοδόμημα.

πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.

σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.

σπόλια, τα (λατ. spolium, ουδ.)
Από τη λατινική λέξη spolium = λάφυρο. Τμήματα αρχιτεκτονικών μελών κατεστραμμένων κτηρίων. Συχνά χρησιμοποιούνται ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.

στηθαίο, το
Αρχιτεκτονική προσθήκη πάνω από το γείσο με τη μορφή λεπτού τοίχου.

στυλοβάτης, ο
Το ανώτατο τμήμα της κρηπίδας, όπου εδράζονται οι κίονες ή οι πεσσοί (δηλαδή οι στύλοι) του οικοδομήματος.

τοιχοβάτης, ο
Το τμήμα της βάσης του κτηρίου πάνω στο οποίο ορθώνονται οι τοίχοι.

φάτνωμα, το
Κοίλες εσοχές, τετράγωνης ή πολυγωνικής μορφής, με διακοσμητικό χαρακτήρα, που διαμορφώνονται στην οροφή των κτηρίων. Στο εσωτερικό τους έφεραν ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Συνήθως διακοσμούνταν με φυτικά μοτίβα.

φιάλη, η
Είδος αγγείου, συνήθως από μέταλλο και σπανιότερα από πηλό. Ρηχό και πλατύ σαν πιάτο, χρησίμευε κυρίως για σπονδές.

χιτών, ο
Τύπος ενδύματος που αποτελείται από τετράγωνο μάλλινο ύφασμα το οποίο ράβεται στις δύο πλευρές του.

χυτή τοιχοποιία, η (opus caementicium, το)
Τρόπος δόμησης με τη χρήση ξυλότυπων, κονιάματος ως συνδετικού υλικού και αργών λίθων. Στο ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού κράτους διαδόθηκε από το 50 π.Χ. και μετά.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>