Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Πεδνηλισσός

Συγγραφή : Πατσιάδου Λίλα (3/9/2001)

Για παραπομπή: Πατσιάδου Λίλα , «Πεδνηλισσός», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11874>

Πεδνηλισσός (19/3/2009 v.1) Pednelissos (4/4/2011 v.1) 
 

1. Θέση – Ονομασία

Η αρχαία πόλη Πεδνηλισσός βρισκόταν στα σύνορα της Πισιδίας με την Παμφυλία κοντά στον ποταμό Ευρυμέδοντα, στις νότιες υπώρειες του όρους Ταύρος. Πιθανότατα ταυτίζεται με τα ερείπια ενός ελληνιστικού οικισμού στην ορεινή περιοχή κοντά στο σύγχρονο τουρκικό χωριό Kozan ή Chozan, σε απόσταση περίπου 40 χιλιομέτρων από την Αττάλεια, μεταξύ Σέλγης και Κρήμνας, στα ανατολικά του ποταμού Κέστρου. Σύμφωνα με το Στράβωνα, η Πεδνηλισσός βρισκόταν βόρεια της Ασπένδου, ενώ ο Πολύβιος την τοποθετεί δυτικά της Σέλγης.1 Η πόλη πάντως παραδίδεται και ως «Πετνηλισσός», ενώ στα νομίσματά της αναγράφεται το εθνικό «Πετνηλισσέων» και «Πεδνηλισσέων».2

2. Ιστορία

Η Πεδνηλισσός αναφέρεται μόνο ονομαστικά συνήθως στις πηγές. Εξαίρεση αποτελεί ο Πολύβιος, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς την εμπλοκή της στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη γύρω περιοχή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.3 Πιο συγκεκριμένα, η Σέλγη –έχοντας ήδη εκδηλώσει επεκτατικές τάσεις εναντίον γειτονικών πόλεων– επιτέθηκε το 218 π.Χ. και στην Πεδνηλισσό. Οι πολιορκημένοι ζήτησαν τη βοήθεια του σφετεριστή του σελευκιδικού θρόνου Αχαιού, που έδρευε τότε στην περιοχή. Εκείνος απέστειλε για το σκοπό αυτό σώμα με 6.000 στρατιώτες και 500 πεζούς, υπό τις εντολές του στρατιωτικού διοικητή Γαρσύηρη. Η Πεδνηλισσός τελικά διασώθηκε με τη βοήθεια των γειτονικών πόλεων Ασπένδου και Ετέννας. Οι κάτοικοι της Σέλγης υπέστησαν μεγάλες απώλειες και υποχρεώθηκαν να δεχτούν συνθήκη ειρήνης, να καταβάλουν ποσό 700 ταλάντων και να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους Πεδνηλισσείς.

Η Πεδνηλισσός ήταν μια ισχυρή, αυτοδιοικούμενη πολιτικά κοινότητα, που έχει μάλιστα χαρακτηριστεί και πόλη-κράτος.4 Στις επιγραφές της Αυτοκρατορικής περιόδου αναφέρεται και η ύπαρξη βουλής και δήμου.5 Άλλωστε, το 381 ο επίσκοπος της πόλης συμμετείχε στη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης.

Η Πεδνηλισσός έκοψε με βεβαιότητα πρώτη φορά χάλκινα νομίσματα επί Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Οι κοπές συνεχίστηκαν μέχρι και τον ύστερο 3ο αιώνα.6 Σε σύγκριση πάντως με τις κοπές άλλων πισιδικών πόλεων, η κυκλοφορία των νομισμάτων της Πεδνηλισσού φαίνεται ότι ήταν γενικά περιορισμένη. Η τάση απεικόνισης συγκεκριμένων θεοτήτων στους οπισθότυπους ίσως υποδηλώνει και λατρεία αυτών στην πόλη.

3. Οικιστική οργάνωση του αρχαίου οικισμού

Τα ερείπια της αρχαίας Πεδνηλισσού εκτείνονται σε ένα φυσικό ύψωμα και χρονολογούνται κυρίως στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο. H εξωτερική περίμετρος του οικισμού υπολογίζεται συνολικά σε 1.500 μέτρα. Το τείχος διασώζεται στην ακρόπολη, την κυρίως πόλη και τις πλαγιές στα ανατολικά. Τα ερείπια του τείχους υποδεικνύουν πως η οχύρωση έγινε σε διαφορετικές χρονικές φάσεις χωρίς ενιαίο αμυντικό σχεδιασμό.

Το τμήμα της πόλης που βρίσκεται στο νότιο άκρο του υψώματος σε φυσικά οχυρή θέση ονομάστηκε ακρόπολη, αν και βρίσκεται υψομετρικά στο ίδιο επίπεδο με τον υπόλοιπο οικισμό. Εφάπτεται με την πλαγιά του βουνού στα ανατολικά και προστατεύεται από διπλό αμυντικό τείχος με ισόδομη τοιχοποιία. Το τείχος αυτό εξασφάλιζε την εποπτεία της πεδινής οδού που συνέδεε την Πεδνηλισσό με την Αττάλεια και την Πέργη και σε μερικά σημεία του σώζεται σε ύψος 6 μέτρων. Η είσοδος στην πόλη γινόταν μέσω δύο πυλών, στο εξωτερικό και το εσωτερικό τμήμα του τείχους αντίστοιχα. Εσωτερικά μάλιστα η άνοδος γινόταν με σκάλες λαξευμένες στο βράχο, στοιχείο που είναι κοινό χαρακτηριστικό των οχυρωμένων οικισμών της Πισιδίας.

Το τείχος της κυρίως πόλης δε σώζεται σε καλή κατάσταση, αλλά η πορεία του εντοπίζεται με ασφάλεια από την κλίση του εδάφους. Διασώζει τρεις αμυντικούς πύργους και δύο πύλες, ενώ η ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία του παραπέμπει σε ανάλογες κατασκευές στις γειτονικές Σίδη, Πέργη και Οινόανδα.

Ένα μικρό αμυντικό τείχος συνέδεε τις δύο πλαγιές στα ανατολικά της πόλης, ενισχύοντας τη φυσική οχύρωση στο σημείο αυτό. Επιπλέον, στην κορυφή της βορειότερης πλαγιάς είχε χτιστεί ένα φυλάκιο που επόπτευε την ευρύτερη περιοχή.

Το τείχος θεωρείται γενικά κατασκευή της Ρωμαϊκής περιόδου, εποχή κατά την οποία επικρατούσαν ειρηνικές συνθήκες στην περιοχή. Για το λόγο αυτό μάλιστα δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρό.7 Μερικά τμήματά του όμως υποδεικνύουν δόμηση ήδη κατά την Ελληνιστική περίοδο, μεταξύ του 2ου και 1ου αι. π.Χ., κατ’ αναλογία με το γειτονικό Σύλλιον.8

Σε περίοπτο σημείο στην κυρίως πόλη βρισκόταν η αγορά και δίπλα της ένα τριώροφο δημόσιο οικοδόμημα για εμπορική χρήση, με καταστήματα και αποθήκες. Το συγκρότημα χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο, ενώ ανάλογο κτήριο βρέθηκε στη Σέλγη. Παραπλεύρως σώζονται τα ερείπια μιας βασιλικής, ενώ στα δυτικά υπήρχε και ένας αταύτιστος ναός. Εκτός των τειχών βρίσκονταν τα νεκροταφεία της πόλης με δύο ελληνιστικά ηρώα και ρωμαϊκές σαρκοφάγους, καθώς και ένα αταύτιστο τέμενος. Κοντά στη νότια πύλη υπήρχε και ένας βυζαντινός ναός. Τα ερείπια ενός δεύτερου ναού σώζονται δίπλα στο δρόμο που ανηφορίζει από την πεδιάδα.

1. Στράβ. 14. 667· Πολύβ. 5.72-77. Ο Στράβων μάλιστα παραθέτει τη λίστα του Αρτεμιδώρου με τις πόλεις της Πισιδίας.

2. Στράβ. 12. 570. Πρόκειται για τα χάλκινα νομίσματα που έκοψε η πόλη κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Βλ. SNG Von Aulock 1964, αρ. 5139- 5141. Την εποχή του Κόμμοδου (180-192 μ.Χ.) και από το Δέκιο (249-251) έως το Γαλλιηνό (253-268), απαντά μόνο το εθνικό ΠΕΤΝΗΛΙCCΕΩΝ.

3. Πολύβ. 5. 72-77.

4. Mitchell, S., “The Hellenization of Pisidia”, MeditΑrch 4 (1991), σελ. 135.

5. SEG II, 711-734.

6. SNG Von Aulock 1956, αρ. 178-179· SNG Von Aulock 1964, αρ. 5138-5141· Von Aulock, H., “Münzen und Städte Pisidiens”, IstMitt 19 (Tübingen 1977), σελ. 118-124, αρ. 1176-1250· BMC Lycia, Pamphylia and Pisidia, σελ. 234-235, αρ. 1-6. Ως εικονογραφικοί τύποι επιλέγονται κυρίως θεότητες, όπως οι: Δίας, Τύχη, Διόσκουροι, Απόλλων, Ασκληπιός, Νέμεσις, καθώς και το λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος Περγαίας. Η απόδοση μιας κοπής του 1ου αι. π.Χ. με κεφαλή Απόλλωνα από το «Θησαυρό της Αριασσού» και την επιγραφή ΠΕ στην Πεδνηλισσό είναι προβληματική. Βλ. σχετικά Von Aulock, H., “Münzen und Städte Pisidiens”, IstMitt 19 (Tübingen 1977), σελ. 47.

7. McNickoll, A., Hellenistic Fortificatiοns. From the Aegean to the Euphrates (Oxford Monographs on Classical Archaeology, Oxford 1997), σελ. 149.

8. McNickoll, A., Hellenistic Fortificatiοns. From the Aegean to the Euphrates (Oxford Monographs on Classical Archaeology, Oxford 1997), σελ. 217.  Σε μερικά σημεία μάλιστα διακρίνεται και μια πρωιμότερη φάση, του τέλους του 3ου αι. π.Χ.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>