Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Απελαδάτοι

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Απελαδάτοι», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12067>

Απελαδάτοι (7/8/2009 v.1) Apeladatoi (Subaşı Ağılı) - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το χωριό Απελαδάτοι βρισκόταν στην περιοχή της Απολλωνιάδας στην περιφέρεια της Προύσας, βορειοδυτικά του Μιχαλητσίου. Το ελληνικό όνομά του ήταν Απελαδάτοι ή Πελαδάτοι (και έτσι αναφερόταν στα εκκλησιαστικά έγγραφα), ενώ στα οθωμανικά έγγραφα εμφανίζεται ως Σουμπασί αγίλ (Subaşi ağıl). Το Απελαδάτοι ή Πελαδάτοι είναι άγνωστης ετυμολογίας. Μία ερμηνεία που βασίζεται σε τοπική προφορική παράδοση παρετυμολογεί την ονομασία από την προέλευση των κατοίκων του χωριού, όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων,1 από την Ελλάδα. Η τουρκική ονομασία εξηγείται από τη λέξη «σούμπασης», που σημαίνει μεταξύ άλλων τον επιστάτη σε τσιφλίκι, και τη λέξη «αγίλ» που είναι η στάνη για τα πρόβατα. Το χωριό πράγματι, όπως και τα υπόλοιπα Πιστικοχώρια, κατοικούνταν παλαιότερα αποκλειστικά από βοσκούς και διέθετε στάνες. Πιθανόν να αποτελούσε την έδρα του σούμπαση που επέβλεπε το έργο των βοσκών για λογαριασμό του τοπικού μπέη. Το σημερινό του όνομα είναι Subaşı.

Ο πληθυσμός των Απελαδάτων έφθανε στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου τις 180 οικογένειες, αποκλειστικά ελληνορθόδοξες.2 Η μεγαλύτερη γενιά του χωριού ήταν οι λεγόμενοι τα Καούδια ή τα Καβούδια. Στην τουρκική γλώσσα τούς αποκαλούσαν Καβούδογλου, ενώ όταν ήρθαν στην Ελλάδα πήραν το επώνυμο Καβουνίδης. Αυτή η γενιά (σόι) περιλάμβανε πάνω από 30 οικογένειες. Επίσης μεγάλες οικογένειες ήταν οι Μακρυγιάννηδες και οι Μαλκάδες.

Η γλώσσα των κατοίκων των Απελαδάτων, όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων, παρουσίαζε ορισμένες διαλεκτολογικές διαφορές που τους διέκριναν από τους ελληνόφωνους γειτονικών χωριών της περιοχής Απολλωνιάδας. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν: α) διάφοροι αρχαϊσμοί (π.χ. Τι α ποιήσωμεν; = Τι θα κάνουμε;), β) η συχνή χρήση των προσφυμάτων «να», «νο» και «νε» (π.χ. τωνόρα = τώρα, χαράνα= χαρά, μεγανάλη= μεγάλη), γ) η μετατροπή του «κι» σε «τσι» (π. χ. δεντράτσι αντί δεντράκι).

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο καϊμακαμλίκι του Μιχαλητσίου, το οποίο με τη σειρά του υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι και στο βιλαέτι της Προύσας. Στο Μιχαλήτσι είχαν την έδρα τους τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της περιοχής, οι εφοριακές αρχές και το στρατολογικό γραφείο. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν εγγεγραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία του Μιχαλητσίου. H κοινότητα διοικούνταν από ένα μουχτάρη σε συνεργασία με δυο τρεις συμβούλους, τους αζάδες. Ο μουχτάρης αναδεικνυόταν σε ετήσια εκλογική συνέλευση των κατοίκων διά βοής. Επίσης λειτουργούσαν αρμόδιες επιτροπές υπεύθυνες για τη λειτουργία και τη συντήρηση της εκκλησίας και του σχολείου.

Οι Απελαδάτοι ανήκαν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της επισκοπής Απολλωνιάδος της μητρόπολης Νικομηδείας. Μέσα στο χωριό υπήρχε μεγάλη πέτρινη εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Χαράλαμπο, η οποία χτίστηκε στα έτη 1888-1889. Πριν χτιστεί ο Άγιος Χαράλαμπος λειτουργούσε μια μικρή ξύλινη εκκλησία. Έξω από το χωριό, στη μέση της διαδρομής προς τη λίμνη της Απολλωνιάδας υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο. Ήταν μικρή αλλά παλιά εκκλησία, με μισογκρεμισμένους τοίχους.

Στην πλατεία του χωριού, δίπλα στον Άγιο Χαράλαμπο, ήταν χτισμένο το σχολείο: ένα διώροφο κτήριο του 1912. Το παλιό σχολείο του οικισμού ήταν τετρατάξιο δημοτικό, ενώ το νεόδμητο εξατάξιο. Οι μαθητές διδάσκονταν ιερά ιστορία, ψαλτική, αρχαία ελληνική ιστορία, όχι όμως και νεότερη. Ο δάσκαλος πληρωνόταν από τα έσοδα που είχε η εκκλησιαστική επιτροπή από την ενοικίαση κτηματικής περιουσίας που ανήκε στην εκκλησία. Τόσο το σχολείο όσο και ένα διώροφο καφενείο, το οποίο είχε χτιστεί δίπλα του και ονομαζόταν από τους κατοίκους Αδελφάτο, χτίστηκαν από τα έσοδα της εκκλησιαστικής περιουσίας.

3. Ο θεσμός του πρωτόγερου

Ο θεσμός του πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια. Πρωτόγερος ήταν εκείνος ο οικογενειάρχης του χωριού που ο μουχτάρης τον επιφόρτιζε με το χρέος της φιλοξενίας Οθωμανών (συνήθως πολιτικών και διοικητικών υπαλλήλων), οι οποίοι για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό. Την υποχρέωση αυτή την είχαν οι κάτοικοι των Πιστικοχωρίων από τότε που το οθωμανικό κράτος τούς εγκατέστησε στην περιοχή ως βοσκούς κρατικών ποιμνίων.

4. Στοιχεία οικιστικής δομής

Οι δρόμοι του χωριού ήταν χωμάτινοι. Τα σπίτια ήταν ξύλινα, χτισμένα με τη μέθοδο ντολμά ή τσατμά (çatma). Έχτιζαν δηλαδή τα θεμέλια του σπιτιού με πέτρα, όπως και τους τοίχους 1 μ. περίπου πάνω από το έδαφος, και από πάνω έβαζαν ξύλινους πήχεις πλεγμένους σταυρωτά και τα ενδιάμεσα του ξύλινου σκελετού τα γέμιζαν με τούβλα. Τα σπίτια ήταν συνήθως διώροφα, τριώροφα ή και τετραώροφα, λόγω του χώρου που χρειάζονταν για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων.

5. Στοιχεία οικονομίας

Βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια σιτηρών και η σηροτροφία. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα ή σε εμπόρους που τους επισκέπτονταν στον τόπο παραγωγής. Όλοι επίσης διέθεταν πρόβατα και αγελάδες και παρήγαν κτηνοτροφικά προϊόντα (τυρί, βούτυρο). Τα σιτηρά, όπως και τα κτηνοτροφικά προϊόντα, τα πουλούσαν στην Απολλωνία. Η Απολλωνία, και κατά δεύτερο λόγο το Μιχαλήτσι, αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα του χωριού. Από εκεί προμηθεύονταν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη, καφέ, ρουχισμό.

6. Ιστορικά γεγονότα – Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Τον Ιούλιο του 1914 οι Απελαδάτοι, όπως και όλα τα υπόλοιπα Πιστικοχώρια, λεηλατήθηκαν από Τούρκους ατάκτους και εκκενώθηκαν. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Μιχαλήτσι, όπως και ο πληθυσμός των άλλων Πιστικοχωρίων.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στο Ψυχικό Σερρών.

1. Οι Απελαδάτοι (ή Πελαδάτοι) ανήκαν στην ομάδα των χωριών της περιοχής Απολλωνιάδας, που ήταν γνωστά ως Πιστικοχώρια. Τα χωριά αυτά ήταν εκτός των Απελαδατών τα εξής: Αγία Κυριακή, Βουλγαράτοι (Μπάσκιοϊ), Χωρούδα (Καρατζόβα), Κωνσταντινάτοι, Σα(γ)ινάτοι (ή Αγινάτοι), Κίντια (ή Κύδια), Σιργιάνι (ή Σιριγιάννη) και Πριμηκήρι, βλ. Κλεώνυμος, Μ. –  Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 97-98. Τα χωριά αυτά ονομάστηκαν έτσι από τους ποιμένες («πιστικούς» σύμφωνα με τη μανιάτικη διάλεκτο) που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Ρυνδακίας και της Απολλωνιάδας από τους Οθωμανούς, πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα, οπωσδήποτε πριν από το 1602. Οι βοσκοί αυτοί έβοσκαν πρόβατα τα οποία σε πρώτη φάση τούς δόθηκαν από το οθωμανικό κράτος, φαίνεται όμως ότι ανήκαν (όσον αφορά την ιδιοκτησία) στον Οθωμανό μπέη της περιοχής. Με τον καιρό ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και συνέστησαν τα παραπάνω χωριά, ενώ το ετήσιο εισόδημά τους από τη βοσκή των ζώων διανεμόταν μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών (μπέηδων). Αργότερα όμως λόγω «καταστροφής των ποιμνίων» (άγνωστες οι αιτίες και η έκταση αυτής της «καταστροφής») τους επιβλήθηκε φόρος νομής. Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι και την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1807-1839), όταν απελευθερώθηκαν από το καθεστώς αυτό της φορολογικής υποτέλειας, βλ. Μεσιτίδης, Α. – Δεληγιάννης, Β., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 427-428. Για τα Πιστικοχώρια βλ. και Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 217, 252-253.

2. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 150. Οι Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 98, αναφέρουν ότι οι Απελαδάτοι αποτελούνταν από 100 οικίες. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 κάνει λόγο για 150 οικογένειες (μάλιστα το χωριό αναφέρεται ως Απελλαδάτοι,  δηλαδή με δύο «λ»), βλ. Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα, Ημερολόγιον έτους 1906 (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 139. Παρόμοια στοιχεία (160 οικογένειες) δίνει και ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, βλ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 154. Σύμφωνα με απογραφή στα τέλη του 1920, το χωριό διέθετε 160 οικογένειες, βλ. Μεσιτίδης, Α. – Δεληγιάννης, Β., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 435. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 786 κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Κωνσταντινούπολη 1922), σελ. 263.  Η Σία Αναγνωστοπούλουν υπολογίζει 786 κατοίκους. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>