1. Ανθρωπογεωγραφία Χωριό παραθαλάσσιο στη νοτιοδυτική παραλία της Κυζικηνής χερσονήσου, 12 χλμ. βορειοδυτικά της Αρτάκης και 28 χλμ. δυτικά της Μηχανιώνας. Η ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Ρόδα (καταχωρισμένη στα βιβλία της μητρόπολης) και η τουρκική (παρουσιάζεται στα επίσημα οθωμανικά έγγγραφα) Ρούτια (Rutya). Σήμερα ονομάζεται Narlı. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό είχε περίπου 200 σπίτια, από τα οποία τα 150 ήταν χριστιανικά και τα 50 μουσουλμανικά.1 Οι Οθωμανοί του χωριού γνώριζαν ελληνικά, ενώ, αντίθετα, τουρκικά γνώριζαν μόνο οι κάτοικοι που δούλευαν στη ναυτιλία. 2. Διοικητική δομή – Εκκλησιαστική εξάρτηση – Εκπαίδευση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, ο οικισμός υπαγόταν διοικητικά απευθείας στο της Αρτάκης, η οποία με τη σειρά της ανήκε στο του Μπαλούκεσερ του της Προύσας. Στο χωριό υπήρχε ένας για το χριστιανικό πληθυσμό, τον οποίο οι χριστιανοί κάτοικοι τον αποκαλούσαν (όπως συνέβαινε και σε άλλα χωριά της Κυζίκου) και ένας για το μουσουλμανικό. Ο μουχτάρης εκλεγόταν μεταξύ των πλούσιων προεστών του οικισμού, όπως και οι 3 αζάδες (σύμβουλοι) που τον ενίσχυαν στο έργο του. Την εκλογή επικύρωνε η οθωμανική διοίκηση. Σε συνεργασία με τον αντίστοιχο κρατικό υπάλληλο (tahsildar), ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων από τους κατοίκους. Η κοινότητα διέθετε ακόμη δύο υπαλλήλους: έναν αγροφύλακα και ένα νυχτοφύλακα. Ο δεύτερος είχε καθήκον του να χτυπάει με το μπαστούνι του τις ώρες κατά τη διάρκεια της νύχτας, όπως και να προστατεύει τα μαγαζιά του χωριού από κλοπές. Οι υπάλληλοι αυτοί πληρώνονταν για τις υπηρεσίες τους από κοινού από χριστιανούς και μουσουλμάνους. Υπήρχαν επίσης επιτροπές αρμόδιες για τη διαχείριση της εκκλησίας και του σχολείου. Η εκκλησία είχε στην ιδιοκτησία της μεταλλεία γρανίτη που υπήρχαν στη θέση «Μεγάλο Καρύδι», λίγο έξω από το χωριό προς την πλευρά του χωριού Γωνιά. Τα λατομεία αυτά τα εκμεταλλευόταν ιταλική εταιρεία, η οποία πλήρωνε το αντίστοιχο ενοίκιο στην εκκλησιαστική επιτροπή. Η τελευταία είχε έσοδα περί τις 2.000 λίρες ετησίως, που προέρχονταν από τα λατομεία γρανίτη και την άμμο που έβγαινε από αυτά. Την άμμο την παραλάμβαναν καΐκια και προοριζόταν για χρήση σε οικοδομές. Τα έσοδα αυτά επέτρεπαν στην εκκλησιαστική επιτροπή να παίζει το ρόλο του πιστωτή σε φτωχούς κατοίκους του χωριού αλλά και να στηρίζει τη λειτουργία του σχολείου (π.χ. την πληρωμή των δασκάλων, που ανερχόταν σε 2.500 γρόσια ετησίως). Τα Ρόδα εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Κυζίκου. Στο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες: η μία αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο και η άλλη στην αγία Παρασκευή. Ο Άγιος Δημήτριος χτίστηκε οπωσδήποτε μετά το 1890, ενώ η Αγία Παρασκευή ήταν παλαιότερη. Οι μουσουλμάνοι το χωριού διέθεταν ένα τζαμί και ένα σχολείο. 3. Οικονομία – Εγκατάσταση μετά τη Μικρασιαστική Καταστροφή Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών και την κτηνοτροφία, ενώ το εμπόριο διεξαγόταν με την Αρτάκη. Το 1915, κάπου τριακόσιοι κάτοικοι πέθαναν από επιδημία χολέρας η οποία διήρκεσε περίπου ένα μήνα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάτοικοι των Ρόδων εγκαταστάθηκαν στα Νέα Ρόδα Χαλκιδικής, στην Καβάλα, τα Λιμενάρια της Θάσου, το Άργος Ορεστικό και το Μαυροχώρι Καστοριάς. |