1. Εισαγωγή Η σύγχρονη ονομασία του «τάφου του Ευαγγελιστή Λουκά» οφείλεται στον J. T. Wood, που πρώτος ανέσκαψε το μνημείο: έχοντας βρει έναν πεσσό με εγχάρακτη παράσταση σταυρού κι ενός κυρτού βοδιού (εικ. 7), ερμήνευσε το δεύτερο ως το 1 του ευαγγελιστή Λουκά κι έτσι έδωσε αυτή την ονομασία στο κτίσμα.2 Το μνημείο βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Πάνω Αγοράς (Δημόσια Αγορά) στην πόλη της Εφέσου. Είναι ένα στρογγυλό μνημείο, μια διώροφη ροτόντα σε εξέδρα, που έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους: ως κυκλική εκκλησία (κατά τον Wood) ή ναός () σε κρηπίδωμα (κατά τους Adler, Ryland, Weber). Η κατασκευή της ανάγεται στα μέσα ή στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα (αν και σύμφωνα με τον Adler χρονολογείται τον 1ο αιώνα) και εγκαταλείφθηκε στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Το κτήριο πιθανότατα ήταν αρχικά κρήνη. Άλλες ερμηνείες τείνουν να το ταυτίζουν με τον τάφο και την εκκλησία του Ευαγγελιστή Λουκά (κατά τον Wood), με ταφικό μνημείο ή ναό, και δη (κατά τον Weber), είτε με κτήριο δημόσιου χαρακτήρα (κατά τον Heberdey). 2. Αρχιτεκτονική περιγραφή Το μνημείο (εικ. 1) βρίσκεται στο μικρό υψίπεδο μεταξύ των δύο λόφων της πόλης, του Bülbül Dağ (αρχ. Πρέον) στα νότια και του Panayır Dağ (αρχ. Πίων) στα βόρεια, περίπου 150 μ. νοτιοανατολικά από τη Δημόσια Αγορά. Το κτήριο είναι μέρος ενός μεγαλύτερου αρχιτεκτονικού συνόλου, που αποτελείται από ένα στρογγυλό κτίσμα στο κέντρο μιας αυλής στρωμένης με μάρμαρο (45 x 55 μ.) και περιβάλλεται από ένα . Το συγκρότημα πλαισιωνόταν από μία κοσμική στα ανατολικά (του 3ου ή του 4ου αιώνα μ.Χ.) και την περιοχή όπου βρίσκονταν τα «εργαστήρια μαλλιού» (κατά τον Wood) στα δυτικά. Στα βόρεια υπήρχε μία από τις κύριες αρτηρίες της αρχαίας πόλης που συνέδεε την Πύλη της Μαγνησίας με την Πάνω Αγορά. Για την περιοχή στα νότια του κτηρίου δε γνωρίζουμε τίποτα, λόγω έλλειψης αρχαιολογικών στοιχείων. Το διώροφο μνημείο απαρτίζεται από μία εξέδρα και έναν ανώτερο όροφο. Η εξέδρα έχει ύψος περίπου 2 μ. και υψωνόταν σε κυκλικού σχήματος θεμελίωση από χυτή τοιχοδομία (), διαμέτρου 15,5 μ., με δύο παραλληλόγραμμες προεκτάσεις προς τα ανατολικά και τα δυτικά. Δεκατέσσερις (παλαιότερα 16) κίονες πλαισιώνουν περιμετρικά τον ισχυρό κυκλικό τοίχο (πάχους 1,35 μ.). Αρχικά οι κίονες καλύπτονταν από (εικ. 5) και τα μετακιόνια διαστήματα φράσσονταν με ένθετες θύρες. Ο κυκλικός τοίχος περιέχει ένα σύστημα διάφορων θαλάμων, ένα διάδρομο και έναν ισχυρό κεντρικό στύλο. Ο βόρειος και ο δυτικός τομέας περιλαμβάνουν καθένας τρεις μικρούς θαλάμους, ενώ ο νότιος τομέας αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο (A). Στον ανατολικό τομέα είναι σήμερα ορατή μια παραπληρωματική κρύπτη, προσβάσιμη μέσω δύο θυρών. Στα δυτικά της ροτόντας προτέθηκε άλλο ένα δωμάτιο (B) και στα ανατολικά μία . Η πρόσβαση στο κρηπίδωμα γινόταν με κλίμακες στα βόρεια, τα δυτικά και τα νότια. Το ανώτερο επίπεδο του ρωμαϊκού κτηρίου (εικ. 2) καταστράφηκε κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο και μετατράπηκε σε εκκλησία (εικ. 3). Έτσι δε διατηρήθηκαν επιτόπου τμήματα του αρχικού ρωμαϊκού οικοδομήματος.
2.1. Προτάσεις αποκατάστασης
Κρίνοντας από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, το ρωμαϊκό μνημείο αποκαθίσταται έχοντας μεγάλη ομοιότητα με τις γνωστές ροτόντες στη Ρώμη (παραδείγματος χάριν το μαυσωλείο κοντά στο Tor de’ Schiavi και το Μαυσωλείο του Μαξεντίου στην Αππία οδό). Θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για κυκλικό κτήριο , που θα στεγαζόταν με τεράστιο θόλο και ήταν προσβάσιμο μέσω μιας μνημειακά διαμορφωμένης (;) κλίμακας.3 Η αποκατάσταση αυτή βασιζόταν στην άποψη ότι οι περισσότεροι τοίχοι ανήκαν στο ρωμαϊκό μνημείο. Βυζαντινές κατασκευές θεωρούνταν μόνο οι κλίμακες στα βόρεια, τα νότια και τα δυτικά, οι τοίχοι της βορειοδυτικής πλευράς της ροτόντας, η κρύπτη και η αψίδα. Ωστόσο, στοιχεία από την ανάλυση της τοιχοδομίας και της στρωματογραφίας μάς υποχρεώνουν να ανάγουμε στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο τόσο τον ισχυρό στρογγυλό τοίχο όσο και το δωμάτιο Β. Επομένως η εξέδρα της ρωμαϊκής ροτόντας αποτελούνταν αρχικά από 16 κίονες, τα δωμάτια σε τέσσερις τομείς, το διάδρομο και τον κεντρικό στύλο.4 Στο εσωτερικό της ροτόντας έχει ανασκαφεί τμήμα ενός αγωγού, επομένως η χρήση της ως ναού ή τάφου πρέπει να αποκλειστεί. Πιθανότερο είναι να επρόκειτο για κρήνη. Βάσει των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ο ανώτερος όροφος μπορεί πιθανότατα να αποκατασταθεί5 ως 6 χωρίς οροφή, που περιέκλειε μια δεξαμενή. Εξαιτίας της έλλειψης αρχαιολογικής πληροφορίας, δεν μπορούμε να καταλήξουμε αν υπήρχε αλληλεξάρτηση της ροτόντας με το τετράπυλο. Μια σειρά επιγραφικών, νομισματικών και στρωματογραφικών αναφορών επιτρέπει την ερμηνεία του όλου συγκροτήματος ως κλειστής εμπορικής αγοράς () με μια κεντρική κρήνη.7 Το μνημείο μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πρώτο παράδειγμα τέτοιας και τέτοιων διαστάσεων κρήνης στη Μικρά Ασία. Το πτερόν αποτελούνταν αρχικά από κίονες, ωστόσο ο Wood το αποκατέστησε ως οικοδόμημα ιωνικού ρυθμού (εικ. 4), κάτι που προφανώς δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί. Σώζεται μια εντυπωσιακή ποσότητα μελών του αρχιτεκτονικού και γλυπτού διακόσμου, κυρίως επειδή τα μέλη αυτά σε δεύτερη χρήση αξιοποιήθηκαν στην κατασκευή του ναού στους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους. Σπόλια εντοπίστηκαν και στις τρεις κλίμακες της εκκλησίας, καθώς και στον ισχυρό κυκλικό τοίχο (εικ. 6). 3. Κατασκευή Το εξωτερικό της εξέδρας καθώς και ολόκληρο το ανώτερο οικοδόμημα (ο μονόπτερος) έγιναν από λευκό μάρμαρο με κυανόγκριζους κόκκους. Για τους 16 κίονες και τους θαλάμους χρησιμοποιήθηκε τοπικός ασβεστόλιθος και λαξευτοί λίθοι. Η θεμελίωση του κτηρίου έγινε με χυτή τοιχοδομία, ενώ στην πλινθοδομή του ρωμαϊκού συστήματος θαλάμων καθώς και στους πρωτοβυζαντινούς τοίχους έχει χρησιμοποιηθεί . Οι υστεροβυζαντινές δομές στην κρύπτη έχουν γίνει με . Οι θολωτές οροφές των θαλάμων, του διαδρόμου και της κρύπτης έχουν κατασκευαστεί με πλίνθους. 4. Ιστορικό και χρονολόγηση Τα πολυάριθμα και οι στρωματογραφικές ενδείξεις καθιστούν πιθανή την κατασκευή της κρήνης στα μέσα ή στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. Στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα η κρήνη εγκαταλείφθηκε και τα αρχιτεκτονικά της κατάλοιπα ξαναχρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της εκκλησίας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για επισκευές μετά τους γνωστούς σεισμούς του 3ου και του 4ου αιώνα.
Μετά την εγκατάλειψη της κρήνης, στα ερείπιά της ανεγέρθηκε εκκλησία με άγνωστη αφιέρωση. Στα ανατολικά προστέθηκε μία αψίδα, το σύστημα των θαλάμων στο κρηπίδωμα αφαιρέθηκε εν μέρει και προστέθηκαν το δωμάτιο Α και η κρύπτη. Ο πρόσθετος κυκλικός τοίχος χρησίμευσε ως υποδομή για την εκκλησία του ανώτερου ορόφου. Με τον ίδιο τρόπο οι ισχυροί τοίχοι του δωματίου Β στα δυτικά έπαιξαν το ρόλο της θεμελίωσης του . Η εκκλησία πάνω στο κρηπίδωμα ήταν προσβάσιμη από τρεις κλίμακες, προσαρτημένες στα βόρεια, στα δυτικά και στα νότια. Δε σώζεται σχεδόν τίποτα από το ναό, πιθανότατα επειδή το κτίσμα χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο στους Μεταβυζαντινούς χρόνους. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1865 (από τον J.T. Wood), ενώ το 1908 το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (από τον R. Heberdey) διεξήγαγε περαιτέρω έρευνες. Μία εκ νέου έρευνα ξεκίνησε τελικά το 1997 (από τον A. Pülz). Το 1996 το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο αναστήλωσε ορισμένα τμήματα που είχαν καταρρεύσει. Σήμερα το μνημείο βρίσκεται εκτός ανασκαφικού χώρου (κοντά στην πάνω είσοδο) και είναι επισκέψιμο από το κοινό. |