Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor FOUNDATION OF THE HELLENIC WORLD
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα AΑναζήτηση με το γράμμα BΑναζήτηση με το γράμμα CΑναζήτηση με το γράμμα DΑναζήτηση με το γράμμα EΑναζήτηση με το γράμμα FΑναζήτηση με το γράμμα GΑναζήτηση με το γράμμα HΑναζήτηση με το γράμμα IΑναζήτηση με το γράμμα JΑναζήτηση με το γράμμα KΑναζήτηση με το γράμμα LΑναζήτηση με το γράμμα MΑναζήτηση με το γράμμα NΑναζήτηση με το γράμμα OΑναζήτηση με το γράμμα PΑναζήτηση με το γράμμα QΑναζήτηση με το γράμμα RΑναζήτηση με το γράμμα SΑναζήτηση με το γράμμα TΑναζήτηση με το γράμμα UΑναζήτηση με το γράμμα VΑναζήτηση με το γράμμα WΑναζήτηση με το γράμμα XΑναζήτηση με το γράμμα YΑναζήτηση με το γράμμα Z

Εφέσου Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

Author(s) : Μουστάκας Κωνσταντίνος (5/23/2001)

For citation: Μουστάκας Κωνσταντίνος, «Εφέσου Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)», 2001,
Encyclopaedia of the Hellenic World, Asia Minor
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4385>

Εφέσου Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος) (4/14/2008 v.1) Diocese of Ephesus (Ottoman Period) - has not been published yet 
 

1. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη δυτική Μικρά Ασία από το 13ο έως το 16ο αιώνα

Η μεγάλη τομή στην ιστορία της εκκλησιαστικής επαρχίας της Εφέσου ταυτίζεται με το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της παρουσίας του ελληνoρθόδοξου στοιχείου στη δυτική Μικρά Ασία κατά το τέλος της βυζαντινής φάσης του και κατά το πέρασμά του στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Καθώς πρόκειται για μια μετάβαση χαρακτηριζόμενη από ταχείες εξελίξεις και δραματικά χαρακτηριστικά, οι επιπτώσεις για το ελληνoρθόδοξο στοιχείο της περιοχής και τους θεσμούς του, περιλαμβανομένων των εκκλησιαστικών, υπήρξαν έντονες προς την αρνητική κατεύθυνση. Η καταστροφικού χαρακτήρα κατάρρευση της βυζαντινής κυριαρχίας στη δυτική Μικρά Ασία και η επιβολή της εξουσίας των Οθωμανών εμίρηδων, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα, συνοδεύτηκε από μεγάλης κλίμακας φθορά του ελληνορθόδοξου και γενικότερα του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής (σε κάποιο βαθμό μέσω βίαιων θανάτων και εξανδραποδισμού, αλλά κατά πάσα πιθανότητα κυρίως μέσω του εξισλαμισμού, συχνά εκούσιου). Το αποτέλεσμα ήταν η ταχεία και ολοκληρωτική αλλαγή της εθνοθρησκευτικής εικόνας της περιοχής (οι συνέπειες της εκτεταμένης αυτής αλλαγής στα πληθυσμιακά δεδομένα της περιοχής φαίνονται στα οθωμανικά κατάστιχα του 15ου και του 16ου αιώνα, που αποκαλύπτουν την εξαιρετικά ισχνή παρουσία του χριστιανικού στοιχείου στις επαρχίες των δυτικών μικρασιατικών παραλίων).1

Άμεσο αποτέλεσμα της βίαιης μουσουλμανικής κατάκτησης των δυτικών παραλιακών επαρχιών της Μικράς Ασίας ήταν η εκ των πραγμάτων απενεργοποίηση των εκκλησιαστικών αρχών της περιοχής. Η εκ νέου ενεργοποίηση μερικών από αυτές θα είχε συνέπεια τη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης και τις απαρχές της αντιμετώπισης του εναπομείναντος χριστιανικού πληθυσμού ως ζιμμήδων, από τους νέους μουσουλμάνους κυρίαρχους, πριν ακόμη από την ένταξη των περιοχών αυτών στην οθωμανική επικράτεια. Το νέο πλαίσιο ανάπτυξης των εκκλησιαστικών αρχών είναι ιδιαίτερα δυσμενές και λόγω της στάσης των μουσουλμάνων κυριάρχων, που στο από μέρους τους εκχωρούμενο δικαίωμα εκκλησιαστικής οργάνωσης των χριστιανών υπηκόων τους διαβλέπουν τη δυνατότητα οικονομικού οφέλους· έτσι επιτρέπουν την οργάνωση των εκκλησιαστικών φορέων και την άσκηση των δραστηριοτήτων τους κατόπιν χρηματικών ανταλλαγμάτων – τα γνωστά πεσκέσια, που στο εξής θα διέπουν τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το οθωμανικό κράτος, έως την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ. Όμως, το νέο πλαίσιο είναι ιδιαίτερα δυσμενές κυρίως λόγω της δραματικής πληθυσμιακής και οικονομικής εξασθένισης του χριστιανικού στοιχείου, που δεν επαρκεί για τη στήριξη των αρχών αυτών. Έτσι οι περισσότερες από τις εκκλησιαστικές επαρχίες που είχαν προϋπάρξει σε αυτά τα εδάφη δεν επανενεργοποιούνται. Εξαίρεση αποτελούν μερικές μόνο μητροπόλεις στις παραδοσιακές έδρες των οποίων είχε διατηρηθεί χριστιανικός πληθυσμός.

Ενδεικτική είναι η εικόνα που μας παρουσιάζουν τα μπεράτια του 1483 και του 1525: οι μόνες μητροπόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας που διατηρούνταν ενεργές τότε ήταν η Εφέσου, η Σμύρνης, η Μιλήτου, ίσως η Σταυρουπόλεως Καρίας, η Φιλαδελφείας και η Λαοδικείας.2 Από τις μητροπόλεις αυτές, η Εφέσου, λόγω μεγαλύτερου κύρους εν σχέσει με το παρελθόν (καθώς ήταν δεύτερη στην ιεραρχική «τάξη» μεταξύ των επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου), είχε ουσιαστικά επεκτείνει την αρμοδιότητά της στο χώρο όλων των παλαιών μητροπόλεων που είχαν εκλείψει, από τις ακτές της Αιολίδας απέναντι από τη Λέσβο έως τις εκβολές του Μαιάνδρου, ενώ η αρμοδιότητα της μητρόπολης Σμύρνης περιοριζόταν στην ίδια την πόλη. Με την έκλειψη των μητροπόλεων Μιλήτου και Σταυρουπόλεως, κατά το 16ο αιώνα και σίγουρα μετά το 1525, οι αρμοδιότητές τους περιήλθαν στη μητρόπολη Εφέσου, η οποία έτσι επεκτάθηκε και στην Καρία. Αργότερα, όταν η Φιλαδέλφεια έπαψε να στεγάζει μητροπολίτη και ο τίτλος της αποδόθηκε στον αρχιερέα της ορθόδοξης κοινότητας της Βενετίας, η επαρχία της υποβιβάστηκε σε πατριαρχική εξαρχία. Αυτή κατά καιρούς εκχωρούνταν στη μητρόπολη Εφέσου (όπως το 1655), σηματοδοτώντας την περαιτέρω αύξηση του χώρου αρμοδιότητας της τελευταίας.3

2. Η μητρόπολη Εφέσου από το 14ο έως το 17ο αιώνα

Μετά την τουρκική κατάληψη της Εφέσου, που έλαβε χώρα το 1304, η μητρόπολη παρέμεινε ανενεργή έως το 1339-1340, οπότε ο μητροπολίτης Ματθαίος (εκλεγμένος ήδη από το 1329, αν όχι νωρίτερα) μετέβη επιτόπου για να την αναδιοργανώσει. Οι λεπτομέρειες που είναι γνωστές από επιστολές του ίδιου είναι ενδεικτικές των δυσκολιών που παρουσίαζε η προσπάθεια ανασυγκρότησης των εκκλησιαστικών αρχών στον τουρκοκρατούμενο πλέον χώρο. Για να επιτραπεί στο Ματθαίο η μετάβαση και η εγκατάσταση στην Έφεσο (Αγιασολούκ) χρειάστηκε να καταβάλει χρηματικά δώρα στους εμίρηδες Σμύρνης και Εφέσου του οίκου των Aydınoğlu, ενώ η μετατροπή όλων των χριστιανικών ναών της Εφέσου σε τζαμιά δεν του επέτρεπε να χρησιμοποιεί παρά ένα ασήμαντο παρεκκλήσι ως καθεδρικό ναό.4 Λεπτομέρειες για την επιτόπια δράση και παρουσία των μετέπειτα μητροπολιτών Εφέσου, έως το 17ο αιώνα, δεν είναι γνωστές. Μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι για μεγάλα διαστήματα της θητείας τους δε βρίσκονταν στην έδρα τους (τουλάχιστον οι μητροπολίτες του 14ου και 15ου αιώνα)· αυτό οφειλόταν όχι μόνο στις εγγενείς δυσκολίες που προέκυπταν από την πληθυσμιακή και οικονομική αδυναμία του ποιμνίου τους και τα προσκόμματα που ενίοτε έθεταν οι φορείς της πολιτικής εξουσίας, αλλά και στο γεγονός της εμπλοκής των αρχιερέων σε σημαντικές εκκλησιαστικές υποθέσεις που απαιτούσαν την παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη ή και αλλού (με δεδομένο το ότι η θέση του μητροπολίτη Εφέσου, λόγω του ιδιαίτερου κύρους της, συνήθως καταλαμβανόταν από ιδιαίτερα διακεκριμένες εκκλησιαστικές προσωπικότητες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Μάρκου Ευγενικού, ο οποίος, αν και είχε εκλεγεί μητροπολίτης Εφέσου από το 1437, μπόρεσε να μεταβεί στην περιοχή μόλις το 1440 εξαιτίας των υποχρεώσεων της συμμετοχής του στη σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας. Αλλά και μετά την άφιξή του στην Έφεσο, παρέμεινε εκεί για μικρό μόνο χρονικό διάστημα, ίσως μικρότερο του έτους, και, όπως παραδίδεται, αναγκάστηκε να φύγει λόγω των ενοχλήσεων που δεχόταν από τους ενωτικούς (εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η Έφεσος αποτελούσε τότε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο με έντονη παρουσία Ιταλών εμπόρων, οι οποίοι προφανώς ενίσχυαν τις ενωτικές αντιλήψεις και μεταξύ των ορθόδοξων κατοίκων). Έκτοτε, και μέχρι το θάνατό του (1444-1445), εξακολούθησε να φέρει το αξίωμα του μητροπολίτη Εφέσου χωρίς όμως να επανέλθει ποτέ στη μητρόπολή του.5 Πάντως, η εξομάλυνση που επήλθε στη λειτουργία των εκκλησιαστικών αρχών από τη σταδιακή ενσωμάτωσή τους στο οθωμανικό σύστημα πρέπει να κατέστησε ευκολότερη την παραμονή των μητροπολιτών στις έδρες τους. Οπότε για την περίοδο από το 16ο αιώνα και εξής μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι αναφερόμενοι μητροπολίτες Εφέσου γενικά ασκούσαν τα καθήκοντά τους επιτόπου, κάτι που αποτελούσε πλέον απαίτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι πληροφορούμαστε ότι ο μητροπολίτης Εφέσου Μελέτιος Α΄ ο Παντόγαλος καθαιρέθηκε από το αξίωμά του το 1642 γιατί απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα από τη μητρόπολή του χωρίς την έγκριση του Πατριαρχείου.6

Παράλληλα με τη θεσμική της συγκρότηση, η μητρόπολη Εφέσου φαίνεται πως αντιμετώπισε και πρόβλημα έδρας, αφού μεταξύ 1525 και 1577 αυτή απομακρύνθηκε από το Αγιασολούκ, ίσως λόγω παρακμής της εμπορικής κίνησης προς όφελος της Σμύρνης. Αυτό το γεγονός θα συντέλεσε στην περαιτέρω οικονομική αποδυνάμωση του ορθόδοξου στοιχείου της πόλης. Έτσι, το 1577 ως έδρα του μητροπολίτη Εφέσου μαρτυρούνται τα Θείρα (Tire),7 ενώ η εγκατάσταση της μητρόπολης στην τελική της –έως και το 1922– έδρα, στη Μαγνησία, μπορεί να χρονολογηθεί αργότερα, ίσως προς τα τέλη του 17ου αιώνα, παράλληλα με την παρουσία χριστιανικού πληθυσμού στην τελευταία (κατά το 16ο αιώνα η Μαγνησία φαίνεται πως δεν είχε χριστιανούς κατοίκους).8

3. Η μητρόπολη Εφέσου από το 18ο έως τον 20ό αιώνα

Η έκταση του χώρου αρμοδιότητας της μητρόπολης μπορεί να χαρακτηριστεί υπερβολική, και αυτό πρέπει να έγινε αισθητό κατά το 18ο αιώνα, όταν ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός των δυτικών μικρασιατικών παραλίων αυξήθηκε αισθητά. Αποτέλεσμα αυτής της δημογραφικής εξέλιξης ήταν ο περιορισμός του χώρου άμεσης αρμοδιότητας της μητρόπολης Εφέσου με την ίδρυση αρχικά δύο επισκοπών εντός αυτής, προ του 1715, της Ηλιουπόλεως και Θυατείρων με έδρα το Αϊδίνι) και της Κρήνης και Ανέων, που αργότερα (το 1883) διαχωρίστηκαν σε επισκοπή Κρήνης (έδρα ο Τσεσμές) και επισκοπή Ανέων (έδρα τα Σώκια). Παρά τη δημιουργία των επισκοπών αυτών η γεωγραφική έκταση της μητρόπολης παρέμενε μεγάλη, με αποτέλεσμα κατά τα μέσα του 19ου αιώνα να ληφθούν αποκεντρωτικά μέτρα για τον καλύτερο χειρισμό των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Έτσι, η μητρόπολη Εφέσου διακρίθηκε σε τρία διαμερίσματα, της Μαγνησίας, του Κορδελιού και του Αϊβαλιού(Κυδωνιών), η κύρια έδρα της μητρόπολης παρέμενε στη Μαγνησία, ενώ το Κορδελιό και το Αϊβαλί αναδείχτηκαν σε δευτερεύουσες έδρες του μητροπολίτη, με τοπικό αντιπρόσωπό του έναν επίτροπο ο οποίος άτυπα αποκαλούνταν «επίσκοπος».

Οι παραπάνω εξελίξεις δείχνουν ότι η μητρόπολη είχε πλέον, προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, περιέλθει σε φάση εδαφικής συρρίκνωσης (θα μπορούσαμε να πούμε εξορθολογισμού της γεωγραφικής έκτασής της). Η τάση αυτή υπαγορευόταν και από το ισχυρό αίτημα των αναπτυσσόμενων ελληνικών κοινοτήτων για αναβάθμιση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών τους μετά τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και τη θέσπιση των επαρχιακών συμβουλίων (idare meclisi), στα οποία το υψηλότερο επίπεδο εκπροσώπησης των μη μουσουλμάνων υπηκόων δόθηκε στον επικεφαλής του τοπικού κλήρου. Ως αποτέλεσμα αυτών των αιτημάτων, οι επισκοπές Ηλιουπόλεως, Κρήνης και Ανέων αναβαθμίστηκαν σε μητροπόλεις (μεταξύ 1896 και 1907), ενώ στο Αϊβαλί η ανοιχτή αντιπαράθεση της κοινότητας με το μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη οδήγησε στη δημιουργία μητρόπολης το 1908 (με την έδρα του αντίστοιχου διαμερίσματος της μητρόπολης Εφέσου να μεταφέρεται στην Πέργαμο). Η τελική φάση απόσπασης εδαφών από τη μητρόπολη Εφέσου για τη δημιουργία νέων μητροπόλεων (Βουρλών και Περγάμου το Φεβρουάριο του 1922) έλαβε χώρα κατά την περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας και της ελληνικής διοίκησης, στο πλαίσιο μιας πολιτικής ενίσχυσης της εκκλησιαστικής παρουσίας στο χώρο που αναμενόταν είτε να αυτονομηθεί είτε να ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια.

1. Barkan, Ö.L., ‘‘894 (1488/89) yılı cizyesinin tahsilâtına âit muhasebe bilâçoları’’, Belgeler 1 (1964), σελ. 1-118.

2. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 130-131, 136, 137.

3. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), αρ. 249, σελ. 186.

4. Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley 1971), σελ. 343-348.

5. Καρμίρης, Ι.Μ., «Μάρκος ο Ευγενικός», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 8 (Αθήνα 1966), στ. 760-761.

6. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου, μία Πηγή και ένα Τεκμήριο (Αθήνα 1987), αρ. 197, σελ. 171.

7. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 137.

8. Emecen, F., XVI. asırda Manisa Kazâsı (Ankara 1989).

     
 
 
 
 
 

Entry's identity

 
press image to open photo library
 

>>>