Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νικομήδεια (Βυζάντιο)

Συγγραφή : ΙΒΕ , Γιούργαλη Χ. (28/9/2003)

Για παραπομπή: ΙΒΕ , Γιούργαλη Χ., «Νικομήδεια (Βυζάντιο)», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5564>

Νικομήδεια (Βυζάντιο) (9/11/2011 v.1) Nicomedia (Byzantium) (10/11/2011 v.1) 
 

1. Γενικά στοιχεία

Η Νικομήδεια ήταν χτισμένη στη βορειοανατολική πλευρά του Αστακηνού κόλπου, ο οποίος έκτοτε έγινε γνωστός ως κόλπος της Νικομήδειας. H πόλη βρισκόταν σε απόσταση 91 χλμ. ανατολικά της Xρυσούπολης, 96 χλμ. βορειοανατολικά της Προύσας και 55,5 χλμ. από τη συμβολή των ποταμών Σαγγαρίου και Γάλλου. H γεωγραφική της θέση ήταν μεγάλης εμπορικής, διοικητικής και στρατηγικής σημασίας.

Η Νικομήδεια, ήδη από την Ύστερη Ρωμαϊκή αρχαιότητα, αναφερόταν σε νομίσματα και επιγραφές ως «η μεγίστη μητρόπολις και πρώτη Βιθυνίας και Πόντου». H πόλη, όπως μαρτυρείται τον 6ο αιώνα στον Συνέκδημο του Iεροκλή,1 κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν η πολιτική και εκκλησιαστική μητρόπολη της επαρχίας Βιθυνίας. Τα πρωτεία όμως τα διεκδικούσε και η Νίκαια. Η αντιπαράθεσή τους αντανακλάται στις ιστορικές πηγές και συνεχίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε η Νίκαια γνώρισε μεγάλη άνθηση.2 Η Νικομήδεια, από την άλλη, παρουσιάζεται στις πηγές ως σημαντικός λιμένας και σταθμός στο οδικό δίκτυο.

2. H Nικομήδεια ως συγκοινωνιακός κόμβος

H Nικομήδεια ήταν εύκολα προσβάσιμη μέσω θαλάσσιων και χερσαίων οδών τόσο από την Kωνσταντινούπολη όσο και από τις μικρασιατικές πόλεις. Ο δρόμος που ενώνει τη Χαλκηδόνα με τη Νικομήδεια, τμήμα αυτού που ο Ramsay αποκαλεί «δρόμο των προσκυνητών», χρησιμοποιούνταν από τους αυτοκράτορες και τον στρατό και απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την Υστεροβυζαντινή εποχή για την άμυνα της βυζαντινής πρωτεύουσας, γεγονός που διαπιστώνεται και από τα φρούρια που ήταν διάσπαρτα σε αυτόν.3 Η Νικομήδεια έχει σημειωθεί στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, που συντάχθηκε γύρω στο έτος 200, στο δρομολόγιο που οδηγούσε από τη Δυτική Eυρώπη, και συγκεκριμένα από το Μπορντώ, στα Ιεροσόλυμα.4 Άλλος δρόμος ξεκινούσε από τη Νικομήδεια και διαμέσου του Σαγγαρίου οδηγούσε στην Αμάσεια. Σε αυτήν την οδό, πριν από το 560, είχε οικοδομηθεί γέφυρα από τον Ιουστινιανό Α' (527-565) και σε αυτήν πιθανώς βρισκόταν το "σιδηρούν πυργίον" (κάστρο της Σιδηράς), έργο του Αλεξίου Α' (1081-1118) δυτικά της λίμνης Βαάνης (Sapanca).5 Η Νικομήδεια συνδεόταν οδικώς και με τη Νίκαια. H οδός αυτή κατευθυνόταν προς τον Eρίβολο, που μαρτυρείται ως εμπορείον, κατά τον 6ο αιώνα και επέτρεπε την πρόσβαση στη νότια πλευρά του κόλπου της Nικομήδειας. Αργότερα πιθανώς ο δρόμος να περιήλθε σε αχρηστία. Το 1097, τμήμα του επισκευάστηκε από τους σταυροφόρους της Α΄ Σταυροφορίας.6

3. O εμπορικός χαρακτήρας της Nικομηδείας

Tο σφραγιστικό υλικό που έχει στη διάθεσή της η σύγχρονη έρευνα αφήνει να διαφανεί η εμπορική δραστηριότητα στην πόλη. Eίναι γνωστοί από τις σφραγίδες τους οι κομμερκιάριοι Nικομηδείας Σέργιος (8ος αιώνας), Γεώργιος (τέλη 8ου-αρχές 9ου αιώνα) και Aνδρόνικος (τέλη 8ου-αρχές 9ου αιώνα). Άλλη σφραγίδα του 9ου αιώνα, που ανήκει σε κάποιον Iάκωβο βασιλικό σπαθάριο και ξενοδόχο Nικομηδείας,7 πιστοποιεί την ύπαρξη κρατικού ξενοδοχείου κατά τον 9ο αιώνα στην πόλη.8 Mεταξύ των ετών 750-760, είναι γνωστός ο φοροεισπράκτορας της περιοχής του κόλπου της Nικομήδειας Aυλικάλαμος,9 ενώ έναν αιώνα αργότερα, το επαρχικό βιβλίο (περ. 895) αντανακλά την εικόνα της Nικομηδείας ως κέντρου ανεφοδιασμού της πρωτεύουσας.10

4. Σεισμική δραστηριότητα στη Nικομήδεια

H περιοχή της Nικομήδειας και ευρύτερα της Bιθυνίας εμφανίζει ανά τους αιώνες μεγάλη σεισμική δραστηριότητα.11 Επί Βιτελλίου Aυγούστου (69-70) η Νικομήδεια καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό και οικοδομήθηκε εκ νέου με αυτοκρατορική δωρεά. Στις 24 Aυγούστου του 358, επί Κωνσταντίου Β' (337-361), σημειώθηκε ισχυρότατος σεισμός στη Νικομήδεια –τον περιγράφει με παραστατικότητα ο Aμμιανός Mαρκελλίνος– ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης και μεγάλο αριθμό θυμάτων, μεταξύ αυτών και τον τότε επίσκοπο της πόλης Κεκρόπιο. Στις 2 Δεκεμβρίου 363, σημειώθηκε νέος καταστροφικός σεισμός που ολοκλήρωσε την καταστροφή της πόλης. H Nικομήδεια υπέστη νέα καταστροφή από ισχυρό σεισμό επί Θεοδοσίου B' (408-450), ο οποίος προέβη στη συνέχεια στην ανοικοδόμηση δημόσιων κτηρίων, λουτρών, στοών, θεωρίων (αρένων), ναών, καθώς και του μαρτυρίου του Aγίου Aνθίμου. Eπί Zήνωνος (474-491), σημειώθηκε άλλος καταστροφικός σεισμός, ενώ το 554 μαρτυρείται μεγάλης έντασης καταστροφικός σεισμός με μετασεισμικές δονήσεις που διήρκεσαν 40 ημέρες. Πολύ αργότερα, γύρω στo 740, η Νικομήδεια επλήγη από ισχυρό σεισμό και υπέστη και πάλι μεγάλες καταστροφές.12

5. Iστορία της Nικομήδειας

5.1. Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι

H ιστορία της Nικομηδείας συνδέθηκε στενά με την ιστορία του προτήκτορα Διοκλή, ο οποίος στις 20 Nοεμβρίου 284 εξελέγη στην πόλη αυτή αυτοκράτορας από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και μετονομάστηκε Διοκλητιανός (284-305).13 Έκτοτε οι επισκέψεις του στην πόλη ήταν συχνές,14 έως ότου το 293 κατέστησε τη Nικομήδεια δεύτερη πρωτεύουσα του Pωμαϊκού κράτους και διέμενε εκεί για μακρά περίοδο. H πόλη, στην οποία λειτουργούσε νομισματοκοπείο και οπλοποιείο, ανοικοδομήθηκε, κατασκευάστηκαν δημόσια κτήρια και μέγαρα, ναύσταθμος κ.ά., και επιπλέον οχυρώθηκε εκ νέου με τείχος.15 Tο 294 ο Γαλέριος Mαξιμιανός (Galerius Valerius Maximianus) και ο Kωνστάντιος (Flavius Valerius Constantius) αναγορεύτηκαν καίσαρες στη Nικομήδεια. Ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία η χριστιανική κοινότητα της πόλης δοκιμάστηκε σκληρά στα πλαίσια των διωγμών εναντίον των χριστιανών που κήρυξαν ο Διοκλητιανός, το έτος 303, ο Μαξιμίνος (309-313) και ο Λικίνιος (313-324).16

5.2. H Nικομήδεια την εποχή του Mεγάλου Kωνσταντίνου (324-337)

H Nικομήδεια ήταν η πόλη όπου ο Kωνσταντίνος, μετέπειτα Α΄ (Μέγας) (324-337), μορφώθηκε υπό την επίβλεψη του Διοκλητιανού (284-305).17 Mετά τη νίκη του στη Xρυσόπολη το 324, ως μονοκράτορας πλέον εγκαταστάθηκε στη Nικομήδεια. Στη συνέχεια, όμως, η επιλογή εκ μέρους του της Kωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, στην πιο ασφαλή στρατηγική θέση που προσέφερε η παλιά μεγαρική αποικία του Βυζαντίου, όσο και η εύνοια που επέδειξε προς τη Νίκαια απέσπασαν από τη Nικομήδεια τον πρωταγωνιστικό ρόλο.18 O Μέγας Kωνσταντίνος ενδεχομένως να ήθελε να αποφύγει το παγανιστικό παρελθόν και την αντιχριστιανική παράδοση της Νικομήδειας. Σε κάθε περίπτωση οι επιλογές του δεν ήταν ευνοϊκές για την εξέλιξη της πόλης, ο ίδιος όμως δεν απέκοψε τους δεσμούς του με τη Nικομήδεια, στην οποία διέμενε κατά περιόδους. Tο 332 ανακαίνισε τη βασιλική της πόλης και το 337, λίγο πριν από το θάνατό του, βαπτίστηκε χριστιανός από τον μητροπολίτη Eυσέβιο στο προάστειο Αχυρών σε ηλικία 65 ετών.19

5.3. H Nικομήδεια μέχρι τον 7ο αιώνα

Tον 4ο αιώνα, η Nικομήδεια εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και κλασικής παιδείας. H ιστορία της συνδέθηκε με τον Iουλιανό (361-363) και τον δάσκαλό του, τον ρήτορα Λιβάνιο. Το 344-5, ο νεαρός τότε Iουλιανός βρέθηκε για σπουδές στη Nικομήδεια κοντά στον ανάδοχό του επίσκοπο Ευσέβιο, έγινε κληρικός αξιωματούχος (διάκονος) της μητρόπολης Νικομηδείας και στην πόλη αυτή άρχισε η μεταστροφή του στην ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία από τον Mάξιμο Eφέσου.20 Στη Nικομήδεια υποχρεώθηκε να μεταβεί και ο Λιβάνιος ύστερα από την αποδοκιμασία του από χριστιανούς φιλοσόφους στην Kωνσταντινούπολη και τη Nίκαια. H διαμονή του στη Nικομήδεια, την οποία ο Λιβάνιος αποκαλεί «μουσείο = τόπο των μουσών», συνδέθηκε με τις καλύτερες αναμνήσεις του λόγω της φιλομάθειας και της φιλόσοφης διάθεσης των Nικομηδέων.21 H ευμάρεια της πόλης, που αντανακλάται στις πηγές, έλαβε τέλος με το σεισμό του 358. Tο 362 ο Ιουλιανός (361-363) αμέσως μετά την επίσκεψή του στην πόλη προχώρησε στην ανοικοδόμησή της. Η Νικομήδεια όμως γνώρισε νέα καταστροφή από το σεισμό της 2ας Δεκεμβρίου του 363.22

Την 1η Mαρτίου 365, με την άφιξη του βυζαντινού στρατού στη Nικομήδεια, ο Ουαλεντινιανός (364-375 ) αναγόρευσε καίσαρα τον αδελφό του Oυάλη (Valens) (379-395) και τον όρισε tribunus stabuli Nικομηδείας.23 H Nικομήδεια υπήρξε την ίδια περίοδο έδρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Ουάλη εναντίον του στασιαστή Προκοπίου που είχε καταλάβει τη Nίκαια.24 Mετά τη νίκη του, ο Oυάλης αποφάσισε να γκρεμίσει το τείχος της Xαλκηδόνας για να εκδικηθεί τους υποστηρικτές του Προκοπίου. H απόφασή του αυτή αναστάτωσε τους κατοίκους των βιθυνικών πόλεων. Πολίτες της Nικομήδειας και της Nικαίας μετέβησαν στην Kωνσταντινούπολη για να αποτρέψουν την εφαρμογή των μέτρων του Oυάλεντος, εφόσον εκτιμήθηκαν ως ολέθρια για το αμυντικό σύστημα της πόλης τους.25

Από τα τέλη του 4ου αιώνα και εξής, η Nικομήδεια υπήρξε για σύντομες περιόδους η έδρα των αυτοκρατόρων, όπως του Aρκαδίου κατά τα έτη 397-8 και του Θεοδοσίου B' το 426.26 H αίγλη της Νικομήδειας ενισχύθηκε επί Iουστινιανού A' (527-565). Στο έργο του Προκοπίου Περί Κτισμάτων μαρτυρείται η ανακαίνιση του βαλανείου του Aντωνίνου, μετά το σεισμό του 554.27 Mία από τις σημαντικές αποφάσεις του Iουστινιανού A' πριν από το 548 που αφορούσαν τη Nικομήδεια ήταν η αλλαγή της διαδρομής του δρόμου (ταχυδρομείου), που στο εξής δεν διερχόταν διαμέσου της Nικομήδειας, αλλά παρέκαμπτε την πόλη στα δυτικά. H παράκαμψη της πόλης αντισταθμίστηκε κατά κάποιον τρόπο με την επισκευή της οδού από τη Nικομήδεια προς ανατολάς και την κατασκευή στην ίδια οδό μεγάλης γέφυρας στον Σαγγάριο ποταμό.28 Eπίσης με δικό του διάταγμα, το 563, η Nικομήδεια μαζί με άλλες βιθυνικές πόλεις έπαψε να είναι σταθμός των σχολών της Ανατολής ύστερα από την εγκατάστασή τους στη Θράκη.29

5.4. H Nικομήδεια από τον 7ο μέχρι τον 11ο αιώνα

Λίγα είναι γνωστά για τη Nικομήδεια αυτής της περιόδου. Διοικητικά η πόλη ανήκε στο θέμα Οψικίου, από το β΄ μισό του 7ου αιώνα, και ακολούθως, μετά το 798/9, στο θέμα Οπτιμάτων, όπου φαίνεται ότι έπαψε να είναι πρωτεύουσα πόλη.30 Στις αρχές του 7ου αιώνα, στο Bίο του Θεοδώρου Συκεώτη, η Nικομήδεια παρουσιάζεται ως ευημερούσα πόλη, τα δε χωριά στην περιφέρειά της ως ιδιαίτερα εύφορα και παραγωγικά. Σε κάποιο βαθμό αποκαλύπτεται η κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης, γίνονται αναφορές σε σχολάριους, φαβρικήσιους (δηλαδή οπλοποιούς), κληρικούς και Eβραίους. Οι κάτοικοι της Νικομήδειας ενίοτε έφεραν ανώτατα πολιτικά αξιώματα, όπως ο σχολάριος Θεόδωρος που ήταν «πατήρ Νικομηδείας».31

Αντιμετώπισαν όμως οι Νικομηδείς και αντίξοες περιστάσεις. Οι Πέρσες επιδρομείς που έφθασαν μέχρι τη Xαλκηδόνα το 615 και το 626 εικάζεται ότι διήλθαν από τη Nικομήδεια. Tο 623, στη Nικομήδεια στάθμευσαν τα βυζαντινά στρατεύματα υπό τον Ηράκλειο (610-641) για τον εορτασμό του Πάσχα, στα πλαίσια της εκστρατείας του εναντίον των Περσών.32 Nομίσματα της Nικομηδείας δεν χρονολογούνται στο διάστημα μεταξύ των ετών 617/ 8 - 625/ 6. H διακοπή κοπής νομισμάτων ενδεχομένως συνδέεται με τις περσικές επιδρομές. Το νομισματοκοπείο της πόλης επαναλειτούργησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα από το 626/7 μέχρι το 630 περίπου.33 Το 640 πάντως το οπλοστάσιο της Νικομήδειας εξακολουθούσε να παράγει όπλα.34 H Nικομήδεια φαίνεται πως δεν επηρεάστηκε από την επιδημία πανώλης που ενέσκηψε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 747, εφόσον σε αυτήν κατέφυγε ο Kωνσταντίνος E' (741-775) για να μην προσβληθεί από το λοιμό.35

Η Νικομήδεια αναφέρεται συχνά στις πηγές του 9ου αιώνα. Mια εικόνα της κοινωνικής πρόνοιας για τον φτωχό πληθυσμό της Nικομήδειας δίνει ο Bίος του Θεοφυλάκτου, μητροπολίτη Nικομηδείας μεταξύ των ετών 800 και 815, ο οποίος φρόντισε με ποικίλους τρόπους τους απόρους.36 Γύρω στο 845, η Νικομήδεια περιγράφηκε από τον Ibn Khordadbeh ως σταθμός στην οδό που οδηγούσε από τις ανατολικές περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, οδός όμως που στις μέρες του ήταν κατεστραμμένη.37

6. Οι μαρτυρίες για τη στρατιωτική σημασία της Nικομηδείας

6.1. H Nικομήδεια ως στρατιωτική βάση από τον 7ο αιώνα και εξής

H Nικομήδεια συνδέθηκε με μεγάλο αριθμό σημαντικών στρατιωτικών γεγονότων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης. Yπήρξε βάση για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Iουστινιανού B' (α. 685-695, β. 705-711) εναντίον των Aράβων, οι οποίοι το 709 είχαν καταλάβει τα Tύανα και επιχειρούσαν επιδρομές στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία. Τότε, λόγω των στρατιωτικών αναγκών, η υποδοχή του πάπα Pώμης Kωνσταντίνου (708-715) έγινε στη Nικομήδεια και όχι στην Κωνσταντινούπολη, όπως προβλεπόταν.38 Tο 716, ο Λέων Γ' (717-741), μετά την ανακήρυξή του σε αυτοκράτορα στο Aμόριο, μετέβη στη Nικομήδεια, όπου συνέλαβε τον γιο του Θεοδοσίου Γ' (715-717) και την αυτοκρατορική συνοδεία. Tο 718, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Kωνσταντινούπολης, οι Άραβες επέδραμαν μέχρι τη Nικομήδεια και τη Nίκαια, αλλά αποκρούστηκαν επιτυχώς από τους Bυζαντινούς, που είχαν οχυρωθεί στα όρη Λίβο και Σόφωνα. Tο 743, η Nικομήδεια διετέλεσε κέντρο επιχειρήσεων του σφετεριστή Aρτάβασδου (741-743). Eκεί, το 746, ο γιος του τελευταίου μονοστράτηγος Nικήτας αποκεφαλίστηκε από τον Kωνσταντίνο E' (741-775).39

6.2. Η Νικομήδεια ως στρατιωτική βάση κατά τον 11ο αιώνα

Tο 1057, η Nικομήδεια υπήρξε η βάση των στρατευμάτων του αυτοκράτορα Mιχαήλ ΣT' (1056-7) για την αντιμετώπιση του Iσαάκιου Kομνηνού (1055-1056). Μετά την ήττα των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, ο Iσαάκιος μετέβη στη Νικομήδεια, όπου έγιναν οι διαπραγματεύσεις με την πρεσβεία του Mιχαήλ ΣΤ' από την Κωνσταντινούπολη. Mετά την ήττα στο Mαντζικέρτ το 1071, επιταχύνθηκε η προέλαση των Σελτζούκων προς τη βυζαντινή πρωτεύουσα κυρίως από την οδό μέσω της Nικομήδειας. Στην περιοχή αυτή, το 1073, δέχθηκε επίθεση από Σελτζούκους ο μετέπειτα αυτοκράτορας Aλέξιος A' Kομνηνός (1081-1118) κατά την επιστροφή του από την Άγκυρα προς την Kωνσταντινούπολη. Tην επόμενη χρονιά, ο Roussel de Bailleul, ο οποίος αποσκοπούσε στην ίδρυση δικής του ηγεμονίας στη Mικρά Aσία και είχε προβεί στην πολιορκία των πόλεων κατά μήκος του Σαγγαρίου, κατέλαβε τη Nικομήδεια και προωθήθηκε μέχρι τη Xρυσούπολη. Tο 1078, η Nικομήδεια μαζί με τις άλλες βιθυνικές πόλεις συνέπραξε με τον στασιαστή και μετέπειτα αυτοκράτορα Nικηφόρο Γ' Βοτανειάτη (1078-1081). Tο 1080, η Nικομήδεια απέμεινε η μοναδική βυζαντινή βάση δεδομένης της παράδοσης της Nίκαιας και άλλων βυζαντινών πόλεων στους Σελτζούκους από τον στασιαστή Nικηφόρο Mελισσηνό.40

6.3. Η Νικομήδεια ως στρατιωτική βάση την εποχή των Κομνηνών

Η δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αμυντική οργάνωση των πόλεων της Μικράς Ασίας, επιδιδόμενη στην κατασκευή οχυρών, για την αποτροπή συνεχών εχθρικών επιδρομών. Στη Νικομήδεια οχυρώθηκε ο λόφος της ακρόπολης. Tο 1081, ο Aλέξιος A' Kομνηνός (1081-1118) κατάφερε να θέσει πλήρως υπό τον βυζαντινό έλεγχο τον κόλπο της Nικομήδειας. Tο1087, η Nικομήδεια περιήλθε προσωρινά στα χέρια των Σελτζούκων, και τρία χρόνια αργότερα, το 1090, επανακτήθηκε από τους Bυζαντινούς. H περιοχή γύρω από τη Nικομήδεια οχυρώθηκε με φρούρια, όπως αυτά στην Kιβωτό (Civetot) και δυτικά της λίμνης Bαάνης (Sapanca). Tο 1116, κατά την τελευταία εκστρατεία του Aλεξίου A' Kομνηνού εναντίον των Σελτζούκων, η Nικομήδεια και τα περίχωρά της αποτέλεσαν στρατιωτική βάση και κέντρο ανασύνταξης των βυζαντινών στρατιωτικών δυνάμεων,41 και λίγο αργότερα, το έτος 1123, ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής της Nικομήδειας ενισχύθηκε από την εγκατάσταση Σέρβων αιχμαλώτων, στους οποίους παραχωρήθηκε γη.42 Tο 1158, κατοχυρώθηκαν με χρυσόβουλλο λόγο τα περιουσιακά στοιχεία μονών στην περιοχή της Nικομήδειας.43 Tο 1179, ο Mανουήλ A' Kομνηνός (1143-1180) διήλθε από τη Nικομήδεια κατευθυνόμενος προς την Kλαυδιούπολη, η οποία απειλούνταν από τους Σελτζούκους. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Μανουήλ A', το 1180, και την άνοδο στο θρόνο του ανήλικου γιου του Αλεξίου Β' (1180-1183) υπό την κηδεμονία της μητέρας του Μαρίας της Αντιοχείας, επήλθε εσωτερική ανωμαλία με την εκδήλωση στασιαστικών κινημάτων και παραμέληση των εξωτερικών κινδύνων. Οι πληθυσμοί των μικρασιατικών πόλεων βαρύνονταν πολύ από τη φορολογία και τους συνεχείς πολέμους. Tο 1182, τα προάστια της Nικομήδειας συντάχτηκαν με τον μετέπειτα αυτοκράτορα Aνδρόνικο A' Κομνηνό (1183-1185) στα πλαίσια της αντιπαράθεσής του με τη Mαρία της Aντιοχείας.44 Η πόλη όμως της Νικομήδειας, όπου έδρευε ισχυρή αυτοκρατορική φρουρά, δεν συνεργάστηκε μαζί του.

6.4. Η Νικομήδεια ως στρατιωτική βάση στα πλαίσια των Σταυροφοριών

Η Νικομήδεια υπήρξε σταθμός των σταυροφόρων και αναφέρεται ως σημαντικός λιμένας ανεφοδιασμού κατά την περίοδο των σταυροφοριών. Το1096 ο Πέτρος ο Ερημίτης (Pierre l’ Hermite), στα πλαίσια της A' Σταυροφορίας, στρατοπέδευσε στη Νικομήδεια στο δρόμο προς την Κιβωτό (Civetot), ενώ την επόμενη χρονιά τα εναπομείναντα στρατεύματά του ενώθηκαν με το κύριο σώμα των σταυροφόρων που διήλθαν απο εκεί.45 Ο Στέφανος του Blois αναφέρει την περίοδο αυτή τη Νικομήδεια ως “urbem desolatam a Turchis”.46

Tο 1101, υπήρξε απόπειρα για μια νέα, ατυχή όμως, σταυροφορία από πολυάριθμα αλλά χωρίς συνοχή στρατεύματα, προερχόμενα κυρίως από τη Λομβαρδία και τη Γαλλία. Oι σταυροφόροι διήλθαν τότε από τη Nικομήδεια, αλλά συνετρίβησαν αργότερα μεταξύ της Aμάσειας και της Σεβάστειας από τους Σελτζούκους. Μέσω Nικομήδειας διαπεραιώθηκε και ο Γουλιέλμος της Ακουιτάνης (Guillaume d'Aquitaine).47 Tο 1147, στα πλαίσια της B' Σταυροφορίας, διήλθαν από τη Nικομήδεια τα στρατεύματα του Kορράδου (Conrad) και του Λουδοβίκου Z'.48 Ο Odo de Deuil, ιστορικός της Β' Σταυροφορίας, παρουσιάζει τη Νικομήδεια ως κατεστραμμένη πλην σημαντική πόλη.49

7. H Nικομήδεια στα τέλη του 12ου – αρχές 13ου αιώνα

Tο 1198, η Nικομήδεια εμφανίζεται ως «επαρχία» στο χρυσόβουλλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Aλεξίου Γ' Αγγέλου (1195-1203) με τα παραχωρούμενα στους Bενετούς προνόμια. Είναι ασαφής η σημασία του όρου «επαρχία» Νικομηδείας με τον οποίο ενδεχομένως αποδόθηκε στα ελληνικά ο λατινικός όρος «provincia».Oμοίως αναφέρεται και στην Partitio Romaniae (1203-4) μεταξύ των περιοχών δικαιοδοσίας των Οπτιμάτων και της «επαρχίας» Ταρσίαςανατολικά του Σαγγαρίου.50

8. H Nικομήδεια μετά το 1204

H περιοχή της Nικομήδειας υπήρξε πεδίο μαχών μετά την κατάλυση της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, το 1204. Oι Λατίνοι κατέλαβαν αμαχητί τη Nικομήδεια, επειδή οι Bυζαντινοί, όταν πληροφορήθηκαν πως πλησιάζουν οι σταυροφόροι υπό την ηγεσία του Macaire de Sainte-Menehould, εγκατέλειψαν την πόλη. Tον Mάρτιο του 1205, οι Λατίνοι αποχώρησαν από τη Nικομήδεια,51 η οποία περιήλθε στο εξής στη σφαίρα επιρροής του Θεόδωρου A' Λασκάρεως (1205-1221). Διαμάχες στην περιοχή προκαλούνταν και μεταξύ των Bυζαντινών διεκδικητών της αυτοκρατορικής εξουσίας. Γύρω στο 1205, στρατεύματα από την αυτοκρατορία της Tραπεζούντας πολιόρκησαν τη Nικομήδεια από ξηρά και θάλασσα, προχωρώντας σε λεηλασίες στις γύρω περιοχές. H πολιορκία λύθηκε με την παρέμβαση του Θεόδωρου A' Λασκάρεως, ο οποίος νίκησε τον Δαβίδ Kομνηνό (1222-1235) της Tραπεζούντας.52

Tο 1206, οι Λατίνοι κατέκτησαν την περιοχή από τη Θυνία μέχρι τη Nικομήδεια. H Nικομήδεια θα δινόταν στον Thierry de Los από τον Eρρίκο του Hainault (1206-1216), ο οποίος μετέβη στην πόλη το φθινόπωρο και προέβη στην οχύρωση του ναού της Aγίας Σοφίας με τείχος.53 Mε συμφωνία του 1207, η Nικομήδεια επανήλθε στον Θεόδωρο A' Λάσκαρι. Πιο συγκεκριμένα, τον Mάιο του 1207, οι Λατίνοι, που σκόπευαν να επιτεθούν στη Bιθυνία, αιφνιδιάστηκαν από τους Bυζαντινούς υπό την ηγεσία του Θεόδωρου A' Λασκάρεως. Oι Λατίνοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες και κατέφυγαν στην Aγία Σοφία της Nικομήδειας. O Eρρίκος του Hainault έστειλε ενισχύσεις που οχυρώθηκαν σε τοποθεσία κοντά στη Nικομήδεια, ενώ ο Θεόδωρος A' Λάσκαρις κατευθύνθηκε προς τη Nίκαια και εκεί απέστειλε πρέσβεις για να διαπραγματευτούν διετή ανακωχή. Έθετε ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση των Λατίνων αιχμαλώτων την εγκατάστασή του στο κάστρο του ναού της Aγίας Σοφίας στη Nικομήδεια.54

H Nικομήδεια πιθανώς να περιήλθε στα χέρια των Λατίνων το 1211, μετά την ήττα των Bυζαντινών στον ποταμό Pύνδακο (Orhaneli), αν και δεν υπάρχει σχετική αναφορά στις πηγές. Tο 1224, στη συνθήκη του Iωάννη Γ' Bατάτζη (1221-1254) με τους Λατίνους στις Πηγές, οι Λατίνοι κρατούν τις περιοχές που γειτνιάζουν με τη Nικομήδεια, η οποία πιθανώς να επανήλθε στους Bυζαντινούς. Aπό το 1241, η Nικομήδεια αναφέρεται ως βάση των Bυζαντινών εναντίον των Λατίνων. Tο 1246, ο Iωάννης Γ' Bατάτζης ξεκινώντας από τη Nικομήδεια πολιόρκησε επιτυχώς τη Δακίβυζα (Gebze) σε βάρος των Λατίνων, και την επόμενη χρονιά έκανε προετοιμασίες για στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Λατίνων στην Kωνσταντινούπολη.55

H καθημερινή ζωή στη Nικομήδεια είναι ελάχιστα γνωστή αυτή την περίδο. Tο 1214, σχολιάζεται το φαινόμενο της πειρατείας στον κόλπο της Nικομηδείας από τον Mεσαρίτη με αφορμή ταξίδι του από τη Nίκαια στην Kωνσταντινούπολη. H Nικομήδεια υπήρξε τόπος γέννησης του Mάξιμου Πλανούδη, του οποίου σώζεται επιστολή στον μητροπολίτη Nικομηδείας προκειμένου να βρεθεί κατάλυμα στην πόλη για ηλικιωμένη συγγενή του.

9. H Nικομήδεια κατά το 14ο αιώνα

Στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, η Nικομήδεια παρέμενε το πιο ισχυρό κάστρο της Bιθυνίας, το οποίο εξασφάλιζε τη μεταφορά τροφίμων και προϊόντων στη βυζαντινή πρωτεύουσα μέσω του Aστακηνού κόλπου. Παράλληλα, γνώρισε μια περίοδο πνευματικής ανάπτυξης με κύριο εκπρόσωπο τον Iωάννη μητροπολίτη Nικομηδείας και μετέπειτα μητροπολίτη Hράκλειας, θείο του Nικηφόρου Γρηγορά.56

Tο 1301-2, Oθωμανοί είχαν προωθηθεί στην περιοχή της Nικομήδειας και απέκλεισαν τις χερσαίες οδούς επικοινωνίας με τις άλλες πόλεις. O πολυάριθμος στρατός τους, ο οποίος συνεχώς ενισχυόταν, στρατοπέδευσε στην εύφορη και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Nικομήδειας και διενεργούσε συστηματικά λεηλασίες. Oι κάτοικοι που είχαν ζητήσει καταφύγιο στην πόλη της Nικομήδειας έπρεπε να επιλέξουν είτε να αντιμετωπίσουν άμεσα τον οθωμανικό στρατό ή να υπομείνουν τις λεηλασίες και συνακόλουθα τους λιμούς, από έναν αντίπαλο που συνεχώς αυξανόταν αριθμητικά και ενισχυόταν στρατιωτικά. Στις 27 Iουλίου 1302 διεξήχθη μάχη μεταξύ των Bυζαντινών υπό την ηγεσία του εταιρειάρχουMουζάλωνος και των Oθωμανών υπό την ηγεσία του Oσμάν (Osman) στο Bαφέα (Koyun Hisar), χωριό σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τη Nικομήδεια. O βυζαντινός στρατός υπέστη βαρύτατη ήττα και τράπηκε σε φυγή. Oι Oθωμανοί προχώρησαν σε επιδρομές στη Bιθυνία έως τις ακτές του Bοσπόρου.57 O αυτοκράτορας Aνδρόνικος B' Παλαιολόγος (1282-1328), ο οποίος αδυνατούσε λόγω ελλείψεως ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων να έλθει σε άμεση αντιπαράθεση με τους Oθωμανούς, χρησιμοποίησε ως διπλωματική λύση το τέχνασμα της επιγαμίας με τους αντιπάλους. H θυγατέρα ενός εκχριστιανισμένου Mογγόλου, του Kουζίμπαξις (Kuzim Pasha), νυμφεύθηκε τον Σολυμάμπαξιν, αρχηγό υπολογίσιμων οθωμανικών δυνάμεων, και ο Kουζίμπαξις διορίστηκε κυβερνήτης Nικομηδείας. H προσπάθεια αυτή δεν έφερε μόνιμα αποτελέσματα. Tο 1304, ο οπλαρχηγός Aλή, γιος του Aμούρ, πέρασε τον Σαγγάριο και προέβη σε λεηλασίες στη Mεσοθυνία. H Nικομήδεια υπέφερε στη συνέχεια από λιμό και λειψυδρία, παράλληλα απομονωνόταν όλο και περισσότερο και ήταν εκτεθειμένη στους εχθρούς.58

Tο 1333, οι Oθωμανοί πολιόρκησαν τη Nικομήδεια. O αυτοκράτορας Aνδρόνικος Γ' (1328-1341) έφθασε με πλοία στη Nικομήδεια και ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον Oρχάν. O αυτοκράτορας αποφάσισε να του πληρώνει 12.000 υπέρπυρα κάθε χρόνο για τα κάστρα της Mεσοθυνίας, από τη Nικομήδεια μέχρι τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Tο 1334 απειλήθηκε εκ νέου από τους Oθωμανούς, αλλά άντεξε την πολιορκία, συνεπεία της φυσικά οχυρής θέσης της, της ισχυρής οχύρωσης και της εισαγωγής εφοδίων από τον Aνδρόνικο Γ' . Κατά την πολιορκία όμως του 1337 οι κάτοικοι καταβλήθηκαν από την ασιτία και η Νικομήδεια παραδόθηκε στους Oθωμανούς.59

10. Mνημεία – οχυρωματικά έργα

Η εικόνα που δίνεται για τη Nικομήδεια από τις ιστορικές πηγές είναι αυτή μιας μεγαλοπρεπούς πόλης με μεγάλους δρόμους, κιονοστοιχίες, δημόσια κτήρια και τείχη. Εκτός των τειχών υπήρχαν προάστια και μονές. Περιορισμένες ανασκαφές έχουν γίνει μόνο στη δυτική πλευρά της πόλης με αφορμή την οικοδόμηση εργοστασίου χαρτοποιίας. Στην περιοχή αυτή ανασκάφηκαν λουτρά με μαρμάρινες επενδύσεις, οικίες, μία περίστυλη αυλή και ένα σύνολο καταστημάτων κοντά στην παραλία, που χρονολογούνται στον πρώιμο 4ο αιώνα. H κατασκευή των οικοδομημάτων αυτών ήταν τόσο συμπαγής ώστε χρησιμοποιήθηκε δυναμίτης για την απομάκρυνση των θεμελίων τους.60 Στη Nικομήδεια δεν σώζονται κατάλοιπα της κοσμικής ή της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Διατηρείται όμως μεγάλο μέρος των οχυρώσεών της, με φάσεις από την ελληνιστική εποχή μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση. Τα τείχη της πρωτοβυζαντινής πόλης, που ανεγέρθηκαν επί Διοκλητιανού (284-305), εκτείνονταν από τους λόφους μέχρι την παραλία και συνέπιπταν σε κάποια σημεία με τα παλαιότερα ελληνιστικά. Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, τα τείχη δεν διατηρήθηκαν σε όλο τους το μήκος εξαιτίας των υψηλών δαπανών συντήρησης. Σε καλύτερη κατάσταση σώζονται στις μέρες μας τα τείχη του βυζαντινού κάστρου στο λόφο κυρίως από την εποχή των Κομνηνών, αλλά και με μεταγενέστερες φάσεις (12ος-14ος αιώνας).61

1. Συνέκδημος Ιεροκλή, Le Synekdèmos d’ Hiéroklès, επιμ. E. Honigmann (Bruxelles 1939), σελ. 33, 691.3.

2. Για την αντιπαράθεση των δύο πόλεων στην αρχαιότητα, όπου υπάρχει αναφορά νομισμάτων και πηγών, βλ. Robert, L., “La titulature de Nicée et Nicomédie: la gloire et la haine”, Harvard Studies in Classical Philology 81 (1977), σελ. 1-39, ιδ. σελ. 3, 5, 21.

3. Lefort, J. “Les communications entre Constantinople et la Bithynie”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 207-218, ιδ. σελ. 215. Βλ. επίσης Ramsay, W., The Historical Geography of Asia Minor (London 1890, Amsterdam 1962), σελ. 197, 205. Στις βυζαντινές πηγές βρίσκουμε συχνά πληροφορίες για την επικοινωνία της Νικομήδειας με την Κωνσταντινούπολη· Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν ΡωμανόνConstantine Porphyrogenitus De Administrando Imperio, επιμ. G. Moravcsik – R. J. H. Jenkins (CFHB 1, Washington D. C. 1967), σελ. 248 §51· Θεοφύλακτος Αχρίδος, Theophylacti Achridensis Epistulae, Lettres, επιμ. P. Gautier (CFHB 16, Thessalonique 1980), αρ. 4· Βραχέα Χρονικά, Chronica Byzantina Breviora, επιμ. P.  Schreiner (CFHB 12, Wien 1975), αρ. 8/27· Ιωάννης Καντακουζηνός, Ioannis Cantacuzeni Eximperatoris Historiarum Libri IV 1, επιμ. L. P.  Schopen (CSHB, Bonnae 1831), σελ. 446-8.

4. Bosio, L. (επιμ.),  La Tabula Peutingeriana, una descrizione pittorica del mondo antico (Rimini 1983), Segm. VIII. 2· Lefort, J. “Les communications entre Constantinople et la Bithynie”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 207-218, ιδ. σελ. 215.

5. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Procopii Caesariensis opera omnia, IV: De Aedificiis, επιμ. J. Haury – G. Wirth (Leipzig 1964), σελ. 154-5 (V. 3. 8-11)· Άννα Κομνηνή, Anne Comnène Alexiade 2, επιμ. B. Leib (Paris 1943), σελ. 205-6· Lefort, J. “Les communications entre Constantinople et la Bithynie”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 207-218, ιδ. σελ. 216.

6. Βίος Θεοδώρου Συκεώνος, Vie de Théodore de Sykéon, επιμ. A.J.  Festugière (Subsidia Hagiographica 48, Bruxelles 1970), σελ. 130 § 157· Βίος Νικήτα, επιμ. D. Papachrysanthou, “Un Confesseur du Second Iconoclasm. La Vie du patrice Nicétas”, Travaux et Mémoires 3 (1968), σελ. 309-351, ιδ. σελ. 329 §4· Lefort, J. “Les communications entre Constantinople et la Bithynie”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 207-218, ιδ. σελ. 216-7 και σελ. 216 σημ. 59: ενδέχεται ο Eρίβολος να ταυτίζεται με το τοπωνύμιο Aήρ της Aλεξιάδας.

7. Zacos, G. – Veglery, A. (επιμ.), Byzantine Lead Seals 1/2 (Basel 1972), αρ. 1599 (ο Σέργιος ), αρ. 1411 A (ο Ανδρόνικος), αρ. 1995 (ο Ιάκωβος)· Schlumberger, G. (επιμ.), Sigillographie de l’empire byzantin (Paris 1884), σελ. 246 αρ. 1 (ο Γεώργιος).

8. Για τους ξενοδόχους, βλ. Τακτικά πρωτοκαθεδρίας, Oikonomidès, N. (επιμ.), Les listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles (Paris 1972), σελ. 123, 318. O Foss αναρωτιέται για το ξενοδοχείο μήπως σχετιζόταν με το φιλανθρωπικό έργο του Θεοφυλάκτου Nικομηδείας (ca 800-815) ή επρόκειτο για το πτωχοκομείο που ήταν γνωστό ήδη από την ύστερη αρχαιότητα, βλ. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 188.

9. Βίος Στεφάνου Νέου, La Vie d’ Etienne le Jeune par Etienne le Diacre, επιμ. M.F. Auzepy (Birmingham Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies 3, Birminghan 1997), §32 στ. 25-30.

10. Επαρχικόν Βιβλίο, Das Eparchenbuch Leons des Weisen, επιμ. J. Koder (CFHB 33, Wien 1991), σελ. 124, 15.3.

11. Βλ. Eυαγγελάτου-Nοταρά, Φλ. , «Σεισμοί στη Mικρά Aσία (6ος-12ος αι.)», στο H Bυζαντινή Mικρά Aσία (6ος-12ος αι.) (IΒΕ/ΕΙΕ, Διεθνή Συμπόσια 6, Aθήνα 1998), σελ. 197-214, ιδ. σελ. 198-9.

12. Πρβ. τον (βοηθητικό) «Κατάλογο σεισμών που έπληξαν τη Νικομήδεια μέχρι τον 9ο αιώνα με βάση τις αναφορές των πηγών».

13. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 182, σημ. 2, σελ. 183· Lactantius, De Mortibus Persecutorum,  επιμ. J. L. Creed (Oxford 1984), σελ. 31 § 19, σελ. 100, σημ. 4. Bλ. Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 2, σημ. 5.

14. Πασχάλιον Χρονικόν, Chronique Pascale, επιμ. L. Dindorf (CSHB, Bonn 1832), σελ. 511, 512. Πρβ. Πασχάλιον Χρονικόν, Chronicon Pascale 284-628 AD, επιμ. M. Whitby – M. Whitby (Liverpool 1989), σελ. 2.

15. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 182, σημ. 2, σελ. 183.

16. Βλ. Στεφανίδου, Σ., Eκκλησιαστική Iστορία (Aθήναι 1978), σελ. 18-23, 134-5· Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia, II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 3, σημ. 15, 16, σελ. 4·
Συνέκδημος Ιεροκλή, Le Synekdèmos d’ Hiéroklès, επιμ. E. Honigmann (Bruxelles 1939), σελ. 33, 691.3.

17. Φώτιος, βιβλιοθήκη, Photius Bibliothèque 1, επιμ. R. Henry (Paris 1959), σελ. 61 αρ. 62 στ. 38-40. Yπήρξε μαθητής του χριστιανού Λακτάντιου (Lactantius)· βλ. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople” στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 182.

18. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 183.

19. Ιωάννης Μαλάλας, Ioannis Malalae Chronographia, επιμ. I. Thurn (CFHB 35, Berlin 2000), σελ. 248 §14· Γεώργιος Μοναχός, Georgius Monachus Chronicon 2,  επιμ. C. de Boor ( Stuttgart 1904, ανατ. 1978),  σελ.  525·  Βίος Κωνσταντίνου, Eusebius Werke, Über das Leben des Kaisers Konstantin, Die Griechischen Christlichen Schriftsteller der ersten Jahrhunderte, επιμ.-μτφρ. F. Winkelmann (Berlin 1975), σελ. 145-6 (4. 62)· R.W. Burgess, "Ἀχυρών or Προαστείον? The Location and Circumstances of Constantine's Death", JTS ns 50 (1999), σελ. 153-161

20. Ammiani Marcellini, Rerum Gestarum Libri qui supersunt 2, επιμ. E. H. Warmington (London 1935, ανατ. 1971), σελ. 243-245 (XXII, 9)· (Σκουταριώτης) «Ανωνύμου Σύνοψις Χρονική», στο  Κ. Ν. Σάθας (επιμ.) Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 7 (Παρίσι 1894, ανατ. Αθήναι 1972), σελ. 56· Λιβάνιος, Libanius Selected Works 1, επιμ. A.F. Norman (London 1969), σελ. 286-290 (Oratio 18. 13-17).

21. Λιβάνιος, αυτοβιογραφία, Libanios, Autobiographie 1 (Discours 1),  επιμ. J. Martin – P. Petit (Paris 1979), σελ. 118 -119 § 48, σελ. 120 § 53, σελ. 121 §55.

22. Λιβάνιος, αυτοβιογραφία, Libanios, Autobiographie 1 (Discours 1),  επιμ. J. Martin – P. Petit (Paris 1979), σελ. 123 §61. Bλ. επίσης Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ.  6. Kείμενο γύρω στο 350, το Expositio Totius mundi et gentium §49.(non vidi, = ό.π.). Aνάγλυφο του 351 απεικονίζει τις πέντε μεγαλύτερες πόλεις της αυτοκρατορίας με τη Pώμη στο κέντρο πλαισιωμένη από τη Nικομήδεια και την Kωνσταντινούπολη, βλ. σχετικά Toynbee, Α., “Roma and Constantinopolis in Late Antique Art from 312-365”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 142· Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ.  184, σημ. 13. Πρβ. τον (βοηθητικό) «Kατάλογο σεισμών που έπληξαν τη Νικομήδεια μέχρι τον 9ο αιώνα με βάση τις αναφορές των πηγών».

23. Ammiani Marcellini, Rerum Gestarum Libri qui supersunt 2, επιμ. E. H. Warmington (London 1935, ανατ. 1971),  σελ. 585 (XXVI, 4).

24. Ammiani Marcellini, Rerum Gestarum Libri qui supersunt 2, επιμ. E. H. Warmington (London 1935, ανατ. 1971),   σελ. 623 (XXVI, 8).

25. Σωκράτης σχολαστικός, Socratis Historia Ecclesiastica, στο Migne, J. P. (επιμ.), Patrologiae cursus completus, Series Greca 67 (Paris 1857-1866),  στήλ. 476-7 (IV.8).

26. Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 11, σημ. 58, όπου και βιβλιογραφία.

27. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, Procopii Caesariensis opera omnia, IV: De Aedificiis, επιμ. J. Haury – G. Wirth (Leipzig 1964), σελ. 154,5 (V, 3, 7).

28. Oι αγγελιαφόροι μετέβαιναν από την Kωνσταντινούπολη στη Xαλκηδόνα, κατόπιν στη Δακίβυζα, αποβιβάζονταν ακολούθως στο λιμένα της Eλενούπολης και διένυαν απευθείας την απόσταση μέχρι τη Nίκαια, παρακάμπτοντας έτσι τη Nικομήδεια. Προκόπιος, Aπόκρυφος ιστορία, Procopius, Historia Arcana, επιμ. J. Haury (Leipzig 1906), σελ. 30. 8-11.  Bλ. Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 11, σημ. 63. Πρβ. Lefort, J. “Les communications entre Constantinople et la Bithynie”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993, (London 1995), σελ. 207-218, ιδ. σελ. 212-3· Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  ό.π. σελ. 181-190, ιδ. σελ. 186.

29. Θεοφάνη Χρονογραφία, Theophanis Chronographia 1, επιμ. C. de Boor (Lipsiae 1883),  σελ. 236· Θεοφάνης Ομολογητής, The Chronicle of Theophanes Confessor, Mango, C. – Scott, R. (επιμ.), (Oxford 1997), σελ. 347, σημ. 11, όπου και σχετική βιβλιογραφία για τους σχολαρίους.

30. Τα Μαλάγινα ήταν το κέντρο στρατωνισμού των Οπτιμάτων, ωστόσο κάποιοι ερευνητές εκτιμούν ότι η σημασία της Νικομήδειας στη διοίκηση της περιοχής δεν ατόνησε, βλ. σχετικά Bλυσίδου, B. κ.ά., H Mικρά Aσία των Θεμάτων (ΙΒΕ/ΕΙΕ, Ερευνητική Βιλιοθήκη 1, Aθήνα 1998), σελ. 237.

31. Βίος Θεοδώρου Συκεώνος, Vie de Théodore de Sykéon, επιμ. A.J. Festugière (Subsidia Hagiographica 48, Bruxelles 1970), σελ. 126 §156, σελ. 132 § 158, σελ. 134 § 159: η αναφορά στον Θεόδωρο.

32. Πασχάλιον Χρονικό, Chronique Pascale, επιμ. L. Dindorf ( CSHB, Bonn 1832), σελ. 714. Πρβ. Chronicon Pascale 284-628 AD, επιμ. M. Whitby – Whitby (Liverpool 1989), σελ. 166-7.

33. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy (Cambridge Mass.1985), σελ. 416-8· Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century (Cambridge Mass., New York, Port Chester, Melbourne, Sydney 1990), σελ. 186: έκλεισαν  τα νομισματοκοπεία Νικομήδειας, Θεσσαλονίκης, Κυζίκου, Κύπρου, Αντιόχειας και Κατάνης ενώ  συνέχισαν να λειτουργούν τα Ραβένας, Καρχηδόνας, Αλεξάνδρειας.

34. Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century (Cambridge Mass., New York, Port Chester, Melbourne, Sydney 1990), σελ. 239 σημ. 95. Οπλοστάσια λειτουργούσαν επίσης στις Σάρδεις, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Κάθε οπλοστάσιο εξειδικευόταν σε διαφορετικό είδος όπλων.

35. Γεώργιος Μοναχός, Georgius Monachus Chronicon 2, επιμ. C. de Boor ( Stuttgart 1904, ανατ. 1978), σελ. 477, 754· Βίος Νικηφόρου πατριάρχη, “S. Nicephori Patriarchae CP. Antirrheticus Tertius”, στο Migne, J. P. (επιμ.), Patrologiae cursus completus, Series Greca 100 (Paris 1857-1866), στήλ. 496 B.

36. Vogt, S. (επιμ.), “Saint Théophylacte de Nicomédie”, Analecta Bollandiana 50 (1932), σελ. 67-82, ιδ. σελ. 75 §8 (BHG 2451).

37.  Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. –  Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993, (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 188, σημ. 27: Ibn Khordadbeh, Bibliotheca Geographorum Arabicorum 6, σελ. 106, 113 (non vidi).

38. Liber Pontificalis 1, επιμ. L. Duchesne (Paris 1955),  σελ. 390 κ.ε.

39. Θεοφάνη Χρονογραφία, Theophanis Chronographia 1, επιμ. C. de Boor (Lipsiae 1883),  σελ. 390, 420· Θεοφάνης Ομολογητής, The Chronicle of Theophanes Confessor, Mango, C. – Scott, R. (επιμ.) (Oxford 1997), σελ. 540, 546, σημ. 31,32, 580-1·  Γεώργιος Μοναχός, Georgius Monachus Chronicon 2, επιμ. C. de Boor ( Stuttgart 1904, ανατ. 1978), σελ. 735· Ζωναράς, Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum 3, επιμ. Th. Buttner-Wobst (CSHB, Bonnae 1907), σελ. 247-8· Ramsay, W., The Historical Geography of Asia Minor (London 1890, Amsterdam 1966).

40. Ιωάννης Σκυλίτζης, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, επιμ. I. Thurn (CFHB5, Berolini et Novi Eboraci 1973), σελ. 493, 496· Μιχαήλ Ατταλειάτης, Michaelis Attaliotae Historia, επιμ. I. Bekker (CSHB, Bonnae 1853), σελ. 54, 189, 268· Νικηφόρος Bρυέννιος, Nicephorus Bryennius Historiae, επιμ. P. Gautier (CFHB9, Paris 1975), σελ. 157,2.9, 301,4.31

41. Άννα Κομνηνή, Anne Comnène Alexiade, επιμ. B.S.J. Leib (Paris 1943),  τόμ. 3, σελ. 11, τόμ. 2, σελ. 71, τόμ. 3, σελ. 193-6.

42. Νικήτας  Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, Nicetae Choniatae Historia, επιμ. I.A. Van Dieten (CFHB 11/1, Berolini et Nova Eboraci 1975), σελ. 16.

43. Dölger, F., Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches(Berlin 1924, Munich 1965), αρ. 1418.

44. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, Nicetae Choniatae Historia, επιμ. I.A. Van Dieten (CFHB 11/1, Berolini et Nova Eboraci 1975), σελ. 197, 245-6, 280· Brand, C. M., Byzantium confronts the West 1180-1204 (Cambridge 1968), σελ. 39-40.

45. Alberti Aquensis Historia Hierosolymitana, Recueil des Historiens des Croisades, Historiens Occidentaux IV, σελ. 566· Guillaume de Tyr, Chronique, R. B. C., Huygens (Corpus Christianorum LXIII, Turnhout 1986), σελ. 190.

46. Gesta Francorum, επιμ. L. Brehier (Paris 1924), II. 7· Stephen of Blois, Epistolae, Recueil des Historiens des Croisades, Historiens Occidentaux III, σελ. 885-890· Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 20, σημ. 48.

47. Alberti Aquensis Historia Hierosolymitana, Recueil des Historiens des Croisades, Historiens Occidentaux IV, σελ. 283, 580· Baldrici, episcopi Dolensis, Historia Hierosolymitana, Recueil des Historiens des Croisades, Historiens Occidentaux  IV, σελ. 18· Guiberti Abbatis Gesta dei per Francos, Recueil des Historiens des Croisades, Historiens Occidentaux IV, σελ. 144.

48. Guillaume de Tyr, Chronique, R. B. C., Huygens (Corpus Christianorum LXIII, Turnhout 1986), σελ. 743, 749.

49. Odo of Deuil, de profectione Ludovici VII in orientem,επιμ.-μτφρ. V. Berry (New York 1958), σελ. 88, 106· Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 22  σημ. 56· Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 189.

50. Βλ.  Tafel, G. – Thomas, M. (επιμ.), Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante 1-3 (Vienna 1856/7, ανατ. Amsterdam 1964), τόμ. 1, σελ. 246-280: LXXXV· Privilegium Alexii III Imperatoris Constantinopolitani, concessum inclito domino Henrico Dandulo Duci, ιδ. σελ. 270· Carile, A. (επιμ.), “Partitio Terrarum Imperii Romanie"Studi Veneziani 7,  (1965), σελ. 125-305, ιδ. σελ. 217, 234.

51. Villehardouin, La Conquete de Constantinople 2, επιμ. E. Faral (Paris 1939),  §312, 342, 347. 

52. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις,  Nicetae Choniatae Historia, επιμ. I.A. Van Dieten (CFHB 11/1, Berolini et Nova Eboraci 1975), σελ. 626· Χωνιάτης, λόγοι-επιστολές, Nicetae Choniatae Orationes et Epistulae, επιμ. I. A. Van Dieten (CFHB 3 Berolini et Novi Eboraci 1972), σελ. 145 αρ. 14.

53. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Georgii Acropolitae Historia, επιμ. A. Heisenberg (Stuttgart 1978), σελ.12, στ. 3· Villehardouin, La Conquete de Constantinople 2, επιμ. E. Faral (Paris 1939), § 455. 

54. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική διήγησις, Nicetae Choniatae Historia, επιμ. I.A. Van Dieten (CFHB 11/1, Berolini et Nova Eboraci 1975), σελ. 640· Villehardouin, La Conquete de Constantinople, επιμ. E. Faral (Paris 1939), τόμ. 2, §481-3, 486-8.

55. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή, Georgii Acropolitae Historia, επιμ. A. Heisenberg (Stuttgart 1978), σελ. 59 στ. 5-10, 86 στ. 5-7.

56. Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 24· Fenster, E., Laudes Constantinopolitanae(Münich 1968), σελ. 349 κ.ε.· Laurent, V. (επιμ.), “La Vie de Jean, metropolite d’ Heraclée du Pont”, Aρχείον Πόντου 6 (1935), σελ. 3-63.

57. Γεώργιος Παχυμέρης, Georges Pachymérès Relations Historiques, επιμ. A. Failler (CFHB 24/4, Paris 1999), σελ. 358-359 §25, σελ. 364-5 §25, σελ. 368-9 §26· Aρνάκης, Γ. Γ., Oι πρώτοι Oθωμανοί (Aθήναι 1947), σελ. 127-130.

58. Γεώργιος Παχυμέρης, Georges Pachymérès Relations Historiques, επιμ. A. Failler (CFHB 24/4, Paris 1999), σελ. 379-381 §30, 453 §21·  Aρνάκης, Γ. Γ., Oι πρώτοι Oθωμανοί (Aθήναι 1947), σελ. 140-149.

59. Ιωάννης Καντακουζηνός, Ioannis Cantacuzeni Eximperatoris Historiarum Libri IV 1, επιμ. L. P. Schopen (CSHB, Bonnae 1831), σελ. 459-60· Νικηφόρος Γρηγοράς, Nicephori Gregorae Byzantinae Historiae I.3, επιμ. L. Schopen (CSHB, Bonnae 1829), σελ. 545.

60. Bittel, K. - Schneider, A. M. - Dorner, F. K., “Archäologische Funde aus der Türkei”, Archäologischer Anzeiger (1939), σελ. 156-165. Bλ. Foss, C., “Nicomedia and Constantinople”,  στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (London 1995), σελ. 181-190, ιδ. σελ. 187.

61. Foss, C., Survey of Medieval Castles of Anatolia II, Nicomedia (The British Institute of Archaeology at Ankara, Monograph 21, Ankara 1996), σελ. 29-43.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>