Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κεμέρ

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (8/10/2001)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Κεμέρ», 2001,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12125>

Κεμέρ (7/8/2009 v.1) Kemer - προς ανάθεση 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το Κεμέρ ήταν χτισμένο σε κάμπο και βρισκόταν στον Αδραμυττινό κόλπο σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, σε καταπράσινο περιβάλλον. Επίνειό του ήταν το Καρατάς (kara=μαύρος, taş=πέτρα), στο οποίο κατοικούσαν περίπου 300 οικογένειες ελληνορθόδοξων εποίκων από τη Λέσβο και 500-600 οικογένειες μουσουλμάνων. Το Κεμέρ βρισκόταν 11 χλμ. νοτιοδυτικά του Αδραμυττίου, 32 χλμ. βορειοδυτικά του Αϊβαλιού και 85 χλμ. από το Μπαλούκεσερ. Η ονομασία του οικισμού ήταν κοινή για το ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο. Οι μουσουλμάνοι το αποκαλούσαν Κεμέρ-Μπουρχανιέ προς τιμήν του γιου του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, του Μπουρχανετίν.1 Το σημερινό του όνομα είναι Μπουρχανιέ.

Οι περισσότεροι κάτοικοι του Κεμέρ, όπως και γενικότερα της περιοχής Αδραμυττίου, ήταν έποικοι από τη Λέσβο. Ο εποικισμός άρχισε κατά την περίοδο 1865-1870, ιδιαίτερα μετά το μεγάλο σεισμό που έπληξε το νησί το 1867. Στην αρχή οι Λέσβιοι εργάζονταν ως εργάτες στα κτήματα των μουσουλμάνων. Με τη συγκέντρωση χρημάτων (200-300 μετζίτια ετησίως) αγόραζαν δικά τους κτήματα, και, όπως ήταν φυσικό, τους ακολουθούσαν και άλλοι συγγενείς τους από το νησί. Τα χωριά της Λέσβου από τα οποία προέρχονταν οι έποικοι ήταν η Πέτρα, η Καλλονή, ο Μόλυβος, η Στύψη κ.ά. Ακόμα και τα χρόνια λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, γυναίκες από τη Λέσβο δούλευαν στο ξεβοτάνισμα των ελαιόδεντρων και στη συλλογή της ελιάς. Έμεναν περίπου τρεις μήνες στο Κεμέρ και κατόπιν επέστρεφαν στη Λέσβο. Υπήρχαν πάντως και οικογένειες που είχαν έρθει στο Κεμέρ από την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, από το διπλανό Αϊβαλί, ακόμα και από τη Φιλιππούπολη.

Το Κεμέρ είχε συνολικό πληθυσμό περίπου 8.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Κοντογιάννη, οι 2.500 ήταν ελληνορθόδοξοι και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι,2 ενώ άλλες μαρτυρίες αναφέρονται σε 4.500 μουσουλμάνους και 1.800 ελληνορθόδοξους.3 Η γλώσσα των ελληνορθόδοξων κατοίκων ήταν η ελληνική, με πολλά στοιχεία δανεισμένα από το ιδίωμα της Μυτιλήνης. Οι ελληνορθόδοξοι δεν είχαν ιδιαίτερες επαφές με το μουσουλμανικό στοιχείο, γι’ αυτό και λίγοι από αυτούς (κυρίως άνδρες) γνώριζαν τουρκικά.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, διοικητικά το Κεμέρ ανήκε στο καϊμακαμλίκι του Αδραμυττίου, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετιού της Προύσας.4 Στο οικισμό υπήρχε δήμαρχος (belediye reisi) που ήταν πάντα μουσουλμάνος και τον οποίο διόριζε ο καϊμακάμης. Στο δημοτικό συμβούλιο δεν εκπροσωπούνταν το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όμως υπήρχαν ελληνορθόδοξοι στο συμβούλιο (meclis) του καϊμακάμη. Η ορθόδοξη κοινότητα πάντως είχε δημογεροντία, όχι όμως και μουχτάρη. Τις δύσκολες υποθέσεις τις χειριζόταν ο αρχιερατικός επίτροπος. Το Κεμέρ ήταν έδρα αστυνομικού τμήματος (καρακόλι). Στην κωμόπολη δραστηριοποιούνταν και διάφοροι σύλλογοι και σωματεία: το Σωματείο των Νέων, φιλόπτωχες αδελφότητες ανδρών και γυναικών κ.λπ.

Το Kεμέρ υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Κυδωνιών με έδρα το Αϊβαλί.5 Ο αρχιερατικός επίτροπος που υπήρχε εκεί εκπροσωπούσε το μητροπολίτη.

Η μοναδική εκκλησία της κωμόπολης ήταν αφιερωμένη στον άγιο Χαράλαμπο. Ήταν μεγάλη λιθόκτιστη βασιλική, η οποία χτίστηκε κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του 19ου αιώνα. Η εκκλησία διέθετε μεγάλη περιουσία και είχε πολλές προσόδους από εμβάσματα κατοίκων του Κεμέρ που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Υπήρχε επίσης έξω από την κωμόπολη, σε μικρή απόσταση, ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή πευκόφυτου βουνού, όπου και γινόταν μεγάλο πανηγύρι στη γιορτή του αγίου στις 20 Ιουλίου. Οι μουσουλμάνοι του Κεμέρ είχαν περίπου 12 τζαμιά, με το μεγαλύτερο από αυτά να βρίσκεται στην πλατεία του οικισμού.

Τα εκπαιδευτήρια του οικισμού, το σχολαρχείο, το δημοτικό και το νηπιαγωγείο βρίσκονταν στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Το δημοτικό συστέγαζε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο και διέθετε 3 δασκάλους και 3 δασκάλες. Οι καθηγητές του σχολαρχείου και οι σχολάρχες προέρχονταν από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι δάσκαλοι και οι νηπιαγωγοί έρχονταν συνήθως από Αϊβαλί. Όσα από τα παιδιά ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους πήγαιναν είτε στο Γυμνάσιο στο Αϊβαλί είτε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Για ανώτερες σπουδές πήγαιναν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης και στη Ροβέρτειο της Κωνσταντινούπολης.

3. Στοιχεία οικιστικής δομής

Νοτιοδυτικά του Κεμέρ έρεε ένα ποτάμι, το Καράτσαϊ. Επειδή όμως προκαλούσε πολλές πλημμύρες το χειμώνα, οι κάτοικοι φρόντιζαν να διαμορφώνουν στις όχθες του τους μπινιάδες (bina=οικοδομή, κτήριο), ένα είδος αντιπλημμυρικού έργου. Το χωριό είχε κυρίως ανηφορικούς χωματόδρομους που τη νύχτα φωτίζονταν με φανάρια. Τον οικισμό διέσχιζε και ένας αμαξιτός δρόμος που οδηγούσε στο Αδραμύττιο, όπως επίσης αμαξιτός ήταν και ο δρόμος που οδηγούσε στο επίνειο του οικισμού, το Καρατάς. Ο οικισμός χωριζόταν σε τρεις βασικές συνοικίες-μαχαλάδες: στην ανατολική πλευρά βρισκόταν ο μουσουλμανικός μαχαλάς, στο μέσο βρισκόταν η χριστιανική συνοικία, ενώ στο άλλο άκρο της κωμόπολης βρισκόταν η συνοικία των Κιρκασίων. Υπήρχαν επίσης άλλες δύο μικρότερες συνοικίες: μία αυτή στην οποία έμεναν οι τσιγγάνοι της κωμόπολης και μία με το όνομα «Ματζίρικα» (από τη λέξη muhacir=πρόσφυγας), στην οποία έμεναν πρόσφυγες μουσουλμάνοι από τη Βουλγαρία. Τα σπίτια του χωριού ήταν λιθόκτιστα, συνήθως ενός ορόφου ή διώροφα.

Το Κεμέρ διέθετε ένα χαμάμ (δημόσια λουτρά) στο οποίο πήγαιναν τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι χριστιανοί του οικισμού, όπως και 3 χάνια στα οποία φιλοξενούνταν οι ταξιδιώτες. Οι ιδιοκτήτες των πανδοχείων ήταν μουσουλμάνοι, υπήρχε όμως και ένα μεγάλο ελληνικό ξενοδοχείο με 50-60 κλίνες.

4. Στοιχεία οικονομίας – Εγκατάσταση στην Ελλάδα

Κάθε Παρασκευή γινόταν παζάρι στο Κεμέρ, όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να προμηθευτούν εμπορεύματα που μεταφέρονταν στη σκάλα του Κεμέρ, στο Καρατάς, από τη Σμύρνη (πετρέλαιο), την Κωνσταντινούπολη (καφέ), τη Μυτιλήνη και το Αϊβαλί (λάδι), ενώ φρούτα και λαχανικά προμηθεύονταν από τα γύρω χωριά. Οι έμποροι του οικισμού ψώνιζαν απευθείας από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Τεργέστη και τη Μασσαλία. Στο Κεμέρ ήταν ανεπτυγμένη η μελισσοκομία και η κτηνοτροφία, ενώ οι αγρότες του οικισμού παρήγαν όσπρια, δημητριακά, φρούτα (κυρίως σταφύλια) κ.ά.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από τον οικισμό εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τον Πειραιά.

1. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 272.

2. Κοντογιάννης, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 175-176.

3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας - 1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες.

4. Το μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το βιλαέτι της Προύσας και υπαγόταν απευθείας στο υπουργείο Εσωτερικών στην Κωνσταντινούπολη, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην περίπτωση του μουτεσαριφλικιού της Νικομήδειας.

5. Η μητρόπολη Κυδωνιών ιδρύθηκε στις 22 Απριλίου 1908 με απόσπαση εδαφών από τη μητρόπολη Εφέσου.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>