1. Θέση Η Έφεσος βρίσκεται κοντά στο Selçuk (Σελτζούκ) και το Kuşadası (Κουσάντασι), σε απόσταση 70 χλμ. νότια της Σμύρνης, κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΰστρου (Kuçuk Menderes). Κατοικήθηκε αδιάλειπτα έως τις ημέρες μας, αν και παρήκμασε μετά την αραβική κατάκτηση του 654/655. Οι ανασκαφές στην πόλη και το παρακείμενο Αρτεμίσιο ξεκίνησαν από το Βρετανό Wood το 1862 και συνεχίστηκαν από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, από το 1895 έως σήμερα.1 Ο αρχαιολογικός χώρος είναι ο πλέον πολυσύχναστος της Μικράς Ασίας, με περισσότερους από 2.500.000 επισκέπτες το χρόνο. Μεγάλο μέρος των μνημείων της πόλης έχει αναστηλωθεί αποτυπώνοντας κυρίως την όψη της ρωμαϊκής πόλης. 2. Ιστορία της Εφέσου 2.1. Προϊστορική περίοδος Στην περιοχή της χώρας της Εφέσου έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική περίοδο, και κυρίως τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού (2000-1200 π.Χ.). Η Έφεσος ταυτίζεται με την πόλη Apasha, που συναντάται στα αρχεία των Χετταίων βασιλέων ως πρωτεύουσα του μικρασιατικού βασιλείου Arzawa, στα τέλη του 14ου αι. π.Χ.2 Η ακριβής θέση της δεν έχει εντοπιστεί: μια μυκηναϊκή ταφή του 14ου αι. π.Χ. ανασκάφηκε το 1962 στους πρόποδες του λόφου του Ayasuluk, ενώ πιο πρόσφατες έρευνες του Μουσείου του Selçuk στην ίδια θέση απέδωσαν κάποια χάλκινα ευρήματα της ίδιας περιόδου.3 2.2. Ίδρυση της πόλης και πρώιμη ιστορία της Σύμφωνα με το μύθο, η Έφεσος ιδρύθηκε από τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου, επικεφαλής μεικτού πληθυσμού Αθηναίων, Σαμίων και Αιτωλών.4 Εκεί υπήρχε ήδη εγκατάσταση Λελέγων και Καρών ή Λυδών, οι οποίοι λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Οι άποικοι εκδίωξαν τους αυτόχθονες από την άνω πόλη, αλλά δεν πείραξαν όσους ζούσαν γύρω από το ιερό. Ταύτισαν τη θεά των αυτοχθόνων με την Άρτεμη και ίδρυσαν την πρώτη οχυρή θέση, περίπου 1200 μ. (7 στάδια) από τη θέση του Αρτεμισίου.5 H παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στο β΄ μισό του 11ου αι. π.Χ., όμως μια τόσο υψηλή χρονολογία δεν υποστηρίζεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.6 Ο Άνδροκλος ήταν ο πρώτος βασιλιάς της πόλης. Ηγήθηκε των Ιώνων σε πόλεμο εναντίον των Καρών και των συμμάχων τους Σαμίων. Όταν οι Κάρες εκστράτευσαν εναντίον της Πριήνης, ο Άνδροκλος έσπευσε σε βοήθεια, αλλά, παρά τη νίκη, φονεύθηκε μαζί με πολλούς Εφεσίους.7 Οι επιζώντες Εφέσιοι επαναστάτησαν ενάντια στους γιους του Ανδρόκλου, με τη βοήθεια των Τηίων και των Καρηναίων, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως πολίτες, και έδωσαν το όνομά τους σε δύο φυλές.8 Η Έφεσος υπήρξε μέλος της Ιωνικής Δωδεκάπολης, που προέκυψε από την ένωση ιωνικών κρατών, τα οποία κατέστρεψαν την πόλη Μελίη και δημιούργησαν το Πανιώνιον. Παλιότερες απόψεις που θέλουν την Έφεσο έδρα μιας πρώιμης συνομοσπονδίας Ιώνων και το βασιλιά της Εφέσου βασιλιά όλων των Ιώνων στερούνται ιστορικής βάσης.9 2.3. Αρχαϊκή περίοδος Γύρω στο 640 π.Χ., η Έφεσος και το ιερό της Άρτεμης υπέστησαν την επιδρομή των Κιμμερίων. Ο Πυθαγόρας έγινε τύραννος στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και ακολούθησε πολιτική κατά των αριστοκρατών. Τον διαδέχτηκε στην εξουσία μια οικογένεια που αποτελούσε κλάδο των Βασιλιδών και είχε δεσμούς με τους βασιλείς της Λυδίας (ο Μέλας ο Πρεσβύτερος ήταν γαμπρός του Γύγη (680-652 π.Χ.), ενώ ο εγγονός του Μίλητος είχε παντρευτεί την κόρη του Αρδύη (τέλη 7ου αι. π.Χ.). Ο Μέλας ο νεότερος πρέπει να διαδέχθηκε στην εξουσία τον Πυθαγόρα, ενώ ο γιος του, ο Πίνδαρος, ήταν τύραννος, όταν ο θείος του Κροίσος ανήλθε στο λυδικό θρόνο το 561/560 π.Χ. Στη διαμάχη για το λυδικό θρόνο, ο Πίνδαρος πήρε το μέρος του ετεροθαλούς αδελφού του Κροίσου, του Πανταλέοντος. Ο Κροίσος πολιόρκησε την πόλη, αλλά οι Εφέσιοι τη συνέδεσαν με ένα σχοινί με τον άβατο χώρο του Αρτεμισίου και γλίτωσαν. Τελικά ο Πίνδαρος εξορίστηκε και η Έφεσος συνήψε συνθήκη με τη Λυδία, ενώ η πόλη μετατοπίστηκε προς το Αρτεμίσιο. Την εξουσία ανέλαβε ως ο Πασικλής, τον οποίο όμως δολοφόνησε ο Μέλας Γ΄, γιος του Πινδάρου. Οι Εφέσιοι κάλεσαν τον Αθηναίο Αρίσταρχο, ο οποίος εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και διοίκησε την πόλη επί πέντε χρόνια. Μετά την περσική κατάκτηση (546 π.Χ.), επιβλήθηκαν τύραννοι προσκείμενοι στους Πέρσες, όπως ο Αθηναγόρας και ο Κώμας.10 Η πόλη συμμετείχε στις αρχικές επιχειρήσεις της Ιωνικής Επανάστασης (499-494 π.Χ.), αλλά σύντομα υποτάχθηκε.11 Το 492 π.Χ. υιοθέτησε αυστηρά δημοκρατικό καθεστώς.12 2.4. Κλασική περίοδος Το 465 π.Χ. η Έφεσος προσχώρησε στη Συμμαχία της Δήλου.13 Αποστάτησε το 412 π.Χ.14 Το 409 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύλλος επιχείρησε να την καταλάβει, χωρίς επιτυχία,15 ενώ το 407 π.Χ. έφθασε στην πόλη ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.16 Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος ακολούθησε μια πολιτική προσεταιρισμού των αριστοκρατών της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας εταιρείες (πολιτικές ενώσεις) που ήταν πλήρως αφοσιωμένες στο πρόσωπό του. Συντέλεσε επίσης στην αύξηση των εσόδων του λιμανιού της Εφέσου και στη γενικότερη ευημερία της πόλης.17 Επανήλθε το 405 π.Χ. και αναθέρμανε τον πόλεμο, του οποίου η έκβαση ήταν ως τότε ευνοϊκή για την Αθήνα.18 Η Έφεσος διατήρησε τη φιλοσπαρτιατική της στάση και κατά τη διάρκεια των πολέμων μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (399-394 π.Χ.).19 Αποτέλεσε τη βάση των επιχειρήσεων των Σπαρτιατών στη Μικρά Ασία την περίοδο 392-388 π.Χ.20 Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) επανήλθε στην περσική κυριαρχία. Περίπου το 370 π.Χ., η Έφεσος ελευθερώθηκε από έναν ηγέτη των δημοκρατικών, τον Ερόφυτο, αλλά καταλήφθηκε από το σατράπη της Λυδίας Αυτοφραδάτη.21Το 336 π.Χ., όταν ο Παρμενίων εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, η Έφεσος συνταράχθηκε από μια φιλομακεδονική δημοκρατική επανάσταση που ανέτρεψε τη φιλοπερσική ολιγαρχία. Όμως η επανάσταση απέτυχε και λίγο αργότερα οι ολιγαρχικοί υπό το Σύρφακα επανήλθαν στην εξουσία. Το καλοκαίρι του 334 π.Χ., μετά τη μάχη του Γρανικού, ο Αλέξανδρος εισήλθε στην Έφεσο. Η φρουρά των μισθοφόρων είχε προηγουμένως διαφύγει με δύο τριήρεις. Οι δημοκρατικοί οπαδοί των Μακεδόνων ξεκίνησαν σφαγές των ολιγαρχικών οπαδών του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή των Περσών, του Μέμνονος. Ο Αλέξανδρος σταμάτησε την αιματοχυσία, επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα, χάρισε στην Άρτεμη το φόρο που πλήρωνε η πόλη στους Πέρσες, διακήρυξε το σεβασμό του στη μακραίωνη ιστορία των πόλεων και διέταξε την ανάκληση των εξορίστων. Αφού θυσίασε στην Άρτεμη, παρέλασε με το στρατό του σε παράταξη μάχης μέσα στην πόλη και αποχώρησε.22 Το 324 π.Χ. τον έλεγχο της Εφέσου είχε ο τύραννος Ηγησίας, όργανο της μακεδονικής πολιτικής, ο οποίος δολοφονήθηκε από τρία αδέλφια.23 2.5. Ελληνιστική περίοδος Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Έφεσος βρέθηκε για σύντομο διάστημα υπό τον έλεγχο του Περδίκκα, προτού την καταλάβει, μαζί με το σύνολο της Ιωνίας και της Λυδίας, ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (321/320 π.Χ.). Με τη συνθήκη του Τριπαραδείσου (319 π.Χ.), η περιοχή βρέθηκε στα χέρια του σατράπη της Λυδίας Κλείτου (υπό τις διαταγές του Αντιπάτρου), ο οποίος εκδιώχθηκε τον επόμενο χρόνο από τον Αντίγονο, που κατέλαβε την Έφεσο μαζί με τα 600 τάλαντα του θησαυροφυλακίου της. Η πόλη έμεινε στα χέρια των Αντιγονιδών βασιλέων έως το 302 π.Χ., όταν ο υπασπιστής του Κασσάνδρου, ο Πρεπέλαος, την κατέλαβε πρόσκαιρα. Ο Δημήτριος όμως αντεπιτέθηκε το 302 π.Χ. και η πόλη παραδόθηκε αμέσως.24Μετά τη μάχη της Ιψού (καλοκαίρι του 301 π.Χ.), ο Δημήτριος αναδιπλώθηκε στην Έφεσο.25 Η πόλη διεξήγαγε έναν τριετή αιματηρό πόλεμο με τον τύραννο της Πριήνης Ιέρωνα, έμπιστο του Λυσιμάχου, αλλά οδηγήθηκε σε χρεωκοπία.26 Το 294 π.Χ., η Έφεσος περιήλθε στην εξουσία του Λυσιμάχου.27 Αυτός αποφάσισε να δημιουργήσει μια μεγάλη πόλη κοντά στην παλιότερη, η οποία ονομάστηκε Αρσινόη, προς τιμήν της συζύγου του. Για το σκοπό αυτό συνενώθηκαν και οι κάτοικοι της Κολοφώνος, των Φυγέλων και της Λεβέδου. Παρά τον κατά διαταγήν χαρακτήρα της και την αντίδραση των κατοίκων των συνοικιζόμενων πόλεων, η μεταφορά είχε ευεργετική επίδραση για την ανάπτυξη της πόλης.28 Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου (281 π.Χ.), η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη. Σε σύντομο όμως χρονικό διάστημα, μαζί με άλλες παράλιες μικρασιατικές θέσεις, πέρασε υπό τον έλεγχο των Λαγιδών.29 Το 261-260 π.Χ., εγκαταστάθηκε στην Έφεσο και τη Μίλητο ο ομώνυμος γιος και διάδοχος του Πτολεμαίου Β΄, αντιβασιλέας του στη Μικρά Ασία και συμβασιλέας από το 267 π.Χ. Με τη βοήθεια ενός Τιμάρχου, τυράννου της Μιλήτου, ο Πτολεμαίος επαναστάτησε ενάντια στον πατέρα του. Στην ίδια συγκυρία εντάσσεται μάλλον και η νίκη του ροδιακού στόλου επί των Πτολεμαίων στην Έφεσο. Η πόλη πέρασε υπό το σελευκιδικό έλεγχο και ήταν έδρα του Αντιόχου Β΄ στη Μικρά Ασία.30 Μετά το γάμο του Αντιόχου Β΄ με τη Βερενίκη, την κόρη του Πτολεμαίου Β΄ (252 π.Χ.), η προηγούμενη σύζυγος, η Λαοδίκη εγκαταστάθηκε στην Έφεσο. Λίγο αργότερα, το 246 π.Χ., πέθανε στην πόλη ο βασιλιάς (Αντίοχος Β΄), πιθανότατα δολοφονημένος.31 Ο θάνατός του οδήγησε σε δυναστική κρίση και στην εισβολή του Πτολεμαίου Γ΄ στη Μικρά Ασία. Η Έφεσος πέρασε εκ νέου στη λαγιδική εξουσία, όπου και παρέμεινε έως το 197 π.Χ.32 Το 197 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τον Αντίοχο Γ΄ και αποτέλεσε τη σημαντικότερη βάση του στο Αιγαίο. Εκεί κατέφθασε ο Αννίβας (195 π.Χ.) πριν από τον επικείμενο αποτυχημένο πόλεμο του Αντιόχου με τους Ρωμαίους. Το 189 π.Χ., μετά την ήττα του στη μάχη της Μαγνησίας του Σιπύλου, ο Αντίοχος εκκένωσε τη Μικρά Ασία. Η Έφεσος και οι Τράλλεις δόθηκαν στον Ευμένη Β΄, πιστό σύμμαχο της Ρώμης.33 Η Έφεσος αναγορεύθηκε σε δεύτερη πόλη του βασιλείου, μετά την Πέργαμο.34 Ο Άτταλος Γ΄ κληροδότησε με τη διαθήκη του το βασίλειό του στο λαό των Ρωμαίων, ενώ η Έφεσος αφέθηκε ελεύθερη. Η επανάσταση του Αριστονίκου (133-129 π.Χ.) που ακολούθησε αποτέλεσε για την Έφεσο την ευκαιρία να δείξει τη σημασία της ως νέας συμμάχου της Ρώμης: παρά τις αρχικές ήττες των Ρωμαίων, ο στόλος της Εφέσου πέτυχε αποφασιστική νίκη σε βάρος του Αριστονίκου (131 π.Χ.) και τον ανάγκασε να εκκενώσει τα παράλια. Με το τέλος της εξέγερσης και τη δημιουργία της επαρχίας της Ασίας η Έφεσος παρέμεινε ελεύθερη, μαζί με τις περισσότερες σημαντικές ελληνικές πόλεις.35 2.6. Η Έφεσος υπό ρωμαϊκή διοίκηση Η Έφεσος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην επαρχία κατά τη διάρκεια του Α΄ Μιθριδατικού πολέμου (90-86 π.Χ.). Η εισβολή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ στην επαρχία της Ασίας ξεσήκωσε έναν άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό, εκπηγάζοντα από το μίσος ενάντια στους Ρωμαίους. Οι Εφέσιοι πρωτοστάτησαν στις αντιρωμαϊκές εκδηλώσεις: πρώτοι αυτοί γκρέμισαν τα ρωμαϊκά αγάλματα στην πόλη τους και ασμένως συμμετείχαν στη σφαγή των 80.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών από την Ιταλία (88 π.Χ.), σύμφωνα με τη διαταγή που εξέδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.36 Ο Μιθριδάτης ανταπέδωσε αυξάνοντας την έκταση της επικράτειας της ασυλίας του Αρτεμισίου της Εφέσου. Η σκληρή όμως συμπεριφορά του βασιλιά του Πόντου απέναντι στους Χίους, τους οποίους εξόρισε στη Μαύρη Θάλασσα, και ο διορισμός ενός βίαιου στρατιωτικού διοικητή στην Έφεσο, του Φιλοποίμενος από τη Στρατονίκεια, πατέρα της τελευταίας συζύγου του, της Μονίμης, οδήγησαν την πόλη σε εξέγερση. Οι Εφέσιοι πολιόρκησαν την ποντιακή φρουρά, φυλάκισαν και εκτέλεσαν το διοικητή της Ζηνόβιο και κάλεσαν και τους υπόλοιπους Έλληνες να τους ακολουθήσουν στον «πόλεμο υπέρ της Ρώμης και της κοινής ελευθερίας».37 Η αλλαγή αυτή πάντως δεν έσωσε την πόλη από τις τρομερές επιπτώσεις του διακανονισμού του Σύλλα: ο Ρωμαίος στρατηγός συγκάλεσε συνέδριο στην Έφεσο όπου επέβαλε νέα διοργάνωση της επαρχίας. Η Έφεσος στερήθηκε την ελευθερία της (84 π.Χ.) και κλήθηκε, μαζί με όσες πόλεις δεν αντιστάθηκαν στο Μιθριδάτη, να πληρώσει υψηλές πολεμικές επανορθώσεις.38 Την ίδια περίπου περίοδο η Έφεσος έπεσε θύμα πειρατικών επιδρομών.39 Τουλάχιστον από το 75 π.Χ., η Έφεσος αποτέλεσε έδρα δικαστικής διοίκησης (conventus).40 Το 57 π.Χ. βρήκε άσυλο στην πόλη ο Πτολεμαίος ΙΒ΄, περιμένοντας βοήθεια από κάποιο Ρωμαίο στρατηγό που θα του έδινε πίσω το θρόνο τον οποίο του είχε στερήσει η εξέγερση του λαού της Αλεξάνδρειας.41 Η πόλη βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Το 49 π.Χ., ο πεθερός του Πομπήιου, ο Μέτελλος Σκιπίων, προσπάθησε να αρπάξει το θησαυρό του ιερού της Αρτέμιδος, αλλά απέτυχε. Κατάσχεσε πάντως τα χρήματα που διαχειρίζονταν οι δημοσιώνες της Εφέσου.42 Την επόμενη χρονιά (48 π.Χ.) αποβιβάστηκε εκεί ο Καίσαρας, δέχτηκε τους αντιπροσώπους των Ιώνων, των Αιολέων και των πόλεων της Ασίας και επιχείρησε την αναδιοργάνωση της επαρχίας, προτείνοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις πόλεις.43 Το 43 π.Χ., οι δολοφόνοι του Καίσαρα, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, εξανάγκασαν τις πόλεις της Ασίας να τους παραδώσουν φόρο 10 ετών.44 Το 41 π.Χ., ήταν η σειρά του Αντωνίου να εισέλθει στην πόλη ως Νέος Διόνυσος, κατά τη διάρκεια μιας βακχικής τελετής. Συγκέντρωσε τους Έλληνες στην πόλη και απαίτησε να του δώσουν φόρο 2 ετών. Ο Αντώνιος επέστρεψε, με την Κλεοπάτρα αυτή τη φορά, το 33 π.Χ.45 2.7. Η Έφεσος κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο Υπό την ιουλιοκλαυδιανή και τη φλαβιανή δυναστεία, η Έφεσος αναδείχθηκε τρίτη σε σημασία πόλη στην αυτοκρατορία (μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια).46 Αποτέλεσε από το 29 π.Χ. την έδρα του ανθυπάτου, διοικητή της επαρχίας της Ασίας, αντικαθιστώντας την Πέργαμο.47Ο Αύγουστος, αν και ελάττωσε την επικράτεια της ασυλίας του ιερού της Αρτέμιδος και επέτρεψε και τη μεταφορά της ένωσης των Κουρητών από το Αρτεμίσιο στο Πρυτανείο στην άνω πόλη, αύξησε τις προσόδους του προσαρτώντας σε αυτό διάφορες γαίες στα ΒΑ της πόλης, στην κοιλάδα του Καΰστρου.48 Εγκαινιάστηκε έτσι μια μακρά περίοδος ειρήνης και ευημερίας, που διακόπηκε μόνο από τις καταστροφές που προήλθαν από σεισμούς, του 17 μ.Χ., κυρίως όμως του 23 και του 29.49 Σποραδικές είναι οι αναφορές στην πόλη κατά τη μακρά αυτή περίοδο ειρήνης των πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας: στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 ο Απολλώνιος ο Τυανεύς προέβλεψε, όντας στην Έφεσο, τη συνωμοσία που έθεσε τέλος στην αρχή του Δομιτιανού (81-96).50 Στο απόγειο της ακμής της, στις αρχές του 2ου αιώνα, η πόλη είχε 200.000 κατοίκους.51 Την εποχή αυτή αποκαλείται συχνά σε επιγραφές «πρώτη και μεγίστη μητρόπολις της Ασίας». Το 113/114 ο Τραϊανός και τα έτη 124 και 129/130 ο Αδριανός επισκέφθηκαν την πόλη. Ο αυτοκράτορας Λούκιος Βήρος (161-169) φιλοξενήθηκε από το Γάιο Βήδιο από το 162 έως το 164, καθοδόν προς τη χώρα των Πάρθων. Κατά την επιστροφή του (166-167) έγινε δεκτός από το σοφιστή Tίτο Φλάβιο Δαμιανό. Τα στρατεύματα όμως μετέδωσαν στους κατοίκους της πόλης θανατηφόρα επιδημία.52 Ο 3ος αιώνας αποτελεί περίοδο παρακμής: το τελικό πλήγμα στον πλούτο της πόλης ήταν ο καταστροφικός σεισμός του 262, τον οποίο ακολούθησε η επιδρομή των Γότθων, που λεηλάτησαν το Αρτεμίσιο.53 Παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες αυτοκρατόρων όπως ο Διοκλητιανός (284-305), ο Κωνστάντιος Β΄ και ο Κώνστας, η πόλη ανέκαμψε μόλις στα τέλη του 4ου αιώνα, όταν ο Θεοδόσιος ο Μέγας ανέλαβε ευρύ πρόγραμμα ανοικοδόμησης.54 3. Θεσμοί Το πρώιμο πολίτευμα της πόλης ήταν η βασιλεία.55 Μάλιστα αναφέρεται ότι η Έφεσος ήταν η έδρα του βασιλιά της Ιωνίας.56 Αργότερα, το γένος των Βασιλιδών, απογόνων του Ανδρόκλου, αναφέρεται ότι ασκούσε συνολικά την αρχή.57 Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, τα μέλη του διατηρούσαν μια σειρά τιμητικά προνόμια. Ύστερες πηγές όμως κάνουν λόγο για ένα «βασιλιά», τίτλο που κληρονόμησε και ο φιλόσοφος Ηράκλειτος, αλλά τον απαρνήθηκε προς όφελος του αδελφού του.58 Η «αρχή των Βασιλιδών» ήταν μια κληρονομική ολιγαρχία, ένα από τα μέλη της οποίας ασκούσε τα ετήσια καθήκοντα του βασιλιά.59 Ο βασιλιάς της Εφέσου αναφέρεται και σε επιγραφές της περιόδου του Αυγούστου, αλλά σίγουρα πρόκειται για κάποιον αξιωματούχο.60 Οι λεξικογραφικές πηγές διασώζουν δύο ακόμη τίτλους συνώνυμους του βασιλικού εσσήν και πάλμυς.61 Έπειτα από μακρά περίοδο αστάθειας η κατάσταση στην Έφεσο σταθεροποιήθηκε, χάρη στο δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε το 492 π.Χ. Ο επώνυμος άρχων ονομάστηκε πρύτανης. Η συνέλευση του λαού, μαρτυρείται κυρίως σε ψηφίσματα του 4ου αι. π.Χ. Η βουλή είχε προβουλευτικές εξουσίες. Άλλοι αξιωματούχοι ήταν οι πρόεδροι, επιφορτισμένοι με το καθήκον να κατανέμουν τους νέους πολίτες σε φυλές και χιλιαστύες, οι εσσήνες, οι αγωνοθέτες, οι νεωποίαι.62 Βάση του πολιτεύματος ήταν ο χωρισμός των κατοίκων της Εφέσου σε πέντε φυλές (Εφεσέων, Τηίων, Καρηναίων, Ευωνύμων, Βεμβιναίων), με υποδιαιρέσεις των πολιτών σε χιλιαστύες (χιλιάδες). Μαρτυρούνται περίπου 50 χιλιαστύες, που αναλογούν στις πέντε αρχικές φυλές και στις τρεις που δημιουργήθηκαν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (Σεβαστή, Αδριανή και Αντωνεινιανή).63 Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, η Έφεσος έχει κυρίως αριστοκρατικό πολίτευμα. Στα σώματα της βουλής και της εκκλησίας του δήμου προστέθηκε η γερουσία, με θρησκευτικές κυρίως αρμοδιότητες, σχετιζόμενες ως επί το πλείστον με τα οικονομικά του Αρτεμισίου. Το σώμα είχε πάνω από 300 μέλη στις αρχές του 2ου αιώνα, στην πλειονότητά τους εύπορους πολίτες, που διακρίνονταν για τις ευεργεσίες τους προς την πόλη, ενώ την ίδια περίοδο ο αριθμός των βουλευτών έφθασε τους 450. Η βουλή και η εκκλησία του δήμου, παρότι κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο στερούνταν ουσιαστικών αρμοδιοτήτων για τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, εντούτοις λαμβάνουν υπεύθυνες αποφάσεις σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα, όπως η διαχείριση των δημόσιων γαιών, η επιλογή των οικοδομήσιμων χώρων και η διατήρηση του συστήματος οδοποιίας και της προμήθειας σε νερό και σιτηρά.64 Ο θεσμός του πρύτανη έχασε τη σημασία του μετά το 17/18, όταν αποδόθηκε διά βίου σε έναν απελεύθερο του Αυγούστου.65 4. Οικονομία και νομισματική κυκλοφορία Λόγω της ακτινοβολίας του Αρτεμισίου και των σχέσεων με το λυδικό βασίλειο και αργότερα με την αχαιμενιδική διοίκηση, η πόλη γνώρισε μεγάλη ευημερία. Είναι η πρώτη ελληνική πόλη που έκοψε νόμισμα, από ήλεκτρο, στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Κατά τη διάρκεια του πρώιμου 6ου αι. π.Χ., ακολουθώντας πάντα το φοινικικό κανόνα, εκδόθηκε νόμισμα με την εικόνα της προτομής ενός ελαφιού στον εμπροσθότυπο και έκτυπο οπισθότυπο. Επί Κροίσου (561-546 π.Χ.) εγκαινιάστηκε η σειρά των αργυρών νομισμάτων (δραχμών και διδράχμων) στο φοινικικό κανόνα, με τη μέλισσα στον εμπροσθότυπο και το έκτυπο τετράγωνο στον οπισθότυπο, η κυκλοφορία της οποίας διήρκεσε έως την Ιωνική Επανάσταση (500-494 π.Χ.). Κατά τον 5ο αι. π.Χ. η ένταξή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία την οδήγησε σε οικονομική παρακμή. Η πόλη μάλλον δεν έκοψε καθόλου νόμισμα. Κατά τη διάρκεια του Ιωνικού πολέμου, υιοθέτησε το ροδιακό σταθμητικό κανόνα (τετράδραχμο 11,7 γραμμ.) και έκοψε νόμισμα με τους παλιότερους τύπους, αλλά και την προσθήκη του ονόματος του υπευθύνου για τις κοπές αξιωματούχου. Για τον 4ο αι. π.Χ. υπάρχουν λίγα στοιχεία που αφορούν την οικονομική ζωή της πόλης. Η άρνηση των Εφεσίων να δεχθούν από τον Αλέξανδρο να ανοικοδομήσει το Αρτεμίσιο μαρτυρά πίστη στην ευρωστία των οικονομικών της πόλης. Η Έφεσος είναι από τις λίγες πόλεις της Ασίας που διατηρεί αδιάλειπτη την ισχύ της νομισματοκοπίας της, με τη σειρά των αργυρών τετραδράχμων ροδιακού κανόνα, όπου παρουσιάζεται στον εμπροσθότυπο η μέλισσα με τα γράμματα ΕΦ και στον οπισθότυπο η προτομή ελαφιού που ξεπηδά από φοινικόδενδρο. Στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, η πόλη υιοθέτησε και τους τύπους των ελληνιστικών βασιλέων, κόβοντας «Αλεξάνδρους» και νομίσματα στους τύπους του Δημητρίου του Πολιορκητή και αργότερα του Λυσιμάχου, υιοθετώντας πλέον τον αττικό σταθμητικό κανόνα. Παρά τα διάφορα ευεργετήματα που δέχθηκε από τον Αντίγονο66 και το Δημήτριο, καταστράφηκε οικονομικά κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Πριήνη (300-297 π.Χ.).67 Η ανάκαμψη ήρθε με την επανίδρυσή της από το Λυσίμαχο. Παρά την πολιτική αστάθεια τον 3ο αι. π.Χ. και τη συνεχή εναλλαγή κατακτητών, αποτέλεσε σταθερά σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο αγαθών που διεκπεραιώνονταν από τη Συρία προς τη Δύση με καραβάνια. Για την προμήθεια σιτηρών εξαρτιόταν από τη Ρόδο, συμμετέχοντας έτσι σε ένα διεθνές δίκτυο ανταλλαγών.68 Αρχίζει να κόβει χάλκινα νομίσματα, με τους παραδοσιακούς τύπους και την προσθήκη της προτομής της Αρτέμιδος, κατά τα ελληνικά πρότυπα. Εξίσου σημαντική φαίνεται πως ήταν η δραστηριότητα των τραπεζιτών του ιερατείου του Αρτεμισίου της Εφέσου.69 Στο 2ο αι. π.Χ., όταν η Έφεσος ανήκε κατά κύριο λόγο στο περγαμηνό βασίλειο μετατράπηκε σε κύριο λιμάνι των Ατταλιδών, αντικαθιστώντας την Ελαία. Από το 188 π.Χ. περίπου, η Έφεσος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα νομισματικά εργαστήρια για την παραγωγή κιστοφορικών νομισμάτων. Το γεγονός αυτό όμως δεν οδήγησε στην εγκατάλειψη του παλιότερου αργυρού νομίσματος, των δραχμών στον αττικό σταθμητικό κανόνα, που έκοβε η πόλη από το 202 π.Χ. περίπου (4 γραμμ.). Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται η μέλισσα της Άρτεμης, πλαισιωμένη από μια σειρά στιγμές, και με την επιγραφή ΕΦ, ενώ στον οπισθότυπο απεικονίζεται το ελάφι μπροστά σε ένα φοινικόδενδρο. Το νόμισμα αυτό φαίνεται πώς έπαψε να εκδίδεται γύρω στο 170 π.Χ.70 Το 134/133 π.Χ. η Έφεσος, ως ελεύθερη πόλη, εγκαινίασε ένα κιστοφορικό νόμισμα όπου παρουσιάζεται μια νέα εποχή, που σημαδεύεται από την απόκτηση της ελευθερίας της πόλης. Το νόμισμα αυτό διήρκεσε έως το 49/48 π.Χ., όταν υιοθετήθηκε μια νέα εποχή, αυτή της νίκης του Καίσαρα επί του Πομπήιου.71 Από το 58 π.Χ. στα κιστοφορικά αυτά νομίσματα της πόλης εμφανίστηκαν τα ονόματα των ανθυπάτων της Ασίας. Με την ίδρυση της επαρχίας της Ασίας, οι πρόσοδοι του ιερού της Αρτέμιδος προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των Ρωμαίων φοροεισπρακτόρων (publicani), οι οποίοι διεκδίκησαν τα έσοδα από τις ιερές λίμνες που περιέβαλλαν τον Κάυστρο ποταμό. Η πόλη της Εφέσου έστειλε στη σύγκλητο, η οποία διαιτήτευσε της διαφοράς, τον περίφημο γεωγράφο Αρτεμίδωρο (104 π.Χ.), ο οποίος κατόρθωσε να διαφυλάξει την περιοχή για λογαριασμό του ιερού και των ιερέων της.72 Την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκαν στην πόλη και οι πρώτοι Ρωμαίοι έμποροι, προερχόμενοι από τη Δήλο.73 Η Έφεσος τους χρόνους αυτούς ήταν το κυριότερο λιμάνι της Ασίας και ένας από τους σημαντικότερους τελωνειακούς σταθμούς. Εκεί συγκεντρώνονταν εμπορεύματα από και προς τη Μικρά Ασία και εκεί εγκαταστάθηκαν σημαντικοί εμπορικοί οίκοι.74 Η Έφεσος συνιστούσε σημαντική αγορά δούλων, ενώ στην επικράτειά της τοποθετείται και η ύπαρξη εργαστηρίων της Ανατολικής Sigillata B, ήδη από το 100 π.Χ., καθώς και λυχναριών.75 Ορισμένα από τα προϊόντα αυτά εξάγονται και στην Αλεξάνδρεια.76 Η περίοδος των Μιθριδατικών πολέμων σημαδεύτηκε από την έκδοση χρυσού νομίσματος με την προτομή της Αρτέμιδος στον και το λατρευτικό άγαλμα της θεάς στον οπισθότυπο, συνοδευόμενο από τα σύμβολα της πόλης (ελάφι και μέλισσα). Ο 1ος αι. π.Χ. ήταν ένα διάστημα ιδιαίτερων δυσκολιών για την πόλη, όχι μόνο λόγω των βαρύτατων αποζημιώσεων που κατέβαλλε στους Ρωμαίους, αλλά και λόγω της επαχθούς φορολογίας που επέβαλλαν οι λογής λογής Ρωμαίοι στρατηλάτες. Η επικράτηση του Αυγούστου και η ανάδειξη της Εφέσου σε πρωτεύουσα της Ασίας, το 29 π.Χ., υπήρξαν πολύ επωφελείς για την εξέλιξή της. Ο Αύγουστος επέτρεψε στην Έφεσο και στην Πέργαμο να προχωρήσουν στην κοπή χρυσών νομισμάτων, σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας της επαρχίας, που είχε καταστραφεί έπειτα από έναν αιώνα πολέμων και ταραχών. Η Έφεσος έκοψε επίσης κιστοφορικά νομίσματα, αλλά και χάλκινους .77 Τα πρωιμότερα νομίσματα της σειράς φέρουν τα ονόματα των αξιωματούχων που επέβλεπαν το νομισματοκοπείο της πόλης (Γραμματεύς, Αρχιερεύς, Αρχιερεύς Γραμματεύς, Επίσκοπος). Η πόλη είχε προχωρήσει στην αγοραπωλησία των θέσεων των ιερέων, από την οποία αντλούσε σημαντικά οικονομικά οφέλη, έως το 44, όταν η διαδικασία αυτή καταργήθηκε με διάταγμα του ανθυπάτου Paullus Fabius Persicus.78 Στο β΄ μισό του 1ου αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δομιτιανού και του Τραϊανού, η Έφεσος έφθασε στη μέγιστη ανάπτυξή της. Οι εύποροι πολίτες συναγωνίζονταν σε ευεργεσίες, ενώ οι πιο ταλαντούχοι από αυτούς ανήλθαν στη συγκλητική τάξη.79 Πλούσιοι συγκλητικοί και Ρωμαίοι απόμαχοι αξιωματούχοι την επιλέγουν για κατοικία τους. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στα χάλκινα νομίσματα της πόλης δεν εμφανίζονται πλέον ονόματα αξιωματούχων, πλην των σποραδικών περιπτώσεων όπου αναγράφεται το όνομα του ανθυπάτου. Η πόλη έκοβε συστηματικά νομίσματα καθόλη τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της αυτοκρατορίας, μέχρι και την αρχή του Γαλλιηνού (262-269). Ακόμη, εμφανίστηκαν και τα κιστοφορικά νομίσματα των Φλαβίων αυτοκρατόρων (69-96), και ιδιαίτερα του Αδριανού, όπου πλέον δεσπόζει η μορφή του αγάλματος της Αρτέμιδος Εφεσίας και οι ναοί των δύο νεωκοριών. Μετά το 262, η πόλη σταμάτησε να κόβει νόμισμα. Ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα, αρχίζει να γίνεται ορατή η ύπαρξη δυσκολιών στο οικονομικό επίπεδο: οι αγορανόμοι αποκτούν πλέον σημαντική εξουσία και κύρος στην πόλη, παινευόμενοι ότι ασκούν τίμια τα καθήκοντά τους.80 Η τιμή των σιτηρών αυξανόταν διαρκώς και σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ της βασιλείας του Τραϊανού (98-117) και του Καρακάλλα (211-217) χωρίς εμφανή λόγο.81 Αρκετοί πλούσιοι πολίτες υπερηφανεύονταν ότι πρόσφεραν στην πόλη σιτηρά που οι ίδιοι προμηθεύθηκαν από την Αίγυπτο.82 Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138), κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην πόλη, επέτρεψε στους Εφεσίους να προμηθεύονται αιγυπτιακά σιτηρά, τα οποία εκμεταλλευόταν μονοπωλιακά η ρωμαϊκή διοίκηση.83 5. Θρησκεία και λατρείες Η θρησκευτική ζωή της Εφέσου κυριαρχείται από την παρουσία της Αρτέμιδος Εφεσίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιποι θεοί των Ιώνων λείπουν. Από τα πρωιμότερα ιερά που αναφέρονται είναι του Απόλλωνος Πυθίου, ενώ πιστοποιούνται επιγραφικά οι λατρείες του Δία και του Απόλλωνος Πατρώου, της Μητέρας των Θεών Κυβέλης Ορείης και του Διονύσου. Από τις γραπτές και τις επιγραφικές πηγές μαθαίνουμε επίσης για τη λατρεία της Δήμητρας (η οποία στη Ρωμαϊκή περίοδο έχει ελευσινιακό χαρακτήρα), της Αφροδίτης, του Ασκληπιού, του Ηφαίστου, της Εστίας και των θεοτήτων του πρυτανείου, της Λητώς, της Νέμεσης, του Ποσειδώνα, των Αιγύπτιων θεών (Σάραπις, Ίσις), καθώς και των θεοτήτων με έντονο τον ελληνιστικό χαρακτήρα (Τύχη). Σε αυτούς προστίθεται και η λατρεία των κατώτερων θεοτήτων και των ηρώων (Θεοί Πάντες, Κάβειροι, Ενέδρα, Γη Καρποφόρος, Εκάτη, Ηρακλής, Θεός Ύψιστος, Πάνας, Πλούτος, Ομόνοια, όρος Πίον και ποταμοί Κάυστρος, Μνασέας και Κλασέας).84 Σημαντική παράμετρο στη θρησκευτική ζωή της πόλης αποτελεί και η συμμετοχή στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Δωδεκάπολης των Ιώνων, οι οποίες μάλιστα κατά τον 5ο αι. π.Χ. τελούνταν στην περιφέρεια της πόλης.85Κεφαλαιώδης για τη θρησκευτική ζωή της πόλης υπήρξε η αυτοκρατορική λατρεία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.86 Στην προϊστορία του θεσμού αναφέρεται η πιθανή εγκαθίδρυση του Φιλίππου Β΄ ως συννάου της Άρτεμης (336 π.Χ.), οι τιμές στους ελληνιστικούς ηγεμόνες, η λατρεία προς τον Publius Servilius Isauricus, ανθύπατο της επαρχίας κατά το 46-44 π.Χ., ο οποίος εκτιμήθηκε πολύ για την επιείκιά του (clementia),87 καθώς και οι τιμές προς τον Ιούλιο Καίσαρα. Η πόλη απόκτησε ναό της Ρώμης και του Ιουλίου Καίσαρα το 6/5 π.Χ., κατόπιν αδείας από τον Αύγουστο. Αργότερα, σε ανταπόδοση της βοήθειας που πρόσφερε ο Τιβέριος στις πόλεις της Ασίας μετά το σεισμό του 17 μ.Χ., η Έφεσος ζήτησε την άδεια να ιδρύσει ναό του αυτοκράτορα στην πόλη, πρόταση που απορρίφθηκε, επειδή η κύρια θεότητα της Εφέσου ήταν η Άρτεμη.88 Ήδη από την εποχή του Νέρωνα η πόλη αποκαλείται νεωκόρος της Άρτεμης. Η πολυπόθητη νεωκορία, με τα προνόμια που επέφερε, ήρθε τελικά επί Δομιτιανού. Η δεύτερη νεωκορία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αδριανού (129). Οι επιγραφές ΝΕΩΚΟΡΩΝ και ΔΙΣ ΝΕΩΚΟΡΩΝ ΑΣΙΑΣ εμφανίζονται σε νομίσματα των αρχών του 2ου αιώνα. Αργότερα υπάρχουν μαρτυρίες για μια τρίτη νεωκορία, επί Καρακάλλα (211-218), η οποία, όμως, αποδόθηκε ως τιμή από τον αυτοκράτορα στην Άρτεμη, και για μια τέταρτη νεωκορία (σε νομίσματα της εποχής του Ηλιογαβάλου), που ενδεχομένως αναφέρεται στη νεωκορία της Άρτεμης. Διαπιστώνεται από πολύ νωρίς η παρουσία χριστιανών στην πόλη. Ο Απόστολος Παύλος διέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα (53-55). Η διδασκαλία του οδήγησε σε εξέγερση των χρυσοχόων, με επικεφαλής κάποιο Δημήτριο, επειδή ο Παύλος ισχυρίστηκε ότι οι θεοί που φτιάχτηκαν από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή τα είδωλα, ήταν ψεύτικοι θεοί, μια ευθεία απειλή κατά της Αρτέμιδος της Εφέσου. Οι εξεγερθέντες συγκεντρώθηκαν στο θέατρο, όπου μάταια ο εκπρόσωπος των Εβραίων της πόλης, ο Αλέξανδρος, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τη διδασκαλία του Παύλου. Μπροστά στον κίνδυνο σφαγής των Εβραίων της πόλης, αλλά και των συντρόφων του Παύλου, οι Αρχές ηρέμησαν τα πλήθη και εκτόνωσαν την κατάσταση.89 Υπήρχαν διάφορες ομάδες χριστιανών, που δεν είχαν ιδιαίτερα αγαστές σχέσεις μεταξύ τους. Στην απόκρυφη χριστιανική λογοτεχνία αναφέρεται ότι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έμεινε στην Έφεσο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μαζί του λέγεται ότι ήρθε και η Παναγία. Ένας δεύτερος Ιωάννης, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης, έδρασε στην πόλη στα τέλη του 1ου αιώνα και λέγεται ότι εκεί συνέγραψε την Αποκάλυψη.90 Την ίδια περίοδο, ο Ιγνάτιος της Αντιοχείας αναφέρεται σε επιστολή του επί μακρόν στην Εκκλησία της Εφέσου και τον επίσκοπό της Ονήσιμο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε γρήγορα στην πόλη, παρά τους διωγμούς και τα μαρτύρια των χριστιανών στο ειδικά διαμορφωμένο στάδιο. Ο σεισμός του 262 και η καταστροφή του Αρτεμισίου υπήρξε σημάδι για την αδυναμία της θεάς. Στον 4ο αιώνα, ο Δημέας υπερηφανεύεται ότι έδιωξε την εικόνα της δαιμονικής Αρτέμιδος από τη θέση που κατείχε στην πύλη του Αδριανού και την αντικατέστησε με το χριστιανικό σταυρό.91 6. Τοπογραφία 6.1. Η Έφεσος της Γεωμετρικής και της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδουΗ Έφεσος ιδρύθηκε στις εκβολές του Δέλτα του Καΰστρου.92 Στις αρχές της 1ης χιλιετίας, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν περίπου 2 μ. κάτω από τη σημερινή, ενώ η εκβολή του Καΰστρου βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 χλμ. από τη σημερινή ακτή και 3,5 χλμ. Β-ΒΑ του λόφου Ayasoluk.93 Η αρχαιότερη εγκατάσταση ονομαζόταν Κόρησσος.94 Η θέση έχει ταυτιστεί από παλιά με τον όρμο που σχηματίζεται ανατολικά του ακρωτηρίου Τραχεία.95 Εκεί έχουν βρεθεί διάσπαρτα όστρακα αρχαϊκών αγγείων,96 ενώ σώζεται και ένα τμήμα της οχύρωσης, που ενδέχεται να ανάγεται στα Αρχαϊκά χρόνια.97 Διατηρούνται ακόμη οι θεμελιώσεις οικιών. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο τμήμα της αρχαϊκής και κλασικής πόλης βρισκόταν πάνω σε λόφο: οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το λόφο αυτό με το όρος Πίον (Panayır Dağ), όπου εντοπίζεται η λεγόμενη ιωνική ακρόπολη.98Το ακρωτήριο Τραχεία ταυτίζεται με τη στενή χερσόνησο που ορίζει προς βορρά τον κόλπο στον οποίο δεσπόζει το όρος Πίον, μπροστά από το ρωμαϊκό θέατρο. Τη συνοικία της Σμύρνης ο Στράβων την τοποθετεί μεταξύ του ακρωτηρίου της Τραχείας και της λεγόμενης Λεπρής Ακτής, στους πρόποδες του όρους Πρέον (Bülbül Dağ). Στο σημείο εκείνο, κάτω από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Αγορά, ανασκάφηκε ένας οικισμός, του οποίου η πρώιμη φάση ανάγεται στον 8ο αι. π.Χ. Το όνομα του προαστίου έδωσε λαβή για αστήρικτες υποθέσεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά πιθανότερη είναι η άποψη του Langmann, σύμφωνα με την οποία εκεί κατοικούσαν έμποροι και μέτοικοι από τη Σμύρνη.99 Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, αν και παρέμειναν εκεί κάποιες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Μια τρίτη πρώιμη θέση εντοπίστηκε στους πρόποδες του όρου Πρέον, στα νότια της Ρωμαϊκής Αγοράς, ενώ ταφές της Ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου ανακαλύφθηκαν στη συνοικία της Εμβόλου.100 Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κροίσος επιχείρησε να μετατοπίσει την πόλη προς το Αρτεμίσιο της Εφέσου και προς τον αρχαίο καρικό-λυδικό οικισμό. Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα απλώς επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό ο οικιστικός ιστός προς το Αρτεμίσιο.101 Ένα τμήμα του νέου οικισμού έχει εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1920 από τον J. Keil, όπου βρέθηκαν ερείπια και ίχνη οικιών του 5ου αι. π.Χ.102 Το νεκροταφείο της πόλης του Κροίσου ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη ΝΑ κλιτύ του Ayasoluk: οι σαρκοφάγοι και οι ταφές του 5ου αι. π.Χ. βρίσκονται ακριβώς επάνω στις καρικού τύπου ταφές του 8ου αι. π.Χ., χωρίς όμως ίχνη ενδιάμεσης χρήσης.103 Τίποτε δεν είναι γνωστό για τα γυμνάσια, τους ναούς και το θέατρο της Κλασικής περιόδου, πέρα από διάσπαρτες αναφορές σε ιστορικές πηγές και από επιγραφικές μαρτυρίες. Σημαντικό στοιχείο πάντως για τις πρώιμες λατρείες στην πόλη είναι το ιερό με τις επιγραφές στο βράχο, στην ανατολική κλιτύ του όρους Πίον, αφιερωμένο στο Δία Πατρώο και τον Απόλλωνα Πατρώο, καθώς και τη Μητέρα Ορείη.104 6.2. Η πόλη του Λυσιμάχου
Οι αποθέσεις λάσπης που κατέβαζε ο Κάυστρος και οι μικρότεροι ποταμοί της περιοχής (ο Σελινούς και ο Μάρνας) οδήγησαν στην αχρήστευση του λιμανιού της αρχαϊκής και κλασικής πόλης, ενώ η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλούσε την πόλη με πλημμύρα. Ο Λυσίμαχος έχτισε τη νέα πόλη κοντά στην ακτή που περιβάλλει τις πλαγιές των ορέων Πρέον και Πίον.105 Την περιέβαλε με επιβλητικά τείχη, μήκους 9 χλμ., περίφημα ήδη κατά την Αρχαιότητα, τα οποία σώζονται σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση στο όρος Πρέον και αποτελούν το πλέον αξιόλογο δείγμα αμυντικής αρχιτεκτονικής στην ελληνιστική Μικρά Ασία.106 Από τις πύλες της πόλης σπουδαιότερες ήταν δύο, γνωστές από άφθονες φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Η κυριότερη, η λεγόμενη Πύλη της Μαγνησίας, έχει ταυτιστεί ήδη από το 1863. Η ελληνιστική πύλη είχε έναν τετράπλευρο πύργο σε κάθε πλευρά και μία αυλή, πίσω από την οποία ανοιγόταν η είσοδος στην πόλη. Η κατασκευή πάντως της υπάρχουσας δομής ανάγεται στην εποχή του Αυγούστου.107 Η πορεία του τείχους στο όρος Πίον δεν έχει ακόμη καθοριστεί με ακρίβεια. Φαίνεται πως ταυτιζόταν εν μέρει με την πορεία του βυζαντινού τείχους, περνώντας στα νότια του ρωμαϊκού θεάτρου ή κάτω από το κοίλο. Στο σημείο εκείνο θα πρέπει να βρισκόταν και η Πύλη της Κορησσού.108 Στο βόρειο σημείο του όρους Πίον, πάνω από το λιμάνι της Κορησσού, έχουν βρεθεί τα ίχνη της ισχυρής οχύρωσης της Ελληνιστικής περιόδου. Σώζονται μόνο οι λαξεύσεις της θεμελίωσης στο βράχο, καθώς οι λίθοι του τείχους αυτού χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση του υστερορωμαϊκού τείχους. Υπήρχε ένα ισχυρό οχυρό στην κορυφή του όρους, ενώ στην ανατολική κλιτύ η οχύρωση ενωνόταν με την οχύρωση της κυρίως πόλης.109 Το λιμάνι της ελληνιστικής πόλης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί με ακρίβεια. Θεωρείται πιθανότερη η εκδοχή να βρισκόταν μπροστά ακριβώς στον κύριο αστικό ιστό της πόλης, κατά μήκος της κλιτύος του όρους Πρέον. Ενδεχομένως να υπήρχε και ένα δεύτερο, πολεμικό, λιμάνι στα νότια του ακρωτηρίου Τραχεία.110 Στην ίδια περιοχή, στα δυτικά του λόφου σώζονται τα ίχνη μιας οχύρωσης των Eλληνιστικών χρόνων, καθώς και ένας μικρός περίπτερος ναός (διαστάσεων 22,05 x 14,7 μ.) στο στυλοβάτη και σηκό μήκους 10,3 μ.), δίπλα σε ένα πηγάδι που ταυτίζεται με τη θέση Υπέλαιον, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ο Άνδροκλος σκότωσε έναν αγριόχοιρο.111 Η πόλη οικοδομήθηκε με βάση το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Λίγα μνημεία είναι σήμερα ορατά και σε γενικές γραμμές η εικόνα που έχουμε δεν είναι πλήρης. Σώζονται τα ερείπια μιας μικρού σχετικά μεγέθους Αγοράς στην περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε η Κάτω Αγορά, η ονομαζόμενη Τετράγωνος Αγορά, και συγκεκριμένα το δυτικό της τμήμα. Κάλυπτε το μισό περίπου της ρωμαϊκής Κάτω Αγοράς, ήταν περίπου τετράγωνη στην κάτοψη και είχε διαστάσεις 100-110μ. Για την κατασκευή της ελληνιστικής Αγοράς ισοπεδώθηκε αρχικά η συνοικία της Σμύρνης. Τα κτήρια περιλάμβαναν μια ελλιπώς διατηρημένη αποθήκη με δύο σειρές από 7 ή 9 τετράγωνα δωμάτια, με τα ανατολικά να βλέπουν την Αγορά και τα δυτικά μια οδό. Οι διαστάσεις του κτηρίου ήταν 43,4 μήκος x 11,5 μ. πλάτος.112 Αργότερα, το κτήριο άλλαξε όψη, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στην ανατολική πλευρά (με βάθος ίσο με το βάθος ενός δωματίου, δηλαδή 4,6 μ. περίπου), ενώ ο βόρειος και ο νότιος τοίχος επεκτάθηκαν. Τέλος, περαιτέρω τροποποιήσεις επήλθαν στο κτήριο, με την προσθήκη κιονοστοιχίας στη βόρεια πλευρά, ενώ περίπου το 100 π.Χ. όλη η πλατεία της Αγοράς πλαισιώθηκε από , αποκτώντας την τυπική όψη των ελληνιστικών αγορών της Μικράς Ασίας. Στο σημείο όπου βρίσκεται η δυτική πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, ανασκάφηκαν τα ίχνη πύλης που ίσως να ταυτίζεται με την αρχική, πρώιμη ελληνιστική πύλη της Κορησσού.113 Στην ίδια περιοχή εντοπίστηκαν δύο κρηναία οικοδομήματα της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και οικίες του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ.114 Υπήρχε και δεύτερη αγορά, η οποία μάλλον εξυπηρετούσε διοικητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Αν και δεν έχει εντοπιστεί με ακρίβεια, μαρτυράται σε μια επιγραφή της περιόδου του Λυσιμάχου και θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικά της Τετραγώνου Αγοράς.115 Μπροστά από τις οικίες της Εμβόλου και λίγο πιο χαμηλά από τη λεγόμενη στοά του Αλυτάρχου (5ος αι. μ.Χ.) διακρίνονται τα ερείπια ενός οκταγωνικού ταφικού μνημείου, ενδεχομένως της Αρσινόης, της δολοφονημένης αδελφής της Κλεοπάτρας (41 π.Χ.), το οποίο ήταν απομίμηση του φάρου της Αλεξάνδρειας. Πολυγωνικό στην κάτοψη με κορινθιακούς κίονες και πλούσια διακοσμημένο επιστύλιο, το κτήριο στήριζε οκταγωνική πυραμίδα, που επιστεφόταν από σφαίρα.116 Ακριβώς δίπλα βρέθηκε το Ηρώο του Ανδρόκλου. Τέλος, ένα μνημείο του β΄ μισού του 1ου αι. π.Χ., στην άκρη της Ιεράς Οδού, ήταν αφιερωμένο σε έναν εγγονό του Σύλλα, το Γ. Μέμμιο. Στο σημείο όπου χτίστηκε η Βασιλική Στοά της περιόδου του Αυγούστου, ανακαλύφθηκε μικρότερη ελληνιστική στοά και πιθανότατα τα ίχνη ενός ελληνιστικού σταδίου.117 Στα μνημεία της Ελληνιστικής περιόδου συγκαταλέγεται και η αρχική μορφή του θεάτρου στους πρόποδες του όρους Πίον, το οποίο θα πρέπει να χρονολογηθεί μάλλον στον 1ο αι. π.Χ., παράλληλα με την παρακείμενη μνημειακή κρήνη.118 6.3. Η πόλη του Αυγούστου Ο πολεοδομικός ιστός της ρωμαϊκής πόλης και ο αρχαιολογικός χώρος διακρίνονται σε δύο τμήματα: στην άνω πόλη, κατά μήκος του Panayir Dağ, όπου βρίσκονταν τα κυριότερα δημόσια μνημεία, και η οποία ονομαζόταν Κορησσός κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο,119 και στην κάτω πόλη μπροστά στο λιμάνι. Η ανοικοδόμηση της πόλης ως ενός ιδιαίτερου εμπορικού, θρησκευτικού, διοικητικού και πολιτισμικού κέντρου επικεντρώθηκε στο μικρό υψίπεδο μεταξύ και των ορέων Πίον και Πρέον, όπου χτίστηκε η λεγόμενη Δημόσια Αγορά, ένα μεγάλο πλακοστρωμένο ορθογώνιο διαστάσεων 160 x 58 μ. Η πλατεία ενδεχομένως να προϋπήρχε. Στο δυτικό τμήμα της είχε αναγερθεί ένας πρόστυλος ναός του 1ου αι. π.Χ., που εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής του δεν έχει ταυτιστεί με ασφάλεια.120 Στον άξονα με το ναό αυτό χτίστηκε το πολυτελέστατο Πρυτανείο, προφανώς υπό την επίβλεψη του απελεύθερου του αυτοκράτορα Ιουλίου Νικηφόρου, ο οποίος εξελέγη διά βίου πρύτανης της Εφέσου, το 18 π.Χ.121 Δίπλα στο Πρυτανείο βρίσκεται το Βουλευτήριο ή Ωδείο, το οποίο στη μορφή που έχει αποκατασταθεί σήμερα ανήκει κυρίως στην περίοδο της βασιλείας του Λεύκιου Βήρου (160-169). Είναι ένας ευρύχωρος αμφιθεατρικός χώρος, στηριγμένος στο πρανές του λόφου Panayir Dağ. Η χωρητικότητά του έχει υπολογιστεί σε 1.500 άτομα. Χρονολογείται γύρω στο 150 μ.Χ. και αποδίδεται στον Παύλο Βήδιο Αντώνιο και στη σύζυγό του Φλαβία Παπιανή.122 Δυτικά του Βουλευτηρίου ή υπήρχε ένα τέμενος του Αυγούστου και της Αρτέμιδος, που περιβαλόταν από κιονοστοιχία ιωνικού ρυθμού στις τρεις πλευρές του και περιέκλειε ένα υψηλό βάθρο πλάτους 15 μ., στο οποίο εδραζόταν βωμός ή μικρός ναός ρωμαϊκού τύπου. Το κτήριο υπήρχε ήδη το 25 π.Χ., όταν ο Απολλώνιος Πασσάλας αφιέρωσε ένα άγαλμα του Αυγούστου.123 Στην ίδια περιοχή ενδέχεται να τοποθετείται και το ελληνιστικό ή πρώιμο ρωμαϊκό γυμνάσιο στο οποίο ο πατέρας του Απολλωνίου, ο Ηρακλείδης, με την ιδιότητα του νεάρχου, μαζί με τους νέους έκανε μια αφιέρωση στον Αύγουστο, τον κτίστη της πόλης.124 Στην ανατολική πλευρά της Αγοράς, στηριγμένο στο λόφο του Panayir Dağ, βρίσκεται ένα μεγάλο συγκρότημα ρωμαϊκών λουτρών, που παλιότερα πιστευόταν ότι είναι τα λουτρά του Βαρίου και χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.125 Στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, μπροστά από το ναό και το τέμενος, βρίσκεται η Βασιλική Στοά, μια μεγάλη τρίκλιτη διώροφη στοά με ιωνικές κιονοστοιχίες, δύο εσωτερικές και μία εξωτερική. Πρόκειται για ένα από τα εντυπωσιακότερα κτήρια της Εφέσου, το οποίο αφιέρωσε ο C. Sextilius Pollio και η οικογένειά του το 11 μ.Χ.126 Ο κύριος άξονας της πόλης, που προφανώς ήταν σε ισχύ ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, η λεγόμενη Πλατεία, ξεκινούσε στην Πύλη της Μαγνησίας, περνούσε νότια και δυτικά από τη δημόσια Αγορά και κατόπιν κατέβαινε στην κοιλάδα μεταξύ των ορέων Πίον και Πρέον, για να καταλήξει στην Τετράγωνο Αγορά. Η Τετράγωνος Αγορά της Εφέσου χρονολογείται επίσης στην περίοδο της επανίδρυσης της πόλης από τον Αύγουστο και διαδέχεται την αντίστοιχη Διοικητική Αγορά της ελληνιστικής Εφέσου. Βρισκόταν κοντά στο λιμάνι και αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της πόλης. Είναι ένα τετράγωνο με πλευρά 111 μ., που περιβάλλεται από στοές, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν καταστήματα και εργαστήρια. Το συνολικό μήκος κάθε πλευράς είναι 149,5 μ. Η Αγορά προσεγγίζεται μέσω της πύλης που αφιέρωσαν δύο πλούσιοι απελεύθεροι του Αυγούστου, ο Μαζαίος και ο Μιθριδάτης, το 4 ή 3 π.Χ., η οποία κατά την Αρχαιότητα ονομαζόταν Τρίοδος. Πρόκειται για μια αψίδα με τρεις εισόδους, στηριζόμενη σε ισχυρούς πεσσούς και πλούσια αρχιτεκτονική διακόσμηση στην αψίδα και το επιστύλιο. Ήταν αφιερωμένη στον αυτοκράτορα, τη γυναίκα του Λιβία, την κόρη του Ιουλία και το γαμπρό του Αγρίππα.127 Εκτός από την πύλη αυτή, στην Αγορά υπήρχαν δύο ακόμη είσοδοι, μία μνημειακή πύλη με πρόπυλο στη δυτική πλευρά, όπου κατέληγε η Δυτική Οδός (διαστάσεις 160 x 24 μ.), η οποία πλαισιωνόταν από δωρική κιονοστοιχία και μια αρκετά απλούστερη στη βόρεια πλευρά.128 Ο κύριος οδικός άξονας στο σημείο της Τριόδου διχαζόταν: ο ένας δρόμος οδηγούσε στο λιμάνι και στην Πυγέλα, ενώ ο άλλος κατέληγε, ακολουθώντας παραθαλάσσια διαδρομή, στην Κορησσό. Το Στάδιο, το οποίο ήταν χτισμένο εν μέρει στους πρόποδες του όρους Πίον, θεωρείται συνήθως ότι αντικαθιστά κτίσμα της εποχής του Λυσιμάχου, αν και οι πρόσφατες έρευνες δεν απέδωσαν στοιχεία της Ελληνιστικής περιόδου. Στη μορφή που σώζεται ανάγεται στην περίοδο του Νέρωνα (54-68). Έχει διαστάσεις 230 x 30 μ. Στα ανατολικά ο στίβος είναι στενότερος, ένδειξη που θεωρείται ότι πιστοποιεί την ύπαρξη αρένας για βίαια θεάματα, κυρίως αγώνες μονομάχων και άγριων θηρίων. Σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση: από τις κερκίδες διατηρούνται μόνο οι απολήξεις των υπόγειων περασμάτων στις άκρες του πετάλου.129 Η πόλη του Αυγούστου, και ιδιαίτερα τα μνημεία στις δύο Αγορές, για τα οποία έχουμε στοιχεία, καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια των σεισμών του 23 μ.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας έως τη βασιλεία του Δομιτιανού εξαντλήθηκε σε εργασίες ανακατασκευής. Την εποχή του Νέρωνα αφιερώθηκε το Στάδιο, ενώ επιγραφές της περιόδου βρίσκονται στην Τετράγωνο Αγορά. Το σημαντικότερο πάντως μνημείο της περιόδου είναι η μεγάλη δίκλιτη που πλαισίωνε την ανατολική πλευρά της Τετραγώνου Αγοράς. Σύμφωνα με τις επιγραφές, ήταν αφιερωμένη στην Αρτέμιδα Εφεσία, το Νέρωνα, τη μητέρα του Αγριππίνα και τους πολίτες της Εφέσου.130 Μεταξύ 54 και 59 χτίστηκε στην περιοχή του λιμανιού ένα μεγάλο κτήριο για την εξυπηρέτηση των αλιέων της πόλης.131 Την ίδια περίοδο έγιναν εργασίες στο λιμάνι της πόλης από τον ανθύπατο Barea Soranus επί Νέρωνα, για τις οποίες αργότερα κατηγορήθηκε ότι αποσκοπούσαν στην αύξηση της δημοτικότητάς τους στην Ασία, με σκοπό να επαναστατήσει.132 Τέλος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βεσπασιανού (69-79), η Πύλη της Μαγνησίας ξαναχτίστηκε και απόκτησε τρεις μνημειακές εισόδους που επιστέφονται με αψίδες. 6.4. Η περίοδος της μέγιστης ακμής και της παρακμής: Από το Δομιτιανό στις γοτθικές επιδρομές Η Έφεσος εξήλθε από την περίοδο της στασιμότητας, που ακολούθησε τις καταστροφές του 23 μ.Χ., όταν επιλέχθηκε ως νεωκόρος πόλη, προκειμένου να στεγάσει το ναό του αυτοκράτορα Δομιτιανού, το 88-89. Ο ναός των Αυτοκρατόρων οικοδομήθηκε στα δυτικά της Αγοράς, στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας διαστάσεων 50 x 100 μ. περίπου, η οποία στηριζόταν σε ένα σύστημα . Πρόκειται για ένα μικρό με 4 κίονες και πτερό 8 κιόνων στις στενές και 13 κίονες στις μακριές πλευρές. Ο πατά πάνω σε υψηλό 8 βαθμίδων, διαστάσεων 24 x 37 μ., ενώ οι διαστάσεις του σηκού ήταν μόλις 9 x 17 μ. Το λατρευτικό άγαλμα του αυτοκράτορα, που απεικονίζεται καθιστός, είναι κολοσσιαίων διαστάσεων: είχε ύψος 5 μ. Σώζονται σήμερα μόνο η κεφαλή και το ένα χέρι. Μπροστά στο λατρευτικό άγαλμα υπήρχε ένας βωμός διακοσμημένος με ανάγλυφα. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, οι Εφέσιοι αφιέρωσαν το ναό στη μνήμη του πατέρα του Δομιτιανού, του Βεσπασιανού. Μπροστά του υπάρχει ένα υψηλό παραπέτο αποτελούμενο από δύο ημικίονες και κόγχες όπου βρίσκονται δύο αγάλματα.133 Απέναντι από την πλατεία του ναού, χτίστηκε από το C. Laecanius Bassus ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό μνημείο, το Υδρεκδοχείο. Προκειμένου να στεγαστούν οι Αγώνες προς τιμήν του αυτοκράτορα, ισοπεδώθηκε η περιοχή των ελών δυτικά του Γυμνασίου του Σταδίου και δημιουργήθηκε μια μεγάλη πλατεία διαστάσεων 220 x 200 μ., οι Ξυστοί, όπου διεξάγονταν τα αθλήματα. Την πλατεία περιέβαλλαν στοές. Δυτικά από αυτή την περιοχή κατασκευάστηκε το Γυμνάσιο των Σεβαστών και τα Λουτρά του Λιμανιού, ένα συγκρότημα που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της λεγόμενης Αρκαδιανής Οδού. Η κατασκευή των λουτρών του λιμανιού οδήγησε σε εργασίες τροποποιήσεων στο λιμάνι, οι οποίες διεξήχθησαν στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού.134 Τα δύο κεντρικά σημεία της πόλης, ο ναός των Αυτοκρατόρων και η περιοχή του λιμανιού, συνδέονταν μέσω της κυρίας οδού, της Πλατείας, η οποία περιστοιχιζόταν από κιονοστοιχίες (διέτρεχε τη συνοικία Έμβολος και στο κεντρικό της σημείο αποκαλείται με το σύγχρονο όνομα Οδός των Κουρητών), η οποία συνεχιζόταν στη Μαρμάρινη Οδό, την πρώτη παράλληλή της στα ανατολικά. Η Οδός των Κουρητών (ιερέων της Αρτέμιδος Εφέσου) ξεκινά από το βόρειο άκρο της πλατείας του Δομιτιανού και οδηγεί από την άνω πόλη στο λιμάνι. Η Μαρμάρινη Οδός είναι η ιερά οδός που περιβάλλει το λόφο του Panayir Dağ και οδηγεί από τη Βιβλιοθήκη του Κέλσου στο Στάδιο. Ονομάζεται έτσι επειδή καλύπτεται από μεγάλες μαρμάρινες πλάκες, που όμως χρονολογούνται στον 5ο αι. μ.Χ. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς, υπάρχει μια στοά με κιονοστοιχία. Στο σημείο συνάντησης της Μαρμάρινης Οδού με την Αρκαδιανή Οδό, προερχόμενη από το λιμάνι, βρίσκεται η είσοδος του Θεάτρου. Η τελευταία πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, γιο του Θεοδοσίου (395-408), στον οποίο οφείλεται η τελική μορφή της. Είχε 528 μ. μήκος και πλευρικές στοές με κιονοστοιχίες, πλάτους 11 περίπου μ., ενώ το δάπεδό τους ήταν καλυμμένο με μωσαϊκά. Κατέληγε στο λιμάνι, μέσω μέσω μιας εντυπωσιακής πύλης, από την οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια.135 Στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Δομιτιανού και ακριβώς δίπλα στη δυτική άκρη της Αγοράς, υπάρχει ένα ακόμη σημαντικό μνημείο, το Νυμφαίο του Πολλίωνος (97). Ο Αριστίων δώρισε δύο ακόμη , στη διάρκεια της βασιλείας του Τραϊανού. Το πρώτο βρισκόταν στο δρόμο που διασχίζει τη Δημόσια Αγορά στο νότιο τμήμα της. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν αγάλματα αυτοκρατόρων και διακεκριμένων πολιτών της Εφέσου, ορισμένα από τα οποία εκτίθενται στο μουσείο της πόλης.Το άλλο κρηναίο οικοδόμημα που δώρισε ο Αριστίων είναι το Νυμφαίο του Τραϊανού, στο βόρειο άκρο της Εμβόλου (μεταξύ 102 και 114). Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς υπήρχε μία ακόμη διώροφη κρήνη με μεγάλη δεξαμενή, το Υδρεκδοχείο, όπου ήταν τοποθετημένα αγάλματα τα οποία και σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο της Εφέσου. Την ίδια περίοδο (104-105) ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στο Θέατρο, τις οποίες είχε χρηματοδοτήσει και επιβλέψει ο C. Vibius Salutaris. Αποτελεί το μεγαλύτερο θέατρο στο μικρασιατικό χώρο και ένα από τα ωραιότερα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Είχε συνολική χωρητικότητα 25.000 κατοίκων και χρησιμοποιήθηκε και για τις συναθροίσεις του δήμου. O Salutaris δώρισε χρυσά αγάλματα του αυτοκράτορα Τραϊανού, της συζύγου του Πλωτίνας, της ρωμαϊκής συγκλήτου, της ρωμαϊκής Τάξης των Ιππέων, του ρωμαϊκού λαού, του Αυγούστου, της Αρτέμιδος, της Εφέσου, του δήμου της Εφέσου, των Έξι Φυλών, της βουλής, της γερουσίας και της εφηβείας, ενώ μοίρασε και διάφορα χρηματικά ποσά στους βουλευτές, σε μέλη της γερουσίας και των Έξι Φυλών. Τα αγάλματα έπρεπε να φέρονται σε πομπή κατά τη διάρκεια μιας σειράς σημαντικών τοπικών και αυτοκρατορικών εορτασμών.136 Επί Τραϊανού ολοκληρώθηκε ένα ακόμη μεγαλεπήβολο σχέδιο, η δημιουργία ενός μουσείου, ένα είδος ιατρικής σχολής, του οποίου μάλλον ήταν επικεφαλής ο προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα, ο Titus Statilius Crito. Ο Scherrer εικάζει ότι αντικατέστησε το ελληνιστικό Ασκληπιείο, το οποίο αναφέρεται σε επιγραφές, και ότι θα πρέπει να ταυτιστεί με το λεγόμενο Σεραπείο, έναν μεγαλόπρεπο πρόστυλο ναό μεγάλων διαστάσεων, αποτελούμενο από πρόναο και σηκό. Ο ναός βρίσκεται δίπλα στην Αγορά, επί της Δυτικής Οδού, μήκους 160 και πλάτους 24 μ., σε μια πλατεία διαστάσεων 100 x 75 μ., η οποία προέκυψε από την κατεδάφιση των ύστερων ελληνιστικών οικιών της περιοχής. Η πλατεία περιβάλλεται από δίτονες κορινθιακές στοές, οι οποίες αποδίδονται στο ίδιο εργαστήριο από την Αφροδισιάδα, το οποίο έχτισε και τα Λουτρά του Λιμανιού, και ήταν στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες.137 Ο ναός είναι πρόστυλος σε βάθρο, με διαστάσεις 29,2 x 36,7 μ. Οι οκτώ μονολιθικοί κίονες της πρόσοψης είναι κορινθιακού ρυθμού, ύψους 14-15 μ. και συνολικού βάρους 57 τόνων ο καθένας, και έφεραν πλούσια διακοσμημένο και , στο οποίο ανοίγονταν τρεις θύρες.138 Η δημιουργία του ναού έκλεισε την παλιότερη είσοδο στην Τετράγωνο Αγορά. Έτσι, η Οδός των Κουρητών έπρεπε να μετατοπιστεί στο τέλος της κατά 30 μ. περίπου προς νότο. Στο τέρμα της, στο σημείο που συναντά τη Μαρμάρινη Οδό, υπάρχει μια μνημειακή αψιδωτή πύλη αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Αδριανό ή, σύμφωνα με νεότερες απόψεις, στον Τραϊανό. Έχει τρεις ορόφους με κίονες και κορινθιακού ρυθμού, ενώ τις κόγχες του κοσμούσαν αγάλματα θεών και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.139 Κατά μήκος της Οδού των Κουρητών συναντάται ο μικρός ναός του Αδριανού (το αργότερο χτισμένος το 138), που αφιερώθηκε από τον επιφανή Εφέσιο Πόπλιο Κυιντίλλο, μαζί με τα παρακείμενα λουτρά και τη δεξαμενή. Και τα δύο μνημεία σήμερα έχουν ενταχθεί στα λεγόμενα Λουτρά της Σχολαστικίας, του 4ου αιώνα. Ο ναός του Αδριανού έχει αναστηλωθεί. Είναι κορινθιακού ρυθμού, αποτελούμενος από ένα μικρό και έναν πρόναο.140 Το διπλανό διώροφο κτήριο, του 1ου αιώνα, είχε πολλά δωμάτια διακοσμημένα με ψηφιδωτά και πίνακες και εφοδιασμένα με λουτήρες. Ο καλοδιατηρημένος χώρος σε επαφή με το δρόμο ήταν συγκρότημα δημόσιων αποχωρητηρίων, όπου διακρίνεται ο πάγκος με τις τρύπες και το ρείθρο όπου κυλούσε το νερό, ενώ στο κέντρο του υπήρχε μικρό συντριβάνι. Έχει αναστηλωθεί και παρουσιάζεται σε άριστη κατάσταση.141 Οι στοές της Οδού Κουρητών επικοινωνούσαν στο πίσω τμήμα τους, μέσω κλιμάκων, με οικίες που βρίσκονταν σε υψηλότερο επίπεδο, χτισμένες στους πρόποδες λόφου. Επτά οικοδομήματα από αυτό το πολυτελές συγκρότημα οικιών έχουν ανασκαφεί πλήρως και είναι επισκέψιμες σήμερα, αν και συχνά ο χώρος δεν είναι ανοικτός για το κοινό. Οι οικίες αυτές καταλάμβαναν δύο ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Κάθε σπίτι χρησίμευε επίσης ως πλάτωμα ενός άλλου σπιτιού τοποθετημένου ψηλότερα, σε τρία συνολικά επίπεδα. Χρονολογούνται κυρίως στον 1ο αιώνα, αλλά χρησιμοποιούνταν έως τον 7ο αιώνα. Διαθέτουν μια κεντρική αυλή μεγέθους 25-50 μ., στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες, η οποία περιβάλλεται από στοές και μικρά σχετικά αλλά πολυτελή δωμάτια, διακοσμημένα συχνά με τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδα καλύπτονταν με μωσαϊκά που έφεραν φυτικά ή μυθολογικά θέματα. Στο ή στην αυλή υπήρχε κρήνη με πόσιμο τρεχούμενο νερό. Τα περισσότερα σπίτια ήταν τριώροφα και θερμαίνονταν με υπόκαυστα, κατά το πρότυπο των θερμών. Την περίοδο αυτή επανήλθε ένα παλιότερο έθιμο, το οποίο όριζε ότι οι επιφανέστεροι κάτοικοι της πόλης θάβονταν κατά μήκος της Εμβόλου. Στο μνημείο του Ανδρόκλου και τον τάφο της Αρσινόης της Ελληνιστικής περιόδου και στα μνημεία του Μεμμίου και των απελευθέρων Μαζαίου και Μιθριδάτη, καθώς και στον τάφο του ευεργέτη C. Sextilius Pollio (που την περιόδο του Τραϊανού μετατράπηκε σε κρήνη), ήρθε να προστεθεί ένα μεγαλόπρεπο μνημείο στα θεμέλια του οποίου ενταφιάστηκε ο πρώην ανθύπατος T. Iulius Celsus Polemaenus. Ο ανθύπατος είχε ορίσει στη διαθήκη του τη δωρεά στην πόλη της Εφέσου μιας βιβλιοθήκης, με την προϋπόθεση να τον αφήσουν να ταφεί εκεί. Ο Αδριανός επέτρεψε το 129 στην πόλη της Εφέσου να ανοικοδομήσει ένα δεύτερο ναό για την αυτοκρατορική λατρεία, όπου ο ίδιος λατρευόταν ως Ολύμπιος. Ο ναός αυτός, τον οποίο ο Παυσανίας ονομάζει Ολυμπιείο, χτίστηκε στα βόρεια του Γυμνασίου του Λιμανιού, σε περιοχή όπου παλιότερα βρισκόταν η θάλασσα και συνδέθηκε με την τέλεση αγώνων. Μετά την έντονη αυτή περίοδο οικοδομικής δραστηριότητας, που συνόδευσε τις δύο νεωκορίες της πόλης, κατά το β΄ μισό του 2ου αιώνα παρουσιάστηκε ύφεση. Στα βόρεια του σταδίου, κοντά στα τείχη, χτίστηκε περίπου το 150 το Γυμνάσιο του Βηδίου, ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κτήρια της Εφέσου. Βόρεια του Θεάτρου διακρίνονται τα ερείπια ενός μεγάλου Γυμνασίου, του μεγαλύτερου της πόλης, όπου όμως οι ανασκαφικές εργασίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Η θέση του Μνημείου των Πάρθων (μετά το 169) προς τιμή του αυτοκράτορα Λεύκιου Βήρου δεν έχει ακόμη ταυτιστεί, καθώς η ζωφόρος που το κοσμούσε βρέθηκε κατακερματισμένη σε διάφορα σημεία της πόλης σε δεύτερη χρήση (4ος αιώνας). Η οδός που έβγαινε από την πύλη οδηγούσε είτε στην πόλη της Μαγνησίας του Μαιάνδρου είτε στο χώρο του Αρτεμισίου. Η οδός αυτή ανακατασκευάστηκε το 2ο αιώνα από το σοφιστή Φλάβιο Δαμιανό, ο οποίος έχτισε και το Ανατολικό Γυμνάσιο, του οποίου τα κατάλοιπα διακρίνονται βόρεια της Πύλης της Μαγνησίας. Πρόκειται για ένα μνημειακό συγκρότημα αποτελούμενο από παλαίστρα, λουτρά και μεγάλη αυλή με περιστύλιο, περιβαλλόμενο από διώροφες δωρικές στοές και δωμάτια για μελέτη και για την αυτοκρατορική λατρεία. Το πρόπυλο βρισκόταν στην ανατολική πλευρά. Είχε τέσσερις κίονες. Στο εσωτερικό ενός δωματίου βρέθηκαν τα αγάλματα του σοφιστή Δαμιανού και της συζύγου του Βεδίας Φαιδρίνας, που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Εφέσου. Η κυριότερη όμως συνεισφορά του Δαμιανού στην πόλη του ήταν η κατασκευή μιας στοάς που συνέδεε το Αρτεμίσιο με την πόλη, προκειμένου να επισκέπτονται απρόσκοπτα οι πιστοί το ιερό. Το εκπληκτικό αυτό μνημείο είχε μήκος 2,5 χλμ. και πλάτος 3,70 μ. Είχε θολωτή στέγη και, κατά περίεργο τρόπο, δεν είχε πλακοστρωθεί.142 Η δραστηριότητα των τελευταίων Εφέσιων ευεργετών είναι γνωστή μόνο από επιγραφικές πηγές.143 Ο 3ος αιώνας είναι περίοδος οικονομικής κρίσης, που συνοδεύεται από περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα. Μοναδικό άξιο λόγου μνημείο της περιόδου είναι το δωδεκάπλευρο κτήριο, που περιβάλλεται από ευρύχωρη πλατεία, το οποίο θεωρείται ότι συνδέεται με την τρίτη νεωκορία της Εφέσου, την περίοδο του Καρακάλλα (211-217).144 Ο σεισμός του 262 και οι επιδρομές των Γότθων οδήγησαν σε εκτεταμένες καταστροφές των περισσότερων μνημείων (Τετράγωνος Αγορά, Στοές του Σεραπείου, Θέατρο, οικίες στη συνοικία της Εμβόλου). |
1. Ιστορικό των ανασκαφών: Wiplinger, G. – Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996). 2. Heinhold-Krämer, S., Arzawa: Untersuchungen zu seiner Geschichte nach den hethitischen Quellen (Texte der Hethiter 8, Heidelberg 1977), σελ. 93 κ.ε. 3. Gültekin, H. – Baran, H., “The Mycenean Grave found at the hill of Ayasuluk”, TürkArkDerg 13.2 (1964), σελ. 125-133· Büyükkolanci, M., “Excavations on Ayasuluk Hill in Selçuk / Turkey. A Contribution to the Early History of Ephesus”, στο Krinzinger, F. (επιμ.), Akten des Symposions “Die Ägäis und das Westliche Mittelmeer. Beziehungen und Wechselwirkungen 8. bis 5. Jh. v. Chr.”, Wien 24. bis 27. März 1999 (DenkschrWien 288, Archäologische Forschungen 4, Wien 2000), σελ. 39-44. 4. Φερεκ., FGrHist 3 F 155· Έφορος, FGrHist 70 F 126· Κρεώφυλος, Εφέσου Ώραι, όπως παρατηρείται από τον Αθήναιο 8.62.7. Σύσταση του πληθυσμού: Νίκανδρος, FGrHist 271-272 F 5· Μάλακος, FGrHist 552 F 1· Αίλιος Αριστείδης ΧΧΙΙ.26· Φιλόστρ., Απολλ. VIII.7 και Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Μια σειρά όμως από τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια μαρτυρούν ότι τουλάχιστον ένα τμήμα του πληθυσμού είχε δεσμούς με τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο, ιδιαίτερα την Αρκαδία: Sakellariou, M.B. (επιμ.), La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 123-128. 5. Παυσ. 7.2.8-9· Στράβ. 14.1.21. 6. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ευσεβίου στη λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου (σελ. 55-72), η πόλη ιδρύθηκε το 1045 π.Χ. Βλ. και Ερατοσθένη, FGrHist 24 F 1, ο οποίος χρονολογούσε τον ιωνικό αποικισμό 140 έτη μετά την πτώση της Τροίας (1044/1043 και 1184/1183 π.Χ. αντίστοιχα). Σύμφωνα με το Sakellariou, M.B., La migration grecque en Ionie (Athènes 1958), σελ. 344-345 και 357, η παρουσία της λατρείας του Αγαμέμνονα στην Έφεσο οδηγεί σε μια χρονολόγηση της ίδρυσης της πόλης γύρω στο 1000 π.Χ. Τα πρωιμότερα ευρήματα ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ. Αντίθετα, στο Αρτεμίσιο τα ευρήματα είναι πρωιμότερα και χρονολογούνται στον 11ο/10ο αι. π.Χ.: Kerschner, M., “Zum Kult im früheisenzeitlichen Ephesos. Interpretation eines protogeometrischen Fundkomplexes aus dem Artemisheiligtum”, στο Schmalz, Β. – Söldner, Μ. (επιμ.), Griechische Keramik im kulturellen Kontext. Akten des Internationalen Vasen-Symposions in Kiel vom 24 bis 28.9 2001 veranstaltet durch das Archäologische Institut der Christian-Albrechts-Universität zu Kiel (München 2003), σελ. 246-250. 7. Παυσ. 7.2.9. 8. Έφορος, FGrHist 70 F 126. 9. Hommel, P., Panionion und Melie (JDAI Suppl. XXIII, Berlin 1967). Πρώιμη συνομοσπονδία: Roebuck, C., “The Early Ionian League”, CR 50 (1955), σελ. 26-40. 10. Κιμμέριοι: Καλλίνος, απόσπασμα 1. Κατάλυση πολιτεύματος των Βασιλιδών: Berve, H., Die Tyrannis bei den Griechen (München 1966), σελ. 98 κ.ε. Συγγένεια με Λυδούς βασιλείς: Νικόλαος Δαμασκού, FGrHist 90 F 3. Κροίσος και Πίνδαρος: Aelian, Varia Historia III, 26· Πολύαινος 6.50· Radet, G., La Lydie et le monde grec au temps des Mermnades (Paris 1898), σελ. 206 κ.ε. Αρίσταρχος: Σούδ., βλ. λ. «Αρίσταρχος». Αθηναγόρας και Κώμας: Σούδ., βλ. λ. «Ιππώναξ»· Frère, J., “Politique et religion à Ephèse entre 550 et 450”, Kernos 9 (1996), σελ. 87-96. 11. Η Έφεσος δε δείχνει να συμμετείχε ιδιαίτερα στις εχθροπραξίες: υπήρξε βάση του ιωνικού στόλου και πρόσφερε οδηγούς στους Αθηναίους και τους Ίωνες που έκαψαν τις Σάρδεις (Ηρ. 5.100). Το 498 π.Χ. οι επαναστάτες ηττήθηκαν από τους Πέρσες κοντά στην πόλη (Ηρ. 5.102). Μετά τη ναυμαχία της Λάδης, οι Εφέσιοι κατέσφαξαν όσους από το χιακό στόλο είχαν επιβιώσει, καθώς νόμισαν ότι επρόκειτο για ληστές (Ηρ. 6.16.2). 12. Στη δημοκρατία αντιτάχθηκε ο φίλος του Ηρακλείτου Ερμόδωρος, ο οποίος εξορίστηκε: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 57-58. 13. Βλ. γενικά Alzinger, W., “Athen und Ephesos in fünften Jahrhundert von Christus”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 507-516 και Piérart, M., “Chios entre Athènes et Sparte. La contribution de Chios à l’effort de guerre lacédémonien pendant la guerre du Peloponnèse”, ΒCH 119 (1995), σελ. 276. Στους καταλόγους εισφορών της Αθηναϊκής Συμμαχίας αναφέρεται δεκαέξι φορές από το 454/453 π.Χ. (ΙG I³, 259 Ι, στίχος 22) έως το 415/414 π.Χ. (ΙG I³, 260 VI, στίχος 13). Η εισφορά που της αναλογεί είναι 7 ½ τάλαντα έως το 445/444 π.Χ. (ΙG I³, 267 V, στίχος 17), όταν μειώνεται σε έξι τάλαντα, για να αυξηθεί και πάλι την παραμονή του Πελοποννησιακού πολέμου (433/432 π.Χ.) σε 7 ½ τάλαντα (ΙG I³, 279 I, στίχος 65). Το 414 π.Χ. παρουσιάζεται στην Έφεσο ένας Αθηναίος στρατηγός, ο οποίος λαμβάνει σημαντικό χρηματικό ποσό (ΙG I³, 270 I, στίχος 79). 14. Το 412 π.Χ. βρήκε καταφύγιο στην Έφεσο μια χιακή τριήρης, την οποία καταδίωκαν οι Αθηναίοι: Θουκ. 8.18.3. Στα τέλη του 411 π.Χ. θυσίασε στην Άρτεμη ο σατράπης της Λυδίας Τισσαφέρνης: Θουκ. 8.109.1. 15. Ξεν., Ελλ. 1.2.7-10· Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1. Βλ. Lehmann, C.A., “Ein neues Fragment der Hell. Oxy”, ZPE 26 (1977), σελ. 181-191. Την ίδια εποχή η Έφεσος πρόσφερε στους Λακεδαιμονίους το ποσό των 1.000 δαρικών: IG V1.1 = SEG 39 (1989), αρ. 370. 16. Την περίοδο εκείνη η πόλη είχε εκβαρβαριστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι Εφέσιοι είχαν υιοθετήσει περσικά έθιμα, ενώ φορούσαν και περσικά ενδύματα: Πλούτ., Λύσ. 3.3.4· Αθήναιος 12.525c-e. Υποδοχή Λυσάνδρου στην Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 1.8.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4. 17. Πλούτ., Λύσ. 5.6 και Διόδ. Σ. 13.70.4. Βλ. Bommelaer, J.-F., Lysandre de Sparte. Histoire et Traditions (Paris 1981), σελ. 80, 85 και 89. 18. Επιστροφή Λυσάνδρου: Ξεν., Ελλ. 2.1.6-7· Διόδ. Σ. 13.100.7-8· Πλούτ., Λύσ. 7.4. Η Έφεσος αναφέρεται μεταξύ των νικητών της ναυμαχίας στους Αιγός Ποταμούς: Bourguet, E., Fouilles de Delphes III, 1: Épigraphie (Paris 1911), σελ. 50-68· Παυσανίας 9.9. Το 403/402 π.Χ. είχε ανακτήσει την αυτονομία της, καθώς φιλοξενούσε εξόριστους δημοκρατικούς Σαμίους: IG II², 1. 19. Το 399 π.Χ. βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Σπαρτιάτη Θίβρωνος: Ξεν., Ελλ. 3.1.8. Την άνοιξη του 396 π.Χ. αποβιβάστηκε εκεί με 8.000 άντρες ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος και την έκανε επιχειρησιακό του κέντρο: Ξεν., Αγησ. 7· Ξεν., Ελλ. 3.4.2, 3.4.20, 4.1.5-6, 11.13· Πλούτ., Αγ. 6.4-5· Διόδ. Σ. 14.79.1. Η παρουσία του επιβεβαιώνεται επιγραφικά: Börker, C., “König Agesilaos von Sparta und der Artemis-Tempel in Ephesos”, ZPE 37 (1980), σελ. 69· Wesenberg, B., “Agesilaos im Artemision”, ZPE 41 (1981), σελ. 175-180. 20. Αρχικά συντάχθηκαν με τον Κόνωνα (392 π.Χ.): Διόδ. Σ. 14.84.3. Το 391 π.Χ. η πόλη αποτέλεσε βάση εξόρμησης της εκστρατείας του Θίβρωνος στην Καρία: Ξεν., Ελλ. 4.8.17-19. Το 388 π.Χ. ο Ανταλκίδας είχε βάση του στόλου του την Έφεσο: Ξεν., Ελλ. 5.1.5-6. 21. Αλλαγή πολιτεύματος: Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 39. Διαμάχη με τον Αυτοφραδάτη: Πολύαιν. 7.27.2. Μία από τις επιπτώσεις της σύγκρουσης ήταν η παρέμβαση του Μαυσώλου στις υποθέσεις της Ιωνίας και η επαναφορά της έδρας της Ιωνικής Δωδεκάπολης στη Μυκάλη από την επικράτεια της Εφέσου όπου είχε μεταφερθεί τον 5ο αι. π.Χ.: Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 388. 22. Αρρ. Ι.17.10-12 και 1.18.2. Ανάκληση των εξορίστων: Dareste, J. – Haussoulier, B. – Reinach, S., Recueil des inscriptions juridiques grecques, II (Paris 1914), σελ. 344-354, αρ. XXXV (=OGIS, 2)· Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Norman – Oklahoma 1980), σελ. 58-59 και Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 421-426. 23. Πολύαιν. 6.49. 24. Περδίκκας: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 25.1-4· Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231 κ.ε., αρ. ΙΙΝ. Σχέσεις με τον Πτολεμαίο: Διόδ. Σ. 20, 21. Συνθήκη της Τριπαραδείσου: Αρρ., Τα Μετά Αλεξάνδρου 1.34-37· Διόδ. Σ. 18, 39.5-6. Κατάληψη της Εφέσου και αποχώρηση του Κλείτου: Διόδ. Σ. 18, 52.5-8. Ο Αντίγονος και ο γιος του Δημήτριος τιμήθηκαν συχνά με ψηφίσματα και χρυσούς στεφάνους από το λαό της Εφέσου: Keil, J., “Ephesische Bürgerrechts-und Proxeniedekrete aus dem vierten und dritten Jahrhundert v.Chr.”, ÖJh 16 (1913), σελ. 231-244, αρ. Ig, IIIb και ΙΙΙe· I.Ephesos V, αρ. 1448, 1450, 1451 και VI, αρ. 2003. Πρεπέλαος: Διόδ. Σ. 20.106, 107.4 και 111.3. Φρουρά Πρεπελάου στην Έφεσο: I.Ephesos V, αρ. 1449· Robert, L., “Sur un décret d’Ephèse”, στο Robert, L., Hellenica 3 (Paris 1946), σελ. 79-95. Ανακατάληψη από το Δημήτριο: Διόδ. Σ. 20, 111.3 και Πολύαιν. 4, 12.1. 25. Πλούτ., Δημήτρ. 30.1-2. 26. I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001. 27. Ενώ ο Δημήτριος λεηλατούσε τα παράλια της Μικράς Ασίας με το στόλο του, αλλά και με τη βοήθεια των πειρατών, ο Λύκος, στρατηγός του Λυσιμάχου, προσέγγισε το σημαντικότερο από τους αρχηγούς των πειρατών, τον Άνδρωνα και τον εξαγόρασε. Μια μέρα ο Άνδρων εισήλθε στην Έφεσο μ’ ένα μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους ισχυρίστηκε ότι ήθελε να πουλήσει, αλλά στην πραγματικότητα ήταν στρατιώτες του Λυσιμάχου και κατέλαβαν την πόλη: Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.3, 7· Πολύαιν. 5.19. 28. Ο Λυσίμαχος απείλησε ότι θα πλημμυρίσει την παλιά πόλη, αν δε συναινέσουν στη μεταφορά οι κάτοικοί της: Στράβ. 14.1.21 και Παυσ. 1.9.7 και 7.3.5. Η νέα θέση ήταν λιγότερο εκτεθειμένη σε πλημμύρες. Βλ. Rogers, G.M., “The Foundation of Arsinoeia”, Med.Ant. 4 (2001), σελ. 587-630. Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου, το 281 π.Χ., η πόλη ξαναπήρε το παλιό της όνομα. Η άποψη ότι μετά το θάνατό του η νέα πόλη ερημώθηκε είναι αστήρικτη: Karwiese, S., “Gedanken zur Entstehung des römischen Ephesos”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 393-398. 29. OGIS, 222· Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 166. Η πόλη πέρασε υπό τον πτολεμαϊκό έλεγχο πιθανόν το 264 π.Χ. 30. Πτολεμαίος: Pompeius Trogus 26· Αθήν. 13.593β· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.2.11· Welles, C.B., Royal Correspondence of the Hellenistic Period (New Haven 1934), αρ. 14, στίχος 9· Huss, W., “Ptolemaios der Sohn”, ZPE 121 (1998), σελ. 229-250. Κατάληψη και ναυμαχία της Εφέσου: Χρονικό της Λίνδου, 37· Πολύαιν. 5.18· Φροντίνος, Στρατηγήματα 3.9.10· Will, E., Histoire politique du monde hellénistique², τόμ. 1 (Nancy 1979), σελ. 234-237. Ο Αντιόχος B´ στην Έφεσο: SEG 1, 366, l.10. Το 246 π.Χ. η Έφεσος ήταν έδρα ενός Σελευκίδη αξιωματούχου με τον τίτλο «επί της Εφέσου»: Φύλαρχος FGrHist 81 F 24. 31. Αππ., Συρ. 65· Φύλαρχος, FGrHist 81 F 24· Ιερώνυμος, Δανιήλ 11.6. Αντίθετα, ο Πολύαιν. 8.50 και ο Justin. XXVII.1.1 δεν κάνουν λόγο για δολοφονία. 32. Ο Ευσέβιος [Schoene, A., Eusebi Chronicorum Libri Duo 1 (Berlin 1875), σελ. 251 κ.ε.] αναφέρει ότι ο Σέλευκος Β΄, κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στον αδελφό του Αντίοχο Ιέρακα (241-239 π.Χ.), επιχείρησε να καταλάβει τις Σάρδεις και την Έφεσο, αλλά απέτυχε. 33. Ο Αντίοχος Γ΄ κατέλαβε την Έφεσο το 197 π.Χ.: Titus Livius ΧΧΧΙII.19.8-20. Σημαντική βάση επιχειρήσεων: Πολύβ. 18.40α. Υπάρχει πάντως το ενδεχόμενο ο Αντίοχος Γ´ να επιχείρησε ενάντια στην πόλη ήδη από το 203 π.Χ., κάτι που προκάλεσε την πρεσβεία του αξιωματούχου των Πτολεμαίων Αγαθοκλή, ο οποίος τον κάλεσε να σεβαστεί τις υπάρχουσες συνθήκες (Πολύβ. 15.25.13). Βλ. Ma, J., Antiochos ΙΙΙ and the Cities of Western Asia Minor (Oxford 2000), σελ. 72. Στην ακρόπολη της Εφέσου τοποθετήθηκε σελευκιδική φρουρά: Titus Livius ΧΧΧVIΙ 37.13.9· Αννίβας: Titus Livius ΧΧΧΙII.45-49· Αππ., Συρ. 4.15-16· Justin. ΧΧΧΙ 1.7-2.3· Ρωμαίοι και Αντίοχος: Πόλεμοι Αντιόχου και Ρωμαίων: Grainger, D., The Roman War of Antiochos the Great (Leyden 2002). Ειρήνη της Απάμειας: Πολύβ. 21.45. Titus Livius ΧΧΧVIΙ 39-41. 34. Ήταν έδρα στρατηγού: I.Ephesos, ΙΙ, αρ. 201. Ο Άτταλος Β΄ φρόντισε ιδιαίτερα την καλή κατάσταση του λιμένα της πόλης, εκτελώντας πολυδάπανα έργα: Στράβ. 14.1, 24. 35. Ελευθερία της Εφέσου: Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47. Η πράξη του Αττάλου Γ΄ αποδίδεται στο γεγονός ότι ο παιδαγωγός του, με τον οποίο ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος, ήταν Εφέσιος, όπως αναφέρει σε επιστολή προς τις Αρχές της πόλης ο πατέρας του: Knibbe, D., “Epigraphische Nachlese im Bereiche der ephesischen Agora”, ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 1-6, αρ. 1· Robert, J. – Robert, L., Bulletin épigraphique (1968), αρ. 464· Engelmann, H., “Zu einem Brief von Attalos II”, ZPE 19 (1975), σελ. 224 και Herrmann, P., “Nochmals zu dem Brief Attalos’ II. an die Ephesier”, ZPE 22 (1976), σελ. 233-234. Η πρόσφατη απόκτηση της ελευθερίας της πόλης εξηγεί και την πεισματική αντίσταση στον Αριστόνικο στη ναυμαχία της Κύμης παρότι η μητέρα του ήταν Εφεσία (Στράβ. 14.1, 38). Επαρχία της Ασίας και ελευθερία των ελληνικών πόλεων: Sherwin-White Α.Ν., Roman Foreign Policy to the East 168 B.C. to 1 AD (London 1984), σελ. 80-88, 235-249 και Mitchell, S., “The Administration of Roman Asia from 133 B.C. to ca. A.D. 250”, στο Eck, W. (επιμ.), Lokale Autonomie und römische Ordnungsmacht in den kaiserzeitlichen Provinzen vom 1. bis 3. Jahrhundert (München 1999), σελ. 17-46. 36. Αππ., Μιθριδ. 12, 21-23: οι Εφέσιοι έφθασαν στο σημείο να τραβούν τους φυγάδες που είχαν γαντζωθεί πάνω στα αγάλματα της Άρτεμης και να τους σφάζουν επιτόπου. 37. Παραχωρήσεις στο Αρτεμίσιο: Στράβ. 14.1, 23. Βίαιη μετακίνηση των Χίων στη Μαύρη Θάλασσα: Αππ., Μιθριδ. 12.46-47. Εξέγερση της Εφέσου δολοφονία του Ζηνοβίου: Αππ., Μιθριδ. 12, 48. Κάλεσμα στις υπόλοιπες πόλεις της Ασίας: I.Ephesos Ia, αρ. 8. Oliver, J.H., “On the Ephesian debtor law of 85 B.C.”, AJPh 60 (1939), σελ. 468-470. Στο κείμενο προβλέπεται και η διαγραφή των χρεών, η ακύρωση των δικών για ατιμία ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η επιβεβαίωση των προηγούμενων πολιτογραφήσεων και η εγγραφή δούλων, μετοίκων, περιοίκων και απελευθέρων στο σώμα των πολιτών, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια. Το μέτρο απέβλεπε προφανώς στην υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων που στρέφονταν προς το Μιθριδάτη, λόγω της ριζοσπαστικής πολιτικής που επιδίωξε να εφαρμόσει μετά τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησε στην επαρχία της Ασίας. 38. Αππ., Μιθριδ. 12.61-62 (ο Σύλλας φέρθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα στους Εφεσίους, επειδή δε σεβάστηκαν τις ρωμαϊκές προσφορές στα ιερά). Πλούτ., Σύλλ. 25. 39. I.Ephesos Ιa, αρ. 5: ψήφισμα προς τιμήν της Αστυπάλαιας για την καταδίωξη πειρατών που είχαν πλήξει την Έφεσο και το ιερό της Αρτέμιδος Μουνυχίας και είχαν απαγάγει παιδιά (105 ή 85 π.Χ.). 40. Habicht, C., “New Evidence on the Province of Asia”, JRS 65 (1975), σελ. 64-91. 41. Dio Cassius XXXIX.12-16. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε το 44 π.Χ. και η κόρη του Αρσινόη, την οποία όμως έδιωξε ο Αντώνιος και αργότερα (34 π.Χ.) δολοφόνησε η Κλεοπάτρα: Στράβ. 14.6.6. 42. Caesar, Bellum Civile III.32· Cicero, Ad fam. V.20.9, Ad Att. XI.1.2, 2.3 και 13.4· Hatzfeld, J., Les trafiquants romaines dans l’Orient hellénique (Paris 1919), σελ. 200 κ.ε. 43. Caesar, Bellum Civile III.105. Αππ., Εμφ. Πόλ. 2.89. Οι Έλληνες τον αντάμειψαν αναγείροντας το άγαλμά του στην Έφεσο. Τον χαιρέτησαν ως απόγονο του Άρη και της Αφροδίτης και ως θεό: I.Ephesos II, αρ. 251. 44. Αππ., Εμφ. Πόλ. 4.74 και 5.4-5· Dio Cassius XLVII.32.4. 45. Νέος Διόνυσος: Πλούτ., Αντ. 24· Pelling, C., Plutarch: Life of Antony (Cambridge 1988), σελ. 176-181. Φορολογία: Αππ., Εμφ. Πόλ. 5.6. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Έφεσο: Πλούτ., Αντ. 56: εκεί τους συνάντησαν 300 περίπου μέλη της συγκλήτου. 46. Σύμφωνα με το Seneca, Ep. 17.2.21, η Έφεσος ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας, μετά την Αλεξάνδρεια. 47. Ο Rigsby, K., “The era of the province of Asia”, Phoenix 33 (1979), σελ. 47, θεωρεί ότι η Έφεσος είναι πρωτεύουσα της επαρχίας ήδη από το 129 π.Χ. 48. Άσυλο: Στράβ. 14.1.23. Προσάρτηση γαιών (20 π.Χ.): I.Ephesos Ia, αρ. 19Β β4 και VII.2, αρ. 3501-3502. 49. Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 7. 50. Dio Cassius LXVII.18. 51. Broughton, T.R.S., “Asia”, στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 813. Αντίθετα, ο Russel, J.C., Late Antique and Medieval Population (TAPA 48.3, Philadelphia 1958), σελ. 80-81, εκτιμά ότι η πόλη είχε, στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., πληθυσμό 51.000 κατοίκων. Σύγχρονες έρευνες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την έκταση της επικράτειας της πόλης, αλλά και την πυκνότητα κατοίκησης στον αστικό ιστό και στην ύπαιθρο, τείνουν να επιβεβαιώσουν τους παραδοσιακούς υπολογισμούς, καθώς ανεβάζουν το συνολικό πληθυσμό των Εφεσίων σε 180.000 και πλέον κατοίκους, εκ των οποίων το 28,6% (40.000 περίπου) ήταν πολίτες, ενώ σημαντικό τμήμα ήταν ξένοι: White, L.M., “Urban Development and Social Chadge in Imperial Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 40 κ.ε. 52. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), αρ. 172, σελ. 155 κ.ε. και αρ. 180, σελ. 161 κ.ε. 53. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 122-124. 54. Foss, C., Ephesos after Antiquity: A Late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge MΑ 1979)· Scherrer, P., “The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15-25. 55. Drews, R., Basileus. The Evidence for Kingship in Geometric Greece (New Haven – London 1983), σελ. 14-15· Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 440-443· Lenz, J.R., Kings and the Ideology of Kingship in Earlier Greece (c. 1200-700 B.C.): Epic, Archaeology and History, διδακτορική διατριβή, University of Columbia 1993 (University Microfilms, Ann Arbor 1995), σελ. 288-293. 56. Φερεκ., FGrHist 3 F 155. 57. Βάτων της Σινώπης, «Περί των εν Εφέσωι Τυράννων», FGrHist 268 F 3. 58. Αντισθένης (5ος αι. π.Χ.), στο Διογ. Λ. 9.6. 59. Carlier, P., La royauté en Grèce avant Alexandre (Strasbourg 1984), σελ. 443. 60. Βλ. Hicks, E.R., Ancient Greek Inscriptions in the British Museum, III 2 (London 1890), αρ. 528. 61. Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό, βλ. λ. «ἐσσήν». Σχετίζεται με το ιερατείο της Αρτέμιδος Εφεσίας: Picard, C., Ephèse et Claros. Recherches sur les sanctuaires et les cultes se l’Ionie du Nord (Paris 1922), σελ. 190-197. O τίτλος πάλμυς είναι λυδικός, κάτι που οδήγησε στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η Έφεσος ήταν λυδικό βασίλειο, πριν εξελληνιστεί κατά την Αρχαϊκή εποχή: Hegyi, D., "ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ", Acta Antiqua 25 (1977), σελ. 321-324. 62. Οικονόμου, Γ., «Ναοποιοί και εσσήνες», AρχΔελτ 7 (1921-1922), σελ. 258-346· Keil, J., "Zur ephesischen essenia", ÖJh 36 (1946), στήλ. 13-14. 63. Keil, J., "Die ephesischen Chiliastyen", JÖAI 16 (1913), σελ. 245-248· Knibbe, D., "Neue ephesischen Chiliastyen", JÖAI 46 (1961-1963), σελ. 19-32 και Forschungen in Ephesos IX.1.1: Der Staatsmarkt, Die Inschriften des Prytaneions (Bad Vöslau – Baden 1981), σελ. 107-109 και 177. Η ίδρυση των φυλών των Τηίων και των Καρηνέων, που ο Στέφ. Βυζ., βλ.λ. «Βέννα», ανάγει στην εποχή του Ανδρόκλου, μάλλον αφορούν την επέκταση του σώματος των πολιτών κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η δεύτερη επέκταση του σώματος των πολιτών χρονολογείται πιθανόν στον 5ο αι. π.Χ. και αφορά την ίδρυση της φυλής των Βεμβινέων (η Βέννα του Στεφάνου), η οποία περιλάμβανε κυρίως μετοίκους. Στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ., εντάχθηκαν στο πολιτικό σώμα και οι κάτοικοι του Σελινούντα, λόγω της βοήθειας που πρόσφεραν ενάντια στους Αθηναίους (Ξεν., Ελλ. 1.2.10). Άλλες επεκτάσεις του πολιτικού σώματος έγιναν στον 4ο αι. π.Χ., προφανώς για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ολιγανθρωπίας. Βλ. Σακελλαρίου, Μ.Β., «Συμβολή στην Ιστορία του Φυλετικού Συστήματος της Εφέσου», Ελληνικά 15 (1957), σελ. 220-231 και Jones N.F., Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society 176, Philadelphia 1987), σελ. 311-315. 64. Γερουσία: Oliver, J.H., The Sacred Gerusia (Hesperia Supplement VI, Princeton 1940), σελ. 9-27 και 52-125. Βουλή και εκκλησία του δήμου: Rogers, G.M., "The Assembly of Imperial Ephesos", ZPE 94 (1992), σελ. 224-228. 65. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α. Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2. 66. Knibbe, D. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos VIII", JÖAI 53 (1981-1982), σελ. 130-131, αρ. 6 (ψήφισμα με το οποίο η πόλη τιμά τον Αριστόδημο της Μιλήτου για τη μεσολάβησή του στο βασιλιά Αντίγονο, προκειμένου η πόλη να έχει ατέλεια φόρων στις εισαγωγές αγαθών από τις βασιλικές γαίες). 67. Κύρια θύματα της κρίσης ήταν οι αγροτικοί πληθυσμοί, οι γεωργοί, που είχαν χρεωθεί και βρίσκονταν σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Σε επιγραφές της περιόδου ανακηρύσσεται πάγωμα των δανείων, καθορισμός ανώτατου ορίου τόκων στο 8,33% και θέσπιση της πώλησης του δικαιώματος εγγραφής στον κατάλογο των πολιτών: I.Ephesos V, αρ. 1461 και VI, αρ. 2001. Asheri, D., "Leggi greche sul problema dei debiti", SCO 18 (1969), σελ. 42-47 και 108-114. 68. Βλ. Rostovtseff, Μ.Ι., Histoire économique et sociale du monde hellénistique (Paris 1989), σελ. 117-118 και 996, σημ. 43. Γύρω στο 300 π.Χ. η πόλη απέδωσε στο Ρόδιο Αγαθοκλή τον τίτλο του πολίτη, επειδή εισήγαγε 14.000 εκτείς σίτου και τους πούλησε σε τιμή κατώτερη από την τότε ισχύουσα: I.Ephesos V, αρ. 1455. 69. Dion Cassius 31, 54 κ.ε. Syll.³ 742· Caesar, Bellum Civile III.32. 70. Le Ridder, G., "Ephèse et Arados au IΙe siècle avant notre ère", QTic 20 (1991), σελ. 193-210· Kosmetatou, E., "The Mint of Ephesos under the Attalids of Pergamon (202-133 B.C.)", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 185-193. 71. Rigsby, K., "The era of the province of Asia", Phoenix 33 (1979), σελ. 39-47. 72. Στράβ. 14.1, 26. Οι συγκεκριμένες γαίες είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης από τους Ατταλίδες βασιλείς, χωρίς επιτυχία. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991), σελ. 4. Αργότερα, το 94/93 π.Χ., η έχθρα και η διαφορά μεταξύ Σάρδεων και Εφέσου, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε πραγματικό πόλεμο, διευθετήθηκαν χάρη στη μεσολάβηση του ανθυπάτου Quintus Mucius Scaevola: I.Ephesos Ia, αρ. 7. 73. Broughton, T.R.S., "Asia", στο Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome 4 (Baltimore 1938), σελ. 550 (Veturii και Gerillani). 74. Η τελωνειακή οργάνωση αναφέρεται σε επιγραφή που χρονολογείται στα χρόνια του Νέρωνα, αλλά το πρώτο τμήμα της αναφέρεται στην περίοδο μετά το 75 π.Χ. Καθορίζει τους κανόνες της συλλογής των λιμενικών τελών, το ύψος των οποίων ανέρχεται στο 2,5% της αξίας των αγαθών. Engelmann, H. – Knibbe, D., "Das Zolgesetz der Provinz Asia", EA 14 (1989)· Nicolet, C., "À propos du règlement douanier d’Asie", CRAI (1990), σελ. 675-698, "Le Monumentum Ephesenum et les dîmes d’Asie", BCH 115 (1991), σελ. 465-480, "Le Monumentum Ephesenum et la délimitation du portorium d’Asie", MEFRA 105 (1993), σελ. 929-959 και "Le Monumentum Ephesenum, la loi Terentia-Cassia et les dîmes d’Asie", MEFRA 111 (1999), σελ. 191-215. 75. Malfitana, D., "Eastern Terra Sigillata Wares in the Eastern Mediterranean", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 133-157· Bruneau, Ph., "Les lampes et l’histoire économique et sociale de la Grèce", στο Lévêque, P. – Morel, J.-P. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines I (Paris 1980), σελ. 34. 76. Elaigne, S., "L’introduction des céramiques fines hellénistiques du bassin oriental de la Méditerranée à Alexandrie", στο Blondé, F. – Ballet, P. – Salles, J.-F. (επιμ.), Céramiques hellénistiques et romaines. Production et diffusion en Méditerranée orientale (Lyon 2002), σελ. 159-173. 77. Sutherland , C.H.V., The Cistophori of Augustus (London 1970). 78. I.Ephesos Ia, αρ. 17-19. 79. Habicht, C., "Zwei römische Senatoren aus Kleinasien. II. Ti. Claudius Severus, der erste Konsul aus Ephesos", ZPE 13 (1974), σελ. 1-6 και "Die Senatoren aus den kleinasiatischen Provinzen des römisches Reiches von 1. bis zum 3. Jahrhundert", στο Epigrafia e ordine senatorio II (Roma 1982), σελ. 603-649. 80. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κε., αρ. 10-13, 15, 17-18 (3ος αι. μ.Χ.). 81. Rostovtseff, M.I., Histoire économique et Sociale de l’Empire Romaine (Paris 1988), σελ. 466-467, σημ. 9. 82. Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 101 κ.ε., αρ. 16 και σελ. 117, αρ. 29· Syll.³ 389 (3ος αι. μ.Χ.). 83. I.Ephesos II, αρ. 211 και 274· Wörrle, M., "Ägyptisches Getreide für Ephesos", Chiron 1 (1971), σελ. 325-340. 84. Knibbe, D., "Ephesos-nicht nur die Stadt der Artemis. Die ‘anderen’ ephesischen Götter", στο Studien zur Religion und Kultur Kleinasiens. Festschrift für Friedrich Karl Dörner zum 65. Geburtstag am 28. Februar 1976 (Leiden 1978), σελ. 489-503. Για την Αυτοκρατορική περίοδο βλ. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1661-1728. 85. Θουκ. 3.104· Διόδ. Σ. 15.49. 86. Βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984)· Friesen, S.J., Twice Neokoros: Ephesus, Asia and the Cult of the Flavian Imperial Family (Leiden 1993), "The cult of the Roman emperors in Ephesos. Temple wardens, city titles, and the interpretation of the Revelation of John", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 229-250· Harland, P.H., "Honours and Worship: Emperors, Imperial Cults and Associations at Ephesos (third to first centuries C.E.)", Studies in Religion / Sciences Religieuses 25 (1996), σελ. 319-334 και Burrell, B., Neokoroi: Greek Cities and Roman Emperors (Cincinnati Classical Studies New Series IX, Leiden 2004), σελ. 59-85. 87. Oster, R., "Ephesus as a Religious Center Under the Principate I. Paganism before Constantine", ANRW 2.18.3 (Berlin 1995), σελ. 1686-1687. 88. Tacitus, Annales 4.55. 89. Πράξεις των Αποστόλων 19.23-24· Thiessen, W., Christen in Ephesus. Die historische und theologische Situation in vorpaulinischer und paulinischer Zeit und zur Zeit der Apostelgeschichte und der Pastoralbriefe (Tübingen 1995), σελ. 90-110· Strelan, R., Paul, Artemis and the Jews in Ephesos (New York 1996)· Fieger, M., Im Schatten der Artemis: Glaube und Ungehorsam in Ephesus (Berne 1998) και Klauck, H.-J., Magic and Paganism in Early Christianity. The World of the Acts of the Apostles (Edinbrough 2000), σελ. 97-110. Για την εξέγερση βλ. Rogers, G.M., "Demetrios of Ephesos. Silversmith and neopoios?", Belleten 50 (1987), σελ. 877-883. Ο ίδιος ο Παύλος αναφέρεται στους κινδύνους που πέρασε στην Έφεσο στις επιστολές του [1 Προς Κορινθίους 15.32 ,2 Προς Κορινθίους 1.8-10, Προς Ρωμαίους 16.4 (όπου αναφέρεται η σωτηρία του από τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα)]. 90. Koester, H., "Ephesos in Early Christian Literature", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 119-140. 91. I.Ephesos IV, αρ. 1351. 92. Knibbe, D., "Ephesos: Geschichte" και Alzinger, W., "Ephesos : Archäologie", στo RE Suppl. 12 (1970), στήλ. 249-297 και 1588-1704· Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 1-25, "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 379-387 και "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 57-87· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000). 93. Kraft J.C. – Kayan, İ. – Brückner, H., "The Interpretation of Ancient Coastal Environments and their Resultant Paleogeographies in Environs of the Feigengarten and Artemision Excavations at Ephesus", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 91-100. 94. Κορησσός: Ηρ. 5.100· Ξεν, Ελλ. 1.2.7-10. Στα Ελληνικά Οξυρύγχια 1.1 η Κορησσός αναφέρεται ως λιμήν. Robert, L., "Sur un décret des Korésiens au musée de Smyrne", στο Robert, L., Hellenica 11-12 (Paris 1960), σελ. 132-176· Alzinger, W., «Koressos», στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 1-9· Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 214-225· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292 και "Das Koressos ein ephesisches Stadtviertel", ZPE 115 (1997), σελ. 131-135. 95. Keil, J., "ΧΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 23 (1926), στήλ. 247-300 (ιδίως 250-256) και "ΧΙΙΙ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 24 (1929), στήλ. 1-68 και Vetters, H., "Ephesos. Vorläufiger Grabungsbericht 1979", AnzWien 117 (1980), σελ. 249-266. 96. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 104 κ.ε.). Η ύπαρξη λιμενοβραχίονα επιβεβαιώθηκε από τη γεωφυσική έρευνα που διεξήγαγε εκεί το 1996 ο S. Seren. Βλ. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, σημ. 15. 97. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 60, εικ. 3.4. Ο Miltner, F., Ephesos: Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), σελ. 3, εικ. 1, χρονολογούσε τα τείχη στον 5ο αι. π.Χ. 98. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000). 99. Σμύρνη: Ιππώναξ, απόσπ. 50.1 (όπου αναφέρεται ότι η θέση του ήταν «όπισθεν της πόλεως»). Keil J., "Die Lage des ephesischen 'Smyrna'", ÖJh 31 (1938-1939), σελ. 33-35. Για τη θέση του προαστίου κάτω από την Αγορά της πόλης του Λυσιμάχου και τα ευρήματα από τον 8ο έως τον 5ο αι. π.Χ. βλ. Scherrer, P., "Grabungen 1995", ÖJh 65 (1996), σελ. 12 και "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997) σελ. 5 κ.ε. 100. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 59. Νεκροταφείο της ύστερης Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου: Mitsopoulou-Leon, V., "Ein Grabfund des vierten vorchristlichen Jahrhunderts aus Ephesos", ÖJh 50 (1972-1975), σελ. 252-265· Langmann, G., "Eine spätarchaische Nekropole unter dem Staatsmarkt zu Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 103-123· Jobst, W., "Embolosforschungen I: Archaologische Untersuchungen östlich der Celsusbibliothek in Ephesos", ÖJh 54 (1983), σελ. 171-178· Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 83-96· Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993), σελ. 51 κ.ε. και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 307 κ.ε. 101. Ηρ. 1.26.2. Βλ. Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 94-96. 102. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112 (ιδίως 97 κ.ε.). 103. İcten, C. – Evren, A., "Seluçuk-Efes 3447 parsel kurtarma kazısı", στο VIII. Müze Kutarma Kazıları Semineri (Ankara 1997), σελ. 85-110· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 61. 104. Γυμνάσια: Ξεν., Ελλ. 3.4.18 και Πλούτ., Αγησ. 1.25 (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Θέατρο: I.Ephesos IV, αρ. 1440 (4ος αι. π.Χ.). Ιερό του Διός Πατρώου και Απόλλωνος Πατρώου: I.Ephesos II, αρ. 101-104· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 60. 105. Alzinger, W., "Das Zentrum der lysimachichen Stadt", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 389-392. 106. Στράβ. 14.1.21· Πολύαιν. 8.57· I.Ephesos IV, αρ. 1441· Bammer, A., "Die gebrannten Mauerziegel von Ephesos und ihre Datierung", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 289-300· Seiterle, G., "Ephesos. Lysimachische Stadtmauer", ÖJh 47 (1964-1965), σελ. 8-11, Die hellenistische Stadtmauer von Ephesos (διατριβή, University of Zürich 1970) και Mc Nicoll, R., "Developments in techniques of siegecraft and fortification in the Greek World ca. 400-100 B.C.", στο Leriche, P. – Tréziny (επιμ.), La fortification dans l’histoire du monde grec: Actes du Colloque International de Vabonne, 1982 (Paris 1986), σελ. 306-310. Ο Özyiğit, Ö., "Spätarchaische Funde im Museum von Ephesos und die Lage von Alt-Ephesos", IstMitt 38 (1988), σελ. 95, και "On the dating of the city walls of Ephesos", στο Erol Atalay memorial (Izmir 1991), σελ. 137-144, χρονολογεί το τείχος στον 5ο αι. π.Χ. 107. Παυσ. 7.2.6 και I.Ephesos Ia, αρ. 27· Seiterle, G., "Das Hauptstadttor von Ephesos", AntK 25 (1982), σελ. 145-149. 108. Η πύλη είναι γνωστή από επιγραφές: I.Ephesos Ia, αρ. 27 και II, αρ. 425 και 566. Θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του Θεάτρου και της Εμπορικής Αγοράς: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63. Έξω από την πύλη βρέθηκε μια κρήνη της Ελληνιστικής περιόδου: Wilberg, W., "Das Brunnenhaus am Theater", στο Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 266-273. 109. Keil, J., "Χ. Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beibl., σελ. 184 κ.ε. και Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στo Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63. 110. Λιμάνι: Atalay, E., "Efes’de Bulunan Hellenistik porte (Önrapor)", TürkArkDerg 19.1 (1970), σελ. 213-215· Zabehlicky, H., "Preliminary views of the Ephesian harbor", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 201-215. Πολεμικό λιμάνι: Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 63. 111. Υπέλαιος κρήνη: Κρεώφυλος, Εφεσίων Ώραι, όπως αναφέρεται από τον Αθήναιο (8.63) και το Στράβωνα (14.1.4). Ο ναός όμως δεν είναι δυνατό να ταυτιστεί με το ιερό του Απόλλωνος Πυθίου, το οποίο έχτισαν εκεί οι πρώτοι άποικοι, σύμφωνα με την αφήγηση του Κρεωφύλου, αντίθετα με όσα υποστηρίζει ο Karwiese, S., "Koressos, ein fast vergessener Stadtteil von Ephesos", στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner 2 (Wien 1985), σελ. 215-219, πίν. ΙΧ-Χ. Πειστικότερη είναι η ταύτιση με τον Αθήναιο, που τον αναφέρει ο Στράβων, 14.1.4 και 21, ως ευρισκόμενο έξω από τη σύγχρονη πόλη: Scherrer, P., "Bemerkungen zur Siedlungsgeschichte von Ephesos vor Lysimachos", στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 379-387. 112. Langmann, G., "Smyrna gefunden", στο Dobesch, G. – Rehrenböck, G., (επιμ.), Die epigraphische und altertumskundliche Erforschung Kleinasiens. Hundert Jahre Kleinasiatische Kommission der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. Akten des Symposiums, Wien 23.-25. Oktober 1990 (Wien 1993), σελ. 283-287 (όπου όμως το κτήριο συνδέεται με τη συνοικία της Σμύρνης, καθώς χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ.)· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 66-67 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 144 και 145, εικ. 2. Το παρακείμενο πηγάδι, το οποίο ήταν ενεργό κατά τη διάρκεια της κατασκευής της αποθήκης και σφραγίστηκε αμέσως μετά, περιείχε ένα τελετουργικό δείπνο προς τιμήν της Κυβέλης, καθώς και ένα άθικτο ειδώλιο της θεάς: Scherrer, P., "Grabungen 1992", ÖJh 62 (1993), σελ. 14· Soykal, F., "Eine spätklassische Terrakottastatuette der Kybele aus Ephesos", BerMatÖAI 5 (1993), σελ. 53-56. 113. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 67. 114. Knibbe, D. – Thür, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995), σελ. 91 κ.ε. 115. I.Ephesos IV, αρ. 1381. 116. Thür, H., "Arsinoe IV, eine Schwester Kleopatras VII, Grabinhaberin des Oktogons von Ephesos? Ein Vorschlag", ÖJh 60 (1990), σελ. 43-56 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 124-125. 117. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 72-73. 118. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 158 (θέατρο) και 162 (κρήνη). 119. Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 96-112· Engelmann, H., "Beiträge zur ephesischen Topographie", ZPE 89 (1991), σελ. 286-292· Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos και Keil, J., "Zur Topographie und Geschichte von Ephesos", ÖJh 21-22 (1922-1924), σελ. 73. 120. Fossel, E., "Zum Tempel auf dem Staatsmarkt in Ephesos", ÖJh 50 (1972-1973), σελ. 212-219· Knibbe, D., Der Staatsmarkt. Die Inschriften des Prytaneions. Die Kureteninschriften und sonstige religiöse Texte (Forschungen in Ephesos 9.1.1, Wien 1981). Σύμφωνα με τον Alzinger, W., "Das Regierungsviertel", ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 283-294, πρόκειται για ναό της Ίσιδος. Ο Andreae, B., Odysseus: Archaölogie des europäischen Menschenbildes (Frankfurt 1982), σελ. 69-90, τον αποδίδει στο Διόνυσο / Μάρκο Αντώνιο. O Jobst, W.,"Zur Lokalisierung des Sebasteion-Augusteum in Ephesos", IstMitt 30 (1980), σελ. 248-259, θεωρεί ότι πρόκειται για ένα Σεβαστείον, ενώ τέλος ο Scherrer, P., "The City of Ephesos from the Roman Times to Late Antiquity", στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 4 υποστηρίζει ότι πρόκειται για το ναό που αφιέρωσε ο Αύγουστος στο conventus civium Romanorum για τον Ιούλιο και τη θεά Ρώμη το 29 π.Χ. (Dion Cassius 51.20.6). Στο ναό αποδίδεται μια σειρά από κορινθιακά κιονόκρανα, τα οποία βρέθηκαν στο δρόμο νότια της Δημόσιας Αγοράς. O Andreae απέδωσε στο αέτωμα του ναού το περίφημο σύμπλεγμα με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, που χρησιμοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση στο Νυμφαίο του Πολλίωνος. Η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί: Lenz, D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt 48 (1998), σελ. 237-248. 121. I.Ephesos III, αρ. 859 και 859Α· Engelmann, H., "Ephesische Inschriften", ZPE 84 (1990), σελ. 92-94, αρ. 2. 122. Fossel, E., "Zum sogenannten Odeion in Ephesos", στο Festschrift für Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 72-81· Meinel, R., Das Odeion, Untersuchungen an überdachten antiken Theatergebaüden (Frankfurt 1980), σελ. 117-133· Bier, L., "The Bouleuterion of Ephesos. Some observations for a new survey", στο Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe (Wien 1999), σελ. 7-18 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 81-84. H άποψη του Alzinger, W., "Die Lokalisierung des hellenistischen Rathauses von Ephesos", στο Bathron. Beiträge zur Architektur und verwandten Künsten für H. Drerup zu seinem 80. Geburtstag (Saarbrücken 1988), σελ. 21-29, ότι στη θέση προϋπήρχε το ελληνιστικό βουλευτήριο δεν είναι πειστική. 123. I.Ephesos III, αρ. 902. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 55 κ.ε. 124. Scherrer, P., "The historical topography of Ephesos", στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I 2001), σελ. 71. 125. Το κτήριο δεν έχει ανασκαφεί. Βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 74. Εκτεταμένες αλλαγές επήλθαν στο συγκρότημα κατά τον 5ο αι. μ.Χ., όπως, για παράδειγμα, η προσθήκη ενός δωματίου διακοσμημένου με μωσαϊκά στο νότιο τμήμα. 126. Sextilius Pollio: Knibbe, D. – Engelmann, H. – İplıkçıoğlu, B., "Neue Inschriften aus Ephesos XIΙ", ÖJh 62 (1993), σελ. 148 κ.ε., αρ. 80. Βασιλική: Fossel-Peschl, E.A., Die Basilika am Staatsmarkt in Ephesos (Graz 1982) και Alzinger, W., "Frühformen der römischen Marktbasilika", Römische Historiche Mitteilungen 26 (1984), σελ. 31-41· Knibbe, D. – Büyükkolancı, M., "Zur Bauinschrift der Basilica auf dem sog. Staatsmarkt von Ephesos", ÖJh 59 (1989), σελ. 43-45 και Die Basilica am Staatsmarkt in Ephesos. Kleinfunde. Forschungen in Ephesos 9/2/2 (Wien 1991). 127. Weigand, E., "Propylon und Bogentor in der östlichen Reichskunst, ausgehend vom Mithridatestor in Ephesos", Wiener Jahrbuch für Kunstgeschichte 5 (1928), σελ. 71-114 και Karwiese, S., "Das Südtor der Tetragonos Agora in Ephesos", ÖJh 67 (1997), σελ. 253-318. Η πύλη αναστηλώθηκε μεταξύ 1979 και 1988. 128. Hörmann, H., "Das Westtor der Agora in Ephesos", ÖJh 25 (1929), σελ. 22-53. 129. Στάδιο: Heberdey, R., "Vorläufige Berichte über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh 15 (1912), Beiblαtt, σελ. 157-182· Karwiese, S., "Grabungen 1996", ÖJh 66 (1997), σελ. 19-21 και "Grabungen 1997", ÖJh 67 (1998), σελ. 21 κ.ε. Οι εργασίες της εποχής του Νέρωνα οφείλονται στον απελεύθερο C. Stertinius Orpex: I.Ephesos II, αρ. 411, VI, αρ. 2113 και VII.2, αρ. 4123. Στο χώρο αυτό μαρτύρησαν χιλιάδες χριστιανοί τον 3ο και 4ο αι. π.Χ. Mετά την επικράτηση του χριστιανισμού, τα μάρμαρα της αρένας αφαιρέθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή εκκλησιών και του βυζαντινού τείχους του Ayasoluk. 130. Lang, G.J., "Zur oberen Osthalle der Agora, der 'Neronischen Halle' in Ephesos", στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 176-180. 131. I.Ephesos Ia, αρ. 20. 132. Τacitus, Annales 16.23. 133. Ναός: Vetters, H., “Grabungen in Ephesos von 1960-1969 bzw. 1979. Domitianterrasse und Domitiangasse. Grabungen 1960-1961”, ÖJh 50 (1972-1975), Beiblatt, σελ. 311-330 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 92-93. Άγαλμα: Meriç, R., “Rekonstruktionsversuch der Kolossalstatue des Domitian in Ephesos”, στο Pro arte antiqua. Festschrift für Hedwig Kenner II (Wien 1985), σελ. 239-241. Για την ταύτιση του αγάλματος με το Δομιτιανό και όχι τον Τίτο βλ. Price, S.R.F., Rituals and Power. The Roman Imperial Cult in Asia Minor (Cambridge 1984), σελ. 254. Ο υπόγειος χώρος κάτω από το πλάτωμα του ναού του Δομιτιανού (Cryptoporticus) λειτουργεί σήμερα ως επιγραφικό μουσείο: Tek, F., “1969-1970 Yilli Domitianus Tapinağı Krıptoportık Kazısında Bulunan Kandıller”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972) σελ. 36-42· Türkoğlu, S. – Meriç, R., “Domitian Kriptoportiği Kazısı Ön Raporu”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 5-11· Türkoğlu, S., “Domitianus Kriptoportik’i Kazisinda Bulunan Portreler (Les Fouilles du Crypto-Portique de Domitien)”, Efes Harabeleri ve Müzesı Yıllığı 1 (1972), σελ. 12-31. 134. Heberdey, R. – Niemann, G. – Wilberg, W., Das Theater in Ephesos. Forschungen in Ephesos 2 (Wien 1912), σελ. 174 κ.ε., αρ. 61· Forchheimer, P. – Heberdey, R. – Keil, J. – Niemann, G. – Wilberg, W., Forschungen in Ephesos 3, Agora, Torbauten an Hafen, Wasserleitungen, Brunnenhaus beim Theater, Aquädukt (Wien 1923), σελ. 149, αρ. 66 και 71. 135. Schneider, D., “Die Arkadiane in Ephesos. Konzept einer Hallenstrasse”, στο Stadt und Umland. Neue Ergebnisse der archäologischen Bau und Siedlungsforschung. Bauforschungskolloquium in Berlin von 7 bi 10 Mai 1997 (Mainz 1999), σελ. 120-122 και “Bauphasen der Arkadiane”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 467-478. 136. Rogers, G.M.L., The Sacred Identity of Ephesos. Foundation Myths of a Roman City (London – New York 1991). 137. Sherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth R.I. 2001), σελ. 75 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 150. 138. Ασκληπιείο: I.Ephesos IΙ, αρ. 105. Επικεφαλής του Μουσείου: I.Ephesos IΙΙ, αρ. 719. Ιατρικοί διαγωνισμοί στο Μουσείο: I.Ephesos IV, αρ. 1162, VI, αρ. 2065 και 2304, VII.1, αρ. 3068 και 3239, και VII.2, αρ. 4101. Σεραπείο: Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, στο Halil Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), σελ. 181-192· Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), σελ. 111-135 και Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 148-150. Ταύτιση του Σεραπείου με το Μουσείο: Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrish, D., Urbanism in Western Asia Minor. New Studies on Aphrodisias, Ephesos, Hierapolis, Pergamon, Perge and Xanthos (JRS Supplement Series Number 45, Portsmouth RI 2001), σελ. 75. Αργότερα ο ναός μετατράπηκε σε εκκλησία. 139. Thur, H., Das Hadrianstor in Ephesos (Forschungen in Ephesos, 11.1, Wien 1989): καταστράφηκε από σεισμό τον 4ο αιώνα. 140. Outschar, U., “Zur Deutung des Hadrianstempels an der Kuretenstrae?”, στο Friesinger, H. – Krinzinger, F., (επιμ.), Ephesos. Der neue Fuhrer. 100 Jahre osterreichische Ausgrabungen. 1895-1995 (Wien 1999), σελ. 443-448. Miltner, F., “Eine Reliefplatte vom Tempel Hadrians in Ephesos”, στο Festschrift zu Ehren Richard Heubergers (Innsbruck 1960), σελ. 93-98· Saporiti, N., “A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus”, στο Essays in memory of K. Lehmann (New York 1964), σελ. 269-278· Fleischer, R., “Der Fries des Hadrianstempel in Ephesos”, στο Festschrift fur Fritz Eichler (Wien 1967), σελ. 23-71· Brenk, B., “Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens”, IstMitt 18 (1968), σελ. 238-258. 141. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 120. 142. Knibbe, D. – Langmann, G., Via Sacra Ephesiaca 1 (Wien 1993)· Knibbe, D. – Thur, H. κ.ά., Via sacra ephesiaca, 2. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Wien 1995)· Knibbe, D., “Via Sacra Ephesiaca: New Aspects of the Cult of Artemis Ephesia”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 141-156· Thur, H., Via sacra ephesiaca 3 (Wien 2000). Εκτός από το Ανατολικό Γυμνάσιο και τη Στοά, ο Δαμιανός έχτισε έναν οίκο στα Λουτρά του Βαρίου: I.Ephesos III, αρ. 672. 143. Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge MA 1995), σελ. 15. 144. Karwiese, S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschiche einer der grossen Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 104 και 113. Παλαιότερες υποθέσεις το ταυτίζουν με μνημείο του Ανδρόκλου ή με το λεγόμενο Μacellum. |