1. Τοπογραφία
Το Πέργαμον (ή η Πέργαμος), σημερινή πόλη Bergama, έχει χτιστεί στις όχθες του ποταμού Κάικου (σημερινού Bakır ή Bergama Çay), σε απόσταση περίπου 28 χλμ. από τις εκβολές του. Το ηφαιστειογενές έδαφος προσδίδει ιαματικό χαρακτήρα σε πολλές από τις πηγές που αναβλύζουν στην κοιλάδα και τα γύρω υψώματα και χαμηλά βουνά, όπως η Πίνδασος (Kozak) στο βορρά, και το όρος Ασπορδηνών (Yünd Dağ) στο νότο. Η ίδια η πόλη του Περγάμου είναι χτισμένη πάνω σε ένα ύψωμα από ανδεσίτη ύψους 335 μ., γεγονός που μαρτυρά και η ονομασία της, εξελληνισμένος τύπος προελληνικής λέξης που σήμαινε το οχυρό ύψωμα (burg). Κατά την Κλασική και Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο στην περιοχή ανθούσαν οι πόλεις Αταρνεύς και Πιτάνη, καθώς και η Ελαία, που έγινε αργότερα επίνειο του Περγάμου, στις εκβολές του Κάικου. 2. Ιστορία
2.1. Προελληνιστική περίοδος: μύθοι και πραγματικότητα Τα πρωιμότερα δείγματα κατοίκησης στην περιοχή χρονολογούνται στην εποχή του Χαλκού. Κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. η περιοχή αποτελούσε τμήμα του κράτους των Χετταίων, ενώ την 1η χιλιετία π.Χ. εγκαταστάθηκαν εκεί θρακοφρυγικά φύλα, καθώς και Αιολείς άποικοι. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, στην περιοχή βασίλευε ο βασιλιάς Τεύθρας. Εκεί προσάραξε η εγκαταλελειμμένη στο πέλαγος Αυγή, ιέρεια της Αθηνάς από την Αρκαδία, η οποία είχε έρθει σε ερωτική επαφή με τον Ηρακλή και είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Τήλεφο. Ο Τεύθρας υιοθέτησε το γιο της Αυγής, ο οποίος αργότερα αντιμετώπισε τους Αχαιούς όταν αυτοί εσφαλμένα άραξαν τα καράβια τους στην Τευθρανία, πηγαίνοντας για την Τροία. Ο Τήλεφος θεωρήθηκε μυθικός ιδρυτής του Περγάμου, εξυπηρετώντας τη νομιμοποίηση του βασιλικού οίκου των Ατταλιδών. Η πρώτη ιστορική μνεία είναι αυτή του Ξενοφώντα,1 ο οποίος αναφέρει ότι το ελληνικό μισθοφορικό εκστρατευτικό σώμα φιλοξενήθηκε από τη σατράπισσα Ελλάδα, απόγονο του εξόριστου αριστοκρατικού γένους των Γογγυλιδών της Ερέτριας. Μετά τη μάχη του Γρανικού (334 π.Χ.) η περιοχή πέρασε στα χέρια των Μακεδόνων. Ο Αλέξανδρος φρόντισε για την οχύρωση του Περγάμου και για ένα διάστημα έμεινε εκεί η δεύτερη σύζυγός του Βαρσίνη με το μικρό γιο τους Ηρακλή.
2.2. Ίδρυση του βασιλείου του Περγάμου Η μάχη της Ιψού (301 π.Χ.) μεταξύ των διαδόχων του Αλεξάνδρου ανέδειξε ως κυρίαρχο της Μικράς Ασίας το διοικητή της Θράκης Λυσίμαχο. Αυτός διόρισε διοικητή στο οχυρό του Περγάμου το γαζοφύλακάτου Φιλέταιρο, καταγόμενο από το Τίειο του Εύξεινου Πόντου. Του ανέθεσε τη φύλαξη μεγάλου μέρους της πολεμικής λείας που είχε αρπάξει από τον ηττημένο της μάχης Αντίγονο Μονόφθαλμο, η οποία και ανερχόταν σε 9.000 αργύρου. Το 282 π.Χ. όμως ο Φιλέταιρος μαζί με άλλους αξιωματούχους αποστάτησε και τάχθηκε με το μέρος του Σελεύκου Νικάτορα. Το 281 π.Χ. ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε στη μάχη του Κουροπεδίου και την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε και ο Σέλευκος. Ο Φιλέταιρος επωφελήθηκε από το κενό εξουσίας για να ενεργήσει ως αυτόνομος διοικητής του Περγάμου. Στην ουσία όμως δεν πήρε ποτέ τον τίτλο του βασιλέα.2 Ο Φιλέταιρος επέκτεινε τον οχυρωματικό περίβολο της πόλης και δημιούργησε ένα νέο οικιστικό τμήμα. Επίσης, ακολούθησε μια πολιτική ευεργεσίας με πανελλήνια εμβέλεια, κάνοντας δωρεές σε γειτονικές πόλεις, αλλά και στο μαντείο των Δελφών. Ο ίδιος δεν απέκτησε παιδιά, αφού, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ευνούχος, αλλά υιοθέτησε τον ανιψιό του Ευμένη, θέτοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας δυναστείας. Ο Ευμένης Α΄ διοίκησε το Πέργαμον –κι αυτός όχι επίσημα ως βασιλιάς– από το 263 έως το 241 π.Χ. Με μια αποφασιστική νίκη κατά του Αντιόχου Α΄ περιέλαβε στο κράτος του το μεγαλύτερο μέρος της Μυσίας.3 Καθώς και αυτός έμεινε άτεκνος, υιοθέτησε τον ανιψιό του Άτταλο Α΄ (241-197 π.Χ.), ο οποίος αφού ανήλθε στην εξουσία πέτυχε μια αποφασιστική νίκη κατά των Γαλατών, για την οποία πήρε τον τίτλο «Σωτήρ».4 Οι συγκρούσεις μεταξύ Ατταλιδών και Γαλατών έμελλε να επαναληφθούν αρκετές φορές στην ιστορία του βασιλείου και να σηματοδοτήσουν το ρόλο του Περγάμου ως «κυματοθραύστη» έναντι των επίφοβων αυτών εχθρών. Μια από τις πολιτικές κινήσεις του Αττάλου με μακροπρόθεσμες συνέπειες ήταν η συμμαχία του με το Κοινό των Αιτωλών εναντίον του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας. Αυτό κατέστησε τους Ατταλίδες συμμάχους και των Ρωμαίων, οι οποίοι επίσης υποστήριζαν το Αιτωλικό Κοινό. Το κοινό ανταπέδωσε τη βοήθεια, πουλώντας στον Άτταλο την Αίγινα (210 π.Χ.), που αποτέλεσε έκτοτε ναυτική βάση των Περγαμηνών. Οι φιλικές σχέσεις των Ατταλιδών προς τη Ρώμη συνεχίστηκαν και το 205 π.Χ. ο Άτταλος μεσολάβησε στους Γαλάτες για να σταλεί ο του ιερού της Κυβέλης από την Πεσσινούντα στη Ρώμη. Το 201 π.Χ. η επίθεση του Φιλίππου Ε΄ κατά του Περγάμου πυροδότησε το Β΄ Μακεδονικό πόλεμο (199-197 π.Χ.). Τον Άτταλο διαδέχτηκε ο πρωτότοκος από τους τέσσερις γιους του, ο Ευμένης Β΄ (197-158 π.Χ.). Η περίοδος της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από μεγάλη άνθιση των τεχνών και των γραμμάτων, αλλά και από σταδιακή πρόσδεση του Περγάμου στο άρμα της Ρώμης. Η αντιπαράθεση των Περγαμηνών με τον Αντίοχο Δ΄ Επιφανή έδωσε το έναυσμα στους Ρωμαίους να επέμβουν στα πολιτικά πράγματα της Μικράς Ασίας.5 Τα κέρδη για αυτούς ήταν εδαφικά και πολιτικά. Ωστόσο, ήταν πια φανερό πως η πολιτική της ζωή εξαρτιόταν πλέον άμεσα από τις διαθέσεις και τις σκοπιμότητες της Ρώμης. Ο Ευμένης Β΄ επιδόθηκε σε έργα εξωραϊσμού της πόλης του. Έθεσε το θεμέλιο λίθο για το μεγαλοπρεπή βωμό του Δία και για τη Βιβλιοθήκη του Περγάμου, θεσμοθέτησε τα Νικηφόρια, αγώνες που τελούνταν με κέντρο το ιερό της Αθηνάς, και μετέβη στην Αθήνα όπου συμμετείχε νικηφόρα σε αρματοδρομία των Παναθηναίων. Ωστόσο η φιλορωμαϊκή πολιτική των Ατταλιδών είχε στο μεταξύ ενοχλήσει αρκετές ελληνικές πόλεις. Το 172 π.Χ. ο Ευμένης Β΄ επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Ρώμη δέχτηκε επίθεση στους Δελφούς.6 Πληγώθηκε σοβαρά και οι αντίπαλοί του διέδωσαν ότι ήταν ήδη νεκρός. Το περιστατικό αυτό πυροδότησε το Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο, που έληξε 3 χρόνια αργότερα με τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και την ολοκληρωτική ήττα του Περσέα. Οι σχέσεις Ρώμης-Ατταλιδών όμως πέρασαν στη συνέχεια κρίση, καθώς η Σύγκλητος φοβόταν ότι η ανοιχτή συμμαχία τους θα οδηγούσε σε εξέγερση τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες θα αναζητούσαν βοήθεια στους Γαλάτες. Ωστόσο, μια νέα νίκη των Ατταλιδών επί των Γαλατών στη Φρυγία το 166 π.Χ. υπενθύμισε στις ελληνικές πόλεις ότι οι Γαλάτες εξακολουθούσαν να αποτελούν φοβερό κίνδυνο. Ο Ευμένης Β΄ πέθανε τελικά το 158 π.Χ., ορίζοντας διάδοχό του τον αδελφό του Άτταλο, 61 χρονών τότε. Ο Άτταλος Β΄ (158-138 π.Χ.) συνέχισε τη φιλορωμαϊκή πολιτική των προκατόχων του: τα ρωμαϊκά στρατεύματα βοήθησαν το Πέργαμον να αποσοβήσει το σοβαρό κίνδυνο από την επίθεση του Προυσία της Βιθυνίας. Σε αντάλλαγμα, στρατιωτικές μονάδες των Ατταλιδών βρέθηκαν στο πλευρό των Ρωμαίων, καθώς αυτοί κατακτούσαν τις ελληνικές πόλεις. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Άτταλος Β΄ τα πέρασε και αυτός ασχολούμενος κυρίως με έργα ανάπτυξης στο ίδιο το Πέργαμον. Πέθανε το 138 π.Χ. αφήνοντας διάδοχό του τον ανιψιό του Άτταλο Γ΄ (138-133 π.Χ.), έναν άνθρωπο με άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα,7 που πέθανε το 133 π.Χ. Η διαθήκη του επιφύλασσε μια έκπληξη: άφηνε το βασίλειό του όχι σε κάποιο διάδοχο, αλλά στο ρωμαϊκό λαό!8
3. Διοίκηση και θεσμοί Οι Ατταλίδες σεβάστηκαν αρκετούς από τους προϋπάρχοντες θεσμούς, που είχαν θεσπίσει ο Αλέξανδρος και οι Σελευκίδες, ενώ άλλους τους προσάρμοσαν στη δική τους πολιτική ιδεολογία. Ο πληθυσμός του βασιλείου του Περγάμου την περίοδο της ακμής του υπολογίζεται σε περίπου 5,5 εκατομμύρια. Το κράτος του Περγάμου περιλάμβανε, εκτός από την πρωτεύουσα και τη του, στρατιωτικές αποικίες (κατοικίες), πόλεις,9 «ιερές γαίες»,10 βασιλικά κτήματα και περιοχές όπου κατοικούσαν φυλές αυτοχθόνων σε κατάσταση ημιαυτονομίας, όπως η Αββαΐτις, η Αβρεττηνή, η Μορηνή και η Φρυγία Επίκτητος. Με μεγάλη διορατικότητα, ο Άτταλος Β΄ και ο Ευμένης Β΄ φρόντισαν να εγκαταστήσουν εποίκους σε παλιές μακεδονικές πόλεις, τονώνοντας την αγροτική παραγωγή και ενισχύοντας τη νομιμοφροσύνη των κατοίκων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους Σελευκίδες, οι Ατταλίδες φρόντισαν ώστε οι έποικοι αυτοί να συντελέσουν στη φυλετική και πολιτισμική ώσμωση. Με απόφαση του Ευμένη Β΄, μέρος των κατοίκων μικρών πόλεων στη «χώρα» της Περγάμου (όπως η Τευθρανία, τα Αλίσαρνα, το Γάμβριο, το Παλαιογάμβριο και το Παρθένιο) μετοίκησαν στην πρωτεύουσα ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε περίπου 150.000. Κύρια όργανα των πολιτών ήταν η βουλή –που προετοίμαζε τα ψηφίσματα– και ο δήμος, δηλαδή η λαϊκή συνέλευση, που τα επικύρωνε. Επιπλέον οι Ατταλίδες φρόντιζαν να θεσπίζουν και οι ίδιοι νόμους, οι οποίοι δεν επιδέχονταν μεταβολές και άρα δημιουργούσαν ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διασφάλιζε την εξουσία τους. Οι στρατηγοί, που υποκαθιστούσαν συχνά τους βουλευτές στην προετοιμασία των νόμων, ήταν επίσης επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών, συνεργαζόμενοι στον τομέα αυτό με τους ταμίες, καθώς και με την επίβλεψη των αστυνόμων, των οργάνων δηλαδή που μεριμνούσαν για την πειθαρχία προς τις πολεοδομικές διατάξεις, την καθαριότητα κ.λπ.11 Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ατταλιδικής ηγεμονίας ήταν ότι ο βασιλιάς παρέμενε πανταχού παρών, ελέγχοντας τους περισσότερους τομείς της δημόσιας ζωής, χωρίς ωστόσο να καταστρατηγεί τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο ιδιαίτερος αυτός ρόλος θεωρείται πως αποτέλεσε πρότυπο για τον Οκταβιανό Αύγουστο.
4. Οικονομία Ο πλούτος του βασιλείου του Περγάμου, από την εποχή της ίδρυσής του κιόλας, ήταν παροιμιώδης. Οι πόλεις, οι στρατιωτικές κατοικίεςαλλά και τα ιερά ήταν υποχρεωμένα να πληρώνουν φόρο, ο οποίος τις περισσότερες φορές ήταν σταθερός.12 Φόροι καταβάλλονταν επίσης για κάθε είδους εμπορική συναλλαγή και αγοραπωλησία. Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχναν οι Ατταλίδες για την ενίσχυση της αγροτικής δραστηριότητας. Αποτέλεσμα ήταν η ύπαιθρος να είναι σχετικά πυκνοκατοικημένη και αξιοποιημένη στο έπακρο. Βασικό παραγόμενο προϊόν ήταν τα δημητριακά. Η αμπελοκαλλιέργεια και η ελαιοκαλλιέργεια ήταν επίσης αναπτυγμένες. Η κτηνοτροφία εντατικοποιήθηκε. Εκτρέφονταν κυρίως πρόβατα, και μάλιστα ένα είδος μαύρων προβάτων με στιλπνό τρίχωμα. Από τα πρόβατα εξάλλου προερχόταν και η περγαμηνή, το κατεργασμένο δέρμα νεογέννητου προβάτου, που αποτέλεσε μαζί με τον πάπυρο τη βασική γραφική ύλη της Ελληνιστικής εποχής. Το βασίλειο είχε επίσης επάρκεια σε ξυλεία, πολύτιμα μέταλλα, μάρμαρο και άλλα πετρώματα, αλάτι κ.λπ. Από βιοτεχνικής πλευράς, η πόλη του Περγάμου ήταν ονομαστή για την υφαντική της, αλλά και για την κατασκευή αρωμάτων και καλλυντικών. Στο σημείο αυτό οι Ατταλίδες φαίνεται ότι χρησιμοποίησαν την κληρονομιά των Σάρδεων σε τεχνικές παραγωγής ειδών πολυτελείας. Τέλος, το ιζηματογενές έδαφος γύρω από την πόλη πρόσφερε πρώτη ύλη στην κεραμική, που θεωρούνταν εξαιρετικής ποιότητας. Μάλιστα, η παραγωγή κεραμιδιών και πλακιδίων αποτελούσε τμήμα του κρατικού μονοπωλίου. Το Πέργαμον διέθετε δύο νομισματοκοπεία, αυτό της πόλης και το βασιλικό. Το νομισματοκοπείο του Περγάμου έκοβε κυρίως χάλκινα νομίσματα, με εικονογραφία σχετική με τη λατρεία της Αθηνάς, του Ασκληπιού και του Δία. Αργυρές κοπές πραγματοποιούνταν μόνο στο νομισματοκοπείο των Ατταλιδών.13 5. Τέχνες – Γράμματα Συνακόλουθη με την οικονομική ήταν και η πολιτιστική ανάπτυξη του Περγάμου. Οι Ατταλίδες βασιλείς φρόντισαν να μετακαλέσουν στην πρωτεύουσά τους σημαντικούς καλλιτέχνες του ελληνιστικού κόσμου για να κατασκευάσουν τα μνημεία που θα τους δόξαζαν. Γλύπτες σαν το Φυρόμαχοάφησαν το στίγμα τους στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, δημιουργώντας μάλιστα δύο σχολές γλυπτικής. Από την άλλη μεριά η βιβλιοθήκη του Περγάμουαποτέλεσε πόλο έλξης για φιλοσόφους και μελετητές, με αποτέλεσμα να ανθίσουν οι επιστήμες, όπως η ιατρική, τα μαθηματικά και η αστρονομία.
6. Ρωμαϊκό Πέργαμον Η οικειοθελής προσχώρηση του Περγάμου στο ρωμαϊκό κράτος είχε αποτέλεσμα την ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείρισή της. Το 129 π.Χ. το Πέργαμον εντάχθηκε στη νεότευκτη επαρχία Ασίας και έγινε έδρα διοίκησης. Όμως η ρωμαϊκή επέκταση βρήκε αντίσταση στο βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη Στ΄, ο οποίος μεταξύ του 111 και του 89 π.Χ. κατάφερε να δημιουργήσει ένα αυτόνομο ισχυρό κράτος στη Μικρά Ασία, βασιζόμενος στη στρατιωτική του υπεροχή και την τρομοκρατία. Οι Ρωμαίοι πολίτες του Περγάμου και των άλλων μεγάλων πόλεων εκτελέστηκαν στο πλαίσιο μιας πολιτικής «εκκαθάρισης» του ρωμαϊκού στοιχείου. Όταν όμως το 85 π.Χ. ο Σύλλας κατάφερε να εξουδετερώσει το Μιθριδάτη, οι πόλεις που είχαν υποταχθεί σε αυτόν πλήρωσαν τα αντίποινα. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από το Πέργαμον μαρτυρούν ότι στο α΄ τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. η πόλη καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό. Η ανάκαμψη άρχισε όταν το 71 π.Χ. ο ανθύπατος Λεύκιος Λούκουλος πέτυχε κάποιες παραγραφές χρεών και φορολογικές ελαφρύνσεις και επιταχύνθηκε από την παρέμβαση του Διοδώρου Πάσπαρου, που κατάφερε ως πρεσβευτής του Περγάμου στη Ρώμη να επιτύχει όχι μόνο φορολογική απαλλαγή, αλλά και απομάκρυνση του ρωμαϊκού στρατού που έδρευε εκεί. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιοι πόλεμοι είχαν κάποιον αντίκτυπο και στην Ασία. Μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) διοικητής της Ασίας έγινε ο Μάρκος Αντώνιος, ο οποίος διέμεινε ένα διάστημα στην πόλη και λατρεύτηκε ως «νέος Διόνυσος». Επί Οκταβιανού Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.) η Ασία χρίστηκε συγκλητική επαρχία, διοικούμενη από ύπατο. Το Πέργαμον ανακηρύχθηκε «ελεύθερο» αν και η ελευθερία αυτή αφορούσε πλέον μόνο το δικαίωμα ρύθμισης των εσωτερικών της υποθέσεων. Η πόλη έπαθε σχετικά λίγες ζημιές από τον καταστροφικό σεισμό του 17 μ.Χ. που έπληξε πολλές μικρασιατικές πόλεις. Όμως στα μέσα του 1ου αιώνα ο αυτοκράτορας Νέρων στέρησε από την πόλη σημαντικά μνημεία, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής του για μεταφορά έργων τέχνης από τις επαρχιακές πόλεις στη Ρώμη. Η σημαντικότερη εξέλιξη του 1ου αιώνα ήταν ότι επιφανείς Περγαμηνοί κατάφεραν να πάρουν το δικαίωμα της ρωμαϊκής πολιτείας και μάλιστα να ανέλθουν έως και τα υψηλά αξιώματα της Συγκλήτου. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν αυτή του Άουλου Ιούλιου Κουαδράτου,14 ο οποίος χρίστηκε το 94 και φυσικά φρόντισε να ευεργετήσει τη γενέτειρά του. Το ρόλο του ως ευεργέτη επαύξησε στις αρχές του 2ου αιώνα, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της επαρχίας Ασίας. Την περίοδο εκείνη κορυφώθηκε ο ανταγωνισμός της πόλης με την Έφεσο και τη Σμύρνη, με αφορμή τις τιμές για την αυτοκρατορική λατρεία.15 Οι διαμάχες μεταξύ των πόλεων δημιούργησαν τέτοια ένταση, ώστε η ανάγκη για ομόνοια εκφράστηκε μέσα από ειδικά ψηφίσματα,16 καθώς και επάνω στις επιγραφές των νομισμάτων. Στα μέσα του 2ου αιώνα το Πέργαμον έμοιαζε με τεράστιο εργοτάξιο, καθώς πολλά κτήρια και δημόσια έργα ολοκληρώνονταν παράλληλα. Την περίοδο εκείνη χτίστηκαν μεταξύ άλλων ο ναός προς τιμή των Αιγύπτιων θεών (Κόκκινη Βασιλική), το ρωμαϊκό θέατρο της Κάτω Πόλης και το Αμφιθέατρο, όπου λίγο αργότερα ο μεγάλος γιατρός της Ρωμαϊκής περιόδου, ο Γαληνός, θα έκανε τις περίφημες ανατομικές μελέτες του στους πληγωμένους ή νεκρούς μονομάχους. Το 214 το Πέργαμον επισκέφτηκε ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (211-217), προκειμένου να θεραπευτεί στο Ασκληπιείο και έδωσε στην πόλη πολλά προνόμια. Μετά τη δολοφονία του ο διάδοχός του Μακρίνος (217-218) ακύρωσε τα προνόμια αυτά κι όταν ο λαός εξεγέρθηκε καταδίκασε την πόλη σε υποβιβασμό της θέσης της (217). Με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (284-305) το Πέργαμον παρέμεινε στην επαρχία Ασίας – που τώρα είχε μειωθεί δραστικά σε έκταση. Εξακολούθησε επίσης να έχει το ρόλο της μητρόπολης – οι άλλες τρεις ήταν η Έφεσος, η Σμύρνη και οι Τράλλεις. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο άλλαζε διοικητική υπαγωγή, ενώ τον 11ο αιώνα απειλήθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους. Στη δεκαετία του 1330 πέρασε στα χέρια του Ορχάν, ιδρυτή του Οθωμανικού κράτους.17
7. Θρησκείες και λατρείες Το παλιότερο ίσως λατρευτικό κέντρο της πόλης ήταν το ιερό προς τιμή της Αθηνάς Νικηφόρου, ακριβώς στα δυτικά της εισόδου στην τειχισμένη ακρόπολη. Χτίστηκε την εποχή του Φιλεταίρου και αποτελούσε δωρικό με 6 κίονες στις στενές και 10 στις μακρές πλευρές του. Την εποχή του Ευμένη Β΄ ο χώρος μπροστά στο ναό διαμορφώθηκε σε πλατεία περιτριγυρισμένη από στοές, στην οποία οδηγούσε μνημειακό .18 Στις μέρες του Φιλεταίρου χτίστηκαν και άλλα σημαντικά ιερά, όπως της Δήμητρας ή της Μητέρας Ασπορδηνής. Η λατρεία της Δήμητρας κατά την Ελληνιστική περίοδο αφορούσε κυρίως τις γυναίκες και μάλιστα το ιερό ολοκληρώθηκε από την Απολλωνίδα, σύζυγο του Αττάλου Α΄.19 Στη Ρωμαϊκή περίοδο όμως βλέπουμε μεγάλη συμμετοχή ανδρών, τόσο ως μυστών όσο και ως ιερέων, πάντοτε για λογαριασμό γυναικών της οικογένειάς τους. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα προκύπτει ότι κατά τον 4ο και τον πρώιμο 3ο αι. π.Χ. η διάταξη του ιερού της Δήμητρας ευνοούσε τελετουργίες που έμοιαζαν μάλλον με αυτές των Θεσμοφορίων. Εξάλλου και η αναθηματική επιγραφή μνημονεύει τη Δήμητρα και την Κόρη θεσμοφόρους. Το ιερό αποτελούνταν από έναν ναό και παρακείμενους βωμούς, από μια διώροφη στα βόρεια που κατέληγε σε μια μικρή εξέδρα για θεατές και από «οίκους», ένα είδος βοηθητικών δωματίων. Όσο για τη λατρεία της Μητέρας Ασπορδηνής ήταν συναφής με αυτή της Κυβέλης ή Άγδιστης ή Μεγάλης Μητέρας, που είχε μυστηριακό χαρακτήρα και αναπτύχτηκε στην κεντρική κυρίως Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία).20 Τον 4ο αι. π.Χ. εισήχθη στο Πέργαμον η λατρεία του Ασκληπιού.21 Το λατρευτικό του κέντρο ιδρύθηκε περίπου 2,5 χλμ. νοτιοδυτικά της ακρόπολης και γνώρισε ανάπτυξη την περίοδο του Ευμένη Β΄. Η μεγάλη ακμή του Ασκληπιείου όμως ήρθε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και συγκεκριμένα το 2ο αι. μ.Χ., όταν ξαναχτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Το ιερό κάλυπτε έκταση 102x140 μ. και ήταν περιτριγυρισμένο από ιωνικές στοές στη βόρεια, στη νότια και στη δυτική πλευρά. Εκτός από τον κυκλικό περίπτερο ναό του Δία Ασκληπιού –μια ασυνήθιστη ταύτιση των δύο θεών– που χτίστηκε το 140, το συγκρότημα περιλάμβανε επίσης , θέατρο και βιβλιοθήκη. Τα δύο τελευταία κτήρια μαρτυρούν ότι, εκτός από τον ιαματικό του χαρακτήρα, το Ασκληπιείο έπαιζε και το ρόλο πνευματικού κέντρου. Ίσως για το λόγο αυτό προσείλκυσε και τον περίφημο ρήτορα του 2ου αιώνα Αίλιο Αριστείδη, που έζησε εκεί 13 χρόνια.22 Άλλες θεότητες που λατρεύονταν στο Πέργαμον ήταν ο Διόνυσος, η Ήρα και φυσικά ο Δίας, του οποίου ο βωμός, που ανεγέρθηκε για να θυμίζει τις νίκες του Ευμένη Β΄ εναντίον των Γαλατών, κοσμούσε μια πλατεία επάνω ακριβώς από την Άνω Αγορά της πόλης. Στο Πέργαμον πρωτοστάτησε στην καθιέρωση της αυτοκρατορικής λατρείας ήδη από την εποχή του Αυγούστου. Στις αρχές του 2ου αιώνα η πόλη απέκτησε και δεύτερο ναό αφιερωμένο στον Τραϊανό και στο Δία Φίλιο, και έγινε έτσι «δις νεωκόρος». Επρόκειτο για έναν κορινθιακό περίπτερο ναό με 6 x 9 κίονες, χτισμένο επάνω σε ψηλή βάση, στο κέντρο μιας πλατείας με διαστάσεις 68 x 58 μ., περιβεβλημένης από στοές στη βόρεια, δυτική και ανατολική πλευρά. Στο Τραϊανείο βρέθηκαν τμήματα κολοσσιαίων αγαλμάτων του Τραϊανού και του διαδόχου του Αδριανού, ο οποίος και ολοκλήρωσε το ναό (129). Το 214 το Πέργαμον απέκτησε και την τρίτη του νεωκορία, χτίζοντας ναό προς τιμή του Καρακάλλα, που είχε επισκεφτεί την πόλη. Την περίοδο του Αδριανού στην πόλη άρχισαν να λατρεύουν τις αιγυπτιακές θεότητες Σέραπι, Ίσιδα και Αρποκράτη. Προς τιμή τους οικοδομήθηκε τεράστιο , διαστάσεων 260 x 100 μ., που αποτελούνταν από περίστυλη αυλή και τρία ναϊκά οικοδομήματα. Το κεντρικό από αυτά ήταν ο κυρίως ναός, χτισμένος κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα, με κόκκινα τούβλα που έφεραν μαρμάρινες επενδύσεις. Εκατέρωθεν βρίσκονταν δύο κυλινδρικά κτήρια. Την πρόσοψη στόλιζε κιονοστοιχία αιγυπτιακού ρυθμού. Τον 4ο αιώνα μετατράπηκε σε εκκλησία, που είχε ίσως το χαρακτήρα μαρτυρίου, αφού γνωρίζουμε ότι οι χριστιανοί της πόλης είχαν υποστεί διωγμούς επί Δομιτιανού (81-96). Το Πέργαμον εξάλλου απέκτησε προφανώς πολύ νωρίς χριστιανική κοινότητα, αφού μνημονεύεται στην Αποκάλυψη ως μία εκ των επτά εκκλησιών της Μικράς Ασίας.
8. Η ανακάλυψη του Περγάμου Το 1871 μια ομάδα τεσσάρων Γερμανών αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Ernst Curtius έφτασε στην οθωμανική κωμόπολη Bergama στο πλαίσιο μιας αρχαιοδιφικής εκδρομής. Εκεί συνάντησαν το Γερμανό μηχανικό Carl Humann, ο οποίος εργαζόταν για την κατασκευή ενός δρόμου. Ο Humann, αρχαιολάτρης ο ίδιος, έδειξε στους αρχαιολόγους θραύσματα από μια ανάγλυφη που είχε βρει στον παρακείμενο λόφο. Μια μνεία στο Liber Memorialis του Lucius Curtius (2ος αιώνας) βοήθησε στην ταύτιση του μνημείου με το μεγάλο βωμό του Δία του Περγάμου. Οι ανασκαφές άρχισαν επτά χρόνια αργότερα και συνεχίστηκαν για δεκαετίες, φέρνοντας στο φως το ένα μετά το άλλο τα σημαντικά μνημεία της πόλης που αποτέλεσε το κέντρο του ατταλιδικού βασιλείου.
9. Αρχαιολογία Η πόλη του Περγάμου είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα από ανδεσίτη, ύψους 335 μ. με απότομες πλαγιές. Τα κτήρια απλώνονται σε τέσσερις επάλληλες ζώνες. Το υψηλότερο σημείο ήταν προορισμένο για τα βασιλικά ανάκτορα, εφοδιασμένα με πέντε δεξαμενές νερού. Το ανακτορικό συγκρότημα είναι τειχισμένο. Λίγο πριν από την είσοδό του διακρίνει κανείς ένα ηρώο, αφιερωμένο στους νεκρούς βασιλείς. Μπαίνοντας στην ακρόπολη δεξιά βρίσκονται τα ανάκτορα και αριστερά η πλατεία που οδηγεί στο ιερό της Αθηνάς Νικηφόρου. Το παράδοξο είναι πως στο Πέργαμον οι τρεις πρώτοι βασιλείς έχτισαν δικό τους παλάτι, με αποτέλεσμα το κτηριακό συγκρότημα να είναι αρκετά περίπλοκο. Το παλάτι του Φιλεταίρου αργότερα στέγαζε τη φρουρά της ακρόπολης. Στη βορειοδυτική άκρη του συγκροτήματος διακρίνεται το οπλοστάσιο, όπου βρέθηκαν περίπου 900 λίθινα βλήματα για καταπέλτες. Η πλατεία του ιερού της Αθηνάς σηματοδοτούσε το πέρασμα στη δεύτερη ζώνη της ακρόπολης. Ο ναός της Αθηνάς Νικηφόρου υψωνόταν στη δυτική άκρη της πλατείας. Ήταν δωρικού ρυθμού, χτισμένος επάνω σε ανάχωμα και διπλό κρηπίδωμα με διαστάσεις 12,72x21,77. Η πλατεία περιβαλλόταν από διώροφες στοές με δωρικούς κίονες στο ισόγειο και ιωνικούς στον όροφο. Στην ανατολική γωνία της Βόρειας Στοάς βρισκόταν η περίφημη Βιβλιοθήκη του Περγάμου. Οι πηγές λένε ότι περιλάμβανε περίπου 20.000 ειλητά χειρόγραφα. Αποτελούνταν από ένα αναγνωστήριο διαστάσεων 15,35x13,53 μ. και τρία περιφερειακά δωμάτια, όπου μάλλον φυλάσσονταν τα βιβλία. Στην μπροστινή όψη του αναγνωστηρίου έστεκε ένα άγαλμα της θεάς Αθηνάς ύψους 3,50 μ. Θεωρείται πως ο Μάρκος Αντώνιος χάρισε όλους τους τόμους της Βιβλιοθήκης του Περγάμου στην Κλεοπάτρα, για να αντικαταστήσει το υλικό που είχε καταστραφεί κατά την πυρκαγιά της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας το 47 π.Χ. Το 2ο αι. μ.Χ. στα βόρεια της πλατείας της Αθηνάς Νικηφόρου χτίστηκε το Τραϊανείο. Επρόκειτο για μια μεγαλοπρεπή κατασκευή ρυθμού, η οποία έχει μερικώς αναστηλωθεί και δεσπόζει και σήμερα στο χώρο. Η τρίτη ζώνη της Ακρόπολης περιλάμβανε το θέατρο, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ναό της Αθηνάς και έχει τη μεγαλύτερη κλίση από όλα τα ελληνιστικά θέατρα. Χτίστηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. με χωρητικότητα 10.000 θεατών. Αποτελείται από 80 σε 3 , ενώ κοντά στην ορχήστρα υπήρχε βασιλικό από μάρμαρο. Μπροστά από το θέατρο ανοιγόταν μια μακρόστενη πλατεία με δωρικές στοές στο δυτικό και ανατολικό της τμήμα. Στο δυτικό άκρο της πλατείας ήταν χτισμένος ο ναός του Διονύσου, τετράστυλος ιωνικού ρυθμού. Το σημαντικότερο μνημείο όμως της ζώνης αυτής ήταν ο βωμός του Δία, που αφιέρωσε ο Ευμένης Β΄ για να μνημονεύσει τις νίκες του εναντίον των Γαλατών. Καθώς το μνημείο βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Περγάμου στο Βερολίνο, το μόνο που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι ένα τμήμα του βάθρου με πέντε σκαλοπάτια. Νότια του βωμού του Δία βρισκόταν η Άνω Αγορά της πόλης, περιβεβλημένη από δωρικού ρυθμού στοές, που καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της τέταρτης ζώνης της ακρόπολης. Ο κύριος οδικός άξονας της πόλης περνούσε μέσα από την αγορά, ενώ στο δυτικό της άκρο βρισκόταν ο βωμός της αγοράς και ο ναός του Ερμή. Κοντά στην αγορά ήταν χτισμένο το ιερό της Δήμητρας, το οποίο είχε αφιερώσει ο Φιλέταιρος. Σήμερα σε παρακείμενο χώρο στεγάζεται το μουσείο, όπου φυλάσσονται αρκετά από τα ευρήματα. Μεταξύ της Αγοράς και του ιερού της Δήμητρας βρισκόταν και το Μικρό Γυμνάσιο της πόλης. Ο δρόμος που ξεκινούσε από την Άνω Αγορά οδηγούσε στη Μέση Πόλη, όπου έχουν ανασκαφεί σπίτια και εργαστήρια της Ελληνιστικής εποχής. Μεταξύ των μνημείων αυτών ξεχωρίζει το ηρώο που οι Περγαμηνοί αφιέρωσαν τον 1ο αι. π.Χ. στον επιφανή πολίτη τους Διόδωρο Πάσπαρο. Συνεχίζοντας νοτιοδυτικά από το ιερό της Δήμητρας φτάνει κανείς στο Γυμνάσιο, ένα εντυπωσιακό κτήριο χτισμένο από τον Ευμένη Β΄ σε τρία επίπεδα (Άνω Γυμνάσιο, Μεσαίο και Κάτω Γυμνάσιο) που συνδέονταν μεταξύ τους με καμαροσκέπαστα κλιμακοστάσια και διαδρόμους. Το πρώτο προοριζόταν για τους παίδες, το δεύτερο για τους εφήβους και το τρίτο για τους νέους. Μέσα στο Γυμνάσιο υπήρχε η σκεπαστή αίθουσα του Ξυστού, αρκετά μικρά ιερά και ένα μικρό ωδείο. Εκατέρωθεν του Γυμνασίου υπήρχαν συγκροτήματα λουτρών, ενώ στη βόρεια πλευρά του ο Άτταλος Β΄ είχε χτίσει ένα ναό αφιερωμένο στην Ήρα Βασιλεία, δωρικό πρόστυλο τετράστυλο. Στη βορειοδυτική γωνία ανοιγόταν το βουλευτήριο, χωρητικότητας 1.000 ατόμων. Νοτιότερα από το Γυμνάσιο βρισκόταν η περιοχή όπου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο χτίστηκαν αρκετές επαύλεις και πολυτελείς οικίες, διακοσμημένες με ψηφιδωτά.23 Η γνωστότερη είναι η Οικία του Αττάλου. Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιον από τους ελληνιστικούς βασιλείς αλλά για το Ρωμαίο ύπατο Άτταλο Πατρικλιανό, που ανακαίνισε παλαιότερη έπαυλη του 200 π.Χ. Το Πέργαμον διέθετε και δεύτερη αγορά (Κάτω Αγορά), στο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης. Το δάπεδό της ήταν πλακοστρωμένο, ενώ περιτριγυριζόταν από δωρικές στοές όπου ανοίγονταν μεγάλα μαγαζιά. Τα σημαντικότερα ρωμαϊκά μνημεία, εκτός του Τραϊανείου, βρίσκονται σήμερα εκτός ακρόπολης, σε πεδιάδα στα νοτιοδυτικά της, ανάμεσα στα σπίτια της σύγχρονης πόλης. Πρόκειται για τη λεγόμενη Κόκκινη Αυλή ή Κόκκινη Βασιλική, αλλά και για το θέατρο, το αμφιθέατρο και το στάδιο, και τα τρία χρονολογούμενα στο 2ο αι. μ.Χ. Στο θέατρο διενεργούνται ακόμη ανασκαφές, μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι ήταν ρωμαϊκού τύπου με χωρητικότητα περίπου 24.000 θεατών. Από το αμφιθέατρο είναι ορατοί μόνο κάποιοι αναλημματικοί τοίχοι, ενώ από το στάδιο δεν διακρίνεται σχεδόν τίποτε. Αρκετά από τα ευρήματα των ανασκαφών της Περγάμου, καθώς και άλλων γειτονικών πόλεων –όσα δηλαδή δεν έχουν μεταφερθεί στο Βερολίνο–, στεγάζονται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο που χτίστηκε το 1936 στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τμήματα της ζωφόρου του ναού της Δήμητρας, το ακρωτήριο του προπύλου του Ασκληπιείου, καθώς και πλήθος ρωμαϊκών αγαλμάτων. |
1. Ξενοφών, Ανάβασις 7.8.4. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Έλληνες μισθοφόροι έλαβαν μέρος στη διαμάχη για τη διεκδίκηση του θρόνου, ανάμεσα στον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη και στον αδελφό του Κύρο. Οι Έλληνες τάχθηκαν στο πλευρό του Κύρου και μετά το θάνατό του (μάχη στα Κούναξα, 401 π.Χ.) κατευθύνθηκαν προς τον Εύξεινο Πόντο, αντιμετωπίζοντας πολλαπλούς κινδύνους. Η επιστροφή τους αποτελεί από τα πιο λαμπρά κατορθώματα της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας. 2. Τα νομίσματα της εποχής αποκαλύπτουν εύγλωττα τις αλλαγές αυτές της πολιτικής κατεύθυνσης, καθώς αρχικά κόβονταν στο όνομα του Λυσιμάχου, κατόπιν του Σελεύκου, ενώ μετά το θάνατο του τελευταίου ο Φιλέταιρος άρχισε να κόβει νομίσματα στο όνομα μόνο του Αλεξάνδρου. Από το 275 π.Χ. κ.ε. τα νομίσματα φέρουν την προτομή του Σελεύκου και το όνομα του Φιλεταίρου, γεγονός που υποδηλώνει την εξάρτηση από το σελευκιδικό βασίλειο. 3. Επίσης προέβη σε αντικατάσταση του πορτρέτου του Σελεύκου με αυτό του Φιλεταίρου στα νομίσματα, τονίζοντας έτσι την ανεξαρτητοποίηση του Περγάμου. 4. Οι Γαλάτες, κελτικά φύλα που ζούσαν στη Θράκη, είχαν εκδράμει εναντίον της κυρίως Ελλάδας στις αρχές του 3ου αιώνα και μετά την απόκρουσή τους ένα τμήμα τους πέρασε το Βόσπορο και εγκαταστάθηκε στα κεντρικά υψίπεδα της Μικράς Ασίας γύρω στο 279 π.Χ. Η περιοχή εγκατάστασής τους στη Φρυγία ονομάστηκε Γαλατία. Για μια τεσσαρακονταετία λεηλατούσαν την ύπαιθρο, εξαναγκάζοντας ακόμη και τους Σελευκίδες να τους πληρώνουν εισφορές. 5. Ο ρωμαϊκός στρατός κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, κατατροπώνοντας τον Αντίοχο Γ΄ στη μάχη της Μαγνησίας (189 π.Χ.). Λίγο νωρίτερα, ο ίδιος ο Ευμένης είχε μεταβεί στη Ρώμη δίνοντας διπλωματική μάχη για να κερδίσει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των συμμάχων της Ρώμης στην Ανατολή. Κατάφερε ώστε με τη συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.) να του δοθούν όλα τα μικρασιατικά εδάφη βόρεια του Ταύρου και ως τα όρια της Καππαδοκίας. Στο νότο απέκτησε το λυκικό λιμάνι της Τελμησσού. Επίσης το Πέργαμον πήρε στην κυριαρχία της όλες τις θρακικές κτήσεις του Αντιόχου. 6. Η επίθεση έγινε από οπαδούς του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, καθώς ο λόγος της επίσκεψης του Ευμένη στη Ρώμη ήταν να προσπαθήσει να υποκινήσει επίθεση εναντίον του. 7. Ο Άτταλος Γ΄ είχε αναπτύξει παθολογική φοβία για συνωμοσίες εναντίον του. Για το λόγο αυτό έβαλε να δολοφονήσουν αρκετά μέλη του συγγενικού και φιλικού του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια όμως, προφανώς λόγω τύψεων, κλείστηκε στα ανάκτορα και άρχισε να ασχολείται με τη γλυπτική, τη φαρμακολογία και τη βοτανική. 8. Την κληρονομιά αυτή αμφισβήτησε ο Αριστόνικος ο Εφέσιος, ο οποίος οδήγησε μέρος των κατώτερων κυρίως στρωμάτων σε εξέγερση, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Βλ. Collins, F., The Revolt of Aristonicus (Diss. University of Virginia 1978). 9. Ως προς τις πόλεις οι Ατταλίδες διατήρησαν τις υπάρχουσες, επανίδρυσαν άλλες, όπως τις Τράλλεις, ενώ τέλος ίδρυσαν και νέες, με χαρακτηριστικότερη την Αττάλεια, μεγάλο εμπορικό λιμάνι έως σήμερα. 10. Ο όρος «ιερά γη» χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει ιερά που διέθεταν τη δική τους εδαφική επικράτεια, την οποία έλεγχαν οικονομικά. Το καθεστώς αυτό δεν άλλαξε με τους Ατταλίδες, όμως συχνά η οικονομική ανάπτυξη των περιοχών ήταν σημαντική, καθώς αυξήθηκε ο «προσκυνηματικός τουρισμός» και μαζί με αυτόν και οι τοπικές εμποροπανηγύρεις. Επιπλέον, τα ιερά ήταν πλέον υποχρεωμένα να πληρώνουν φόρους για τη γη που νέμονταν. 11. Εξαιρετική πηγή για τα καθήκοντα των αστυνόμων, αλλά και για τις λεπτομερέστατες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν τα έργα, την καθαριότητα κ.λπ. αποτελεί η «επιγραφή των αστυνόμων», γραμμένη στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., αλλά που απηχεί παλιότερες ρυθμίσεις. Η επιγραφή είχε την ισχύ βασιλικού νόμου, που είχε θεσπιστεί μάλλον από τον Ευμένη Β΄. Βλ. Kolbe, W., AM XXVII (1902), σελ. 47-77 = OGIS no. 483· Lécrivain, C., “La loi des astynomes de Pergame”, Memoires de l’Académie des Sciences, Ins.et Belles Lettres de Toulouse, X, series III (1903), σελ. 363-376· Hitzig, H.F., “Die Astynomeninschrift von Pergamon”, Zeitschrift der Sauvigny-Stiftung für Rechtsgeschichte, Romanist.Abteilung XXVI (1905), σελ. 432-449. Τους αστυνόμους βοηθούσαν στα καθήκοντά τους οι αμφοδάρχαι, ένα είδος δημόσιων επιστατών που συγκέντρωναν τα πρόστιμα, ενώ τους στρατηγούς βοηθούσαν οι πράκτορες και οι νομοφύλακες. 12. Φορολογική ατέλεια παραχωρούνταν μόνο από το βασιλιά σε συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ατόμων και για καθορισμένο λόγο. 13. Βλ. von Fritze, H., “Die Münzen von Pergamon”, AbhBerlin (1910), σελ. 1-108· Imhoof-Blumer, F., Die Münzen der Dynastie von Pergamon (Berlin 1884). Για τις κοπές της Ρωμαϊκής περιόδου βλ. Burnett, A. – Amandry, M. – Ripolles, P.M., Roman Provincial Coinage (London – Paris 1992). 14. Ο Κουαδράτος ήταν γόνος επιγαμίας μεταξύ βασιλικής γενιάς Γαλατών και περγαμηνής αριστοκρατικής οικογένειας. Βλ. White, M., “The social economy of Roman Pergamon”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods, σελ. 331-373. 15. Στην ουσία όμως ο ανταγωνισμός ήταν βαθύτερος και οφειλόταν στην έριδα για την πρωτοκαθεδρία στην οικονομική και πολιτική ζωή της Μικράς Ασίας. 16. Kampmann, U., Die Homonoia-Verbindungen der Stadt Pergamon (Saarbrücker Studien zur Archäologie und Alten Geschichte 9, Saarbrücken 1996). 17. Για το βυζαντινό και οθωμανικό Πέργαμον βλ. Gelzer, H., Pergamon unter Byzantiner und Oxmanen (Abhandlungen der königlich Preussischen Akademie der Wissenschaften 2, Berlin 1903) και Rheidt, K., “In the Shadow of Antiquity: Pergamon and the Byzantine Millenium”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods (Harvard Theological Studies 46, Harvard 1998), σελ. 395-425. 18. Βρίσκεται σήμερα αναστηλωμένο στο Μουσείο του Περγάμου στο Βερολίνο. 19. Βλ. Thomas, Ch.M., “The sanctuary of Demeter at Pergamon: Cultic Space for Women and its Eclipse”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods (Harvard Theological Studies 46, Harvard 1998), σελ. 277-297. 20. Στο ελληνικό πάνθεο η Μεγάλη Μητέρα ισοδυναμούσε με τη Ρέα. 21. Θεωρείται ότι αυτός που φρόντισε να μεταφερθεί η λατρεία ήταν ένας Περγαμηνός πολίτης, ο Αρχίας, ο οποίος είχε θεραπευτεί στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου. 22. Βλ. Jones, C., “Aelius Aristides and the Asclepieion”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods (Harvard Theological Studies 46, Harvard 1998), σελ. 63-77. 23. Βλ. Wulf-Rheidt, U., “The Hellenistic and Roman Houses of Pergamon”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon: Citadel of the Gods (Harvard Theological Studies 46, Harvard 1998), σελ. 299-331. |