Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ταρσός (Αρχαιότητα), Ψηφιδωτά

Συγγραφή : Μαυρίκα Βιργινία (3/10/2002)

Για παραπομπή: Μαυρίκα Βιργινία, «Ταρσός (Αρχαιότητα), Ψηφιδωτά», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6430>

Ταρσός (Αρχαιότητα), Ψηφιδωτά (3/6/2008 v.1) Tarsus (Antiquity), Mosaics (23/10/2008 v.1) 
 

1. Ελληνιστικά ψηφιδωτά

Το περισσότερο γνωστό και ευρύτερα δημοσιευμένο ελληνιστικό ψηφιδωτό από την Ταρσό είναι ένα βοτσαλωτό ψηφιδωτό, που αποκαλύφθηκε κατά τις αμερικανικές ανασκαφές τη δεκαετία 1930-1940. Βρέθηκε στο εσωτερικό μιας ελληνιστικής οικίας, που ανήκει στο δεύτερο από τα τρία αποκαλυφθέντα οικιστικά σύνολα της πόλης, το επονομαζόμενο «Δεύτερο Ελληνιστικό Τμήμα (Unit)». Το ψηφιδωτό, που έχει διαστάσεις 3,10x1,90 μ., βρίσκεται στο νότιο τμήμα του «Δωματίου 6» και πιθανόν κοσμούσε το άνοιγμα της εισόδου του. Στην περιφέρειά του φέρει ταινίες επαναλαμβανόμενων μοτίβων (κύμα, πλοχμό, αστραγάλους), ενώ η υπόλοιπη επιφάνεια διακρίνεται σε τρία ορθογώνια τμήματα. Τα δύο πλαϊνά κοσμούνται με ανθέμια και τροχούς επάνω σε μαύρο τοπίο, ενώ το κεντρικό με ένα ρόδακα εγγεγραμμένο σε κύκλο, και τέσσερα δελφίνια επάνω σε λευκό τοπίο. Τα βότσαλα είναι χρώματος λευκού, μπλε-μαύρου, και κόκκινου. Το ψηφιδωτό χρονολογείται στο β΄ μισό του 3ου/αρχές 2ου αιώνα π.Χ.

Ένα τεχνοτροπικό στοιχείο που εμφανίζεται από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ., και που συναντάται και εδώ, είναι η απόδοση μαύρων μοτίβων και μορφών επάνω σε λευκό τοπίο (και συγκεκριμένα στο κεντρικό ορθογώνιο τμήμα), ενώ μέχρι τότε επικρατούν τα μοτίβα και οι μορφές λευκού χρώματος επάνω σε μαύρο τοπίο.1 Από το β΄ τρίτο του 3ου αιώνα εμφανίζεται επίσης αυστηρότερη γεωμετρική διάρθρωση και υποχώρηση της πλαστικής απόδοσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διακόσμηση της κεντρικής επιφάνειας αναπτύσσεται συμμετρικά και ότι τα μοτίβα αποδίδονται χονδροειδώς σε σχέση με εκείνα άλλων βοτσαλωτών ψηφιδωτών, όπως της Ολύνθου στη Μακεδονία,2 της Κορίνθου (Υστερη Κλασική εποχή)3 και της Μότυας στη Σικελία4 (3ος αι. π.Χ.), κάτι που γίνεται περισσότερο εμφανές στο σχηματισμό του ιωνικού κυματίου.

Οπωσδήποτε, η εικόνα που έχουμε για τα ψηφιδωτά της Ταρσού είναι περιορισμένη και κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφείλεται στο τυχαίο των ανασκαφών. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν την ένταξη του συγκεκριμένου παραδείγματος σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Το ψηφιδωτό αυτό ανήκει στην κατηγορία των ύστερων βοτσαλωτών ψηφιδωτών, η παραγωγή των οποίων συνεχίζεται μέχρι το 2ο αι. π.Χ. Τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά παρουσιάζουν σταδιακά απλοποίηση στο σχέδιο και απομάκρυνση από τη ζωγραφική ποιότητα, που παρατηρείται σε πρωιμότερα βοτσαλωτά ψηφιδωτά, όπως της Πέλλας (ύστερος 4ος αι. π.Χ).5 Επιπλέον, η επικράτηση μιας διχρωμίας, δηλαδή του λευκού και του μαύρου, αποτελεί έναν αναχρονισμό, που προβάλλει πρωτίστως το διακοσμητικό χαρακτήρα της παράστασης. Από τα Πρώιμα Ελληνιστικά χρόνια τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά αρχίζουν να εμφανίζονται στα νησιά και τη Μικρά Ασία – ενώ μέχρι τότε εντοπίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπόψη το στοιχείο της επιρροής από την κεντρική Ελλάδα. Ωστόσο, οι κατά τόπους παραγωγές παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες στην εξέλιξή τους, οι οποίες υπαγορεύουν ανεξάρτητες μελέτες και όχι αυστηρή ένταξή τους στη γενικότερη τεχνοτροπική ακολουθία του είδους. Οπωσδήποτε πάντως τα βοτσαλωτά ψηφιδωτά αποτελούσαν μια οικονομικότερη λύση και εξακολουθούν ως ένα βαθμό να αντανακλούν τις δυνατότητες των δημιουργών τους.

2. Ρωμαϊκά ψηφιδωτά

Στο Μουσείο της Hatay-Antakya φυλάσσεται ένα πολύχρωμο opus tessellatum από την Ταρσό με πλούσια εικονιστική και ανεικονική διακόσμηση, που φέρει τον τίτλο «Ψηφιδωτό της Ταρσού» (α΄ μισό 3ου αι. μ.Χ.). Το κεντρικό τμήμα του καταλαμβάνεται από τρία πλαίσια με εικονιστικές παραστάσεις: α) την αρπαγή του Γανυμήδη από το Δία-αετό, β) ένα σάτυρο και μία μαινάδα, γ) τον Ορφέα να παίζει λύρα εν μέσω ζώων.6 Η αρχική τοποθέτηση του ψηφιδωτού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι κύριες όψεις και των τριών παραστάσεων, όπως ορίζονται από τη γραμμή εδάφους που έχει η καθεμιά, διαφέρουν.7 Οι δύο εξωτερικές αντικρίζονται από τις στενές πλευρές του δαπέδου, ενώ η κεντρική από μία εκ των μακρών. Αυτό είχε ως σκοπό το δάπεδο να προσφέρει θέαση από όλες τις πλευρές. Οι παραστάσεις περιβάλλονται από διακοσμητικές ταινίες (π.χ. πλοχμούς, κύματα, βλαστόσπειρες) και στις δύο μακρές πλευρές του δαπέδου από 24 οκτάγωνα, που πληρούνται από ρόδακες και κεφαλές ανδρικών μορφών. Η διακόσμηση του δαπέδου ολοκληρώνεται με τετράγωνα πλαίσια, που φέρουν διακοσμητικά μοτίβα, και ένα πολύπλοκο πλέγμα ρόμβων, που μεταξύ άλλων σχηματίζει οκτάκτινους αστέρες. Η παράσταση της αρπαγής του Γανυμήδη από το Δία-αετό παρουσιάζει πρωτοτυπία, καθώς εμπλουτίζεται από την απεικόνιση ακόμα τριών μορφών: μιας γυναίκας, ενός άνδρα (έχει προταθεί ότι πρόκειται για τους γονείς του αρπαζόμενου)8 και ενός σκύλου.

Κάποιες παραλλαγές τυπικών γεωμετρικών μοτίβων, όπως ο ρόδακας που σχηματίζεται από μια αναδιπλούμενη ταινία και ο ρόδακας με σκίαση, εμφανίζονται τόσο στην Ταρσό9 όσο και σε άλλες πόλεις της Κιλικίας (π.χ. Σελεύκεια κατά Καλυκάνδω,10Ανεμούριο11) κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Η επανάληψη αυτή και οι μεταξύ τους ομοιότητες πιθανόν υποδεικνύουν την ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου, δηλαδή τοπικών ψηφοθετών, που μετακινούνταν και εργάζονταν στην ευρύτερη περιοχή της Κιλικίας κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια.12

1. Βλ. επίσης μαύρο δελφίνι επάνω σε λευκό τοπίο στην «Οικία της Τρίαινας» της Δήλου (περ. 130-88 π.Χ.), Bruneau, P., Le mosaïques (Exploration archéologique de Délos XXIX, Paris 1972), εικ. 213.

2. Robinson, D.M., “The Villa of Good Fortune at Olynthos”, AJA 38 (1934), σελ. 501-510.

3. Shear, T.L., “Excavations in the Theatre District and Tombs of Corinth in 1929”, AJA 33 (1929), εικ. 10.

4. Brancoli, I. – Giasca, A. – Garbini, G. – Tusa, V. – Tursa-Cutroni, A., Mozia. Rapporto Preliminare della Missione Archeologica della Soprintendenza alle Antichità della Sicilia Occidentale e dell’ Università di Roma III (Studi Semitici 24, Rome 1967), σχ. 11, πίν. 49-52.

5. Ginouvès, R., Macedonia from Philip II to the Roman conquest (Athens 1993), εικ. 3, 109-112, 119, 121.

6. Για ανάλογες απεικονίσεις του Ορφέα σε ψηφιδωτά βλ. Latin, H., Römische Mosaiken aus Österreich (1966), εικ. 66· Budde, L., Antike Mosaiken in Kilikien II (Recklinghausen 1972), εικ. 5, πίν. 6-28· Boeselager, D., Antike Mosiken in Sizilien (1983), πίν. 128-129.

7. Budde, L., Antike Mosaiken in Kilikien II (Recklinghausen 1972), σχ. 22.

8. Budde, L., Antike Mosaiken in Kilikien II (Recklinghausen 1972), σελ. 124.

9. Budde, L., Antike Mosaiken in Kilikien, II (Recklinghausen 1972), πίν. 118, 121-123, 126-128, 131-133.

10. Campbell, S.D., “Roman Mosaic Workshops in Turkey”, AJA 83 (1979), πίν. 42.4.

11. Campbell, S.D., “Roman Mosaic Workshops in Turkey”, AJA 83 (1979), πίν. 42.3.

12. Campbell, S.D., “Roman Mosaic Workshops in Turkey”, AJA 83 (1979), σελ. 289-292.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>