θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.
|
ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.
|
ισόδομο σύστημα, το
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκείμενων λίθων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, αναλόγως αν οι στενές πλευρές των λίθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.
|
πόλος, ο
Κυλινδρικό κάλυμμα της κεφαλής.
|
πολυγωνική τοιχοποιία, η
Σύστημα δόμησης όπου οι λαξευτοί λίθοι έχουν ακανόνιστο σχήμα και ευθείς αρμούς.
|
σατράπης, ο
Ο τίτλος είχε την έννοια του αντιπροσώπου του Πέρση βασιλιά και στην περσική γλώσσα χρησιμοποιούνταν ευρύτατα. Στους αρχαίους συγγραφείς ο όρος προσδιορίζει συνήθως έναν αξιωματούχο του περσικού κράτους που έχει την ανώτατη πολιτική και στρατιωτική εξουσία στη διοικητική του περιφέρεια, τη σατραπεία. Στα Ελληνιστικά χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος εισήγαγε το θεσμό στην οργάνωση της αυτοκρατορίας του στην Ανατολή. Τη Ρωμαϊκή περίοδο με τον ίδιο όρο δηλώνεται το κληρονομικό αξίωμα του Aρμένιου ευγενή, κυβερνήτη αρμενικού κλίματος (καντόνι, ιστορικογεωγραφική ενότητα), που στις αρμενικές περιοχές εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ασκούσε περιορισμένη εξουσία υπό την επικυριαρχία του Ρωμαίου αυτοκράτορα.
|
χιτών, ο
Τύπος ενδύματος που αποτελείται από τετράγωνο μάλλινο ύφασμα το οποίο ράβεται στις δύο πλευρές του.
|