βασιλική, η
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.
|
ζυγοστάτης, ο
Κατώτερος αξιωματούχος υπεύθυνος για τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και για την καθαρότητα των νομισμάτων. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι ζυγοστάτες ανήκαν στους λειτουργούς των πόλεων, ενώ από τον 7ο αιώνα και εξής ήταν αποκλειστικά κρατικοί αξιωματούχοι.
|
Καραΐτες, οι
Ιουδαϊκή αίρεση η οποία εμφανίστηκε τον 8ο αιώνα στη Μεσοποταμία. Απέρριπτε το Ταλμούδ και τη διδασκαλία των ραβίνων.
|
κουράτωρ, ο
Υπάλληλος της βυζαντινής αυτοκρατορικής διοίκησης ή των πόλεων. Ασκούσε κυρίως καθήκοντα επιστάτη σε δημόσια ή ιδιωτικά κτήρια και σε εκτάσεις γης (από το λατ. curator = φροντιστής).
|
ραβανιτισμός, ο
Ιουδαϊκό θεολογικό ρεύμα το οποίο συνεχίζει την παράδοση των φαρισαίων. Οι ραβανίτες ή ραβινίτες πιστεύουν στην ερμηνεία της Πεντατεύχου (Torah) με βάση την προφορική διδασκαλία των ραβίνων, όπως αυτή κωδικοποιήθηκε στα δύο βιβλία του Ταλμούδ.
|
ραβίνος, ο
Τίτλος που αποδίδεται στον «Δάσκαλο» (μελετητή, λόγιο) της Πεντατεύχου (Τορά). Η έννοια και ο ρόλος του ραββίνου έχουν μετεξελιχθεί με την πάροδο των αιώνων. Σήμερα ο όρος αναφέρεται σε όσους έχουν λάβει επιμελημένη ραββινική κατεύθυνση και έχουν εντρυφήσει στα ζητήματα του Εβραϊκού Νόμου (Χαλαχά). Οι ραββίνοι ανέκαθεν αποτελούσαν τους πνευματικούς και θρησκευτικούς ηγέτες των εβραϊκών κοινοτήτων, ενώ συχνά ο ραββίνος ο οποίος έχει υπό την εποπτεία του μια συναγωγή καλείται Αρχιραββίνος.
|
χαλίφης, ο
O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων.
|