γραμματικός, ο
Διδάσκαλος στη μέση και την ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης στο Βυζάντιο. Στους Μεσοβυζαντινούς και τους Υστεροβυζαντινούς χρόνους δηλώνει επίσης διοικητικό αξίωμα, συνήθως το γραμματέα. Το 15ο αιώνα, όπως φαίνεται στον Ψευδο-Κωδινό, ο γραμματέας θεωρείται συνώνυμο του νοταρίου.
|
γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.
|
δόμος, ο
η οριζόντια στρώση λίθων ή πλίνθων. Λέγεται επίσης στοίχος.
|
θεαροδόκος/ θεωροδόκος, ο
Θρησκευτικός αξιωματούχος των πόλεων-κρατών επιφορτισμένος με την υποδοχή και φιλοξενία των θεωρών, δηλαδή των πρεσβευτών που προσέρχονταν σε ένα ιερό ή μαντείο για να προσκυνήσουν ή να ζητήσουν χρησμό.
|
ισόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς, ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκειμένων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το αν οι στενές πλευρές των πλίνθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.
|
προσευκτήριο, το
Κτίσμα προορισμένο για προσευχή.
|
συνοικισμός, ο
Συνένωση δύο ή περισσοτέρων κωμών ή πόλεων σε ένα κρατικό σχηματισμό (πόλη-κράτος) με ταυτόχρονη κατάργηση των τοπικών πολιτικών οργάνων και σωμάτων.
|