Ζηνόβιος της Ελούσας
Ρήτορας που καταγόταν από την Ελούσα της Παλαιστίνης. Διαδέχθηκε τον Ουλπιανό της Ασκάλωνος στην έδρα της σχολής της Αντιόχειας και πέθανε το 354. Τον διαδέχθηκε ο πρώην μαθητής του Λιβάνιος.
|
κυαίστωρ, κοιαίστωρ (λατ. quaestor, -oris, questor) ή κοιαισίτωρ
Αρχαιότητα. Ταμίας. Ρωμαϊκό αξίωμα με αρμοδιότητες σχετικά με τον έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών στην αυτοκρατορία. Βυζάντιο. Σημαντικό αξίωμα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι κάτοχοί του είχαν τον υψηλό τίτλο του πατρικίου.1. κυαίστωρ του ιερού παλατίου (λατ. quaestor sacri palatii). Ο αξίωμα θεσπίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Α (324-337) με ευρείες δικαστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. . Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Οι αποφάσεις του ήταν ιδιαίτερα ισχυρές και μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Ο κυαίστωρ Τριβωνιανός (529-545), επί Ιουστιανού Α΄, υπήρξε ο γνωστότερος κάτοχος αυτού του αξιώματος.2. Το 539 ο Ιουστινιανός θέσπισε το αξίωμα του κοιαισίτωρος (quaesitor), που ονομαζόταν απλά κοιάστωρ, με δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Στη μεσοβυζαντινή εποχή οι σημαντικότερες αρμοδιότητες του κοιαίστορα μεταβιβαστήκαν στον λογοθέτη του δρόμου, τον επί των δεήσεων κ.α. και το αξίωμα υποβιβάσθηκε στην 35η θέση στην διοικητική ιεραρχία, στις τάξεις των κριτών. Ο κοιαίστωρ αναφέρεται έως τα τέλη του 14ου αι., στην 45η θέση, και όπως φαίνεται αποτελούσε πλέον μόνο τιμητικό τίτλο.
|
Ουλπιανός της Ασκάλωνος, ο
Σοφιστής που έζησε στο τέλος του 3ου και τις αρχές του 4ου αιώνα (πέθανε το 330). Δίδαξε στην Έμεσα και στη σχολή της Αντιόχειας και είχε μαθητές το φιλόσοφο Προαιρέσιο και το ρήτορα Λιβάνιο. Τα περισσότερα έργα του έχουν χαθεί.
|
συγκλητικός, ο (senator)
1. Ρωμαϊκή περίοδος: Σώμα ανδρών το οποίο συμβούλευε τον αυτοκράτορα και τους υπάτους. Η ένταξη στη σύγκλητο δεν ήταν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Νέοι άνδρες (novi homines) μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη. Ο Αύγουστος αναθεώρησε το θεσμό της συγκλήτου και μείωσε τις αρμοδιότητές της. Επίσης εισήγαγε την κληρονομικότητα ως προϋπόθεση ένταξης στο σώμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά η σύγκλητος συνέχισε να θεσπίζει νόμους και να εκχωρεί την εξουσία σε νέους αυτοκράτορες. 2. Βυζαντινή περίοδος: Μέλος της συγκλήτου. Η σύγκλητος, ρωμαϊκός θεσμός που μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ήταν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις και κατατάσσονταν σε βαθμίδες ιεραρχίας: viri illustri (οι έπαρχοι πραιτoρίου και πόλης και οι μάγιστροι), viri spectabili (οι ανθύπατοι, οι βικάριοι και οι κόμητες), viri clarissimi (οι ύπατοι των επαρχιών και ακολούθως οι υπατικοί) και viri perfectissimi (οι ηγεμόνες και οι δούκες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα καθιερώθηκε ένας ακόμα τίτλος για τους ανώτατους υπαλλήλους (viri gloriosi). Στη συνέχεια οι τίτλοι απονέμονταν στους αξιωματούχους ανεξάρτητα από το αν ήταν συγκλητικοί ή επρόκειτο να ενταχθούν στο σώμα της συγκλήτου.
|